Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Στην Σπηλιά - Φώτης Κόντογλου
Weihnachtsgeschichten | In der Höhle - Fotis Kontoglou
Christmas Stories | In the Cave - Fotis Kontoglou
Cuentos de Navidad | En la cueva - Fotis Kontoglou
Χριστούγεννα παραμονές.
Christmas Eve.
Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί.
||snow|||
Christmas and snowstorms always go together.
Μα εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση.
|||||||stormy||
But that year, the times were stormy by nature.
Χιόνι δεν έρριχνε.
||was falling
It wasn't snowing.
Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ' αστραπές.
Only that the atmosphere was angry and strong north winds were blowing with sleet and lightning.
Καμμιά βδομάδα ο καιρός καλωσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε.
no||||||||||
For about a week the weather was taming and a tramontana was blowing that was sailing.
Μα την παραμονή τα κατσούφιασε.
But on the eve, it got gloomy.
Την παραμονή από το πρωί ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κ' έπιασε κ' έρριχνε βελονιαστό χιονόνερο.
On the eve, since the morning the sky was black as lead, and it started pouring down needle-like snow water.
Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόβατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο.
|||||||||||goats|||||||||||
In a location called Skrofa, there was a sheepfold with goats and sheep, on a slope of the mountain that looked out towards the sea.
Το μέρος αυτό ήτανε άγριο κ' έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα.
||||||||wild pines|||||||||
This place was wild and desolate, filled with wild pears, mastic trees, and strawberry trees, which were bright red from the berries.
το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο (=ξερολιθιά).
|||||dry stone|
The sheepfold was surrounded by dry stone walls.
Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά.
|||||||||||||||||||||south
The shepherds were sitting inside a cave that was located further inside and higher up from the fence and faced south.
Μεγάλη σπηλιά, με τρία – τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια.
||||||||||boughs
A large cave, with three – four partitions, and towering like three bales.
Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα.
|||||||||you bent||||
The livestock were huddled under the low tarps, which you had to bend down to enter.
Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κ' εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά.
Piles of manure stood here and there, and gave off a lively smell.
Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές.
||||swept|||||||enthusiasts||putting|||||||||made||ashtivies
Down below, the ground was swept and clean, because the shepherds were meticulous, and they had the children regularly sweeping with brooms made from broomsticks.
Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα.
Architsélingas|||||||||||||||
The chief shepherd was Giannis Barbakos, a somewhat wild man, born among the goats and sheep.
Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα, κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού.
||||||||||||lamb
He was dark, hairy, with black beards, a raven, curly and tight like that of a ram.
Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του.
||||||shark||||||||||
He wore trousers that were short up to the knee, a belt around his waist, a wide sash, and heavy boots on his feet.
Το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ' ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κ' οι μαρχαμάδες (= τα κρόσια) κρεμόντανε στο πρόσωπό του.
||||||||||||||||fringes||||
He had his head wrapped in a large scarf like a turban, and the fringes were hanging down on his face.
Αρχαίος άνθρωπος!
An ancient man!
Είχε δυο παραγυιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών.
|||||||Odysseus|||||
He had two grandsons, Alexis and Dysseas, two young men about twenty years old.
Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ' άρμεγμα και κοιτάζανε το μαντρί να 'ναι καθαρό.
||||||||milking|||||||
He also had three children, who helped them with the milking and looked after the pen to keep it clean.
Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό.
||||lived||||||||
These six souls lived in that place, hidden from God.
Ανάρια βλέπανε άνθρωπο.
They saw a man from a distance.
Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς.
|||smoky|||||||||||||||||
The cave was smoky and the rock had blackened up to the top from the smoke that was coming out of the mouth of the cave.
Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές.
||||little huts||||||
Inside there were their little shelters, like small huts, strewn with fleeces.
Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κ' ήτανε λημέρι των ληστών.
||||||poles|||cracks|||||hearts|cheeses|fishing nets|||||||||of the thieves
On the walls of the cave, they had driven stakes into the crevices of the rock, and there hung rifles, cheese baskets, fishing nets, guns and knives, as if it were a den of thieves.
Απ' έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι.
Outside, the dogs were guarding, all fierce like wolves.
Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα.
|seashore||||||||
The seashore was located just a cigarette's distance from the fence.
Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα – νύχτα.
|||||||||||||sea||
It was deserted, and nothing else could be heard there except for the gasping of the sea, day and night.
Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι.
|||anchored||||||
With the north wind, it would shelter, and sometimes it would dry a boat.
Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά.
Otherwise, you wouldn't see a boat anywhere.
Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης.
||||||||||||||||||Lesbos
From the sheepfold, someone gazed at the sea through the trees, and the eye clearly distinguished the mountains of Mytilene.
Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο.
On the eve of Christmas, we said that the weather had turned bad, and it started to drizzle snow.
Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε.
The shepherds had gathered in the cave, lit a large fire, and were chatting.
Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε.
||||||||were skinning
The children had slaughtered two lambs and were skinning them.
Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ' ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι.
||||||||||||||agizi||
Alexis placed on a shelf some mizithra cheese and unsalted cheese inside the cheese boxes, along with some angizi and yogurt.
Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κ' επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κ' ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο.
Odysseus had an old summary, and since he knew a little about chants and could read a few letters, he read the Sundays and whenever there was a feast, he would recite a little troparion and a few from the Hexapsalm.
Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει.
At that moment, she was leafing through the Summary to see what letters she was supposed to say.
Θα 'τανε ώρα σπερινού.
|||of evening
It must have been the time of the evening.
Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές.
At that moment, they heard some gunshots.
Καταλάβανε πως θα 'τανε τίποτα κυνηγοί.
They realized that there would be some hunters.
Το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάιδαρο, είπε πως το πρωί είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή.
One child, who had gone to fetch wood with the donkey, said that in the morning he had heard gunshots from the inner sea, near Agia Paraskevi.
Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα.
||||were barking||||||||
The dogs caught the scent and all barked together and jumped out of the fence.
Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυο άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους.
||appeared|||||||||||||||gather||||||
Soon, two men with rifles revealed themselves from above the cave, and they were shouting at the shepherds to gather the dogs, which had charged at them.
Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια που 'χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει.
||||||||||puppies||||||||||
Skouris left the men and grabbed one of the hunting dogs that the hunters had, shaking it to strangle it.
Ο κυνηγός έρριξε απάνου του και τα σκάγια τον πονέσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ' άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί.
||threw|on top|||||||||||||||||||||
The hunter shot at him, and the pellets hurt him, so he turned back, along with the other guard dogs, which were retreating as the hunters came down.
Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ' άλλα σκυλιά.
|||||||||||Skouri||||||||
Anyway, Barbakas came out with the others and they caught Skouris and tied him up, chasing away the other dogs.
«Ώρα καλή, βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά.
||||||||Kardamitsas|||||||||
"Good hour, kids!" shouted Panagis Kardamitsas, strapped with his cartridges, with a bag full of birds.
Ο άλλος που ήτανε μαζί του ήτανε ο γυιός του, ο Δημητρός.
|||||||||||Dimitris
The other one who was with him was his son, Dimitris.
«Πολλά τα έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κ' η συντροφιά του.
||years|||||||
"Many years!" replied Barbakos and his company.
«Καλώς ορίσατε!».
"Welcome!".
Τους πήγανε στη σπηλιά.
They took them to the cave.
«Μωρέ, τ' είν' εδώ; Παλάτι!
"Well, what is this? A palace!"
Παλάτι με βασιλοπούλες!» είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε.
"A palace with princesses!" said Uncle Panagis, pointing to the steaming cheese pies.
Τους βάλανε να καθήσουνε, τους κάνανε καφέ.
|||sit|||
They made them sit down, and they made coffee.
Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι.
|||brandy
The hunters had cognac.
Κεραστήκανε.
They got drunk.
«Βρε αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να το 'λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός!
|||||||||||||||||cave||||
"Brother," said Uncle Panagiotis, "who would have thought, on such a year, that we would celebrate Christmas in the cave where Christ was born!"
Εχτές περάσαμε στην Άγια-Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο.
||||||hunt|
Yesterday we went to Agia Paraskevi to do some hunting.
Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι.
||||||we slept|||||||||
Well, the abbot is one of ours, we slept at the monastery, and this morning at dawn we went hunting.
Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ.
|||||||||||||strait|||rotten boat|||||Vasilis
Seeing that the weather had turned stormy, we said that we wouldn't be able to cross the strait with uncle Manolis Vasili's rotten boat.
Κ' επειδή ξέραμε απ' άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε να 'ρθουμε στ' αρχοντικό σας… Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι!
||||||||||||||||||||||||||||||lion||
And since we knew from before the sheepfold, and with the hunting, we came across these borders, we decided to come to your mansion... By the way, what kind of dog do you have? This is a beast, a lion cub and a tiger!
Μπρε, μπρε, μπρε!
Wow, wow, wow!
Το ζαγάρι το πετσόκοψε!
|lamb||
The shepherd butchered it!
Για κοίταξε τι χάλια το 'κανε!».
Look what a mess it made!
Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαμούριζε το σκυλί κ' έτρεμε σαν θερμιασμένο.
||||||||was barking||||||
And it turned to a corner of the cave, where the dog was whimpering and trembling like it was overheated.
«Έλα δω, Φλοξ!
||Phlox
Come here, Phlox!
Φλοξ!».
Phlox
Μα η Φλοξ από την τρομάρα της τρύπωνε πιο βαθιά.
But Phlox, out of fright, burrowed deeper.
Άμα ήπιανε δυο-τρία κονιάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του και στο τέλος έπιασε να τραγουδά:
||||||||||munching|||||||||
When they had a couple of brandies, Uncle Panagis started to twirl his mustache and eventually began to sing:
Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
|evening|||||
Good evening, gentlemen, if it is your decree,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ' αρχοντικό σας.
||divine||||||
I want to tell of the divine birth of Christ at your mansion.
Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε».
Then Odysseus sang 'Christ is born, glorify Him.'
Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε.
||||||||barking
At that moment, they heard the dogs barking again.
Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι.
The children were sent to see what it is.
Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κ' έρριχνε παγωμένο νερό.
The wind had become stormy and was pouring icy water.
Κρύο τάντανο!
Cold thunder!
Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά και γυρίσανε πίσω τα παιδιά.
Soon the dogs stopped and the children turned back.
Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυο καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ' το κρύο.
|||||||||seemed||||||||||frozen|||
Behind them, three men who looked like they were from the sea entered the cave, along with two monks, all wet and shivering from the cold.
Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε.
|||||they sat
They welcomed them and they sat down.
Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κ' έβγαλε μια χαρούμενη φωνή.
As soon as the first one, the captain, went close to the fire, Barbakos recognized him and let out a joyful voice.
Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη.
|||||Biliksis||||
It was Captain Konstantis Biliktsis, who was traveling to the City.
Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κ' είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει.
||||||||||||||Barbako||||||||
He had passed through Skrofa before, and he and Barbakos had formed a friendship, and Barbakos didn't know how to treat them.
Οι άλλοι δυο ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του.
|||||||||boat|
The other two were also boatmen, the people of his boat.
Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας.
||||||||||||||Silvestro||
One of the monks, a stout man with black beard, a handsome man, was Father Silvestros Koukoutos, a monk-priest.
Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη.
The other was thin, with a few sparse hairs on his chin, like Saint John the Hermit.
Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή.
They called him Arsenios Sgouris.
Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σιλβέστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ' Άγιον Όρος για ελέη, κ' ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του.
Captain Konstantis was coming from the City and took Father Silvestros on the boat, who had gone to the City from Mount Athos for almsgiving and wanted to celebrate Christmas in his homeland.
Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορος στο Όρος, κ' ήτανε από τη Θεσσαλία.
|||||||||||of the Pantocrator|||||||
Father Arsenios had traveled with him from the Monastery of Pantokrator on the Mountain, and he was from Thessaly.
Ταξιδέψανε καλά.
they traveled|
Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ' έξω από το Ταλιάνι.
||they had saved||||||stormed|||||sailed||muddied|||||stanzo|||they arrived||||||||Italy
But when they rounded Cape Baba, the wind turned into a storm, and all day they were sailing with their patched sails and the stand, until they reached in the evening outside of Talani.
Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να 'μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα.
The weather worsened and the captain couldn't enter the strait to celebrate Christmas in his homeland.
Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ' απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί.
|||||||||shelter||||||||||
So he decided to anchor, and went and dropped anchor in the sheltered place, behind a small cape, under the pen.
Κ' επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι (=μαντρί).
|||||||||||||||nomads||||||
And because he remembered his friend Barbako, he took the elders and the two other nomads and they headed for the sheepfold.
Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ'-Απόστολο με τον μούτσο.
|||||||||mouthing
They had left old Apostolos with the cabin boy at the tent.
Σαν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία.
|||||||||||||Dimitri|||||
When they saw that Mr. Panagis and Mr. Dimitris were also in the cave, there was great joy and commotion.
«Μωρέ να δεις», έλεγε ο κυρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε “εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο…”, φτάξατε κ' εσείς οι μάγοι με τα δώρα!
||||||||were singing||||||||||||the stars|worshiping||star|were being taught|arrive|||||||
"Well, you'll see," said Mr. Panagis, "now we were chanting the troparion, and just as we were saying 'for in her those who worship the stars were taught under a star...', here you come, you magi, with your gifts!"
Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, “σμύρναν, χρυσόν και λίβανον”!
||||||lakerda||caviar||||myrrh|gold||frankincense
"Because I see a demijohn of wine, I see smoked fish, I see caviar, I see rusks, baklava, 'myrrh, gold and frankincense!'"
Χα!
"Ha!"
Χα!
Χα!» — γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάιδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγάς.
||||||||||||||||gourmet
"Ha!" — laughed Mr. Panagis loudly, half-drunk and slurring his words, and patted his belly because he was a good eater.
Στο μεταξύ ο πάτερ-Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καϊμένος, κ' είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίβοντας τα χέρια του: «Δόξα σοι ο Θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κ' έκανε τον σταυρό του.
||||||Sgouris|||poor||||||||||||||||||||you have delivered|||tempest|||||
Meanwhile, Father Arsenios the Hairy perked up, and said softly, smiling and rubbing his hands: "Glory be to You, O God, Lord Jesus Christ, who has redeemed us from the storm!" and made the sign of the cross.
Ο πάτερ-Σιλβέστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κ' είπε λίγες ευχές, το «Χριστός γεννάται», κ' ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε: «Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων.
|||||get up|||||||||||||||||Magnify||||||more glorious|||
Father Silvestros suggested they stand up, and said a few prayers, the "Christ is born," and then with his booming voice chanted: "Magnify, O my soul, the most honorable and glorious of the heavenly hosts."
Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον.
||I see||
I see a strange and marvelous mystery.
Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν».
Heaven||cave||cherubic||Virgin||manger|place|||was laid||inaccessible|||||praising|
The heavens are the cave, the throne of the Cherubim is the Virgin, the manger is the place where the uncontainable Christ, God, was laid; whom we hymn and magnify.
Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι.
Then they sat down at the table.
Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι.
||blessed|||||||
Such a blessed and joyful table has never been set in any palace.
Τρώγανε και ψέλνανε.
||were singing
They were eating and singing hymns.
Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ' αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ' άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ' άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο.
|||||||||scented||||cheeses||manouri||||quails||||||||||||||political||||||||Brusque
And on it was the milk of the bird, from the fragrant lambs, cheeses, ricottas, woodcocks, and other game birds, as well as salted fish and other local delicacies brought by the fishermen, along with bruise wine.
Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς και βογγούσανε τα δέντρα κ' η θάλασσα από μακριά.
|||||were groaning|||||||
Outside, the snowstorm was howling and the trees and the sea were groaning from afar.
Ανάμεσα στα βουίσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε.
|||||||||||were ringing
Among the roar, the bells from the livestock could also be heard, making their calls.
Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές.
|||||||reflection|||||||||||
From the cave, the red reflection of the fire was coming out along with the hymns and the joyful voices.
Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ' ύστερα ξυπνούσε κ' έψελνε μαζί με τη συνοδεία.
And Mr. Panagis would steal a little sleep now and then, dozing a bit, and then he would wake up and start singing along with the choir.
Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα.
Indeed, nothing was missing from the Birth of Christ.
Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε «την βρώσιν και την πόσιν».
||||||||||||||||||||||||were blessing|||||
Everything was there: the cave, the shepherds, the Magi with their gifts, and Christ Himself was present with his two disciples, who blessed 'the food and the drink.'