12 - το αυτοκίνητο
12 - das Auto
12 - the car
12 - el coche
12 - la voiture
12 - l'auto
12 - 車
12 - o carro
12 - автомобиль
12 - Araba
12 - автомобіль
► το αυτοκίνητο
Or the car
Ou la voiture
► автомобиль
• Είμαι στο αυτοκίνητο μου.
- Ich bin in meinem Auto.
• I'm in my car.
• Je suis dans ma voiture.
• Είσαι στο αυτοκίνητο σου.
ты|||твоем
• You are in your car.
• Vous êtes dans votre voiture.
• Ο Νίκος είναι στο αυτοκίνητο του.
|Никос||||
|Nikos||||
- Nikos ist in seinem Auto.
• Nikos is in his car.
• Nikos est dans sa voiture.
• Nikos arabasında.
• Η Μαρία είναι στο αυτοκίνητο της.
• Maria is in her car.
• Maria est dans sa voiture.
• Είμαστε στο αυτοκίνητο μας.
• We are in our car.
• Nous sommes dans notre voiture.
• Είστε στο αυτοκίνητο σας.
• You are in your car.
• Vous êtes dans votre voiture.
• Είναι στο αυτοκίνητο τους.
• He is in their car.
• Il est dans leur voiture.
► το γραφείο
|office
Or the office
Ou le bureau
• Είμαι στο γραφείο μου.
- Ich bin in meinem Büro.
• I am in my office.
• Je suis dans mon bureau.
• Είσαι στο γραφείο σου.
• You are in your office.
• Vous êtes dans votre bureau.
• Ο Νίκος είναι στο γραφείο του.
• Nikos is in his office.
• Nikos est dans son bureau.
• Η Μαρία είναι στο γραφείο της.
• Maria is in her office.
• Maria est dans son bureau.
• Είμαστε στο γραφείο μας.
• We are in our office.
• Nous sommes dans notre bureau.
• Είστε στο γραφείο σας.
You are|||
• You are in your office.
• Vous êtes dans votre bureau.
• Είναι στο γραφείο τους.
is||office|
• They are in their office.
• Ils sont dans leur bureau.