×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.

image

► 008 - Παραμύθια / fables, 1 - Ο γέρος και τα τρία αδέρφια

1 - Ο γέρος και τα τρία αδέρφια

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία αδέρφια

και κίνησαν να πάν στα ξένα, για να βρουν δουλειά.

Στο δρόμο που πήγαιναν έφτασαν σε μια ερημιά

και εκάθησαν σε μια βρύση κοντά να φάνε και να ξεκουραστούνε.

Εκεί που έτρωγαν, βλέπουν κι έρχεται ένας γέρος με το μπαστουνάκι του και τους χαιρετά:

-Ώρα καλή παλληκάρια!

-Πολλά τα έτη παππούλη, του είπαν εκείνα

και το μικρότερο έκοψε ένα κομμάτι ψωμί και του είπε :

- Κάθισε παππούλη, και να λιγάκι ψωμί να φας.

Ο γέρος πήρε το ψωμί και κάθισε.

Εκεί στην ερημιά ήταν πλήθος τα κοράκια.

Λέει ο γέρος του μεγαλύτερου παιδιού.

-Τι θα ήθελες παιδί μου,

να έχεις εδώ στον κόσμο που βρίσκεσαι;

-Θα ήθελα, του λέει, όλα αυτά τα κοράκια να ήταν πρόβατα και να ήταν δικά μου.

-Καλά, λέει ο γέρος.

Αν όμως ερχόταν κανένας φτωχός

και σου ζητούσε λίγο γάλα, θα του έδινες, άμα είχες τόσα πρόβατα;

-Θα του έδινα, λέει το παιδί, ό,τι ήθελε, γάλα, τυρί, μυτζήθρα, ό,τι ήθελε.

Ταπ ! Χτυπάει ο γέρος το ραβδί του στη γη κι έγιναν τα κοράκια πρόβατα.

Άσπρισε ο τόπος από πρόβατα.

Σηκώθηκε το παιδί, μάζεψε τα πρόβατα κι έμεινε εκεί.

Οι άλλοι δυο με το γέρο πήραν πάλι δρόμο.

Πήγαν, πήγαν, έφτασαν σε ένα λόγγο.

Ρωτάει τώρα ο γέρος το δεύτερο :

-Τι θα ήθελες εσύ παιδί μου ,

να έχεις εδώ στον κόσμο που είσαι;

-Εγώ θα ήθελα παππούλη,

όλα αυτά τα πουρνάρια να γίνουν ελιές και να είναι όλες δικές μου, είπε το παιδί.

-Καλά, του λέει ο γέρος.

Αφού θα χεις τόσο λάδι, θα δίνεις και κανενός φτωχού;

-Θα δίνω , του λέει.

Ταπ ! Χτυπάει ο γέρος το ραβδί του στη γη και τα πουρνάρια έγιναν στη στιγμή ελιές.

Και το παιδί αυτό, απόμεινε εκεί κι έκανε μαγαζιά,

γέμιζε τα βαρέλια λάδι και τα φόρτωνε στα καράβια.

Ο μικρότερος αδερφός απόμεινε μονάχος με το γέρο και πήραν πάλι δρόμο.

Σαν έφτασαν σε ένα σταυροδρόμι,

κάθισαν στη βρύση που ήταν εκεί να ξεκουραστούν. έει ο γέρος του παιδιού :

- Αμ δε ζητάς κι εσύ τίποτε;

-Εγώ, παππούλη, θα ήθελα από αυτή τη βρύση να τρέχει μέλι.

-Και θα δίνεις στους φτωχούς μέλι, άμα σου ζητούν;

-Θα δίνω.

Ταπ ! Χτυπά ο γέρος το ραβδί του στη γη κι αμέσως άρχισε να τρέχει μέλι από τη βρύση.

Απόμεινε και το παιδί στο σταυροδρόμι,

πουλούσε μέλι και μοίραζε και στους φτωχούς τους στρατοκόπους.

Ο γέρος έφυγε, πήγε στη δουλειά του.

Σαν πέρασε κάμποσος καιρός,

το παιδί άφηκε έναν υπηρέτη στη βρύση να μοιράζει μέλι,

κι αυτός ξεκίνησε να πάει να δει τα αδέρφια του, γιατί τα πεθύμησε.

Εκεί που πήγαινε, κοιτάζει για ελιές,

βλέπει ένα λόγγο από πουρνάρια.

Πάει παρέκει, κοιτάζει για πρόβατα,

βλέπει κοράκια κι ούτε λαδά ούτε τσέλιγκα.

Κει που στεκόταν κι απορούσε,

βλέπει κι έρχεται πάλι ο γέρος εκείνος και του λέει :

-Είδες;

Ό,τι είπαν τα αδέρφια σου δεν το έκαμαν !

Δεν έδιναν στους φτωχούς από τα καλά που τους εχάρισα.

Γι αυτό κι εγώ τους πήρα πίσω τις ελιές και τα πρόβατα .

Συ όμως στάθηκες καλός και να έχεις την ευχή μου !

Και πριν τελειώσει το λόγο του, ο γέρος έγινεν άφαντος.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

1 - Ο γέρος και τα τρία αδέρφια |старик|||три|брата |old man||||brothers |old man|and|the|three|brothers |yaşlı|||| 1 - Der alte Mann und die drei Brüder 1 - The old man and the three brothers 1 - El viejo y los tres hermanos 1 - Le vieil homme et les trois frères 1 - Il vecchio ei tre fratelli 1 - O velho e os três irmãos 1 - Yaşlı adam ve üç kardeş 1 - 老人和三兄弟

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία αδέρφια ||||времени||| |time|once|a|a time|there were|three|brothers Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία αδέρφια Once upon a time there were three brothers Había una vez tres hermanos Il était une fois trois frères C'erano una volta tre fratelli Er waren eens drie broers Жили-были три брата

και κίνησαν να πάν στα ξένα, για να βρουν δουλειά. |решили||идти||за границу|||| |ont commencé|||||||| |set off||go|to the|foreign lands||"to"|find| |they set out||to go||foreign|||| |hareket ettiler||gitmek|||||| |si sono mossi||||paesi stranieri|||| 和|开始||去||外国|||找到| and they set out to go abroad, to find work. y se trasladó al extranjero en busca de trabajo. et a déménagé à l'étranger pour trouver du travail. e partì per andare all'estero, per trovare lavoro. и они уехали за границу в поисках работы.

Στο δρόμο που πήγαιναν έφτασαν σε μια ερημιά |||шли||||пустыня ||||arrivèrent|||desert |||were going|arrived|||wilderness ||||ulaştılar|||ıssızlık |||||||desolation On the road they were taking, they reached a wilderness Por el camino que iban llegaron a un lugar desierto Sur la route, ils arrivèrent à un endroit désert. Lungo la strada raggiunsero un deserto По пути они пришли в пустыню

και εκάθησαν σε μια βρύση κοντά να φάνε και να ξεκουραστούνε. |сели|||кран||||||отдохнуть |s'asseoir|||spring||||||se reposer |sat down||a|fountain|||to eat|||rest themselves |they sat|||fountain||||||to rest ||||su kaynağı|||||| |si sedettero|||fontana|||||| and they sat by a spring nearby to eat and rest. Y fueron a una fuente cercana a comer y descansar. Ils allèrent à une fontaine proche pour manger et se reposer. e si sedettero presso una fontana vicina per mangiare e riposare. и они сели возле источника, чтобы поесть и отдохнуть.

Εκεί που έτρωγαν, βλέπουν κι έρχεται ένας γέρος με το μπαστουνάκι του και τους χαιρετά: ||ели||||||||бастуночке||||приветствует ||they were eating||||||||walking stick||||greets ||"were eating"|they see||||old man|||walking stick|||them|greets them ||mangiavano||||||||||||saluta Where they ate, they see and come an old man with his baton and greet them: Mientras comían, ven llegar a un anciano con su bastón que les saluda: Alors qu'ils sont en train de manger, ils voient arriver un vieil homme avec sa canne qui leur fait signe : Там, где они ели, они видят идущего старика с тростью и здороваются с ними:

-Ώρα καλή παλληκάρια! ||парни ||les gars hour||young men Good time|good|Goodbye, lads! ||ragazzi -Gute Zeit, Jungs! Time good guys! -¡Buenos tiempos, muchachos! -Du bon temps, les gars ! -Buon tempo ragazzi! - Доброго времени, ребята!

-Πολλά τα έτη παππούλη, του είπαν εκείνα ||года|дедушка|||это ||années|grand-père||| Many||"many years"|"old man"|||those ||years|grandpa||| - Viele Jahre, Großvater, haben sie ihm gesagt "Many years old grandfather," they told him -Todos estos años, abuelo, le decían Pendant toutes ces années, grand-père, ils lui ont dit - Molti anni, nonno, gli hanno detto -Много лет, дедушка, сказали ему

και το μικρότερο έκοψε ένα κομμάτι ψωμί και του είπε : ||меньшее|вырезал||кусок|||| |||a coupé|||||| ||"smallest one"|cut||piece||"and"|| |||schnitt|||||| |||ha tagliato|||||| and the youngest cut a piece of bread and said to him: y el más joven cortó un trozo de pan y le dijo: Le plus jeune coupa un morceau de pain et lui dit : и младший отрезал кусок хлеба и сказал ему:

- Κάθισε παππούλη, και να λιγάκι ψωμί να φας. садись||||немного|||поесть ||||un peu||| Sit down|grandpa||"to"|a little|||you eat ||||a little||| ||||un po' di||| - Sit down grandfather, and take some bread to eat. - Assieds-toi, grand-père, et mange du pain. - Садись, дедушка, и ешь хлеба.

Ο γέρος πήρε το ψωμί και κάθισε. |old man||||| The old man||||||sat down The old man took the bread and sat down. Le vieil homme prit le pain et s'assit. Il vecchio prese il pane e si sedette. Старик взял хлеб и сел.

Εκεί στην ερημιά ήταν πλήθος τα κοράκια. ||||множество||воробьи ||wilderness||crowd||crows "There"||desolation|there|a multitude||crows ||||multitude||corbeaux ||||||corvi There were crows in the wilderness. Il y avait là, dans le désert, une multitude de corbeaux. C'erano corvi nel deserto. Там, в пустыне, было множество воронов.

Λέει ο γέρος του μεγαλύτερου παιδιού. ||||большого|ребенка |||of|| ||||largest|child Sagt der alte Mann des ältesten Kindes. The old man of the oldest child says. dit le vieillard de l'aîné des enfants. Говорит старик о старшем ребенке.

-Τι θα ήθελες παιδί μου, ||would you like|child| - Was möchtest du, mein Kind, - What would you like, my child, Qu'est-ce que tu veux, mon enfant ? -Чего бы ты хотел, дитя мое,

να έχεις εδώ στον κόσμο που βρίσκεσαι; ||||||находишься ||here||world||you are hier in der Welt, in der du bist, haben? to have here in the world you find yourself in? dans le monde dans lequel vous vivez ? avere qui nel mondo in cui ti trovi? иметь здесь, в мире, где ты?

-Θα ήθελα, του λέει, όλα αυτά τα κοράκια να ήταν πρόβατα και να ήταν δικά μου. ||||||||||овцы||||| ||||||||||des moutons||||| |I would like||||||crows|that||sheep||||mine| ||||||||||sheep||||| |||||||corvi|||pecore||||| -I would like, she says to him, for all these crows to be sheep and to be mine. Je voudrais que tous ces corbeaux soient des moutons et qu'ils soient à moi, dit-il. -Vorrei, gli dice, che tutti questi corvi fossero pecore e fossero miei. - Я бы хотел, - говорит он ему, чтобы все эти вороны были овцами и чтобы они были моими.

-Καλά, λέει ο γέρος. Well||| -Alright, says the old man. -Eh bien, dit le vieil homme. -Хорошо, - говорит старик.

Αν όμως ερχόταν κανένας φτωχός ||||бедный ||||pauvre |however|came|any|poor Wenn jedoch ein armer Mensch käme But if there were no poor Ma se venisse qualche povero Но если бы какой-нибудь бедняк пришел

και σου ζητούσε λίγο γάλα, θα του έδινες, άμα είχες τόσα πρόβατα; ||просил|||||дал бы|если||столько| ||demandait||lait||||if||so many| ||asked|a little|milk|would||you would give|if|you had|so many|sheep |||||||you would give|if||| und dich nach ein wenig Milch fragen würde, würdest du ihm geben, wenn du so viele Schafe hättest? and he asked you for some milk, would you give him if you had so many sheep? и он попросил у тебя молока, ты бы дал ему, если бы у тебя было столько овец?

-Θα του έδινα, λέει το παιδί, ό,τι ήθελε, γάλα, τυρί, μυτζήθρα, ό,τι ήθελε. ||||||||||сыр|| ||||||||||fromage frais|| ||would give||||whatever|he wanted||cheese|myzithra|| ||||||||||myzithra|whatever| |||||||||formaggio|ricotta|| -Ich würde ihm geben, sagt das Kind, was er wollte, Milch, Käse, Ricotta, was immer er wollte. -I would give him, the kid says, whatever he wanted, milk, cheese, myzizthra, whatever he wanted. - Я бы дал ему, - говорит ребенок, - все, что он хочет, молоко, сыр, миджитру, все, что он хочет.

Ταπ ! тап Tape tap Tap Tap! Rubinetto! Кран! Χτυπάει ο γέρος το ραβδί του στη γη κι έγιναν τα κοράκια πρόβατα. бьет||||палка|||земля||стали||| ||||stick|||||devenus||| strikes||||stick|||ground||became|the|crows|sheep ||||stick|||||||| battere|||||||||||| Der alte Mann schlug seinen Stab auf den Boden und die Krähen wurden zu Schafen. The old man beats his wand on the earth and the crows of sheep become. Старик ударил посохом о землю, и вороны превратились в овечек.

Άσπρισε ο τόπος από πρόβατα. побелел||место|| devenait blanc||lieu|| whitened||place|| turned white||land||sheep diventò bianco|||| Der Ort war weiß von Schafen. The sheep dipped the place. Место было белым от овец.

Σηκώθηκε το παιδί, μάζεψε τα πρόβατα κι έμεινε εκεί. |||собрал||||остался| se leva|||gathered||||| he got up|||gathered||||| Got up|||gathered||||stayed| |||raggruppò||||| The child got up, picked up the sheep and stayed there. Ребенок встал, собрал овец и остался там.

Οι άλλοι δυο με το γέρο πήραν πάλι δρόμο. |||||старик|взяли|| ||||||took|| |the others|two|||the old man|took|again| ||||||presero|| The other two with the old man took the road again. Двое других и старик снова пошли своей дорогой.

Πήγαν, πήγαν, έφτασαν σε ένα λόγγο. |||||болото |||||marais they went|||||thicket |||||thicket |||||bosco Sie gingen, sie gingen, sie erreichten einen Longo. They went, they went, they arrived at a speaker. Шли, шли, дошли до лонго.

Ρωτάει τώρα ο γέρος το δεύτερο : |||||второе is asking|||||second sta chiedendo||||| Now the old man is asking the second: Теперь старик спрашивает второго:

-Τι θα ήθελες εσύ παιδί μου , -What would you like my child, - Чего бы ты хотел, дитя мое?

να έχεις εδώ στον κόσμο που είσαι; ||||||you are to have you here in the world where you are? иметь здесь, в мире, где ты?

-Εγώ θα ήθελα παππούλη, |||grand-père |||grandpa -I would like grandpa, - Я бы хотел дедушку,

όλα αυτά τα πουρνάρια να γίνουν ελιές και να είναι όλες δικές μου, είπε το παιδί. |||пуншевые деревья||станут||||||мои|||| |||bushes|||||||||||| |||bushes|||||||||||| |||bushes||become|olives||||all|own|||| |||piante di corbe|||olive trees||||||||| all these holmes become olives and be all mine, said the child. Пусть все эти падубы станут оливками, и пусть они все будут моими, - сказал ребенок.

-Καλά, του λέει ο γέρος. - Well, says the old man. -Хорошо, - говорит ему старик.

Αφού θα χεις τόσο λάδι, θα δίνεις και κανενός φτωχού; ||будешь||масло||дашь||никого|бедного ||||||||de personne|pauvre After||you will have||oil||||of anyone|poor Since||you'll||oil||you will give||no one's|poor person ||||olio||||| After you have so much oil, will not you give any poor? Раз у тебя будет столько масла, ты дашь его бедному человеку?

-Θα δίνω , του λέει. |will give|| - I will give, she tells him. - Я дам, - говорит она ему.

Ταπ ! tap Tap! Кран! Χτυπάει ο γέρος το ραβδί του στη γη και τα πουρνάρια έγιναν στη στιγμή ελιές. hits||||||||||broom trees|||moment|olive trees The old man beats his wand on the earth and the holm oak becomes olives. Старик ударил посохом о землю, и деревья остролиста мгновенно превратились в оливки.

Και το παιδί αυτό, απόμεινε εκεί κι έκανε μαγαζιά, ||||осталось||||магазины ||||rester là|||ouvrit des magasins| ||||remained||||stores ||||remained there|||shopped|stores ||||rimase|||| And this kid, he stayed there and made shops, И этот ребенок остался там и делал покупки,

γέμιζε τα βαρέλια λάδι και τα φόρτωνε στα καράβια. ||||||il chargeait||les navires наполнял||бочки||||грузил||корабли ||barrels||||it loaded||ships filled||barrels||||loaded||ships ||barili||||caricava||navi he filled the barrels of oil and loaded them into the ships. он наполнил бочки маслом и погрузил их на корабли.

Ο μικρότερος αδερφός απόμεινε μονάχος με το γέρο και πήραν πάλι δρόμο. ||||один||||||| ||||alone|||the old man|||| |younger|brother|was left alone|alone||||||| ||||da solo|||||presero|| The younger brother was left alone with the old man and they set off again. Младший брат остался со стариком наедине, и они снова пошли своей дорогой.

Σαν έφτασαν σε ένα σταυροδρόμι, ||||перекресток ||||carrefour As||||crossroad When|they arrived|||crossroads ||||incrocio As if they had reached a crossroads, Gdy dotarli do skrzyżowania, Когда они достигли перекрестка,

κάθισαν στη βρύση που ήταν εκεί να ξεκουραστούν. сели|||||||отдохнуть ||fontaine|||||se reposer sat down||fountain|||||rest ||spring|||||to rest ||fontana||||| They sat by the fountain there to rest. Usiedli przy znajdującej się tam fontannie, aby odpocząć. они сели перед краном, который был там, чтобы отдохнуть. έει ο γέρος του παιδιού : говорит|||| says|||| The old man|||| dice|||| The child's old man said: вот старик ребенка:

- Αμ δε ζητάς κι εσύ τίποτε; ам||спрашиваешь||| Αμ = If||||| "Well"||"you ask"|||nothing - Fragst du auch nichts? - Aren't you asking for something too? - Czy ty też o coś nie prosisz? - Эм, ты ничего не просишь?

-Εγώ, παππούλη, θα ήθελα από αυτή τη βρύση να τρέχει μέλι. ||||||||||мед |||||||tap||coule du| |||||||faucet||flow|honey - Ich, Opa, würde gerne, dass aus diesem Brunnen Honig fließt. -Eg, grandpa, I'd like to run honey from this tap. -Ja, dziadek, chciałbym, aby z tego kranu płynął miód. - Мне, дедушка, хотелось бы, чтобы из этого крана тек мед.

-Και θα δίνεις στους φτωχούς μέλι, άμα σου ζητούν; ||||бедным|||| ||||||||they ask ||||poor people||||ask - Und wirst du den Armen Honig geben, wenn sie dich darum bitten? -And will you give the poor honey if they ask you? -I dasz miód ubogim, jeśli cię poproszą? -А ты дашь мед бедным, если они тебя попросят?

-Θα δίνω. -I'll give it. - Я дам.

Ταπ ! Tap! Кран! Χτυπά ο γέρος το ραβδί του στη γη κι αμέσως άρχισε να τρέχει μέλι από τη βρύση. бьет|||||||||||||||| Strikes|||||||||immediately|began||||||faucet The old man hit his stick on the ground and immediately honey started running from the tap. Starzec stuknął kijem w ziemię i natychmiast z fontanny zaczął płynąć miód. Старик ударил палкой о землю, и тотчас из крана потек мед.

Απόμεινε και το παιδί στο σταυροδρόμι, ||the||| "Remained" or "was left"|||||crossroads Und das Kind blieb an der Kreuzung, The child also stayed at the crossroads, Ребенок тоже остался на перекрестке,

πουλούσε μέλι και μοίραζε και στους φτωχούς τους στρατοκόπους. продавал|||раздавал|||||наемников ||||||||soldats sold|||was distributing|||||the soldiers sold|||shared with||to the|||wayfarers |||distribuiva|||||i soldati verkaufte Honig und verteilte auch an die armen Soldaten. he sold honey and distributed to his poor army. он продавал мед и раздавал его бедным солдатам.

Ο γέρος έφυγε, πήγε στη δουλειά του. Der alte Mann ging weg, ging zu seiner Arbeit. The old man left, went to work. Старик ушел, пошел на свою работу.

Σαν πέρασε κάμποσος καιρός, ||немного| ||un certain temps| since||quite some time|time period ||some| ||un po' di| Als eine längere Zeit verging, As some time passed, Как будто прошло какое-то время,

το παιδί άφηκε έναν υπηρέτη στη βρύση να μοιράζει μέλι, ||оставил||слугу||||раздавать| ||laissa||serviteur||||distributes| ||left||servant||fountain||distribute| ||left||servant||||| ||||servitore||||distribuire del miele| ließ das Kind einen Diener am Wasserhahn, um Honig zu verteilen, the child let a servant on the fountain share honey, ребенок оставил служанку у фонтана раздавать мед,

κι αυτός ξεκίνησε να πάει να δει τα αδέρφια του, γιατί τα πεθύμησε. ||||||||||||скучал ||||||||||||a souhaité ||started||||||||||missed ||||||||||||missed ||||||||||||sentiva la mancan und er machte sich auf, um seine Geschwister zu sehen, weil er sie vermisst hatte. And he started to go see his brothers because he missed them. и он начал ходить к своим братьям, потому что он хотел их.

Εκεί που πήγαινε, κοιτάζει για ελιές, ||was going||| ||was going|||olives |||||olive As he was walking, he looks for olive trees, Куда бы он ни пошел, он ищет оливки,

βλέπει ένα λόγγο από πουρνάρια. ||||oak trees ||thicket of bushes||bushes er sieht einen Hain von Stechpalmen. he sees a bunch of wild pear trees. он видит рощу падуба.

Πάει παρέκει, κοιτάζει για πρόβατα, |вдалеке||| |beside||| goes|further away|||sheep |là vicino||| Geht vorbei, schaut nach Schafen, He goes for the sheep, he looks for the sheep, Он идет, ищет овец,

βλέπει κοράκια κι ούτε λαδά ούτε τσέλιγκα. ||||масло||тщелига ||||lard||shepherd |||neither|oil merchant||shepherd's hut ||||ladrone||pecora selvatica sieht Raben und weder Öl noch Schäfer. he sees ravens and neither oil nor caterpillars. он видит ворон и ни масла, ни трута.

Κει που στεκόταν κι απορούσε, ||стоял||удивлялся There||was standing||"was wondering" ||||si chiedeva Dort wo er stand und sich wunderte, Where he stood and wondered, Где он стоял и задавался вопросом,

βλέπει κι έρχεται πάλι ο γέρος εκείνος και του λέει : ||||||тот||| ||||||that man||| the old man sees and comes back and says: видит, и опять приходит тот старик и говорит ему:

-Είδες; видел You saw Did you see? hai visto -Saw; -Вы видели?

Ό,τι είπαν τα αδέρφια σου δεν το έκαμαν ! |||||||сделали |||||||ont fait |||||||did not do |||||||they did |||fratelli|||lo|hanno fatto Was deine Brüder sagten, taten sie nicht! What your brothers said they didn't do! То, что говорили ваши братья, они не делали!

Δεν έδιναν στους φτωχούς από τα καλά που τους εχάρισα. |давали||||||||подарил |||||||||ai donné |"were giving"||||||||I gave them |||||||||I gifted |||||||||ho donato They did not give to the poor from the good things I gave them. Они не давали бедным из тех благ, которые Я им даровал.

Γι αυτό κι εγώ τους πήρα πίσω τις ελιές και τα πρόβατα . |||||||||||moutons for|||||took|back||olives|||sheep That's why I took back the olives and the sheep from them. Вот почему я также забрал у них оливки и овец.

Συ όμως στάθηκες καλός και να έχεις την ευχή μου ! ты||остался||||||благословение| ||||||||bénédiction| You||you stood||||||wish| "You"|but|stood|good|||||blessing| tu||sei stato||||||benedizione| But you stood by them and have my blessing! Но ты вел себя хорошо, и мое желание исполнилось!

Και πριν τελειώσει το λόγο του, ο γέρος έγινεν άφαντος. ||||||||стал|невидимым ||||discours|||||disparu |before|he finishes||speech|||old man|became|vanished ||||||||has become|invisible |||||||||invisibile And before he finished his speech, the old man disappeared. И не успел он договорить, как старик исчез.