Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Όνειρο - Άντον Τσέχωφ
Christmas Stories | Dream - Anton Chekhov
Cuentos de Navidad | Sueño - Anton Chéjov
Τυχαίνει καμιά φορά, ο χειμώνας, κακιωμένος λες με την ανθρώπινη ανεπάρκεια, να συμμαχεί μ' ένα σκληρό φθινόπωρο και να δουλεύουν από κοινού.
||||||||||||allies|||||||||
Sometimes it happens that winter, seeming to be angry with human inadequacy, allies itself with a harsh autumn and they work together.
Στο σκοτεινιασμένο, ομιχλώδη αέρα στροβιλίζονται τότε βροχή και χιόνι ταυτόχρονα.
|darkened||||||||
In the darkened, foggy air, rain and snow swirl together at the same time.
Ο άνεμος, υγρός, κρύος, διαπεραστικός, με ανεξάντλητη κακία χτυπάει στα παράθυρα και στις στέγες.
||||||inexhaustible|||||||
The wind, wet, cold, piercing, with inexhaustible malice, beats against the windows and roofs.
Ουρλιάζει στις καπνοδόχους και κλαίει στους εξαερισμούς.
||chimneys||||
It screams in the chimneys and cries in the vents.
Στη σκοτεινή, σαν καπνιά, ατμόσφαιρα κρέμεται η θλίψη… Η φύση είναι αναστατωμένη… Υγρασία, κρύο και φρίκη…
In the dark, smoky atmosphere, sadness hangs... Nature is disturbed... Humidity, cold, and horror...
Τέτοιος ακριβώς ήταν ο καιρός τη νύχτα των Χριστουγέννων του 1882, τότε που δε συγκαταλεγόμουν ακόμα στην κοινωνία των φυλακισμένων, αλλά υπηρετούσα ως εκτιμητής στο ενεχυροδανειστήριο του εν αποστρατεία λοχαγού Τουπάγεφ.
|||||||||||||I was not yet counted|||||||||appraiser|||||||
Such was exactly the weather on the night of Christmas in 1882, when I was not yet listed among the society of the imprisoned, but was serving as an appraiser at the pawnshop of retired captain Tupayev.
Η ώρα ήταν δώδεκα.
It was twelve o'clock.
Η αποθήκη, στην οποία κατόπιν απαιτήσεως του αφεντικού είχα το νυχτερινό μου κατάλυμα, και παρίστανα το τσομπανόσκυλο, φωτιζόταν αμυδρά από το γαλάζιο φως ενός καντηλιού.
|||||of the request|||||||||I pretended||||||||||
The warehouse, where I had my night accommodation at the request of the boss, and pretended to be the shepherd dog, was dimly lit by the blue light of a candle.
Ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο, φίσκα στα μπαούλα, τα ζεμπίλια, τα ράφια… Στους γκρίζους ξύλινους τοίχους, από τις χαραμάδες των οποίων ξεπρόβαλλαν βρόμικα στουπιά, κρέμονταν παλτά από γούνες λαγών, γάντζοι, όπλα, πίνακες, φωτιστικά, μια κιθάρα… Εγώ, υποχρεωμένος να φυλάω τις νύχτες όλα αυτά τα αγαθά, ξάπλωνα πάνω σε ένα μεγάλο κόκκινο μπαούλο πίσω από την προθήκη με τα πολύτιμα αντικείμενα και συλλογισμένος κοιτούσα το φως του καντηλιού…
|||||full||||zembilia||||gray||||||||||stupas|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
It was a large square room, filled with trunks, bundles, shelves... On the gray wooden walls, from which dirty rags peeked out of the cracks, were hung coats made of rabbit fur, hooks, weapons, paintings, lamps, a guitar... I, having to guard all these goods at night, lay on a large red trunk behind the showcase with the precious items and thoughtfully looked at the light of the candle...
Για κάποιο λόγο, ένιωθα φόβο.
For some reason, I felt fear.
Τα πράγματα που φυλάσσονται σε ενεχυροδανειστήρια είναι τρομαχτικά… Τη νύχτα, στο αμυδρό φως του καντηλιού μοιάζουν ζωντανά… Τώρα μάλιστα, που έξω από το παράθυρο κλαψούριζε η βροχή, και στο τζάκι και πάνω από τη στέγη λυπητερά αλυκτούσε ο αέρας, μου φαινόταν πως άκουγα τους λυπητερούς τους ήχους.
|||are kept||pawnshops|||||||||||||||||||||||||||||||was howling||||||||sorrowful||
The things kept in pawn shops are frightening... At night, in the dim light of the lamp, they seem alive... Especially now, with the rain whining outside the window, and the air mournfully howling in the fireplace and above the roof, I felt as if I could hear their sorrowful sounds.
Πριν καταλήξουν εδώ, έπρεπε να περάσουν από τα χέρια του εκτιμητή, δηλαδή από τα δικά μου, γι' αυτό και ήξερα τα πάντα για το καθένα από αυτά… Ήξερα, για παράδειγμα, ότι με τα λεφτά που δόθηκαν γι' αυτή την κιθάρα, αγοράστηκαν φάρμακα για το βήχα της φθίσης… Ότι με το πιστόλι εκείνο αυτοκτόνησε ένας αλκοολικός.
||||||||||the appraiser||||||||||||||||||||||||||||||were bought||||||||||||||
Before they ended up here, they had to pass through the hands of the appraiser, that is, through my own, so I knew everything about each one of them... I knew, for example, that with the money given for this guitar, medicine was bought for the cough of tuberculosis... That with that pistol, an alcoholic committed suicide.
Η γυναίκα του έκρυψε το πιστόλι από την αστυνομία, το ενεχυρίασε σε μας και αγόρασε το φέρετρο.
||||||||||pawned||||||
His wife hid the gun from the police, pawned it to us, and bought the coffin.
Το βραχιόλι που με κοιτάζει από την προθήκη, το έφερε ο ίδιος άνθρωπος που το είχε κλέψει… Δυο κεντητά μεσοφόρια, με το νούμερο 178, υποθηκεύτηκαν από μια κοπέλα, που χρειαζόταν ένα ρούβλι για την είσοδο στο Salon, όπου είχε αποφασίσει να δουλέψει προσφέροντας τον εαυτό της… Εν ολίγοις, σε καθένα από τα αντικείμενα διάβαζα την αδιέξοδη θλίψη, την αρρώστια, το έγκλημα, την ακολασία επί χρήμασι…
|||||||||||||||||||midriffs||||were pawned||||||||||||Salon||||||||||||||||||||||||||||money
The bracelet that looks at me from the display case was brought by the same man who had stolen it... Two embroidered blouses, with the number 178, were pawned by a girl who needed a ruble for the entrance to the Salon, where she had decided to work offering herself... In short, in each of the objects, I read the deadlock of sadness, illness, crime, and debauchery for money...
Τη νύχτα των Χριστουγέννων τα αντικείμενα αυτά είχαν γίνει ιδιαιτέρως εύγλωττα.
On Christmas night, these objects had become particularly eloquent.
«Άσε μας να φύγουμε!…» μου φαινόταν πως κλαψούριζαν, μαζί με τον αέρα.
"Let us go!..." it seemed to me that they were whimpering, along with the wind.
«Άφησέ μας!»
"Leave us!"
Όμως, δεν ήταν μόνο τα πράγματα που ξυπνούσαν μέσα μου το φόβο.
However, it was not only the things that awakened fear within me.
Κάθε φορά που πρόβαλλα το κεφάλι μου πίσω από την προθήκη και έριχνα μια δειλή ματιά στο σκοτεινό, αχνισμένο παράθυρο μου φαινόταν ότι από το δρόμο κοιτούσαν την αποθήκη ανθρώπινα πρόσωπα.
|||I stuck out|||||||||||||||||||||||||||
Every time I pushed my head behind the showcase and cast a timid glance at the dark, steaming window, it seemed to me that human faces were looking at the warehouse from the street.
«Τι ανοησία!» παραμιλούσα.
||muttering
"What nonsense!" I mumbled.
«Τι βλακώδεις ευαισθησίες!»
||sensitivities
"What foolish sensitivities!"
Το θέμα είναι ότι τον άνθρωπο που η φύση τον προίκισε με νεύρα εκτιμητή, τη νύχτα των Χριστουγέννων τον έτυπτε η συνείδησή του — ένα συμβάν απίστευτο και εξωπραγματικό στ' αλήθεια.
||||||||||blessed|||||||||was striking||||||||||
The issue is that the person whom nature endowed with nerves of an evaluator was struck by his conscience on Christmas night — an unbelievable and truly surreal event.
Η συνείδηση στα ενεχυροδανειστήρια υπάρχει μόνο σε υποθηκευμένη μορφή.
|||||||mortgaged|
Conscience in pawnshops exists only in a mortgaged form.
Εδώ γίνεται αποδεκτή ως προϊόν αγοράς και πώλησης, άλλες ιδιότητες δεν της αναγνωρίζονται… Παράξενο, από πού μπόρεσε να μου προκύψει εμένα; Στριφογύριζα από το ένα πλευρό στο άλλο, πάνω στο σκληρό σεντούκι, και μισοκλείνοντας τα μάτια μπροστά στο τρεμουλιαστό φως του καντηλιού προσπαθούσα, με όλες μου τις δυνάμεις, να καταπνίξω μέσα μου το καινούργιο, ανεπίτρεπτο συναίσθημα.
||acceptable|||||selling||||||||||||||I was turning||||||||||||||||||||||||||||suppress|||||unacceptable|
Here it is accepted as a product of buying and selling, no other qualities are recognized... Strange, where could this arise for me? I was tossing from one side to the other on the hard chest, and half-closing my eyes in front of the flickering candlelight, I was trying, with all my strength, to suppress within me the new, impermissible feeling.
Οι προσπάθειες όμως ήταν μάταιες…
However, the efforts were in vain...
Βεβαίως, εν μέρει ευθυνόταν γι' αυτό η σωματική και ψυχική εξάντληση μετά την κουραστική ολοήμερη δουλειά.
||||||||||||||all-day|
Of course, partly to blame for this was the physical and mental exhaustion after the tiring all-day work.
Τις παραμονές των Χριστουγέννων πλήθη φτωχών ανθρώπων τρέχουν στο ενεχυροδανειστήριο.
On the eve of Christmas, crowds of poor people rush to the pawnshop.
Σε μια μεγάλη γιορτή, και επιπλέον με τόσο κακό καιρό, η φτώχεια δεν είναι απλώς ένα μειονέκτημα, είναι τρομερή δυστυχία!
At a big celebration, and especially with such terrible weather, poverty is not just a disadvantage, it is dreadful misery!
Κάτι τέτοιες ώρες, ο φτωχός ζητάει από το ενεχυροδανειστήριο ένα κομμάτι παστό κρέας, αλλά στη θέση του παίρνει ένα ξεροκόμματο… Την παραμονή των Χριστουγέννων είχαμε τόσο κόσμο, που τα τρία τέταρτα των υποθηκευμένων, ελλείψει χώρου, αναγκαστήκαμε να τα πάμε στην αποθήκη.
|||||||||||||||||||||||||||||||||in the absence of|||||||
At times like these, the poor ask from the pawnshop for a piece of salted meat, but in return they get a crust of bread... On Christmas Eve we had so many people that three quarters of the mortgaged items, due to lack of space, we were forced to take to storage.
Από νωρίς το πρωί έως αργά το βράδυ, χωρίς ούτε λεπτό διάλειμμα, διαπραγματευόμουν με τους εξαθλιωμένους αυτούς το τελευταίο ρούβλι, το τελευταίο καπίκι, έβλεπα τα δάκρυα, άκουγα τα μάταια παρακάλια… Στο τέλος της ημέρας μόλις που κρατιόμουν όρθιος.
||||||||||||I was negotiating|||the destitute|||||||||||||||||||||I was holding on|
From early morning until late at night, without even a minute's break, I negotiated with these destitute individuals for the last ruble, the last kopeck, I saw the tears, I heard the futile pleas... By the end of the day, I was barely able to stand.
Είχαν αποκάμει η ψυχή και τα πόδια μου.
|fainted||||||
My soul and my legs had grown weary.
Δεν είναι περίεργο που δεν μπορούσα να κοιμηθώ τώρα, που στριφογύριζα από πλευρό σε πλευρό και ένιωθα απαίσια…
It's not strange that I couldn't sleep now, as I tossed and turned from side to side and felt terrible...
Κάποιος χτύπησε δειλά την πόρτα… Κατόπιν άκουσα τη φωνή του αφεντικού μου:
Someone timidly knocked on the door... Then I heard my boss's voice:
«Κοιμόσαστε, Πιοτρ Ντεμιάνιτς;»
||Demyanich
"Are you sleeping, Pyotr Demyanych?"
«Όχι ακόμα.
Τι συμβαίνει;»
«Να, ξέρετε, σκέφτομαι, μήπως ανοίγαμε αύριο, νωρίς νωρίς; Η γιορτή είναι μεγάλη, και ο καιρός απαίσιος.
«Well, you know, I'm thinking, what if we opened tomorrow, early early? The celebration is big, and the weather is terrible.»
Η φτωχολογιά θα ορμήσει όπως οι μύγες στο μέλι.
«The poor folk will rush in like flies to honey.»
Γι' αυτό λοιπόν μην πάτε αύριο στη λειτουργία, να κάτσετε στο ταμείο… Καληνύχτα σας!»
«So don’t go to the service tomorrow, just stay at the box office… Good night to you!»
«Νιώθω τόσο άθλια», κατέληξα μόλις έφυγε το αφεντικό, «επειδή τρεμοπαίζει το καντήλι… Πρέπει να το σβήσω…»
I feel so miserable," I concluded as soon as the boss left, "because the lamp is flickering... I have to put it out..."
Σηκώθηκα και πήγα στη γωνία όπου κρεμόταν το καντήλι.
I got up and went to the corner where the lamp was hanging.
Η γαλάζια φλόγα ψυχορραγούσε αναβοσβήνοντας.
||||flickering
The blue flame was flickering in its death throes.
Κάθε λαμπύρισμά της φώτιζε φευγαλέα την εικόνα, τους τοίχους, τα σακούλια, το σκοτεινό παράθυρο… Και στο παράθυρο δυο χλομά πρόσωπα, κολλημένα στα τζάμια, κοιτούσαν μέσα.
|glimmering|||||||||||||||||||||||
Every glimmer of it briefly illuminated the image, the walls, the bags, the dark window... And at the window, two pale faces, pressed against the glass, were looking inside.
«Δεν είναι κανείς εκεί…» συλλογίστηκα… «Απλώς το φαντάζομαι».
"There is no one there..." I thought... "I am simply imagining it."
Μόλις έσβησα το καντήλι και τράβηξα ψηλαφητά για το κρεβάτι μου, συνέβη ένα μικροσυμβάν που η επίδρασή του στη μετέπειτα διάθεσή μου δεν ήταν μικρή… Πάνω από το κεφάλι μου, ξάφνου, ακούστηκε ένας δυνατός, μανιασμένα τσιριχτός ήχος, που διήρκεσε όχι περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο.
|I extinguished||||||||||||micro-event||||||||||||||||||||||chirpy|||lasted|||||
As soon as I extinguished the candle and reached out for my bed, a small incident occurred whose effect on my subsequent mood was not minor... Above my head, suddenly, a loud, frantically shrill sound was heard, lasting no more than a second.
Κάτι ταρακουνήθηκε, και σαν να με διαπέρασε τρομαχτικός πόνος, ούρλιαξα δυνατά.
|||||||||I screamed|
Something shook, and as if a terrifying pain pierced me, I screamed loudly.
Είχε σπάσει η πέμπτη χορδή της κιθάρας, κι εγώ, πανικόβλητος, σκοντάφτοντας στα σεντούκια και τα σακούλια, έτρεξα στο κρεβάτι… Έχωσα το κεφάλι κάτω από το μαξιλάρι και αναπνέοντας με δυσκολία, κοκαλωμένος από το φόβο, άρχισα να αφουγκράζομαι.
|||||||||||||||||||||||||||breathing|||||||||I listen
The fifth string of the guitar had broken, and I, panicked, stumbling over the chests and sacks, ran to the bed... I buried my head under the pillow and, breathing with difficulty, frozen with fear, I began to listen intently.
«Άφησέ μας να φύγουμε!» έκλαιγε ο άνεμος μαζί με τα αντικείμενα.
"Let us go!" cried the wind along with the objects.
«Χάριν της γιορτής, άφησέ μας!
For the sake of the celebration, let us be!
Είσαι κι εσύ φτωχός, πρέπει να καταλάβεις!
You are poor too, you must understand!
Ένιωσες κι εσύ την πείνα και το κρύο!
you felt|||||||
You have also felt hunger and cold!
Ελευθέρωσέ μας!»
"Free"|
Set us free!
Ναι, ήμουν κι εγώ φτωχός και ήξερα τι θα πει κρύο και πείνα.
Yes, I was poor too and I knew what it meant to feel cold and hungry.
Η φτώχεια με έσπρωξε να πάρω αυτή την καταραμένη θέση του εκτιμητή, η φτώχεια με έκανε για ένα κομμάτι ψωμί να περιφρονώ τον πόνο και τα δάκρυα.
Poverty pushed me to take this damned position of the appraiser, poverty made me disdain pain and tears for a piece of bread.
Αν δεν ήταν η φτώχεια, θα είχα άραγε το θάρρος να εκτιμώ σε χρήμα αυτό που αξίζουν η υγεία, η ζεστασιά, οι γιορτινές χαρές; Γιατί με κατακρίνει ο άνεμος, γιατί με κατατρώει η συνείδησή μου;
||||||||||||||||||||||festive|||||||||gnaws at|||
If it weren't for poverty, would I have the courage to value in money what health, warmth, and festive joys are worth? Why does the wind condemn me, why does my conscience gnaw at me?
Όμως, όσο κι αν χτυπούσε η καρδιά μου, όσο κι αν με ροκάνιζαν ο φόβος και οι τύψεις συνειδήσεως, η κούραση υπερίσχυσε.
||||||||||||gnawed at|||||||||
Yet, no matter how much my heart pounded, no matter how much fear and guilt gnawed at me, fatigue prevailed.
Αποκοιμήθηκα.
I fell asleep
I fell asleep.
Ο ύπνος ήταν ελαφρύς… Άκουσα και πάλι το αφεντικό να χτυπάει την πόρτα, τις καμπάνες για τον όρθρο… Άκουσα το βουητό του ανέμου και τη βροχή που έπεφτε στη στέγη.
|||light||||||||||||||||||||||||||
The sleep was light... I heard the boss knocking again on the door, the bells for the morning service... I heard the hum of the wind and the rain falling on the roof.
Τα μάτια μου έμεναν κλειστά, αλλά έβλεπα τα πράγματα, την προθήκη, το σκοτεινό παράθυρο, την εικόνα.
My eyes stayed closed, but I saw things, the showcase, the dark window, the image.
Τα αντικείμενα στριμώχνονταν γύρω μου, και, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια τους, μου ζητούσαν να τα αφήσω να γυρίσουν σπίτια τους.
The objects squeezed around me, and, opening and closing their eyes, they asked me to let them go back to their homes.
Στην κιθάρα, τρίζοντας διαπεραστικά, έσπαγαν η μια μετά την άλλη οι χορδές, έσπαγαν χωρίς τελειωμό… Από το παράθυρο κοιτούσαν φτωχοί, γριές, πόρνες, περιμένοντας πότε θα ανοίξει το μαγαζί για να τους επιστρέψω τα πράγματά τους.
|||||||||||||||||||||prostitutes|||||||||||||
On the guitar, creaking piercingly, the strings were breaking one after the other, breaking endlessly… From the window, the poor, the old women, and the prostitutes were watching, waiting for the shop to open so I could return their things.
Μέσα στον ύπνο μου άκουσα κάτι να γριτσανίζει, κάτι σαν ποντίκι.
|||||||squeaking|||
In my sleep, I heard something squeaking, something like a mouse.
Γριτσάνιζε για πολύ και μονότονα.
it gritted||||
It squeaked for a long time and monotonously.
Στριφογύρισα και κουλουριάστηκα, γιατί ένιωσα δυνατό κρύο και υγρασία.
I turned||||||||
I turned over and curled up, because I felt a strong cold and humidity.
Τραβώντας πάνω μου την κουβέρτα, άκουσα θρόισμα και ανθρώπινο ψίθυρο.
Pulling the blanket over me, I heard rustling and a human whisper.
«Τι άσχημο όνειρο!» σκεφτόμουνα.
"What an ugly dream!" I was thinking.
«Απαίσιο!
Να ξυπνούσα καλύτερα!»
I wish I had woken up better!
Κάτι γυάλινο έπεσε και έσπασε.
Something glass fell and broke.
Πίσω από την προθήκη τρεμόπαιξε μια λάμψη και στο ταβάνι απλώθηκε ένα φως.
||||flickered||||||||
Behind the showcase, a glimmer flickered, and a light spread across the ceiling.
«Μη χτυπάς!» ακούστηκε ένας ψίθυρος.
“Don’t knock!” a whisper was heard.
«Θα ξυπνήσεις αυτό τον Ηρώδη… Βγάλε τις μπότες σου!»
“You will wake this Herod… Take off your boots!”
Κάποιος πλησίασε την προθήκη, με κοίταξε και άγγιξε την κλειδαριά.
Someone approached the display case, looked at me, and touched the lock.
Ήταν ένας γενειοφόρος γέρος, με χλομό, ισχνό πρόσωπο, σκισμένο στρατιωτικό αμπέχονο και στιβάνια.
||||||||||cloak||
He was a bearded old man, with a pale, thin face, a torn military cloak, and boots.
Τον πλησίασε ένας ψηλός αδύνατος νεαρός με υπερβολικά μακριά χέρια, ριχτή πουκαμίσα και κοντό, σκισμένο μπουφάν.
||||||||||thin|||||
He was approached by a tall, thin young man with excessively long arms, a loose shirt, and a short, torn jacket.
Κάτι ψιθύρισαν μεταξύ τους και βάλθηκαν να παλεύουν με την προθήκη.
They whispered something to each other and started to wrestle with the display case.
«Μας ληστεύουν», άστραψε η σκέψη στο μυαλό μου.
|they rob||||||
"They are robbing us," the thought flashed in my mind.
Αν και κοιμόμουν, Θυμήθηκα πως κάτω από το μαξιλάρι μου βρισκόταν πάντα ένα πιστόλι.
Even though I was asleep, I remembered that there was always a gun under my pillow.
Το βρήκα και το έσφιξα στο χέρι μου.
I found it and squeezed it in my hand.
Στην προθήκη βρόντηξε το τζάμι.
The glass in the showcase crashed.
«Σιγότερα, θα τον ξυπνήσεις.
"Quiet down, you'll wake him up.
Και τότε θα χρειαστεί να τον καθαρίσουμε».
And then we'll need to clean him up."
Στη συνέχεια θυμάμαι ότι φώναξα με μια βαθιά, άγρια κραυγή, και φοβισμένος από την ίδια μου τη φωνή πετάχτηκα πάνω.
Then I remember screaming with a deep, wild cry, and frightened by my own voice, I jumped up.
Ο γέρος και ο νεαρός απλώνοντας τα χέρια όρμησαν προς το μέρος μου, αλλά βλέποντας το πιστόλι πισωπάτησαν.
The old man and the young man, stretching out their hands, rushed towards me, but seeing the gun, they retreated.
Θυμάμαι πως ένα λεπτό αργότερα στέκονταν μπροστά μου κατάχλομοι, και ανοιγοκλείνοντας κλαψιάρικα τα μάτια με ικέτευαν να τους αφήσω να φύγουν.
||||||||pale||||||||||||
I remember that a minute later they stood in front of me, pale, and with tearful eyes opening and closing, they begged me to let them go.
Από το σπασμένο παράθυρο ορμούσε με δύναμη ο άνεμος και έπαιζε με τη φλόγα του κεριού που είχαν ανάψει οι κλέφτες.
From the broken window, the wind rushed in powerfully and played with the flame of the candle that the thieves had lit.
«Ευγενέστατε», είπε κάποιος από το παράθυρο με κλαψιάρικη φωνή.
"Most honorable," said someone from the window with a whimpering voice.
«Ευεργέτη μας!
"Our benefactor!
Λυπήσου μας!»
Have mercy on us!
Κοίταξα έξω από το παράθυρο και είδα ένα γερασμένο γυναικείο πρόσωπο, χλομό, κάτισχνο, μουσκεμένο από τη βροχή.
I looked out of the window and saw an aged woman's face, pale, gaunt, soaked from the rain.
«Μην τους πειράξεις!
Don't disturb them!
Άφησέ τους να φύγουν!» έκλαιγε και με κοιτούσε ικετευτικά.
"Let them go!" she cried, looking at me pleadingly.
«Η φτώχεια φταίει για όλα!»
"Poverty is to blame for everything!"
«Η φτώχεια!» με διαβεβαίωσε κι ο γέρος.
"Poverty!" the old man assured me.
«Η φτώχεια!» τραγούδησε κι ο άνεμος.
"Poverty!" sang the wind.
Μου σφίχτηκε από τον πόνο η ψυχή και, για να ξυπνήσω, τσίμπησα τον εαυτό μου… Όμως, αντί να ξυπνήσω, στάθηκα μπροστά στην προθήκη, άρχισα να βγάζω πράγματα και να τα χώνω πυρετωδώς στις τσέπες του γέρου και του νεαρού.
My soul tightened from the pain, and in order to wake up, I pinched myself... However, instead of waking up, I stood in front of the display case, began to take out things and feverishly stuff them into the pockets of the old man and the young man.
«Πάρτε τα, και γρήγορα!» είπα λαχανιασμένα.
"Take them, and quickly!" I said breathlessly.
«Αύριο είναι γιορτή κι εσείς είστε φτωχοί!
"Tomorrow is a feast and you are poor!"
Πάρτε τα!»
Αφού παραγέμισα τις τσέπες τους, τύλιξα τα υπόλοιπα πολύτιμα αντικείμενα σε ένα πανί, του έκανα ένα κόμπο και τα πέταξα στη γριά.
|I filled||||||||||||||||||||
After I filled their pockets, I wrapped the remaining precious items in a cloth, tied it up, and threw it to the old woman.
Έδωσα από το παράθυρο στη γριά μια γούνα, ένα ζεμπίλι με ένα μαύρο ζευγάρι μαύρα κεντητά μεσοφόρια και την κιθάρα.
I gave the old woman a fur coat, a sack with a black pair of embroidered bodices, and the guitar from the window.
Υπάρχουν κάτι παράξενα όνειρα!
There are some strange dreams!
Μετά, θυμάμαι ότι έτριξε η πόρτα.
Then, I remember that the door creaked.
Ακριβώς σαν να ξεφύτρωσαν από τη γη, εμφανίστηκαν μπροστά μου το αφεντικό, οι φύλακες και οι αστυνόμοι.
||||||||||||||||policemen
Just as if they had sprung from the ground, the boss, the guards, and the police appeared in front of me.
Το αφεντικό στάθηκε δίπλα μου, εγώ έκανα ότι δεν το βλέπω, και συνέχισα να δένω τα ζεμπίλια.
The boss stood next to me, I pretended not to see him, and continued to tie the shawls.
«Τι κάνεις εκεί, παλιάνθρωπε;»
What are you doing there, scoundrel?
«Αύριο είναι γιορτή», απαντάω εγώ, «πρέπει να φάνε κι αυτοί».
Tomorrow is a celebration, I reply, they must eat too.
Στο σημείο αυτό η κουρτίνα πέφτει, μετά ξανασηκώνεται, και βλέπω τότε μια καινούργια διακόσμηση.
At this point, the curtain falls, then it raises again, and I then see a new decoration.
Δεν είμαι πια στο ενεχυροδανειστήριο, αλλά σε ένα άλλο μέρος.
I am no longer at the pawnbroker, but in another place.
Δίπλα μου περνάει ένας φύλακας, μου αφήνει για τη νύχτα μια κούπα νερό και μουρμουρίζει: «Για φαντάσου!
A guard passes by me, leaves me a cup of water for the night, and murmurs: 'Just imagine!'
Για φαντάσου, τι κατέβασε το μυαλό του, παραμονές γιορτών!»
||||||||holidays
'Just imagine what came to his mind, on the eve of the holidays!'
Όταν ξύπνησα, είχε πια φέξει.
When I woke up, it had already dawned.
Η βροχή δε χτυπούσε στο παράθυρο, κι ο άνεμος δε βούιζε.
The rain was not hitting the window, and the wind was not buzzing.
Στον τοίχο έπαιζε χαρούμενα ένας γιορτινός ήλιος.
A festive sun was playing joyfully on the wall.
Ο πρώτος που μου ευχήθηκε για τη γιορτή ήταν ο αστυνόμος.
The first one to wish me for the celebration was the police officer.
«Και καλώς ήρθες…» πρόσθεσε.
"And welcome..." he added.
Ένα μήνα αργότερα με δίκασαν.
||||judged
A month later, I was tried.
Για ποιο λόγο; Εγώ διαβεβαίωνα τους δικαστές ότι εκείνο ήταν ένα όνειρο, ότι δεν είναι δίκαιο να δικάσεις έναν άνθρωπο για τον εφιάλτη του.
||||was assuring|||||||||||||||||||
Why? I assured the judges that it was just a dream, that it is not fair to judge a person for their nightmare.
Κρίνετε και μόνοι σας, πώς θα μπορούσα να δώσω τα ξένα πράγματα σε παλιανθρώπους και κλέφτες; Και πού ξανακούστηκε να δίνεις κάτι χωρίς να απαιτείς αντίτιμο; Το δικαστήριο όμως εξέλαβε το όνειρο για πραγματικότητα και με καταδίκασε.
Judge for yourselves, how could I give foreign things to scoundrels and thieves? And where has it ever been heard to give something without demanding a price in return? However, the court interpreted the dream as reality and convicted me.
Τώρα είμαι στη φυλακή.
Now I am in prison.
Μήπως θα μπορούσατε, ευγενέστατε, να πείτε κάτι σε κανέναν για μένα; Μα τον Θεό, δε φταίω.
Could you, very kindly, say something to someone about me? By God, I am not to blame.