×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.

image

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα, Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα - Πηνελόπη Δέλτα

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα - Πηνελόπη Δέλτα

Στη σκηνή του Ομέρ Βρυώνη οι πασάδες όλοι μαζεμένοι συζητούσαν. Ήταν ν' αποφασιστεί, πριν ξημερώσει, αν εσήμανε ή όχι η ώρα να πάρουν το Μεσολόγγι. Η νύχτα ήταν σκοτεινή, το κρύο δυνατό, η ώρα περασμένη. Μα ειδήσεις είχαν φτάσει και ο Ομέρ είχε συγκαλέσει τους αρχηγούς, ανυπόμονος να τους ανακοινώσει τα μαντάτα και να εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή τους.

Έντεκα χιλιάδες στρατός περιέζωνε για δύο ολόκληρους μήνες το χωριό, που ήταν τότε το ερημωμένο Μεσολόγγι, και δυο δοξασμένοι στρατηγοί, ο Κιουταχής και ο Ομέρ Βρυώνης, αμιλλούνταν ποιος να το πρωτοπορεί. Τα οχυρώματα ήταν χωματένια, μισογκρεμισμένα κι ελεεινά. Μέσα – πού να το ήξεραν τότε οι Τούρκοι! – τριακόσια εξήντα παλικάρια όλα όλα, διαφέντευαν την ημέρα και ξανάχτιζαν τη νύχτα τις χαλάστρες που άνοιγαν στον τοίχο τα τούρκικα κανόνια.

Από καιρό επέμενε ο Κιουταχής πως μόνο με το σπαθί και τη φωτιά θα βάλουν γνώση στους Γκιαούρηδες και θα φέρουν σε λογαριασμό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Μάρκο Μπότσαρη, που πεισμάτωναν στην τρέλα τους ή να ελευθερώσουν τη χώρα ή να ταφούν μες στα ερείπιά της. Μα ο Ομέρ Βρυώνης, που μελετούσε την κατάκτηση του Μοριά και που ήθελε το Μεσολόγγι στρατιωτική του βάση, επέμενε να το πάρει με το καλό.

Και λόγια βαριά ανταλλάχτηκαν μεταξύ στους δυο στρατηγούς. Γιατί τους είχαν παίξει οι Γκιαούρηδες και πολύτιμος καιρός πήγε χαμένος σε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις· ώσπου, ένα πρωί, ξαφνισμένοι είδαν οι πασάδες τον περήφανο στόλο του Ισούφη να σκορπά και να χάνεται μπρος σε επτά υδραίικα καραβάκια, που με απλωμένα τα πανιά μπήκαν στη λιμνοθάλασσα και προκλητικά άραξαν στο Μεσολόγγι.

Κι όταν συνήλθαν από τη σάστισή τους οι πασάδες και παραπονέθηκαν και αγρίεψαν και πρόσταξαν την πόλη να παραδοθεί, τους αποκρίθηκε αυθάδικα ο Μάρκος Μπότσαρης:

– Αν θέλετε τον τόπο μας, ελάτε να τον πάρετε.

Άφριζε ο Κιουταχής, γιατί είχε μπει πια μέσα ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με εφτακόσιους Μανιάτες, μαζί και ο Ζαΐμης, μαζί και ο Δεληγιάννης. Έβριζε και φώναζε ο οργισμένος πασάς, πως ξεφόρτωσαν πια τα υδραίικα καράβια όπλα και πολεμοφόδια και πως ποτέ πια δε θα παραδοθεί το Μεσολόγγι, αν δε χαθούν πρώτα πολλοί πιστοί και αν δεν πνιγούν οι Γκιαούρηδες στο αίμα.

Λόγια πικρά είχε ξεστομίσει ο Κιουταχής και βαριά το έφερε ο Ομέρ Βρυώνης, τάχα πως αυτός είχε ταπεινώσει το γένος των πιστών από πονοψυχιά για μια φούχτα σκύλους άπιστους. Και το έφερε βαριά, γιατί, μες στα τραχιά λόγια του Κιουταχή, διέβλεπε την άλλη κατηγορία, που δόλια την κρυφομετάλεγαν οι φθονεροί αντίζηλοί του, τάχα πως γκιαούρικο αίμα έτρεχε και στις δικές του φλέβες, και γι' αυτό λιποψυχούσε κάθε φορά που είχε να το χύσει σφάζοντας χριστιανούς.

Είχε περάσει νύχτες άυπνες, ξαπλωμένος στη σκηνή του ο αγέρωχος Αρβανίτης, γιατί το έβλεπε και αυτός πως η κατάσταση άρχιζε να γίνεται κρίσιμη στο τούρκικο στρατόπεδο. Μετά την καταστροφή της Πέτας, σαν του έστειλαν οι Ρωμιοί το Βαρνακιώτη για συνεννόηση, το νόμισε μεγάλο θρίαμβο που τον κατάφερε να προσκυνήσει και να προδώσει εκείνους που τον έστειλαν και όμως, από τότε, πολλοί οπλαρχηγοί ξανάπιασαν τα βουνά κι έκοβαν τις συγκοινωνίες και όπλιζαν τους πληθυσμούς κι έφερναν χίλιες δυσκολίες στους πιστούς· και το κρύο είχε πιάσει, οι βροχές είχαν πλημμυρίσει το στρατόπεδο, το ψωμί σπάνιζε και οι στρατιώτες άρχισαν να γρινιάζουν.

Και ύστερα από δυο ολόκληρους μήνες ούτε κατά μια σπιθαμή δεν είχε προχωρήσει η επιχείρηση του περήφανου πασά. Μα επιτέλους, τώρα είχαν φτάσει οι ειδήσεις που με τόση αγωνία τις περίμενε! Η τύχη είχε γυρίσει, ο Αλλάχ ήταν μαζί του. Τώρα ήλθε η ώρα να διαψεύσει το θρύλο της χριστιανικής του καταγωγής. Αύριο θα πνίξει το Μεσολόγγι στο αίμα.

Ξημέρωνε παραμονή Χριστουγέννων. Πλάι στη σκηνή, σπαρμένη πλούσια μαξιλάρια και χαλιά, όπου ο Ομέρ Βρυώνης είχε συγκαλέσει τους πασάδες, σ' ένα χωριστό διαμέρισμα, ανάμεσα στις αποσκευές του στρατηγού, ένας δούλος έψηνε καφέδες. Οι ταπεινώσεις είχαν γύρει τις λιγνές του πλάτες, και βαθιά χαράκια είχαν σκάψει οι συλλογές ανάμεσα στα φρύδια και γύρω στο κλειστό του στόμα. Σκυμμένος πάνω σ' ένα μαγκάλι, φαίνουνταν παραδομένος στη δουλειά του, τα μάτια καρφωμένα στο μπακιρένιο μπρικάκι.

Ο Ομέρ χτύπησε τα χέρια του.

– Γιάννη, φώναξε, φέρε καφέδες.

Και στο γραμματικό, που παράμερα στέκουνταν και περίμενε, έδειξε το τραπέζι και πρόσταξε:

– Εσύ, κάθισε αυτού και γράφε.

Ο Γιάννης έχυσε με προσοχή τον καφέ σε τέσσερα πέντε ζάρφια, και τα έφερε με το δίσκο μέσα στη σκηνή. Ο Ομέρ Βρυώνης, περπατώντας απάνω-κάτω, υπαγόρευε ένα γράμμα προς τον Βαρνακιώτη:

«Μάθε», έλεγε, «πως αύριο θα γευματίσω στο Μεσολόγγι».

– Αύριο, είπε μέσα του ο Γιάννης, δε θα γευματίσεις στο Μεσολόγγι, – πρώτα ο Θεός. Μα το πρόσωπό του δεν άλλαξε, ούτε φαίνουνταν να προσέχει εκείνα που έλεγαν γύρω του. Ένα-ένα, με αργές κινήσεις, ακούμπησε τα ζάρφια με τον καυτό καφέ εμπρός σε κάθε πασά, προσέχοντας μη χυθεί ούτε κόμπος από το μυρωδάτο ποτό.

– Φέρε και άλλους, πρόσταξε ο Βρυώνης, δείχνοντας μ' ένα νόημα των μαύρων φρυδιών του πως τα ζάρφια ήταν λιγότερα από τους πασάδες.

Και χωρίς να σταθεί, με τα χέρια πίσω στη ράχη και τα μάτια χάμω, εξακολούθησε να υπαγορεύει τις τελευταίες του διαταγές στον Βαρνακιώτη:

«Κοίταξε να μάθεις πού πάει ο στρατός που φεύγει για την Ακαρνανία, και βάσταξε τους αμαρτωλούς που έχουν προσκυνήσει, ώσπου να μάθεις πως πήρα το Μεσολόγγι. Είσαι υπεύθυνος για το Βραχώρι.»

Απότομα στάθηκε εμπρός στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, που, αργοκουνώντας το κεφάλι, κάτι σιγομουρμούριζε του Ισμαήλ Πασά.

– Φοβάσαι; τον ρώτησε περιφρονητικά.

Οι δυο πασάδες σώπασαν. Έριξε ο Αλβανός μια πλαϊνή ματιά του Κιουταχή, που σιωπηλά και ακατάδεχτα παρακολουθούσε τα κρυφομιλήματα των δυο Ισμαήλιδων, και με οργή, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι φώναξε:

– Ή αύριο ή ποτέ. Και γυρνώντας στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, χαμογέλασε και είπε:

– Μη φοβάσαι, πασά μου, τώρα πια ο Αλλάχ είναι μαζί μας, όλα μάς έρχονται δεξιά!

Με το κεφάλι, χαμογελώντας τον εγκαρδίωνε ο Άγος Βαστάρας.

– Πες τους, πες τους, πασά μου, τα μαντάτα.

Και τους τα είπε ο Ομέρ Βρυώνης. Έφευγε, λέγει, στρατός από μέσα από το Μεσολόγγι για τα δυτικά παράλια της Ακαρνανίας, όπου σκοπό είχε να σφάξει τους πληθυσμούς, ίσως και να αρπάξει το Βραχώρι που το φύλαγε ο Βαρνακιώτης, και να συλλάβουν τον Βαρνακιώτη ή να τον πείσουν να γυρίσει μαζί τους.

Κρυμμένος μες στα βούρλα είχε δει κάποιος άνθρωπός του τις ετοιμασίες στα ελληνικά καράβια. 500 άντρες της φρουράς ετοιμάζουνταν να φύγουν με τρεις από τους αρχηγούς. Θα έφευγαν αύριο βράδυ, παραμονή των Χριστουγέννων. Τα ξημερώματα της μεγάλης τους εορτής, οι Γκιαούρηδες θα μαζεύουνταν όλοι στις εκκλησίες τους, για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία· αυτή ήταν η κατάλληλη ώρα …

Ο Κιουταχής τον διέκοψε μ' ένα νόημα κατά τον Γιάννη, που στο πλαϊνό διαμέρισμα, ανακούρκουδα εμπρός στο μαγκάλι, ανακάτωνε τον καφέ στο μπρίκι.

– Αυτός; έκανε ο Βρυώνης χωρίς να χαμηλώσει τη φωνή. Και μ' ένα αρνητικό σήκωμα του κεφαλιού πρόσθεσε:

– Μπα, δε μιλάει αυτός!

– Μα είναι Γκιαούρης! ψιθύρισε ο άλλος.

Ο Ομέρ χαμογέλασε.

– Δε μιλάει αυτός, είναι άνθρωπός μου, είπε με τρόπο που ν' ακούσει ο Γιάννης. Έπειτα, έχω τη γυναίκα του και τα παιδιά του στα χέρια μου. Το ξέρει πως αν ακουστεί τίποτα απ' όσα λέμε… με το χέρι του έκοψε τον αέρα: Έννοια σου! … Δε μιλάει αυτός.

Κάθισε στο ντιβάνι, αντίκρυ στο δούλο του, κι εξακολούθησε τις εξηγήσεις του. Το ανατολικό μέρος της χώρας είναι το πιο αδύνατο· από κει θα γένει το γιουρούσι, όταν σημάνει το σήμαντρο που θα καλεί τους Χριστιανούς στις εκκλησίες. Συνάμα όμως θα γένει μια ψευτοπροσβολή από άλλο μέρος του οχυρώματος, έτσι που κι αν μείνουν μερικοί φρουροί στους τοίχους, θα τρέξουν εκεί και θ' αφήσουν αφύλαχτο το ανατολικό μέρος …

Ο Γιάννης με τα μάτια καρφωμένα στο μπρικάκι του, άκουε κάθε λέξη· φαίνουνταν παραδομένος στον καφέ που φούσκωνε, κανένα νεύρο του προσώπου του δεν κούνησε. Και όμως στην καρδιά του ήταν χαλασμός. Τη γυναίκα του, τα παιδιά του τα είχε ξεχάσει· του τα θύμισε τώρα ο πασάς. Ναι, ήταν στην Άρτα, αιχμαλωτισμένοι σαν κι αυτόν, όμηροι στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη. Και του ήταν γραφτό ν' ακούσει όλες τις ετοιμασίες και ν' αφήσει την καταστροφή να συντελεστεί, αλλιώς η γυναίκα του και τα παιδιά του …

Σιγανά έχυσε τον καφέ στα ζάρφια, προσέχοντας μη σκορπιστεί το καϊμάκι· την αγαπούσε πολύ την όμορφη γυναίκα του, τα τρελαίνουνταν τα παιδιά του. Για να μη κακοπάθουν αυτά δούλευε τόσον καιρό τον Τούρκο, και τον δούλευε πιστά. Το ήξερε πως θα πλήρωναν με το κεφάλι τους κάθε του πληροφορία· ώστε έπρεπε να καθίσει ήσυχος, να βουλώσει το στόμα του, ν' αφήσει το μοιραίο να συντελεστεί.

Μοίρασε πάλι τους καφέδες και πήρε τ' αδειανά ζάρφια. Μα και οι πασάδες τώρα σηκώνουνταν, η συνεδρίαση είχε τελειώσει. Όλοι ήταν πια σύμφωνοι, η επίθεση θα γίνουνταν τα Χριστούγεννα, την ώρα της λειτουργίας των Γκιαούρηδων. Ένας-ένας χαιρέτησαν το στρατηγό και αποτραβήχτηκαν να ξαναπάν να κοιμηθούν, ώσπου να έλθει η ώρα της ετοιμασίας.

Ο Ομέρ Βρυώνης τυλίχθηκε στη σαμουρένια κάπα του και ξαπλώθηκε στο σοφά.

– Όχι, είπε του Γιάννη, που ρωτούσε αν θα γδυθεί. Δεν έχω καιρό σήμερα για πούπουλα· κλείσε τον μπερτέ και πήγαινε, δεν σε θέλω πια.

Έσβησε τα κεριά ο Γιάννης, κατέβασε το κρεμαστό χαλί που χώριζε τη σκηνή του αφέντη από το διαμέρισμα με τις αποσκευές, και ξαπλώθηκε κοντά στο μαγκάλι να ζεσταθεί. Έτρεμε πολύ, τώρα που δεν τον έβλεπαν πια, και τα δόντια του χτυπούσαν από σύγκρυο.

Έτσι λοιπόν είχαν αποφασίσει οι πασάδες αύριο χριστουγεννιάτικα θα παίρνανε το Μεσολόγγι. Μα αυτός αποφάσιζε πως δεν θα το πάρουν … Ναι, αυτός, ο δούλος του Ομέρ Βρυώνη, ο φτωχός Γιάννης Γούναρης από τα Γιάννινα, έτσι το ήθελε, να σωθεί το Μεσολόγγι.

Μα θα μπορέσει να το σώσει; Το ήξερε αυτός πως βίγλες είχε παντού στους τοίχους απάνω. Τις έβλεπε, σαν έβγαινε να κυνηγήσει πουλιά για το τραπέζι του αφέντη του, που φύλαγαν μέρα και νύχτα άγρυπνα. Ούτε σκιά δεν άφηναν να σιμώσει. Θα του έριχναν ευθύς, αν έκανε να πλησιάσει. Και ούτε και σημείο δεν μπορούσε να κάνει, γιατί θα τον ένιωθαν οι Τούρκοι φρουροί. Δεν τον πείραζε που θα τον σκότωναν, μια φορά πεθαίνει ο άνθρωπος και γλιτώνει από την τούρκικη σκλαβιά. Μα που δε θα μάθαιναν οι πολιορκημένοι το καταχθόνιο σχέδιο των πασάδων

… Σηκώθηκε στον άγκωνά του, τα μάτια καρφωμένα στη φωτιά. Τα κάρβουνα είχαν χωνέψει, σκιές κοκκινόμαυρες κυμάτιζαν στη θρακιά με κάθε πνοή που περνούσε. Μα ο Γιάννης δεν τα έβλεπε· έβλεπε τη γυναίκα του, νέα και όμορφη, χλωμούλα η καημένη, γιατί ήλιος δεν τη θωρούσε έτσι που ζούσε, μόνη, κρυμμένη πίσω από τα κλειστά παντζούρια της …

Έβλεπε τα παιδάκια του, τα δυο του αγοράκια, όλο ζωή και σκανταλιά- γελούσαν συχνά, τα καημένα, γιατί ήταν μικρά και δεν είχαν καταλάβει ακόμα, στην αγκαλιά της μάνας, το βάρος της σκλαβιάς. Και τώρα έπρεπε να τα θυσιάσει … Η καρδιά του ράγιζε. Ήταν άραγε ανάγκη; Μπορούσε και να μην είχε ακούσει τα λόγια των πασάδων …

Έσπρωξε την κουβέρτα του και σηκώθηκε αργά, ξεκρέμασε το τουφέκι του, που κρέμουνταν σ' ένα καρφί και βγήκε έξω. Γλυκοχάραζε η παραμονή των Χριστουγέννων, μα καμιά χαρά δεν ήταν στη φύση· όλη την εβδομάδα είχε ρίξει βροχή, το στρατόπεδο, μουσκεμένο, ήταν λίμνη απέραντη από λάσπη. Και το Μεσολόγγι θα γίνουνταν αύριο λίμνη απέραντη από αίμα χριστιανικό … γιατί έτσι το αποφάσισαν οι πασάδες …

– Ε, μπάρμπα-Γιάννη, για πού;

Ο Γιάννης σήκωσε τα μάτια και γνώρισε το σταβλίτη του Ομέρ, που ετοιμάζουνταν για την πρωινή του προσευχή. Τον χαιρέτησε με το χέρι χωρίς να σταματήσει.

– Πάω να σκοτώσω θαλασσοπούλια, του αποκρίθηκε, για το μεζέ του αφέντη.

Του φώναξε ο Τούρκος:

– Μη σε δουν με το τουφέκι οι Γκιαούρηδες, και σε πάρουν για πολεμιστή!

Και χαχανίζοντας γονάτισε στην ψάθα του, γυρισμένος κατά την ανατολή.

Ο Γιάννης δεν αποκρίθηκε· με ήσυχο, τακτικό βήμα τράβηξε για τη λιμνοθάλασσα. Το βράδυ εκείνο της παραμονής των Χριστουγέννων, ο γραμματικός του Μακρή, ο Θανάσης, γύριζε, μονάχος μες στο μονόξυλό του, από το Ανατολικό, το ηρωικό νησάκι στην είσοδο του κόλπου, που μόνο πια έμενε ελεύθερο σ' όλη την περιφέρεια, μαζί με το Μεσολόγγι. Η ξηρά ήταν όλη στα χέρια των Τούρκων, μόνη συγκοινωνία έμενε πια από τη θάλασσα.

Βιάζουνταν να φθάσει στο Μεσολόγγι για να κάνει Χριστούγεννα με τους δικούς του και για ν' αποχαιρετήσει τους αρχηγούς Τσόγκα, Γρίβα και Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που έφευγαν με τα καράβια το ίδιο εκείνο βράδυ. Πεντακόσιοι άντρες διαλεγμένοι έφευγαν μαζί τους για επιχείρηση μυστική.

Από τότε που είχαν ξεφορτώσει τα Υδραίικα καράβια άντρες, τουφέκια και τροφές, οι Τούρκοι είχαν σταματήσει τις επιχειρήσεις τους. Το καταλάβαιναν πως από χορτασμένους δεν το παίρνουν το Μεσολόγγι, και τους άφηναν ήσυχους ώσπου να πεινάσουν πάλι.

Χαμογέλασε ο Θανάσης. Πείνα το Μεσολόγγι δε φοβούνταν πια όσο βαστούσαν τη θάλασσα τα Υδραίικα καράβια … Μ' αφού τους άφηναν οι Τούρκοι ελεύθερα τα χέρια, καλό ήταν να δουν αν δε γίνεται τίποτα από το Βραχώρι … Έξαφνα, στην ακρογιαλιά είδε ο Θανάσης έναν άνθρωπο που με το μαντήλι τού έγνεφε να πλησιάσει.

Γύρισε τη βάρκα του κατά την ξηρά.

– Ποιος είσαι; φώναξε, και τι θέλεις;

– Έλα, μη φοβάσαι … είμαι φίλος, του αποκρίθηκε ο άλλος.

Ο Θανάσης σίμωσε και ξεχώρισε καλά τον άνθρωπο. Είχε σκυφτούς τους ώμους και φαίνουνταν κατάκοπος. Tα ρούχα του ήταν πιτσιλισμένα λάσπες, σαν να είχε κάνει μακριά πορεία, και στο χέρι βαστούσε τουφέκι κυνηγού. Ο Θανάσης έσπρωξε το μονόξυλό του στην αμμουδιά, κοντά του.

-Τι θέλεις; τον ρώτησε από μέσα από τη βάρκα.

Ο άλλος έριξε πίσω του μια ματιά, βεβαιώθηκε πως είναι μόνος, και σκύβοντας είπε γρήγορα:

-Τρέξε στο Μεσολόγγι, πες τους πως τα χαράματα θα γίνει γιουρούσι· ξέρουν πως φεύγουν οι αρχηγοί, πως παίρνουν πεντακόσιους άντρες, και την ώρα της λειτουργίας θα σας ριχθούν οι Τούρκοι.

Ο Θανάσης πήδηξε στην ξηρά.

– Ποιος είσαι; ρώτησε τον άγνωστο, και ποιος σου τα ‘πε όλα αυτά;

– Είμαι ο κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη, και είμαι από τα Γιάννινα, Χριστιανός.

Ο Θανάσης τον έσπρωξε με αηδία, κι έκανε να ξαναμπεί στη βάρκα· μα ο άλλος τον βάσταξε από το μανίκι.

– Μη με υποψιάζεσαι και μη με αποδιώχνεις, είπε βραχνά. Τρέξε να τους τα πεις, αλλιώς πάει το Μεσολόγγι.

Η φωνή του μαρτυρούσε τέτοια αγωνία, που ο Θανάσης ταράχθηκε

– Πώς τα ‘μαθες αυτά που λες; ρώτησε.

– Τα λέγανε οι πασάδες αναμεταξύ τους, ήμουν εκεί και άκουσα.

– Ποιοι ήταν οι πασάδες;

Ο άγνωστος τους ονόμασε και του εξήγησε με δυο λόγια σε ποιο μέρος θα χτυπήσουν οι Τούρκοι, γιατί ήξεραν πως ήταν το πιο αδύνατο.

– Θα κάνουν ψεύτικο γιουρούσι από αλλού, μην τους πιστέψετε.

Ο Θανάσης τον άκουε, αλλά δίσταζε ακόμα.

– Αν είσαι Χριστιανός, γιατί δεν πολεμάς μαζί μας, παρά δουλεύεις τον Τούρκο; ρώτησε.

Εκείνος έκανε να απαντήσει, το στόμα του τεντώθηκε νευρικά, μα καμιά φωνή δε βγήκε, κι έσμιξε τα χέρια. Ο Θανάσης τον λυπήθηκε.

– Έλα μαζί μου, του είπε, τι ανάγκη τους έχεις; Έπειτα αν γυρίσεις τώρα θα σε σκοτώσουν.

Ο ξένος σήκωσε το πρόσωπό του, η όψη του ήταν αναλυμένη…

– Το τι θα γίνω εγώ, δεν πειράζει, μα έχει στα χέρια του τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου …

Τα μάτια του ξαφνικά γέμισαν δάκρυα· πέταξε πάνω τα χέρια του και γύρισε και χάθηκε στο σουρούπωμα. Ο Θανάσης δε δίστασε πια. Πήδηξε στο μονόξυλό του, και βιαστικά έκανε για το Μεσολόγγι.

Ήταν νύχτα βαθιά σαν έφθασε. Τρεχάτος πήγε στου Μακρή και του είπε όσα άκουσε, κι ευθύς φώναξε κείνος τους άλλους αρχηγούς, που αμέσως σταμάτησαν τα καράβια, έτοιμα για να σαλπάρουν. Κατά διαταγή του Μαυροκορδάτου, ο Γρίβας αποβίβασε βιαστικά εκατό του άντρες, και με τον Τσαλαφατίνο και τον Κουμουντουράκη έτρεξαν κι έπιασαν τα οχυρώματα.

Την ίδια ώρα ο αρχιεπίσκοπος μάζεψε τους παπάδες και διέταξε να κλείσουν όλες οι εκκλησίες, και να ειδοποιηθούν τα ποίμνια πως λειτουργία χριστουγεννιάτικη δε θα γίνει, παρά θ' αγρυπνήσουν οι Χριστιανοί όλοι στους τοίχους απάνω.

Ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Λόντος, με τετρακόσια τους παλικάρια, είχαν πιάσει το κέντρο όπου ήταν η πύλη του οχυρώματος. Ο Ζαΐμης με άλλους εξακόσιους πήραν τη δυτική μεριά, και μεγάλη δύναμη από χίλιους διακόσιους άντρες, με τον Γρίβα, τον Μακρή, τον Ραζικότσικα και τον Δελιγιάννη, σκορπίστηκαν στο ανατολικό μέρος όπου ήταν να γίνει το γιουρούσι, ενώ άλλοι έπιαναν τα χαμηλά σπίτια εμπρός, κατά τον κάμπο, και άλλοι, κρυμμένοι στη σκιά, στα πόδια του τοίχου, περίμεναν σιωπηλά.

Σύννεφα πυκνά σκέπαζαν τον ουρανό. Παντού σκοτάδι. Από την άλλη μεριά του τοίχου οκτακόσιοι Τούρκοι τοιχοπηδηχτάδες, όλοι άντρες διαλεγμένοι και γεροί, με σχοινιά, μπήκαν σιωπηλά στο χαντάκι που περιτριγύριζε το οχύρωμα και κρύφθηκαν μες στα βούρλα, στο ανατολικό μέρος, όπου τα φρούρια ήταν πιο ευκολοπήδηχτα.

Δύο χιλιάδες πεζικό, περπατώντας στα νύχια, σίμωσαν κρυφά, έτοιμοι να τους υποστηρίξουν. Πίσω τους, άλλες οχτώ χιλιάδες περίμεναν τη χαραυγή για να ορμήσουν στα οχυρώματα με το πρώτο σύνθημα.

Όλη νύχτα, από τα δυο μέρη του τοίχου, Έλληνες και Τούρκοι παραμόνευαν κρυμμένοι, χωρίς να υποψιάζονται ούτε τούτοι ούτ' εκείνοι, πόσο κοντά αγρυπνούσε ο εχθρός. Οι εκκλησιές ήταν κλειστές, τα κεράκια σβηστά. Απάνω στα οχυρώματα, οι παπάδες ψιθυριστά εγκαρδίωναν κι ευλογούσαν τους άντρες. Και σιωπηλά τους έδιναν την ευχή τους.

Έξαφνα, στη νυχτερινή σιωπή, όλα μαζί τα σήμαντρα σήμαναν τη λειτουργία. Και τότε άρχισε το πανηγύρι. Από τη μιαν άκρη στην άλλη του τοίχου, και αλαλαγμοί σχίζουν τον αέρα, με τα σπαθιά στα δόντια ορμούν του Ομέρ Βρυώνη οι τοιχοπηδηχτάδες, ρίχνουν τις σκάλες, σκαρφαλώνουν στις επάλξεις, μπήγουν δυο σημαίες. Μα τα παλικάρια αγρυπνούσαν.

Σαν τοίχο ζωντανό προβάλλουν τα στήθη τους στο ανθρώπινο κύμα που ανεβαίνει με λύσσα, σιωπηλά, αρπάζουν τους ξαφνιασμένους Τούρκους, τους σηκώνουν από το χώμα, τους γκρεμίζουν στο χαντάκι, τρίζοντας τα δόντια τσακίζουν τις σημαίες, ρίχνονται στους καινούριους που σκαρφαλώνουν, τους γκρεμίζουν και αυτούς τα σπαθιά σφυρίζουν θερίζοντας κεφάλια, βροντούν τα τουφέκια σκορπώντας όλεθρο και τρόμο, τα πόδια γλιστρούν στο γλιτσιασμένο από το αίμα χώμα.

Τρεις ώρες βαστά το πανδαιμόνιο. Κουρασμένοι, πατώντας στα πτώματα, αποτραβιούνται οι Τούρκοι. Δεκατισμένοι, νικημένοι, αποθαρρυμένοι, υποχωρούν και φεύγουν. Πηδούν από τους τοίχους οι δικοί μας, τους παίρνουν κατά πόδι και τους σκορπούν αλαλιασμένους στον κάμπο. Δώδεκα σημαίες κείτονται στη λάσπη, πεντακόσιοι πεθαμένοι φράζουν το χαντάκι. Μετριούνται οι δικοί μας, λείπουν έξι παλικάρια. Η λειτουργία είχε γίνει, αλλά με μπαρούτι και με αίμα.

Τ' ακούν οι οπλαρχηγοί απάνω στα βουνά και κλείνουν το Μακρυνόρος. Τ' ακούν και οι Τούρκοι, πως Μαυρομιχάλης και Τσόγκας έπεσαν στην Κατοχή και χάλασαν τους δικούς τους, και τρόμος τους πιάνει. Σαν από μαύρο σύννεφο βροντοκυλά το άκουσμα πως Καραϊσκάκης και Οδυσσέας τραβούν για το Μεσολόγγι, και πανικός τους ταράζει.

Παραμονή Αη-Βασίλη, νύχτα, σηκώνουν οι πασάδες το στρατό, και με τέτοια βία φεύγουν που όλα τους τα κανόνια, πολεμοφόδια, τροφές, και έπιπλα ακόμη των πασάδων, μένουν στα χέρια των Ελλήνων, που το άλλο πρωί, ξαφνικά, βλέπουν τον κάμπο έρημο από εχθρούς. Έτσι γιόρτασε το Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα του 1822.

Κάπου στην Κλεισούρα μέσα, όπου περνά ο δρόμος που από το Μεσολόγγι πηγαίνει στο Βραχώρι, άσπριζε ένα ερημοκλήσι, η Παναγία η Ελεούσα. Ο διαβάτης, που κουρασμένος στέκουνταν να ανασάνει ή έμπαινε στο εκκλησάκι ν' ανάψει ένα κεράκι, ήξερε πως θα βρει ένα ποτήρι κρύο νερό να σβήσει τη δίψα του, ή μια φωτιά να στεγνώσει τα ρούχα του, αν τον είχε πιάσει μπόρα στο δρόμο.

Φτωχό ήταν το ερημοκλήσι, φτωχό και το κελί του μοναχού που το φύλαγε, γιατί φτωχοί ήταν και οι Χριστιανοί που του είχαν δώσει από το στέρημά τους για να τα χτίσει. Μα φεύγοντας, ο διαβάτης μελετούσε τη φιλοξενία του ερημίτη, και απορούσε με τη θλιμμένη του ηρεμία και τη σαν απόμακρη φωνή του.

Χρόνια πολλά κάθουνταν εκεί μέσα ο μοναχός, μα κανένας δεν τον γνώριζε, γιατί δεν ήταν από τον τόπο. Ούτε τον άκουσε ποτέ κανείς να πει από πού ήταν και ποιες φουρτούνες τον είχαν ρίξει εκεί. Λόγια πολλά δεν ήξερε ο ερημίτης τα είχε ξεμάθει στη μοναξιά του.

Σκυφτός πάντα και σιωπηλός, κάθουνταν ώρες στην πόρτα του κελιού του, αφηρημένος σε βαθιά θλιμμένη συλλογή, ή βυθισμένος στην ατέλειωτη προσευχή του.

Μόνος και αποτραβηγμένος ζούσε εκεί μέσα, απείραχτος και άγνωστος, μνημονεύοντας την πεθαμένη του αγάπη και τα σφαγμένα του αγγελούδια. Δάκρυα ποτέ δεν είδε κανείς στα μάτια του, τα είχε χύσει όλα σαν έμαθε την εκδίκηση του αφέντη του, που με το αίμα της καρδιάς του δούλου του, είχε πληρώσει την απελευθέρωση του Μεσολογγίου.

Ήταν ο Γιάννης Γούναρης…

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα - Πηνελόπη Δέλτα vánoční||||| |Erzählungen|||| Christmas||Mesologgi||Penelope|Delta Weihnachtsgeschichten | Weihnachten in Mesolonghi - Penelope Delta Christmas Stories | Christmas in Mesolonghi - Penelope Delta Cuentos de Navidad | Navidad en Mesolonghi - Penelope Delta Histoires de Noël | Noël à Mesolonghi - Penelope Delta

Στη σκηνή του Ομέρ Βρυώνη οι πασάδες όλοι μαζεμένοι συζητούσαν. |scéna|||Vryonidis||pasaři|všichni|shromáždění|diskutovali ||||||||toplanmış| |Szene||Omer|Vryoni||Paschas||| |tent||Omer|Vryoni||pashas|all|gathered|were discussing In the tent of Omer Vryonis, the Pasha's were all gathered together and talking. Ήταν ν' αποφασιστεί, πριν ξημερώσει, αν εσήμανε ή όχι η ώρα να πάρουν το Μεσολόγγι. ||bylo rozhodnuto|||||||||||| ||decide||dawn||it signaled||||||take||Missolonghi ||karar verilecekti|||||||||||| It was to be decided, before dawn, whether or not it was time to take Messolonghi. Η νύχτα ήταν σκοτεινή, το κρύο δυνατό, η ώρα περασμένη. |||dark|||strong||hour|late The night was dark, the cold was strong, the hour was past. Μα ειδήσεις είχαν φτάσει και ο Ομέρ είχε συγκαλέσει τους αρχηγούς, ανυπόμονος να τους ανακοινώσει τα μαντάτα και να εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή τους. |zprávy||dorazily|||||svolat||vůdce|netrpělivý|||oznámí||novinky zprávy|a||zajistit jejich souhlas||souhlas| |news||arrived|||||summoned||leaders|impatient|||announce||news|||secure||their consent| But news had arrived and Omer had summoned the leaders, eager to announce the news and secure their consent.

Έντεκα χιλιάδες στρατός περιέζωνε για δύο ολόκληρους μήνες το χωριό, που ήταν τότε το ερημωμένο Μεσολόγγι, και δυο δοξασμένοι στρατηγοί, ο Κιουταχής και ο Ομέρ Βρυώνης, αμιλλούνταν ποιος να το πρωτοπορεί. |tisíce|armáda|||dva|celé dva|||||byl||||||||||||||||||| Eleven|thousands|army|was surrounding|||whole|months||village|which|was|then||desolate|Missolonghi|||glorious|generals||Kioutachis||||Vryonis|competed||||lead Eleven thousand troops surrounded for two whole months the village, which was then the deserted Messolonghi, and two glorious generals, Kiouthachis and Omer Vryonis, were debating who should lead the way. Τα οχυρώματα ήταν χωματένια, μισογκρεμισμένα κι ελεεινά. |fortifications|were|earthen|half-ruined||pitiful The fortifications were earthen, half-built and shabby. Μέσα – πού να το ήξεραν τότε οι Τούρκοι! ||||knew|||the Turks Inside - how would the Turks have known then! – τριακόσια εξήντα παλικάρια όλα όλα, διαφέντευαν την ημέρα και ξανάχτιζαν τη νύχτα τις χαλάστρες που άνοιγαν στον τοίχο τα τούρκικα κανόνια. three hundred||boys|||ruled||day||were rebuilding||||breaches||opened||wall||Turkish|cannons - three hundred and sixty lads, all of them, were lighting by day and rebuilding at night the mortars that the Turkish guns opened in the wall.

Από καιρό επέμενε ο Κιουταχής πως μόνο με το σπαθί και τη φωτιά θα βάλουν γνώση στους Γκιαούρηδες και θα φέρουν σε λογαριασμό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Μάρκο Μπότσαρη, που πεισμάτωναν στην τρέλα τους ή να ελευθερώσουν τη χώρα ή να ταφούν μες στα ερείπιά της. |a long time|was insisting||Kioutachis|||||sword|||||put|knowledge||the Giaour|||will bring|||||Mavrocordato|||Marko|Botzaris||were persisting||madness|them|||free them||country|||they will bury|||ruins| For a long time, Kioutachis had insisted that only with sword and fire would they put knowledge into the Giaouris and bring to account Alexander Mavrokordatos and Markos Botzaris, who were stubborn in their madness either to liberate the country or to be buried in its ruins. Μα ο Ομέρ Βρυώνης, που μελετούσε την κατάκτηση του Μοριά και που ήθελε το Μεσολόγγι στρατιωτική του βάση, επέμενε να το πάρει με το καλό. |||||was studying||conquest||Morea|||wanted||Missolonghi|military||base|was insisting|||take|||good But Omer Vryonis, who was studying the conquest of Moria and who wanted Messolonghi to be his military base, insisted on taking it for good.

Και λόγια βαριά ανταλλάχτηκαν μεταξύ στους δυο στρατηγούς. ||heavy|were exchanged||||generals And heavy words were exchanged between the two generals. Γιατί τους είχαν παίξει οι Γκιαούρηδες και πολύτιμος καιρός πήγε χαμένος σε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις· ώσπου, ένα πρωί, ξαφνισμένοι είδαν οι πασάδες τον περήφανο στόλο του Ισούφη να σκορπά και να χάνεται μπρος σε επτά υδραίικα καραβάκια, που με απλωμένα τα πανιά μπήκαν στη λιμνοθάλασσα και προκλητικά άραξαν στο Μεσολόγγι. ||had|played||Ghiaouris||precious|||lost||||negotiations|until||morning|surprised|saw||pashas||proud|fleet||Isoufi||scattering|||lost|in front||seven|Hydraika|little boats|||spread||sails|they entered||lagoon||provocatively|scattered||Missolonghi Because the Giaours had fooled them, and precious time was lost in discussions and negotiations; until, one morning, the pashas, taken by surprise, saw the proud fleet of Isoufi scatter and disappear before seven Hydra boats, which, with their sails spread, entered the lagoon and provocatively anchored in Messolonghi.

Κι όταν συνήλθαν από τη σάστισή τους οι πασάδες και παραπονέθηκαν και αγρίεψαν και πρόσταξαν την πόλη να παραδοθεί, τους αποκρίθηκε αυθάδικα ο Μάρκος Μπότσαρης: ||they came to their senses|||surprise|||pashas||complained||got angry||ordered||city||surrender||answered|impudently||Markos|Botsaris And when the pashas recovered from their astonishment and complained and grew angry and ordered the city to surrender, Markos Botsaris boldly replied:

– Αν θέλετε τον τόπο μας, ελάτε να τον πάρετε. |you want||||come|||take - If you want our land, come and take it.

Άφριζε ο Κιουταχής, γιατί είχε μπει πια μέσα ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με εφτακόσιους Μανιάτες, μαζί και ο Ζαΐμης, μαζί και ο Δεληγιάννης. was boiling|||||entered||inside||Petrombeis|Mavromichalis||seven hundred|Maniots|together|||Zaimis||||Deligianis Koutachis was furious because Petrombeis Mavromichalis had now entered with seven hundred Maniates, along with Zaimis and Deligiannis. Έβριζε και φώναζε ο οργισμένος πασάς, πως ξεφόρτωσαν πια τα υδραίικα καράβια όπλα και πολεμοφόδια και πως ποτέ πια δε θα παραδοθεί το Μεσολόγγι, αν δε χαθούν πρώτα πολλοί πιστοί και αν δεν πνιγούν οι Γκιαούρηδες στο αίμα. was cursing||was shouting||angry|pasha||unloaded|||Hydra's|ships|weapons||ammunition|||||||will be surrendered|||||are lost|first||faithful||||drown||Giaourides||blood The enraged pasha was cursing and shouting that the Hydra ships had unloaded weapons and supplies and that the city of Mesolonghi would never surrender if many faithful did not perish first and if the Giaour did not drown in blood.

Λόγια πικρά είχε ξεστομίσει ο Κιουταχής και βαριά το έφερε ο Ομέρ Βρυώνης, τάχα πως αυτός είχε ταπεινώσει το γένος των πιστών από πονοψυχιά για μια φούχτα σκύλους άπιστους. words|bitter|had|uttered||Kioutachis||heavily||bore||||supposedly||||humiliated||||||pity|||handful||unfaithful Koutachis had uttered bitter words, and Omer Vryonis took it heavily, pretending that he had humiliated the race of the faithful out of compassion for a handful of unfaithful dogs. Και το έφερε βαριά, γιατί, μες στα τραχιά λόγια του Κιουταχή, διέβλεπε την άλλη κατηγορία, που δόλια την κρυφομετάλεγαν οι φθονεροί αντίζηλοί του, τάχα πως γκιαούρικο αίμα έτρεχε και στις δικές του φλέβες, και γι' αυτό λιποψυχούσε κάθε φορά που είχε να το χύσει σφάζοντας χριστιανούς. ||brought|heavily|because|in the midst of|in the|rough|||Kioutachis|he foresaw|||category||deceitfully||they secretly translated||envious|rivals||supposedly||gyaouriko|blood|ran|||his||veins|||this|was losing heart|||||||poured|slaughtering|Christians And he bore it heavily, because, in the harsh words of Kioutachi, he saw the other accusation, which his envious rivals deceitfully concealed, that giaour blood ran in his own veins, and that is why he fainted every time he had to spill it by slaughtering Christians.

Είχε περάσει νύχτες άυπνες, ξαπλωμένος στη σκηνή του ο αγέρωχος Αρβανίτης, γιατί το έβλεπε και αυτός πως η κατάσταση άρχιζε να γίνεται κρίσιμη στο τούρκικο στρατόπεδο. |passed|nights|sleepless|lying||tent|||proud|Arvanitis|||saw||he|||situation|was starting||becoming|critical||Turkish|camp The proud Arvanitis had spent sleepless nights lying in his tent, for he too saw that the situation was beginning to become critical in the Turkish camp. Μετά την καταστροφή της Πέτας, σαν του έστειλαν οι Ρωμιοί το Βαρνακιώτη για συνεννόηση, το νόμισε μεγάλο θρίαμβο που τον κατάφερε να προσκυνήσει και να προδώσει εκείνους που τον έστειλαν και όμως, από τότε, πολλοί οπλαρχηγοί ξανάπιασαν τα βουνά κι έκοβαν τις συγκοινωνίες και όπλιζαν τους πληθυσμούς κι έφερναν χίλιες δυσκολίες στους πιστούς· και το κρύο είχε πιάσει, οι βροχές είχαν πλημμυρίσει το στρατόπεδο, το ψωμί σπάνιζε και οι στρατιώτες άρχισαν να γρινιάζουν. ||destruction||Peta|||sent||the Romans||Varvakiyoti||communication||thought|great|triumph|||managed||worship|||betray|those|||sent||but||||the captains of the armed forces|they caught||mountains||they were cutting||transportation||they armed||populations||sent|a thousand|difficulties||the faithful|||cold|he had|catch||rains|they had|flood (1)||camp||bread|he was rare|||soldiers|they began||they complain After the destruction of Peta, when the Romios sent him Varnakiotis for negotiations, he thought it a great triumph that he was able to bow down and betray those who had sent him; however, from that time on, many local chieftains took to the mountains again, cutting off communications and arming the populations, bringing countless difficulties to the faithful; and the cold had set in, the rains had flooded the camp, bread was scarce, and the soldiers began to grumble.

Και ύστερα από δυο ολόκληρους μήνες ούτε κατά μια σπιθαμή δεν είχε προχωρήσει η επιχείρηση του περήφανου πασά. |later|||whole|months||by||inch|||advanced||business||proud|pasha And after two whole months, the operation of the proud pasha had not progressed even a step. Μα επιτέλους, τώρα είχαν φτάσει οι ειδήσεις που με τόση αγωνία τις περίμενε! |finally||had|||news||||anxiety||was waiting But finally, the news he had awaited with such anxiety had arrived! Η τύχη είχε γυρίσει, ο Αλλάχ ήταν μαζί του. |||turned|||was|with| Luck had turned, Allah was with him. Τώρα ήλθε η ώρα να διαψεύσει το θρύλο της χριστιανικής του καταγωγής. now|has come||time||disprove||legend||Christian||descent Now the time had come to disprove the legend of his Christian ancestry. Αύριο θα πνίξει το Μεσολόγγι στο αίμα. ||drown||||blood Tomorrow, Mesolonghi will drown in blood.

Ξημέρωνε παραμονή Χριστουγέννων. it was dawning|eve|of Christmas It was the dawn of Christmas Eve. Πλάι στη σκηνή, σπαρμένη πλούσια μαξιλάρια και χαλιά, όπου ο Ομέρ Βρυώνης είχε συγκαλέσει τους πασάδες, σ' ένα χωριστό διαμέρισμα, ανάμεσα στις αποσκευές του στρατηγού, ένας δούλος έψηνε καφέδες. next to||tent|scattered|rich|pillows||rugs|where|||||summoned||pashas|||separate|apartment||in the|||the general||slave|was brewing|coffees Next to the tent, scattered with rich pillows and carpets, where Omer Vryonis had summoned the pashas, in a separate apartment, among the luggage of the general, a slave was brewing coffee. Οι ταπεινώσεις είχαν γύρει τις λιγνές του πλάτες, και βαθιά χαράκια είχαν σκάψει οι συλλογές ανάμεσα στα φρύδια και γύρω στο κλειστό του στόμα. |humiliations|had|bent||lignin||shoulders||deep|furrows|had|dug||collections|between||eyebrows||around||closed|his|mouth The humiliations had bent his lean shoulders, and deep grooves had been carved by the frowns between his brows and around his closed mouth. Σκυμμένος πάνω σ' ένα μαγκάλι, φαίνουνταν παραδομένος στη δουλειά του, τα μάτια καρφωμένα στο μπακιρένιο μπρικάκι. bent|over|||stove|seemed|given||||||||brass|briki Bent over a brazier, he seemed surrendered to his work, his eyes fixed on the copper pot.

Ο Ομέρ χτύπησε τα χέρια του. |Omer|clapped||hands| Omer clapped his hands.

– Γιάννη, φώναξε, φέρε καφέδες. ||bring|coffees – Yannis, call out, bring the coffees.

Και στο γραμματικό, που παράμερα στέκουνταν και περίμενε, έδειξε το τραπέζι και πρόσταξε: ||grammarian||aside|was standing||was waiting|he showed||table||he ordered And to the clerk, who was standing aside and waiting, he pointed to the table and commanded:

– Εσύ, κάθισε αυτού και γράφε. |sit|here||write – You, sit here and write.

Ο Γιάννης έχυσε με προσοχή τον καφέ σε τέσσερα πέντε ζάρφια, και τα έφερε με το δίσκο μέσα στη σκηνή. ||poured||care||||||cups|||||||||tent Giannis carefully poured the coffee into four or five cups, and brought them in on the tray inside the tent. Ο Ομέρ Βρυώνης, περπατώντας απάνω-κάτω, υπαγόρευε ένα γράμμα προς τον Βαρνακιώτη: |||walking|up|up and down|dictated||letter||| Omer Bryonis, walking up and down, was dictating a letter to Varnakiotis:

«Μάθε», έλεγε, «πως αύριο θα γευματίσω στο Μεσολόγγι». learn|said|how|tomorrow||lunch|| "Know," he said, "that tomorrow I will have lunch in Messolonghi."

– Αύριο, είπε μέσα του ο Γιάννης, δε θα γευματίσεις στο Μεσολόγγι, – πρώτα ο Θεός. ||to himself||||||have lunch|||first||God – Tomorrow, said Giannis to himself, you will not have lunch in Mesolonghi, – God willing. Μα το πρόσωπό του δεν άλλαξε, ούτε φαίνουνταν να προσέχει εκείνα που έλεγαν γύρω του. |||||||||was paying attention to||||| But his face did not change, nor did it seem that he was paying attention to what was being said around him. Ένα-ένα, με αργές κινήσεις, ακούμπησε τα ζάρφια με τον καυτό καφέ εμπρός σε κάθε πασά, προσέχοντας μη χυθεί ούτε κόμπος από το μυρωδάτο ποτό. one|||slow|movements|||dices||||coffee|in front||||being careful||spill||drop|||fragrant|drink One by one, with slow movements, he placed the cups with hot coffee in front of each pasha, being careful that not a single drop from the fragrant drink would spill.

– Φέρε και άλλους, πρόσταξε ο Βρυώνης, δείχνοντας μ' ένα νόημα των μαύρων φρυδιών του πως τα ζάρφια ήταν λιγότερα από τους πασάδες. ||others|ordered|||showing|||gesture||black|||||||fewer|||pashas - 'Bring more,' ordered Vryonis, pointing with a gesture of his dark eyebrows that the dice were fewer than the pashas.

Και χωρίς να σταθεί, με τα χέρια πίσω στη ράχη και τα μάτια χάμω, εξακολούθησε να υπαγορεύει τις τελευταίες του διαταγές στον Βαρνακιώτη: |||stop||||||||||down|continued||dictate||last||orders|| And without stopping, with his hands behind his back and his eyes downcast, he continued to dictate his last orders to Varnakiotis:

«Κοίταξε να μάθεις πού πάει ο στρατός που φεύγει για την Ακαρνανία, και βάσταξε τους αμαρτωλούς που έχουν προσκυνήσει, ώσπου να μάθεις πως πήρα το Μεσολόγγι. ||learn||goes||army||is going|||Aetolia||hold on to||sinners||have|has worshipped|until||learn||I took|| "Make sure to find out where the army going to Aetolia is headed, and hold the sinners who have surrendered until you learn that I have taken Messolonghi." Είσαι υπεύθυνος για το Βραχώρι.» |responsible|||Vrachoi You are responsible for Vrachori.

Απότομα στάθηκε εμπρός στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, που, αργοκουνώντας το κεφάλι, κάτι σιγομουρμούριζε του Ισμαήλ Πασά. suddenly|stopped||||||slowly nodding||head||murmured||| Suddenly he stood before Ismail Khatzibento, who, slowly shaking his head, was murmuring something to Ismail Pasha.

– Φοβάσαι; τον ρώτησε περιφρονητικά. Are you afraid||asked|contemptuously – Are you afraid? he asked him with disdain.

Οι δυο πασάδες σώπασαν. ||pashas|were silent The two pashas fell silent. Έριξε ο Αλβανός μια πλαϊνή ματιά του Κιουταχή, που σιωπηλά και ακατάδεχτα παρακολουθούσε τα κρυφομιλήματα των δυο Ισμαήλιδων, και με οργή, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι φώναξε: threw||Albanian||sideways||||||||was watching||whispers|||of the Ismailis|||anger|||hand|||table|shouted The Albanian cast a sidelong glance at Kioutachi, who was quietly and disdainfully watching the secret conversations of the two Ismailis, and, in anger, slamming his hand on the table, shouted:

– Ή αύριο ή ποτέ. |||never – Either tomorrow or never. Και γυρνώντας στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, χαμογέλασε και είπε: |turning||||smiled|and|said And turning to Ismail Khatzi Bendo, he smiled and said:

– Μη φοβάσαι, πασά μου, τώρα πια ο Αλλάχ είναι μαζί μας, όλα μάς έρχονται δεξιά! |you are afraid|||now||||||||||right – Do not be afraid, my pasha, now Allah is with us, everything is going our way!

Με το κεφάλι, χαμογελώντας τον εγκαρδίωνε ο Άγος Βαστάρας. ||head|smiling||encouraged||Agos| With his head, Agos Vastarás encouraged him with a smile.

– Πες τους, πες τους, πασά μου, τα μαντάτα. tell||tell||pasha|||news – Tell them, tell them, my pasha, the news.

Και τους τα είπε ο Ομέρ Βρυώνης. And Omer Vryonis told them. Έφευγε, λέγει, στρατός από μέσα από το Μεσολόγγι για τα δυτικά παράλια της Ακαρνανίας, όπου σκοπό είχε να σφάξει τους πληθυσμούς, ίσως και να αρπάξει το Βραχώρι που το φύλαγε ο Βαρνακιώτης, και να συλλάβουν τον Βαρνακιώτη ή να τον πείσουν να γυρίσει μαζί τους. was leaving|says|army|||||Missolonghi|||west|coast||Aetolia|||||slaughter||populations||||seize|||||was guarding|||||capture|||||||||| He was leaving, he said, an army was coming from inside Messolonghi to the western coasts of Acarnania, where the aim was to slaughter the population, maybe even to seize Vrachos which was guarded by Varnakiotis, and to capture Varnakiotis or convince him to return with them.

Κρυμμένος μες στα βούρλα είχε δει κάποιος άνθρωπός του τις ετοιμασίες στα ελληνικά καράβια. hidden|||bushes||||of his||||||ships Hidden among the reeds, one of his men had seen the preparations on the Greek ships. 500 άντρες της φρουράς ετοιμάζουνταν να φύγουν με τρεις από τους αρχηγούς. ||guard|were preparing||leave|||||chiefs 500 guards were getting ready to leave with three of the leaders. Θα έφευγαν αύριο βράδυ, παραμονή των Χριστουγέννων. |would leave||evening|eve||Christmas They would leave tomorrow evening, on Christmas Eve. Τα ξημερώματα της μεγάλης τους εορτής, οι Γκιαούρηδες θα μαζεύουνταν όλοι στις εκκλησίες τους, για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία· αυτή ήταν η κατάλληλη ώρα … |mornings||||feast||Gyaouris||would gather|||churches|||||service||||suitable| In the early hours of their great feast, the Giaourides would all gather in their churches for the Christmas service; this was the right time ...

Ο Κιουταχής τον διέκοψε μ' ένα νόημα κατά τον Γιάννη, που στο πλαϊνό διαμέρισμα, ανακούρκουδα εμπρός στο μαγκάλι, ανακάτωνε τον καφέ στο μπρίκι. |||interrupted|||gesture|against||Gianni|||next door|apartment|curled up|in front of||stove|was stirring||||briki Kioutachis interrupted him with a gesture towards Giannis, who was squatting in the side apartment, stirring the coffee in the boiler in front of the stove.

– Αυτός; έκανε ο Βρυώνης χωρίς να χαμηλώσει τη φωνή. |did|||without||lower||voice – Him? Bryonis said without lowering his voice. Και μ' ένα αρνητικό σήκωμα του κεφαλιού πρόσθεσε: |||negative|lift||head| And with a negative lift of his head he added:

– Μπα, δε μιλάει αυτός! Bah||| – Nah, he's not talking!

– Μα είναι Γκιαούρης! ||Gkiaúris – But he's a Gyawris! ψιθύρισε ο άλλος. whispered||

Ο Ομέρ χαμογέλασε. ||smiled

– Δε μιλάει αυτός, είναι άνθρωπός μου, είπε με τρόπο που ν' ακούσει ο Γιάννης. |speaks|||||||way||||| He doesn't speak, he's my man, she said in a way that Giannis could hear. Έπειτα, έχω τη γυναίκα του και τα παιδιά του στα χέρια μου. then||||||||||hands| Then, I have his wife and children in my hands. Το ξέρει πως αν ακουστεί τίποτα απ' όσα λέμε… με το χέρι του έκοψε τον αέρα: Έννοια σου! |he knows|||is heard||||we say|||||cut||air|Your concern!| He knows that if anything we say is heard... he cut the air with his hand: Don't worry! … Δε μιλάει αυτός.

Κάθισε στο ντιβάνι, αντίκρυ στο δούλο του, κι εξακολούθησε τις εξηγήσεις του. he sat||sofa|opposite||||and|continued||explanations| He sat on the sofa facing his servant and continued his explanations. Το ανατολικό μέρος της χώρας είναι το πιο αδύνατο· από κει θα γένει το γιουρούσι, όταν σημάνει το σήμαντρο που θα καλεί τους Χριστιανούς στις εκκλησίες. |eastern|part||country||||weak||||γενεί||raid||||bell|||||Christians||churches The eastern part of the country is the weakest; from there the attack will come when the bell rings to call the Christians to church. Συνάμα όμως θα γένει μια ψευτοπροσβολή από άλλο μέρος του οχυρώματος, έτσι που κι αν μείνουν μερικοί φρουροί στους τοίχους, θα τρέξουν εκεί και θ' αφήσουν αφύλαχτο το ανατολικό μέρος … meanwhile|||be||pseudo-insult|||||of the fortification||||||some|guards||||run||||leave|unprotected||eastern|part At the same time, there will be a feigned assault from another part of the fortress, so that even if a few guards remain on the walls, they will run there and leave the eastern part unguarded...

Ο Γιάννης με τα μάτια καρφωμένα στο μπρικάκι του, άκουε κάθε λέξη· φαίνουνταν παραδομένος στον καφέ που φούσκωνε, κανένα νεύρο του προσώπου του δεν κούνησε. |||||fixed||briki||was listening|||he seemed|delivered||||was boiling||nerve||of his face|||moved Giannis, with his eyes fixed on his coffee pot, listened to every word; he seemed surrendered to the brewing coffee, not a muscle in his face moved. Και όμως στην καρδιά του ήταν χαλασμός. |but||heart|||destruction And yet in his heart, there was turmoil. Τη γυναίκα του, τα παιδιά του τα είχε ξεχάσει· του τα θύμισε τώρα ο πασάς. ||||||||forgot|||reminded|||pasha He had forgotten his wife and his children; now the pasha reminded him of them. Ναι, ήταν στην Άρτα, αιχμαλωτισμένοι σαν κι αυτόν, όμηροι στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη. |||Arta|captured||like||hostages|||||Vryoni Yes, he was in Arta, captives like him, hostages in the hands of Omer Vryonis. Και του ήταν γραφτό ν' ακούσει όλες τις ετοιμασίες και ν' αφήσει την καταστροφή να συντελεστεί, αλλιώς η γυναίκα του και τα παιδιά του … |||fated||hear|||preparations||to|||destruction||take place|||||||| And it was destined for him to hear all the preparations and let the destruction take place, otherwise his wife and children ...

Σιγανά έχυσε τον καφέ στα ζάρφια, προσέχοντας μη σκορπιστεί το καϊμάκι· την αγαπούσε πολύ την όμορφη γυναίκα του, τα τρελαίνουνταν τα παιδιά του. suddenly|poured||||zarfia|being careful||spill||||loved|||||||were driving||| He quietly poured the coffee into the cups, careful not to spill the cream; he loved his beautiful wife very much, his children were driving him crazy. Για να μη κακοπάθουν αυτά δούλευε τόσον καιρό τον Τούρκο, και τον δούλευε πιστά. |||suffer||worked||time|||||worked| In order not to suffer, he worked the Turk for so long, and he worked him faithfully. Το ήξερε πως θα πλήρωναν με το κεφάλι τους κάθε του πληροφορία· ώστε έπρεπε να καθίσει ήσυχος, να βουλώσει το στόμα του, ν' αφήσει το μοιραίο να συντελεστεί. |he knew||||||||||information|||||quiet|to|plugging|||||let||fate||take place He knew that they would pay with their heads for every piece of information he had; so he had to sit quietly, keep his mouth shut, and let the fateful events unfold.

Μοίρασε πάλι τους καφέδες και πήρε τ' αδειανά ζάρφια. distributed|||coffees||||empty| He distributed the coffees again and took the empty cups. Μα και οι πασάδες τώρα σηκώνουνταν, η συνεδρίαση είχε τελειώσει. |||pashas||were getting up||meeting|| But even the pashas had now stood up, the meeting was over. Όλοι ήταν πια σύμφωνοι, η επίθεση θα γίνουνταν τα Χριστούγεννα, την ώρα της λειτουργίας των Γκιαούρηδων. |||in agreement||attack||would happen||Christmas||||service||of the Giaour Everyone was finally in agreement, the attack would take place on Christmas, during the service of the infidels. Ένας-ένας χαιρέτησαν το στρατηγό και αποτραβήχτηκαν να ξαναπάν να κοιμηθούν, ώσπου να έλθει η ώρα της ετοιμασίας. ||greeted||general||withdrew||go again|||||come||||preparation One by one they greeted the general and withdrew to go back to sleep, until the time for preparation would come.

Ο Ομέρ Βρυώνης τυλίχθηκε στη σαμουρένια κάπα του και ξαπλώθηκε στο σοφά. |||wrapped||samurai||||lay down||sofa Omer Vryonis wrapped himself in his samurai cloak and lay down on the sofa.

– Όχι, είπε του Γιάννη, που ρωτούσε αν θα γδυθεί. |||||was asking|||undress No, he said to Giannis, who was asking if he would undress. Δεν έχω καιρό σήμερα για πούπουλα· κλείσε τον μπερτέ και πήγαινε, δεν σε θέλω πια. |||today||feathers|close||berte||go|||| I don't have time for feathers today; close the curtain and go, I don't want you anymore.

Έσβησε τα κεριά ο Γιάννης, κατέβασε το κρεμαστό χαλί που χώριζε τη σκηνή του αφέντη από το διαμέρισμα με τις αποσκευές, και ξαπλώθηκε κοντά στο μαγκάλι να ζεσταθεί. extinguished||candles|||||hanging|carpet||separating||||master||||||luggage||lay down||||| Giannis blew out the candles, lowered the hanging rug that separated the master's tent from the room with the luggage, and lay down near the brazier to warm up. Έτρεμε πολύ, τώρα που δεν τον έβλεπαν πια, και τα δόντια του χτυπούσαν από σύγκρυο. He was trembling||||||saw||||||were chattering||shivering He trembled a lot, now that they could no longer see him, and his teeth chattered from the cold.

Έτσι λοιπόν είχαν αποφασίσει οι πασάδες αύριο χριστουγεννιάτικα θα παίρνανε το Μεσολόγγι. |so||decided||pashas|tomorrow|Christmas||would take||Messolonghi Thus, the pashas had decided that tomorrow, on Christmas, they would take Messolonghi. Μα αυτός αποφάσιζε πως δεν θα το πάρουν … Ναι, αυτός, ο δούλος του Ομέρ Βρυώνη, ο φτωχός Γιάννης Γούναρης από τα Γιάννινα, έτσι το ήθελε, να σωθεί το Μεσολόγγι. ||was deciding|||||take||||slave|||||poor||Gounaris|||Ioannina|||wanted||be saved|| But he decided that they would not take it ... Yes, he, the slave of Omer Vryonis, poor Yannis Gounaris from Ioannina, wanted it that way, to save Messolonghi.

Μα θα μπορέσει να το σώσει; Το ήξερε αυτός πως βίγλες είχε παντού στους τοίχους απάνω. ||he will be able|||save|||he||vigilance|||||upstairs But will he be able to save it?He knew he had villas all over the walls upstairs. Τις έβλεπε, σαν έβγαινε να κυνηγήσει πουλιά για το τραπέζι του αφέντη του, που φύλαγαν μέρα και νύχτα άγρυπνα. |||was going out||hunt||||table||master|||they were guarding|day|||awake He saw them, as if he were going out to hunt birds for his master's table, which they watched over day and night vigilantly. Ούτε σκιά δεν άφηναν να σιμώσει. |||||approach Not even a shadow was allowed to approach. Θα του έριχναν ευθύς, αν έκανε να πλησιάσει. ||would throw|immediately||he made||approach They would shoot him right away if he tried to come closer. Και ούτε και σημείο δεν μπορούσε να κάνει, γιατί θα τον ένιωθαν οι Τούρκοι φρουροί. |||||could||||||would feel||| And he couldn't even make a move, because the Turkish guards would feel him. Δεν τον πείραζε που θα τον σκότωναν, μια φορά πεθαίνει ο άνθρωπος και γλιτώνει από την τούρκικη σκλαβιά. ||bothered|||||||dies|||||||Turkish|slavery He wasn't bothered that they would kill him; a man dies only once and escapes from Turkish slavery. Μα που δε θα μάθαιναν οι πολιορκημένοι το καταχθόνιο σχέδιο των πασάδων ||||would learn||the besieged||infernal|||pashas But the besieged would learn of the nefarious plans of the pashas.

… Σηκώθηκε στον άγκωνά του, τα μάτια καρφωμένα στη φωτιά. ... He raised himself on his elbow, his eyes fixed on the fire. Τα κάρβουνα είχαν χωνέψει, σκιές κοκκινόμαυρες κυμάτιζαν στη θρακιά με κάθε πνοή που περνούσε. |coals||digested|shadows||||thracian land||||| Μα ο Γιάννης δεν τα έβλεπε· έβλεπε τη γυναίκα του, νέα και όμορφη, χλωμούλα η καημένη, γιατί ήλιος δεν τη θωρούσε έτσι που ζούσε, μόνη, κρυμμένη πίσω από τα κλειστά παντζούρια της … ||John|||saw|was seeing|||||||pale||poor|||||was seeing||||||||||shutters|

Έβλεπε τα παιδάκια του, τα δυο του αγοράκια, όλο ζωή και σκανταλιά- γελούσαν συχνά, τα καημένα, γιατί ήταν μικρά και δεν είχαν καταλάβει ακόμα, στην αγκαλιά της μάνας, το βάρος της σκλαβιάς. ||children|||||boys||||mischief|||||||||||||||||||| Και τώρα έπρεπε να τα θυσιάσει … Η καρδιά του ράγιζε. |||||sacrifice||||was breaking And now he had to sacrifice them... His heart was breaking. Ήταν άραγε ανάγκη; Μπορούσε και να μην είχε ακούσει τα λόγια των πασάδων … ||need|could|||||||words||pashas Was it really necessary? He could have not heard the words of the pasha...

Έσπρωξε την κουβέρτα του και σηκώθηκε αργά, ξεκρέμασε το τουφέκι του, που κρέμουνταν σ' ένα καρφί και βγήκε έξω. pushed||blanket|||got up||unhooked||rifle|||was hanging|||||went out| He pushed aside his blanket and slowly got up, took down his rifle, which was hanging on a nail, and went outside. Γλυκοχάραζε η παραμονή των Χριστουγέννων, μα καμιά χαρά δεν ήταν στη φύση· όλη την εβδομάδα είχε ρίξει βροχή, το στρατόπεδο, μουσκεμένο, ήταν λίμνη απέραντη από λάσπη. it was sweetly dawning||eve||Christmas||no|joy||||nature||||||rain||camp|wet||a lake|endless||mud It was dawn on Christmas Eve, but there was no joy in nature; it had been raining all week, the camp, soaked, was an endless lake of mud. Και το Μεσολόγγι θα γίνουνταν αύριο λίμνη απέραντη από αίμα χριστιανικό … γιατί έτσι το αποφάσισαν οι πασάδες … ||Messolonghi||become|tomorrow|lake|infinite|||Christian|||||| And tomorrow, Messolonghi would become an endless lake of Christian blood... because that’s what the pashas decided...

– Ε, μπάρμπα-Γιάννη, για πού; – Well, Uncle John, where to?

Ο Γιάννης σήκωσε τα μάτια και γνώρισε το σταβλίτη του Ομέρ, που ετοιμάζουνταν για την πρωινή του προσευχή. ||||||||stableboy||||||||| Giannis lifted his eyes and recognized Omer's stableman, who was preparing for his morning prayer. Τον χαιρέτησε με το χέρι χωρίς να σταματήσει. He greeted him with his hand without stopping.

– Πάω να σκοτώσω θαλασσοπούλια, του αποκρίθηκε, για το μεζέ του αφέντη. I go||kill|seabirds||answered|||||master I’m going to kill seabirds, he replied to him, for the master's snack.

Του φώναξε ο Τούρκος: |called||Turk The Turk shouted at him:

– Μη σε δουν με το τουφέκι οι Γκιαούρηδες, και σε πάρουν για πολεμιστή! |||||rifle|||||take you||warrior – Don't let the Ghiavouri see you with the rifle, or they'll take you for a warrior!

Και χαχανίζοντας γονάτισε στην ψάθα του, γυρισμένος κατά την ανατολή. |laughing|knelt|||||||east And chuckling, he knelt on his mat, facing the east.

Ο Γιάννης δεν αποκρίθηκε· με ήσυχο, τακτικό βήμα τράβηξε για τη λιμνοθάλασσα. |||answered|||steady||pulled|||lagoon Giannis did not respond; with a calm, measured step, he headed for the lagoon. Το βράδυ εκείνο της παραμονής των Χριστουγέννων, ο γραμματικός του Μακρή, ο Θανάσης, γύριζε, μονάχος μες στο μονόξυλό του, από το Ανατολικό, το ηρωικό νησάκι στην είσοδο του κόλπου, που μόνο πια έμενε ελεύθερο σ' όλη την περιφέρεια, μαζί με το Μεσολόγγι. |night|||eve||of Christmas||grammarian||Makri||Thanasis||alone|||monoxylon||||||heroic|island||||bay||||||||||||| On that Christmas Eve night, Makris' scribe, Thanassis, was returning, alone in his canoe, from the Eastern, the heroic little island at the entrance of the bay, which was the only one still free in the whole region, along with Messolonghi. Η ξηρά ήταν όλη στα χέρια των Τούρκων, μόνη συγκοινωνία έμενε πια από τη θάλασσα. |||||hands||Turks||communication||||| The mainland was entirely in the hands of the Turks, the only communication left was from the sea.

Βιάζουνταν να φθάσει στο Μεσολόγγι για να κάνει Χριστούγεννα με τους δικούς του και για ν' αποχαιρετήσει τους αρχηγούς Τσόγκα, Γρίβα και Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που έφευγαν με τα καράβια το ίδιο εκείνο βράδυ. They were hurrying||arrive||Missolonghi|||spend||||his|||||say goodbye to|||Tsogka|Griva||Petrombeis|Mavromichali|||||ships|||| He was hurrying to reach Messolonghi to spend Christmas with his family and to bid farewell to the leaders Tsogkas, Grivas, and Petrompeis Mavromichalis, who were leaving on ships that very night. Πεντακόσιοι άντρες διαλεγμένοι έφευγαν μαζί τους για επιχείρηση μυστική. Five hundred||chosen|were leaving||||operation|secret Five hundred selected men were leaving with them for a secret operation.

Από τότε που είχαν ξεφορτώσει τα Υδραίικα καράβια άντρες, τουφέκια και τροφές, οι Τούρκοι είχαν σταματήσει τις επιχειρήσεις τους. ||||unloaded|||ships||||provisions||Turks||stopped||operations| Since they had unloaded the Hydra ships with men, rifles, and food, the Turks had stopped their operations. Το καταλάβαιναν πως από χορτασμένους δεν το παίρνουν το Μεσολόγγι, και τους άφηναν ήσυχους ώσπου να πεινάσουν πάλι. |they understood|||sated|||take|||||they left||||| They understood that they could not take Messolonghi from those who were well-fed, and they left them alone until they became hungry again.

Χαμογέλασε ο Θανάσης. smiled||Thanasis Thanasis smiled. Πείνα το Μεσολόγγι δε φοβούνταν πια όσο βαστούσαν τη θάλασσα τα Υδραίικα καράβια … Μ' αφού τους άφηναν οι Τούρκοι ελεύθερα τα χέρια, καλό ήταν να δουν αν δε γίνεται τίποτα από το Βραχώρι … Έξαφνα, στην ακρογιαλιά είδε ο Θανάσης έναν άνθρωπο που με το μαντήλι τού έγνεφε να πλησιάσει. ||Missolonghi||they were afraid|||they were holding||sea|||||||||Turks|freely|||||||||happens|||||suddenly|||||||||||handkerchief|||| Hunger in Mesolonghi was no longer feared as long as the Hydra boats held the sea... But since the Turks left their hands free, it was good to see if nothing was happening from Vrachoi... Suddenly, on the beach, Thanasis saw a man who waved to him with a handkerchief to come closer.

Γύρισε τη βάρκα του κατά την ξηρά. he turned||boat|||| He turned his boat towards the shore.

– Ποιος είσαι; φώναξε, και τι θέλεις; ||shouted||| – Who are you? he shouted, and what do you want?

– Έλα, μη φοβάσαι … είμαι φίλος, του αποκρίθηκε ο άλλος. come||you are afraid||||answered|| – Come on, don't be afraid... I'm a friend, the other replied.

Ο Θανάσης σίμωσε και ξεχώρισε καλά τον άνθρωπο. ||moved closer||distinguished||| Thanasis moved closer and clearly distinguished the man. Είχε σκυφτούς τους ώμους και φαίνουνταν κατάκοπος. Tα ρούχα του ήταν πιτσιλισμένα λάσπες, σαν να είχε κάνει μακριά πορεία, και στο χέρι βαστούσε τουφέκι κυνηγού. |stooped||||seemed|exhausted|the||||splattered|mud||||||journey|||hand|||hunter He had hunched shoulders and looked exhausted. His clothes were splattered with mud, as if he had taken a long hike, and in his hand, he held a hunting rifle. Ο Θανάσης έσπρωξε το μονόξυλό του στην αμμουδιά, κοντά του. ||pushed||surfboard|||sandbank|| Thanasis pushed his canoe onto the beach, close to him.

-Τι θέλεις; τον ρώτησε από μέσα από τη βάρκα. -What do you want? he asked from inside the boat.

Ο άλλος έριξε πίσω του μια ματιά, βεβαιώθηκε πως είναι μόνος, και σκύβοντας είπε γρήγορα: ||threw|||||he made sure|||||bending||quickly The other person glanced back, assured himself he was alone, and bending down said quickly:

-Τρέξε στο Μεσολόγγι, πες τους πως τα χαράματα θα γίνει γιουρούσι· ξέρουν πως φεύγουν οι αρχηγοί, πως παίρνουν πεντακόσιους άντρες, και την ώρα της λειτουργίας θα σας ριχθούν οι Τούρκοι. run|||||||dawn|||attack|||they are leaving|||||five hundred||||hour||service|||attack|| -Run to Messolonghi, tell them that at dawn there will be an assault; they know that the leaders are leaving, that they are taking five hundred men, and that the Turks will attack you during the service.

Ο Θανάσης πήδηξε στην ξηρά. ||jumped||land Thanasis jumped onto the shore.

– Ποιος είσαι; ρώτησε τον άγνωστο, και ποιος σου τα ‘πε όλα αυτά; ||asked|||||||told|| -Who are you? he asked the stranger, and who told you all this?

– Είμαι ο κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη, και είμαι από τα Γιάννινα, Χριστιανός. – I am the hunter of Omer Vryonis, and I am from Ioannina, a Christian.

Ο Θανάσης τον έσπρωξε με αηδία, κι έκανε να ξαναμπεί στη βάρκα· μα ο άλλος τον βάσταξε από το μανίκι. O|||||||was about|||||||||||| Thanasis shoved him away with disgust and tried to get back into the boat; but the other one held him by the sleeve.

– Μη με υποψιάζεσαι και μη με αποδιώχνεις, είπε βραχνά. ||suspect||||driving away|| – Don't suspicion me and don't push me away, he said hoarsely. Τρέξε να τους τα πεις, αλλιώς πάει το Μεσολόγγι. Run to tell them, otherwise Mesolonghi is lost.

Η φωνή του μαρτυρούσε τέτοια αγωνία, που ο Θανάσης ταράχθηκε |||was revealing||||||was disturbed His voice revealed such agony that Thanasis was shaken.

– Πώς τα ‘μαθες αυτά που λες; ρώτησε. ||learned|||| – How did you learn these things you are saying? he asked.

– Τα λέγανε οι πασάδες αναμεταξύ τους, ήμουν εκεί και άκουσα. |were saying||pashas|to each other||I was|||I heard – The pashas were talking among themselves, I was there and I heard.

– Ποιοι ήταν οι πασάδες; – Who were the pashas?

Ο άγνωστος τους ονόμασε και του εξήγησε με δυο λόγια σε ποιο μέρος θα χτυπήσουν οι Τούρκοι, γιατί ήξεραν πως ήταν το πιο αδύνατο. |unknown||named|||||||||||strike||Turks||||||| The unknown one named them and briefly explained to him where the Turks would strike, because they knew it was the weakest point.

– Θα κάνουν ψεύτικο γιουρούσι από αλλού, μην τους πιστέψετε. ||||||||believe – They will stage a fake attack from somewhere else, don't believe them.

Ο Θανάσης τον άκουε, αλλά δίσταζε ακόμα. |||heard||was hesitating| Thanasis was listening to him, but still hesitated.

– Αν είσαι Χριστιανός, γιατί δεν πολεμάς μαζί μας, παρά δουλεύεις τον Τούρκο; ρώτησε. |||||fight||||you work|||he asked – If you are a Christian, why don’t you fight with us, instead of working for the Turk? he asked.

Εκείνος έκανε να απαντήσει, το στόμα του τεντώθηκε νευρικά, μα καμιά φωνή δε βγήκε, κι έσμιξε τα χέρια. ||||||||nervously||||||||| He tried to respond, his mouth nervously stretched, but no voice came out, and he clasped his hands. Ο Θανάσης τον λυπήθηκε. Thanasis felt sorry for him.

– Έλα μαζί μου, του είπε, τι ανάγκη τους έχεις; Έπειτα αν γυρίσεις τώρα θα σε σκοτώσουν. ||||||need|||then||you return||||they will kill – Come with me, he said, what do you need them for? Besides, if you go back now, they will kill you.

Ο ξένος σήκωσε το πρόσωπό του, η όψη του ήταν αναλυμένη… ||||face||||||analyzed The stranger lifted his face, his expression was analyzed...

– Το τι θα γίνω εγώ, δεν πειράζει, μα έχει στα χέρια του τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου … – What will become of me, it doesn't matter, but he has my wife and my children in his hands...

Τα μάτια του ξαφνικά γέμισαν δάκρυα· πέταξε πάνω τα χέρια του και γύρισε και χάθηκε στο σουρούπωμα. |||suddenly|filled|tears|threw||||||turned||||twilight His eyes suddenly filled with tears; he threw up his hands and turned and vanished into the twilight. Ο Θανάσης δε δίστασε πια. |||hesitated| Thanasis didn't hesitate anymore. Πήδηξε στο μονόξυλό του, και βιαστικά έκανε για το Μεσολόγγι. jumped||canoe|||quickly|made||| He jumped into his canoe and hurried towards Messolonghi.

Ήταν νύχτα βαθιά σαν έφθασε. ||deep||arrived It was a deep night when he arrived. Τρεχάτος πήγε στου Μακρή και του είπε όσα άκουσε, κι ευθύς φώναξε κείνος τους άλλους αρχηγούς, που αμέσως σταμάτησαν τα καράβια, έτοιμα για να σαλπάρουν. Trechatos||||||||he heard|||called|||||||||||||set sail Trechatos went to Makris and told him everything he had heard, and immediately he called the other leaders, who immediately stopped the ships, ready to sail. Κατά διαταγή του Μαυροκορδάτου, ο Γρίβας αποβίβασε βιαστικά εκατό του άντρες, και με τον Τσαλαφατίνο και τον Κουμουντουράκη έτρεξαν κι έπιασαν τα οχυρώματα. |order||Mavrocordatos||Grivas|landed|hastily|||||||Tsalaftino|||Koumoundouraki|ran||they captured||fortifications Upon the order of Mavrokordatos, Grivas hurriedly disembarked a hundred of his men, and with Tsalaftinos and Koumoundourakis, they ran and took the fortifications.

Την ίδια ώρα ο αρχιεπίσκοπος μάζεψε τους παπάδες και διέταξε να κλείσουν όλες οι εκκλησίες, και να ειδοποιηθούν τα ποίμνια πως λειτουργία χριστουγεννιάτικη δε θα γίνει, παρά θ' αγρυπνήσουν οι Χριστιανοί όλοι στους τοίχους απάνω. ||||archbishop|gathered||priests||||close|||churches|||||||service|||||||will stay awake||Christians|||walls|up At the same time, the archbishop gathered the priests and ordered all churches to be closed, and to notify the flocks that there would be no Christmas service, but all Christians would vigil at the walls.

Ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Λόντος, με τετρακόσια τους παλικάρια, είχαν πιάσει το κέντρο όπου ήταν η πύλη του οχυρώματος. |||||Lontos||four hundred|||||||||||| Markos Botsaris and Lontos, with their four hundred brave men, had taken the center where the gate of the fortress was. Ο Ζαΐμης με άλλους εξακόσιους πήραν τη δυτική μεριά, και μεγάλη δύναμη από χίλιους διακόσιους άντρες, με τον Γρίβα, τον Μακρή, τον Ραζικότσικα και τον Δελιγιάννη, σκορπίστηκαν στο ανατολικό μέρος όπου ήταν να γίνει το γιουρούσι, ενώ άλλοι έπιαναν τα χαμηλά σπίτια εμπρός, κατά τον κάμπο, και άλλοι, κρυμμένοι στη σκιά, στα πόδια του τοίχου, περίμεναν σιωπηλά. ||||six hundred||||||||||||||||||Razikotsika|||Deliyanni|scattered||eastern||||||||||||||forward|||plain||||||||||| Zaimis with another six hundred took the western side, and a large force of one thousand two hundred men, with Grivas, Makris, Razikotsika and Deliannis, scattered in the eastern part where the assault was to take place, while others occupied the low houses in front, towards the plain, and others, hidden in the shadow, at the foot of the wall, waited silently.

Σύννεφα πυκνά σκέπαζαν τον ουρανό. Thick clouds covered the sky. Παντού σκοτάδι. everywhere|darkness Everywhere is darkness. Από την άλλη μεριά του τοίχου οκτακόσιοι Τούρκοι τοιχοπηδηχτάδες, όλοι άντρες διαλεγμένοι και γεροί, με σχοινιά, μπήκαν σιωπηλά στο χαντάκι που περιτριγύριζε το οχύρωμα και κρύφθηκαν μες στα βούρλα, στο ανατολικό μέρος, όπου τα φρούρια ήταν πιο ευκολοπήδηχτα. |||side|||eight hundred||wall-jumpers|||||strong|||entered|silently||||surrounded||fortification||hid|in||bushes||eastern||where||fortresses|||easy to jump On the other side of the wall, eight hundred Turkish wall jumpers, all selected and strong men, quietly entered the ditch that surrounded the fortress and hid among the reeds, in the eastern part, where the fortifications were more easily jumpable.

Δύο χιλιάδες πεζικό, περπατώντας στα νύχια, σίμωσαν κρυφά, έτοιμοι να τους υποστηρίξουν. |thousands|infantry|||||||||support Two thousand infantry, walking on their toes, crept closer, ready to support them. Πίσω τους, άλλες οχτώ χιλιάδες περίμεναν τη χαραυγή για να ορμήσουν στα οχυρώματα με το πρώτο σύνθημα. |||||||dawn|||rush||fortifications|||| Behind them, another eight thousand waited for dawn to storm the fortifications at the first signal.

Όλη νύχτα, από τα δυο μέρη του τοίχου, Έλληνες και Τούρκοι παραμόνευαν κρυμμένοι, χωρίς να υποψιάζονται ούτε τούτοι ούτ' εκείνοι, πόσο κοντά αγρυπνούσε ο εχθρός. ||||||||||Turks|||||suspected|||||||was keeping watch|| All night, from both sides of the wall, Greeks and Turks lay in ambush, hidden, unaware that neither side suspected how close the enemy was keeping watch. Οι εκκλησιές ήταν κλειστές, τα κεράκια σβηστά. The churches were closed, the candles extinguished. Απάνω στα οχυρώματα, οι παπάδες ψιθυριστά εγκαρδίωναν κι ευλογούσαν τους άντρες. |||||whispering|encouraged|||the|men On the fortifications, the priests whispered encouragement and blessed the men. Και σιωπηλά τους έδιναν την ευχή τους. |silently||they were giving|||them And silently they gave them their blessing.

Έξαφνα, στη νυχτερινή σιωπή, όλα μαζί τα σήμαντρα σήμαναν τη λειτουργία. suddenly|||||||bells||| Suddenly, in the night silence, all the bells rang out for the service. Και τότε άρχισε το πανηγύρι. And then the celebration began. Από τη μιαν άκρη στην άλλη του τοίχου, και αλαλαγμοί σχίζουν τον αέρα, με τα σπαθιά στα δόντια ορμούν του Ομέρ Βρυώνη οι τοιχοπηδηχτάδες, ρίχνουν τις σκάλες, σκαρφαλώνουν στις επάλξεις, μπήγουν δυο σημαίες. |||||||wall||shouts|split|||||swords|||charge|||||||||||battlements||| From one end to the other of the wall, shouts cut through the air, with swords between their teeth the wall jumpers of Omer Vryonis charge, throw down the ladders, climb the ramparts, plant two flags. Μα τα παλικάρια αγρυπνούσαν. But the brave men were vigilant.

Σαν τοίχο ζωντανό προβάλλουν τα στήθη τους στο ανθρώπινο κύμα που ανεβαίνει με λύσσα, σιωπηλά, αρπάζουν τους ξαφνιασμένους Τούρκους, τους σηκώνουν από το χώμα, τους γκρεμίζουν στο χαντάκι, τρίζοντας τα δόντια τσακίζουν τις σημαίες, ρίχνονται στους καινούριους που σκαρφαλώνουν, τους γκρεμίζουν και αυτούς τα σπαθιά σφυρίζουν θερίζοντας κεφάλια, βροντούν τα τουφέκια σκορπώντας όλεθρο και τρόμο, τα πόδια γλιστρούν στο γλιτσιασμένο από το αίμα χώμα. |wall|alive|protrude||||||||||||they seize||surprised|||they lift|||||they throw|||grinding||teeth|they break||flags|||new||||they throw||||swords|they whistle|harvesting|heads|thunder||rifles|scattering|destruction|||||||surprised||||ground Like a living wall, they project their chests into the human wave that rises with fury; silently, they seize the astonished Turks, lift them from the ground, throw them into the ditch, grinding their teeth they crush the flags, they throw themselves at the newcomers who are climbing, they knock them down too, the swords whistle harvesting heads, the rifles roar spreading devastation and terror, legs slip on the blood-soaked ground.

Τρεις ώρες βαστά το πανδαιμόνιο. The pandemonium lasts three hours. Κουρασμένοι, πατώντας στα πτώματα, αποτραβιούνται οι Τούρκοι. |stepping|||withdraw|| Tired, stepping on the corpses, the Turks retreat. Δεκατισμένοι, νικημένοι, αποθαρρυμένοι, υποχωρούν και φεύγουν. decimated|defeated|discouraged|they retreat|| Decimated, defeated, discouraged, they retreat and leave. Πηδούν από τους τοίχους οι δικοί μας, τους παίρνουν κατά πόδι και τους σκορπούν αλαλιασμένους στον κάμπο. ||||||||||||||dazed|| Our people leap from the walls, they take them by surprise and scatter them dazed in the fields. Δώδεκα σημαίες κείτονται στη λάσπη, πεντακόσιοι πεθαμένοι φράζουν το χαντάκι. |||||||block the|| Twelve flags lie in the mud, five hundred dead block the ditch. Μετριούνται οι δικοί μας, λείπουν έξι παλικάρια. They are counted|||||| Our own are counted, six young men are missing. Η λειτουργία είχε γίνει, αλλά με μπαρούτι και με αίμα. |operation|||||||| The service had been performed, but with gunpowder and blood.

Τ' ακούν οι οπλαρχηγοί απάνω στα βουνά και κλείνουν το Μακρυνόρος. |||chieftains|||||||Makrinoros The leaders of the armed forces hear it up in the mountains and close the Makrinoros. Τ' ακούν και οι Τούρκοι, πως Μαυρομιχάλης και Τσόγκας έπεσαν στην Κατοχή και χάλασαν τους δικούς τους, και τρόμος τους πιάνει. ||||||Mavromichalis||Tsongas|fell||Occupation||||||||| The Turks also hear that Mavromichalis and Tsokas fell during the Occupation and their own people were devastated, and a terror seizes them. Σαν από μαύρο σύννεφο βροντοκυλά το άκουσμα πως Καραϊσκάκης και Οδυσσέας τραβούν για το Μεσολόγγι, και πανικός τους ταράζει. |||cloud|thunder rolls||||||Odysseus|||||||| Like a thunder rolling from a dark cloud, the news that Karaiskakis and Odysseas are heading for Messolonghi spreads, and panic disturbs them.

Παραμονή Αη-Βασίλη, νύχτα, σηκώνουν οι πασάδες το στρατό, και με τέτοια βία φεύγουν που όλα τους τα κανόνια, πολεμοφόδια, τροφές, και έπιπλα ακόμη των πασάδων, μένουν στα χέρια των Ελλήνων, που το άλλο πρωί, ξαφνικά, βλέπουν τον κάμπο έρημο από εχθρούς. Eve|||night|lift||pashas||army|||such||they leave|||||cannons|war supplies|provisions|||even||of the pashas|||||||||||||plain||| On the eve of St. Basil, at night, the Pashas gather the army, and with such violence they leave that all their cannons, war supplies, food, and even the furniture of the Pashas, remain in the hands of the Greeks, who the next morning suddenly see the plain deserted of enemies. Έτσι γιόρτασε το Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα του 1822. so|celebrated||||| Thus, Messolonghi celebrated Christmas in 1822.

Κάπου στην Κλεισούρα μέσα, όπου περνά ο δρόμος που από το Μεσολόγγι πηγαίνει στο Βραχώρι, άσπριζε ένα ερημοκλήσι, η Παναγία η Ελεούσα. somewhere||Kleisoura|||||||||||||||deserted church||||of Mercy Somewhere in Kleisoura, where the road from Messolonghi leads to Vrachoi, a deserted little church, the Virgin Mary of Eleousa, shone white. Ο διαβάτης, που κουρασμένος στέκουνταν να ανασάνει ή έμπαινε στο εκκλησάκι ν' ανάψει ένα κεράκι, ήξερε πως θα βρει ένα ποτήρι κρύο νερό να σβήσει τη δίψα του, ή μια φωτιά να στεγνώσει τα ρούχα του, αν τον είχε πιάσει μπόρα στο δρόμο. |||tired|||||||chapel|||||knew|||||||||||thirst||||fire||||||||||rain|| The traveler, who stood to rest or entered the little church to light a candle, knew he would find a glass of cold water to quench his thirst or a fire to dry his clothes if a shower had caught him on the road.

Φτωχό ήταν το ερημοκλήσι, φτωχό και το κελί του μοναχού που το φύλαγε, γιατί φτωχοί ήταν και οι Χριστιανοί που του είχαν δώσει από το στέρημά τους για να τα χτίσει. ||||poor|||||||||||||||||||||means||||| The hermitage was poor, and the monk's cell that guarded it was poor too, because the Christians who had given from their poverty to build it were poor as well. Μα φεύγοντας, ο διαβάτης μελετούσε τη φιλοξενία του ερημίτη, και απορούσε με τη θλιμμένη του ηρεμία και τη σαν απόμακρη φωνή του. But as he was leaving, the traveler contemplated the hospitality of the hermit and marveled at his sad tranquility and his voice that seemed distant.

Χρόνια πολλά κάθουνταν εκεί μέσα ο μοναχός, μα κανένας δεν τον γνώριζε, γιατί δεν ήταν από τον τόπο. ||||||monk||||||||||| For many years the monk had been sitting there inside, but no one knew him because he was not from the place. Ούτε τον άκουσε ποτέ κανείς να πει από πού ήταν και ποιες φουρτούνες τον είχαν ρίξει εκεί. Nor did anyone ever hear him say where he was from and what storms had driven him there. Λόγια πολλά δεν ήξερε ο ερημίτης τα είχε ξεμάθει στη μοναξιά του. The hermit did not know many words; he had unlearned them in his solitude.

Σκυφτός πάντα και σιωπηλός, κάθουνταν ώρες στην πόρτα του κελιού του, αφηρημένος σε βαθιά θλιμμένη συλλογή, ή βυθισμένος στην ατέλειωτη προσευχή του. |||silent||||||||||||||immersed|||prayer| Always stooped and silent, he would sit for hours at the door of his cell, lost in deep, sad contemplation, or immersed in his endless prayer.

Μόνος και αποτραβηγμένος ζούσε εκεί μέσα, απείραχτος και άγνωστος, μνημονεύοντας την πεθαμένη του αγάπη και τα σφαγμένα του αγγελούδια. ||||||untouched|||remembering|||||||slaughtered|| Alone and withdrawn, he lived there, untouched and unknown, reminiscing about his dead love and his slaughtered little angels. Δάκρυα ποτέ δεν είδε κανείς στα μάτια του, τα είχε χύσει όλα σαν έμαθε την εκδίκηση του αφέντη του, που με το αίμα της καρδιάς του δούλου του, είχε πληρώσει την απελευθέρωση του Μεσολογγίου. |||||||||||||||||master|||||||of the heart|||||||||of Missolonghi No one ever saw tears in his eyes; he had shed them all when he learned of his master's revenge, who had paid with the blood of his heart for the liberation of Mesolonghi.

Ήταν ο Γιάννης Γούναρης… ||John|Gounaris He was Giannis Gounaris...