Πρωτοχρονιάτικα Διηγήματα | Οι μεγαλομάρτυρες της πρωτοχρονιάς - Άντον Τσέχωφ
|Tales||great martyrs||||Chekhov
Silvestergeschichten | Die großen Märtyrer des neuen Jahres - Anton Tschechow
New Year's Eve Stories | The great martyrs of the New Year - Anton Chekhov
Cuentos de Nochevieja | Los grandes mártires de Año Nuevo - Anton Chéjov
Στους δρόμους κόλαση σε χρυσή κορνίζα.
||hell|||frame
Hell on the streets in a golden frame.
Αν δεν ήταν η γιορτινή έκφραση στα πρόσωπα των οδοκαθαριστών και των πολιτσμάνων, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι στην πρωτεύουσα μπαίνουν οι εχθροί.
||||festive|||||of the street cleaners|||policemen|||||||||||
If it weren't for the festive expression on the faces of the street cleaners and the police officers, one might think that enemies are entering the capital.
Πηγαινοέρχονται τρίζοντας και θορυβώντας τα γιορτινά έλκηθρα και οι άμαξες… Στα πεζοδρόμια τρέχουν οι επισκέπτες με τη γλώσσα έξω και τρίβοντας τα μάτια τους… Τρέχουν με τόση ορμή, που, έτσι και άρπαζε η γυναίκα του Πεντεφρία κανένα βιαστικό κρατικό υπάλληλο από την ουρά του φράκου, θα της έμενε στο χέρι όχι μόνο το φράκο, αλλά και όλη η πλευρά με τα συκώτια του και τη σπλήνα μαζί… Ξάφνου ακούγεται η διαπεραστική σφυρίχτρα του αστυνομικού.
|grinding||making noise||festive|sleds|||||||||||||||||||||||||||||Pentefria|||state|employee|||||<fraku>|||||||||frock||||||||livers||||spleen||||||whistle||
The festive sleighs and carriages come and go, creaking and making noise... On the sidewalks, visitors run with their tongues out and rubbing their eyes... They run with such force that if Pentefria’s wife were to grab any hasty public servant by the tail of his tailcoat, she would be left holding not only the tailcoat but also the whole side with its liver and spleen... Suddenly, the piercing whistle of the police officer is heard.
Τι έγινε; Οι οδοκαθαριστές παρατούν τα πόστα τους και τρέχουν προς τα εκεί που ακούστηκε το σφύριγμα… «Διαλυθείτε!
|||street cleaners|abandon||posts|their||||||||||"Disperse!"
What happened? The street cleaners abandon their posts and run towards where the whistle was heard... 'Disperse!'
Κάντε πιο πέρα!
Get out of the way!
Δεν υπάρχει λόγος να στέκεστε εδώ!
||||stand|
There is no reason for you to stand here!
Δεν είδατε ποτέ σας νεκρό; Τι κόσμος κι αυτός…» Μπροστά σε μια πόρτα, πάνω στο πεζοδρόμιο, κείτεται ένας άνθρωπος, καλοντυμένος, με μια γούνα κάστορα και καινούργιες λαστιχένιες γαλότσες… Δίπλα στο φρεσκοξυρισμένο πρόσωπό του, κάτασπρο σαν νεκρού, είναι τα σπασμένα του γυαλιά.
|did you see|||||||||||||||lies||||||fur|beaver|||rubber|||||||snow-white|||||||
Have you ever seen a dead person? What a world this is..." In front of a door, on the sidewalk, lies a man, well-dressed, wearing a beaver fur coat and new rubber boots... Next to his freshly shaven face, as pale as a corpse, are his broken glasses.
Η γούνα είναι ανοιχτή στο στήθος και το πλήθος διακρίνει ένα μέρος του φράκου και το παράσημο τρίτου βαθμού, το «Στανισλάφ».
|fur|||||||||||||||badge||degree||Stanislav
The coat is open at the chest and the crowd can see part of the tuxedo and the third degree medal, the 'Stanislav'.
Το στήθος ανασαίνει αργά και βαριά, τα μάτια είναι κλειστά…
||breathes|||||||
The chest breathes slowly and heavily, the eyes are closed...
«Κύριε!» σκουντάει ο πολιτσμάνος τον κρατικό υπάλληλο.
|nudges||policeman|||employee
"Sir!" the policeman nudges the government employee.
«Κύριε, δεν επιτρέπεται να ξαπλώνετε εδώ!
||||lie down|
"Sir, you are not allowed to lie down here!
Αξιότιμε κύριε!»
Dear|
"Honorable sir!"
Αλλά ο κύριος ούτε μιλάει ούτε κουνιέται… Αφού ασχολήθηκαν μαζί του πέντε λεπτά, χωρίς να τον συνεφέρουν, τα όργανα της τάξης τον βάζουν σε μια άμαξα και τον μεταφέρουν στις Πρώτες Βοήθειες της αστυνομίας.
||||||||they occupied themselves||||||||bring him around||instruments|||||||carriage|||they transfer|||First Aid||police
But the gentleman neither speaks nor moves... After five minutes of trying to revive him, the law enforcement officers place him in a carriage and take him to the police First Aid.
«Ωραία παντελόνια!» λέει ο πολιτσμάνος, βοηθώντας το νοσοκόμο να ξεντύσει τον ασθενή.
|||||||nurse||undress||patient
"Nice trousers!" says the policeman, helping the nurse to undress the patient.
«Πρέπει να κάνουν κάνα εξάρι ρούβλια!
|||a|six|rubles
"They must cost at least six rubles!"
Και το γιλέκο δεν είναι άσχημο… Αν κρίνουμε από τα παντελόνια, πρέπει να είναι από τους ευκατάστατους…»
||jacket|||||we judge|||||||||well-off
And the jacket is not bad... If we judge by the pants, he must be from the well-off...
Στο Πρώτων Βοηθειών, ξαπλωμένος μιάμιση ώρα, κι έχοντας πιει ολόκληρο φιαλίδιο βαλεριάνας, ο κρατικός υπάλληλος ανακτά τις αισθήσεις του… Θα μάθουν ότι είναι ο τιτλούχος σύμβουλος Γκεράσιμ Κουζμίτς Σινκλετέγεφ.
||||one and a half||||drunk|entire|bottle|valerian|the|state||regains|||||||||titled||Gerasim|Kuzmich|Sinkletyev
In First Aid, lying down for an hour and a half, having drunk an entire vial of valerian, the state employee regains consciousness... They will learn that he is the titled advisor Gerasim Kuzmich Sinkletegev.
«Πού πονάτε;» τον ρωτάει ο αστυνομικός γιατρός.
|do you hurt||||police|
"Where do you hurt?" the police doctor asks him.
«Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος…» μουρμουρίζει εκείνος, κοιτάζοντας ηλίθια το ταβάνι και βαριανασαίνοντας.
||new|||||||||heavy breathing
“Happy New Year…” he mumbles, staring stupidly at the ceiling and breathing heavily.
«Επίσης… Όμως… πού πονάτε; Γιατί πέσατε; Για θυμηθείτε!
|||||you fell||remember
“Also… But… where does it hurt? Why did you fall? Think about it!
Ήπιατε κάτι;» «Ό… όχι…» «Τότε γιατί αδιαθετήσατε;» «Παλάβωσα… Έκανα… έκανα επισκέψεις…» «Θα πρέπει να κάνατε πολλές επισκέψεις!» «Όχι… όχι, όχι πολλές… Μετά τη λειτουργία… ήπια το τσάι μου και πήγα στον Νικολάι Μιχαήλιτς… Εκεί, βεβαίως, υπέγραψα… Μετά από κει πήγα στην Οφιτσέρκαγια… στον Κατσάλκιν… Επίσης υπέγραψα… Θυμάμαι ακόμη ότι στο χολ με φύσηξε ένα ρεύμα… Από τον Κατσάλκιν πήγα στη Βίμπορσκαγια, στον Ιβάν Ιβάνιτς… Υπέγραψα…» «Φέρανε κι άλλον υπάλληλο!» ανέφερε ο πολιτσμάνος.
did you drink||||||you felt unwell|I got crazy|||||||||visits|||||||||||||||Nikolai|Mikhailits|||I signed||||||Ophitsérkagia||Katsalkin|||||||tea||blew||||||||Vimborskaya||Ivan|Ivanits||they brought|||employee|||
Did you drink something?” “Oh… no…” “Then why did you feel unwell?” “I went crazy… I made… I made visits…” “You must have made many visits!” “No… no, not many… After the service… I had my tea and went to Nikolai Mikhailovich… There, of course, I signed… After that, I went to Ofitserskaya… to Katsalkin… I also signed… I still remember that a draft blew through the hall… From Katsalkin I went to Viborskaya, to Ivan Ivanovich… I signed…” “They brought another clerk!” the constable reported.
«Από τον Ιβάν Ιβάνιτς», συνεχίζει ο Σινκλετέγεφ, «πετάχτηκα μέχρι τον έμπορο Χριμόβ, να τον χαιρετήσω… Μπήκα… καθόταν όλη η οικογένεια… μου προσέφεραν να πιω για τη γιορτή… Πώς να μην πιεις; Θα τους προσβάλεις αν δεν πιεις… Ε, ήπια τρία ποτηράκια… τσίμπησα και λίγο σαλάμι… Από εκεί έφυγα για την άλλη άκρη της Πετρούπολης, για τον Λιχοντέγεφ… Καλός άνθρωπος…» «Όλα αυτά με τα πόδια;» «Με τα πόδια… Υπέγραψα στον Λιχοντέγεφ… Έπειτα, έφυγα για την Πελαγία Εμιλιάνοβνα… Εκεί, με κράτησαν για πρωινό και με φίλεψαν καφέ.
|||||||I jumped||||Khrimov|||greet|I entered||||||||||||||||||offend|||||||glasses|I bit||||||||||||of Peterburg|||Likhondeyev||||||||||||||||||Pelagia|Emilianovna|||||breakfast|||offered|
“From Ivan Ivanovich,” continues Sinkleteyev, “I dashed over to merchant Khromov to greet him… I entered… the whole family was sitting… they offered me a drink for the celebration… How could you not drink? You would offend them if you didn’t… Well, I had three small glasses… I also nibbled a bit of salami… From there, I left for the other side of Petersburg, to Likondeyev… A good man…” “All of this on foot?” “On foot… I signed with Likondeyev… Then, I went to Pelagia Emilianovna… There, they kept me for breakfast and treated me to coffee.”
Ο καφές με ζάλισε, πρέπει να με χτύπησε κατευθείαν στο κεφάλι… Από την Πελαγία Εμιλιάνοβνα πήγα στον Ομπλεούχοφ… Τον Ομπλεούχοφ τον λένε Βασίλη, έχει τη γιορτή του, λοιπόν.
|||dizzied|||||straight|||||Pelagia|Emilianovna|||Ombleukhov|||||Vasily|||||
The coffee dizzy me, it must have hit me straight in the head... From Pelagia Emilianovna, I went to Obleukhov... Obleukhov is called Vasilij, so he has his holiday.
Να μη φας γλυκά σε κάποιον που γιορτάζει, είναι προσβολή…» «Έφεραν ένα στρατιωτικό εν αποστρατεία και δυο υπαλλήλους!» αναφέρει ο πολιτσμάνος…
||||||||||||||retirement|||employees|||
Not eating sweets with someone who is celebrating is an offense..." "They brought a retired military man and two employees!" the policeman reports...
«Έφαγα ένα κομμάτι γλυκό, ήπια βότκα και πήγα στη Σαντοβάγια, στον Ιζιούμοφ… Στον Ιζιούμοφ ήπια κρύα μπίρα… και με πείραξε ο λαιμός μου… Από τον Ιζιούμοφ στον Κόσκιν, μετά στον Καρλ Κάρλιτς… κι από κει στο θείο μου τον Πιοτρ Σεμιόνιτς… Η ανιψιά μου η Νάστια με κέρασε καυτή σοκολάτα… κατόπιν πέρασα από τον Λιάπκιν… όχι, λάθος, όχι στον Λιάπκιν, αλλά στην Ντάρια Νικοντόμοβνα.
|||||vodka||||Santovagia||Izyumov||||||||bothered||||||||Koskin|||Karl|Karl Karlits||||||||Piotr|Semionovich|||||Nastia||I drank|||||||Liapkin||||||||Daria|Nikontomovna
"I ate a piece of sweet, drank vodka and went to Santovaya, to Iziumov... At Iziumov I had cold beer... and my throat got irritated... From Iziumov to Koskin, then to Carl Karlitc... and from there to my uncle Pyotr Semyonovich... My niece Nastya treated me to hot chocolate... then I passed by Lyapkin... no, wrong, not to Lyapkin, but to Daria Nikontomovna.
Από αυτήν πια, στον Λιάπκιν… Και παντού ένιωθα μια χαρά… Μετά πήγα στον Ιβάνοφ, τον Κουρντιουκόφ και τον Σίλερ, πήγα στο συνταγματάρχη Ποροσκόφ, κι εκεί επίσης ένιωθα καλά… Και από τον έμπορο Ντιούτκιν πέρασα… Επέμενε να πιω κονιάκ και να φάω λουκάνικο με λάχανο… Ήπια τρία ποτηράκια… έφαγα δυο λουκάνικα, και πάλι εντάξει… Μόνο που να, όταν βγήκα από τον Ριζόφ, ένιωσα στο κεφάλι… λάμψη… αδυναμία… Δεν ξέρω γιατί…»
|||||||I felt||||||Ivanov||Kourdioukof|||Schiller|||colonel|Poroskov||||||||||Dutkin|||||||||sausage|||||||||||||||||||Rizof|||||weakness|||
From her to Liapkina... And everywhere I felt great... Then I went to Ivanov, Kourdioukoff, and Schiller, I went to Colonel Poroskov, and there too I felt good... And I stopped by merchant Dyutkin... He insisted that I drink cognac and eat sausage with cabbage... I had three glasses... I ate two sausages, and again, it was all right... Only that, when I came out of Rizov, I felt a... flash... weakness... I don’t know why...
«Εξαντληθήκατε… Ξεκουραστείτε λίγο, και θα σας στείλουμε ύστερα στο σπίτι σας…» «Δεν μπορώ να πάω σπίτι…» βογκάει ο Σινκλετέγεφ.
you have exhausted||||||||||||||||||
"You are exhausted... Rest a bit, and then we will send you home..." "I can't go home..." moans Sinkletegev.
«Πρέπει ακόμη να περάσω από το γαμπρό μου, τον Κουζμά Βασίλιτς… από τον εκτελεστικό σύμβουλο… από τη Ναταλία Εγκόροβνα… Υπάρχουν ακόμα πολλοί που δεν πήγα…» «Και δεν πρέπει να πάτε».
||||||son-in-law|||Kuzma|Vasilits|||executive||||Natalia|Engorovna|||||||||||
"I still need to stop by my son-in-law, Kuzma Vasilyevich... by the executive advisor... by Natalia Egorovna... There are still many I haven't visited..." "And you shouldn't go."
«Δεν μπορώ… Πώς γίνεται να μην τους ευχηθώ για την καινούργια χρονιά; Πρέπει… Αν δεν περάσω από τη Ναταλία Εγκόροβνα είναι σαν να μη θέλω τη ζωή μου… Αφήστε με τώρα να φύγω, κύριε γιατρέ, μη με κρατάτε…» Ο Σινκλετέγεφ σηκώνεται και πάει να πάρει τα ρούχα του.
|||||||wish|||||||||||||||||||||||||||doctor|||||||||||||
"I can't... How can I not wish them well for the New Year? I must... If I don't go to Natalia Egorovna, it's like I don't want my life... Let me go now, doctor, don't hold me back..." Sinkletegev gets up and goes to get his clothes.
«Στο σπίτι να πάτε», λέει ο γιατρός, «αλλά για επισκέψεις ούτε να το σκέφτεστε…» «Δεν πειράζει, ο Θεός θα με βοηθήσει…» αναστενάζει ο Σινκλετέγεφ.
|||||||||||||think||||||||sighs||
"You should go home," says the doctor, "but don't even think about visiting..." "It doesn't matter, God will help me..." sighs Sinkletegev.
«Θα τα καταφέρω σιγά σιγά…» Ο υπάλληλος ντύνεται αργά, τυλίγεται στη γούνα και παραπατώντας βγαίνει στο δρόμο.
|||||||dresses||wraps himself||fur||stumbling|||
"I'll manage little by little..." The clerk dresses slowly, wraps himself in fur, and stumbling, steps out onto the street.
«Έφεραν πέντε ακόμη υπαλλήλους!» αναφέρει ο πολιτσμάνος.
|||employees|||
"They brought five more clerks!" reports the policeman.
«Πού να τους ακουμπήσω;»
|||put
Where should I touch them?