×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.

image

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα, Πρωτοχρονιάτικα Διηγήματα | Τα Χριστούγεννα - Άντον Τσέχωφ

Πρωτοχρονιάτικα Διηγήματα | Τα Χριστούγεννα - Άντον Τσέχωφ

I.“Τι να γράψω;” ρώτησε ο Γίγκορ, βουτώντας την πένα του στο μελάνι.

Η Βασιλίνα δεν είχε δει την κόρη της για τέσσερα χρόνια. Η Εφιμία είχε φύγει μακριά, στην Αγία Πετρούπολη με τον σύζυγό της μετά τον γάμο, είχε γράψει τέσσερα γράμματα, και μετά εξαφανίστηκε λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε, ούτε μια λέξη ούτε ένας ήχος δεν ακούστηκε από εκείνη από τότε. Έτσι τώρα, είτε η γερασμένη μάνα άρμεγε την αγελάδα το χάραμα, είτε άναβε την σόμπα, είτε λαγοκοιμόταν τη νύχτα, το μυαλό της γύριζε πάντοτε στο ίδιο: “Πως να είναι η Εφιμία; Ζει; Είναι καλά;” Ήθελε να της στείλει ένα γράμμα αλλά ο γέρος πατέρας της δεν μπορούσε να γράψει, και δεν υπήρχε κανείς για να του ζητήσουν να το γράψει εκ μέρους τους.

Τώρα όμως είχαν έρθει τα Χριστούγεννα και η Βασιλίνα δεν μπορούσε να αντέξει άλλο την σιωπή. Πήγε στην ταβέρνα να δει τον Γίγκορ, τον κουνιάδο του πανδοχέα, που δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να κάθεται τεμπέλικα στο σπίτι του στην ταβέρνα από τότε που είχε γυρίσει από την στρατιωτική θητεία· ο κόσμος όμως έλεγε πως έγραφε τα πιο ωραία γράμματα, εάν τον πλήρωνες αρκετά. Η Βασιλίνα μίλησε με τον μάγειρα στην ταβέρνα, και με την γυναίκα του πανδοχέα, και στο τέλος με τον ίδιο τον Γίγκορ, και τελικά συμφώνησαν στην τιμή – δεκαπέντε καπίκια.

Έτσι τώρα, την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, ο Γίγκορ καθόταν σ' ένα τραπέζι στην κουζίνα του πανδοχείου με μία πένα στο χέρι. Η Βασιλίνα στεκόταν μπροστά του, βυθισμένη σε σκέψεις, με το ύφος της έγνοιας και της θλίψης στο πρόσωπό της. Ο άντρας της, ο Πέτρος, ένας ψηλός, λιπόσαρκος γέροντας με φαλακρό σκουρόχρωμο κεφάλι, την συνόδευε. Κοιτούσε σταθερά μπροστά του όπως ένας τυφλός· ένα τηγάνι που τηγάνιζε χοιρινό τσιτσίριζε και κάπνιζε, κι έμοιαζε να λέει: “Σουτ, σουτ, σουτ!” Η κουζίνα ήταν ζεστή και στενή.

“Τι να γράψω;” ο Γίγκορ ρώτησε ξανά.

“Τι είπες;” ρώτησε η Βασιλίνα κοιτώντας τον άγρια και καχύποπτα. “Μην με βιάζεις! Γράφεις αυτό το γράμμα για τα λεφτά, όχι από έρωτα! Λοιπόν, αρχίνα. Στον αξιότιμο γαμπρό μας, Αντρέι Κραϊζόφιτς και στην μοναχοκόρη μας, την αγαπημένη Εφιμία, στέλνουμε χαιρετίσματα και αγάπη και την παντοτινή ευλογία των γονιών τους.”

“Εντάξει, παρακάτω!”

“Τους ευχόμαστε ευτυχισμένα Χριστούγεννα. Ζούμε και είμαστε καλά, και το ίδιο ευχόμαστε για εσάς εις το όνομα του Θεού, του Πατέρα μας στα ουράνια… του Πατέρα μας στα ουράνια…” Η Βασιλίνα σταμάτησε για να σκεφτεί, και αντάλλαξε ματιές με τον γέροντα.

“Το ίδιο ευχόμαστε για σας εις το όνομα του Θεού, του Πατέρα μας στα ουράνια… ” επανέλαβε και ξέσπασε σε κλάματα.

Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να πει. Είχε όμως σκεφτεί, όσο ήταν άγρυπνη στο κρεββάτι τη μία νύχτα μετά την άλλη, ότι ούτε δέκα γράμματα δεν θα μπορούσαν να περιλάβουν όλα εκείνα που ήθελε να πει. Πολύ νερό είχε κυλήσει στο ποτάμι από τότε που η κόρη τους είχε φύγει με τον άντρα της και οι γέροντες ήταν μόνοι, σαν ορφανοί, αναστενάζοντας λυπημένα τις νύχτες, σαν να είχαν θάψει το παιδί τους. Πόσα πράγματα είχαν συμβεί στο χωριό όλα αυτά τα χρόνια! Πόσοι άνθρωποι δεν παντρεύτηκαν, πόσοι δεν πέθαναν! Πόσο μακρείς υπήρξαν οι χειμώνες, και πόσο μεγάλες οι νύχτες!

“Ουφ, κάνει ζέστη!” αναφώνησε ο Γίγκορ, ξεκουμπώνοντας το γιλέκο του. “Η θερμοκρασία πρέπει να είναι 70! Λοιπόν, μετά;” ρώτησε.

Οι γέροντες δεν απάντησαν.

“Ποιό είναι το επάγγελμα του γαμπρού σου;”

“Κάποτε ήταν στρατιώτης, αδερφέ· το ξέρεις αυτό,” απάντησε ο γέροντας με μιαν αδύναμη φωνή. “Έκανε την στρατιωτική του θητεία τον ίδιο καιρό μ΄ εσένα. Ήταν στρατιώτης, αλλά τώρα είναι σε ένα νοσοκομείο όπου ο γιατρός θεραπεύει τους αρρώστους με νερό. Είναι ο πορτιέρης εκεί.”

“Μπορείς να το δεις γραμμένο εδώ” είπε η γερόντισσα βγάζοντας ένα γράμμα από το μαντήλι της. “Το λάβαμε από την Εφιμία πάρα πολύ καιρό πριν. Μπορεί και να μην ζει τώρα.”

Ο Γίγκορ συλλογίστηκε για ένα λεπτό, και μετά άρχισε να γράφει γρήγορα.

“Η μοίρα σε προορίζει για το στρατιωτικό επάγγελμα,” έγραψε, “γι' αυτό σας συστήνουμε να εξετάσετε τα άρθρα σχετικά με τις πειθαρχικές κυρώσεις και το ποινικό δίκαιο του Υπουργείου Άμυνας, και να βρείτε εκεί τους νόμους περί εκπολιτισμού για τα μέλη του συγκεκριμένου τομέα.”

Όταν το έγραψε το διάβασε φωναχτά ενώ η Βασιλίνα σκέφτηκε πόσο θα ήθελε να γράψει ότι πέρυσι δεν είχανε τρόφιμα, και ότι το αλεύρι τους δεν κράτησε ούτε μέχρι τα Χριστούγεννα, κι έτσι αναγκάστηκαν να πουλήσουν την αγελάδα τους· ότι ο γέροντας αρρώσταινε συχνά, και σε λίγο θα παρέδιδε την ψυχή του στον Θεό· ότι χρειάζονταν χρήματα – αλλά πως μπορούσε να τα πει όλα αυτά με λέξεις; Τι πρέπει να πει πρώτα και τι μετά;

“Δώσε προσοχή στον πέμπτο τόμο του στρατιωτικού λεξικού”, έγραψε ο Γίγκορ. “Η λέξη στρατιώτης είναι μια γενική ονομασία, ένας διακριτικός όρος. Και ο αρχιστράτηγος ενός στρατού και ο τελευταίος πεζικάριος στην σειρά λέγονται και οι δύο στρατιώτες…”

Τα χείλια του γέροντα κινήθηκαν και είπε με χαμηλή φωνή: “Θα ήθελα να δω τα μικρά εγγόνια μου!”

“Ποιά εγγόνια;” ρώτησε η γερόντισσα νευριασμένα. “Μπορεί να μην υπάρχουν εγγόνια.”

“Να μην υπάρχουν εγγόνια; Μπορεί όμως και να υπάρχουν! Ποιός ξέρει;”

“Και από αυτό μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα,” ο Γίγκορ βιάστηκε να συνεχίσει, “για το ποιός είναι ο εσωτερικός και ποιός είναι ο ξένος εχθρός. Ο μεγαλύτερος εσωτερικός εχθρός μας είναι ο Βάκχος…”

Το μολύβι έγδερνε κι έσκιζε, και τραβούσε μακριές κατσαρές γραμμές σαν αγκίστρια στο χαρτί. Ο Γίγκορ έγραφε με μεγάλη ταχύτητα και υπογράμμιζε κάθε πρόταση δύο ή τρεις φορές. Καθόταν σε ένα σκαμνί με τα πόδια του τεντωμένα μακριά κάτω από το τραπέζι· ένα παχύ, ρωμαλέο πλάσμα μ' έναν χοντρό, πυρόξανθο αυχένα και το πρόσωπο ενός μπουλντόγκ. Ήταν η ίδια η ουσία της τραχιάς, υπεροπτικής, σκληροτράχηλης χυδαιότητας· υπερήφανος που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει σ' ένα καπηλειό, και η Βασιλίνα ήξερε πολύ καλά το πόσο χυδαίος ήταν αλλά δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις για να το εκφράσει, μπορούσε μόνο να τον αγριοκοιτάζει με καχυποψία. Το κεφάλι της πονούσε από τον ήχο της φωνής του και τις ακαταλαβίστικες λέξεις του, και από την βαριά ζέστη του δωματίου, και το μυαλό της θόλωσε. Δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί ούτε να μιλήσει, μόνο να στέκεται μπορούσε και να περιμένει το μολύβι του Γίγκορ να πάψει να γρατζουνά. Ο γέροντας όμως κοιτούσε τον συγγραφέα με απεριόριστη εμπιστοσύνη στα μάτια του. Είχε εμπιστοσύνη στην γριά του που τον έφερε εκεί, είχε εμπιστοσύνη στον Γίγκορ και, όταν μίλησε για το υδροθεραπευτήριο πριν από λίγο, το πρόσωπό του έδειξε πως είχε εμπιστοσύνη και σ' αυτό, και στην θεραπευτική δύναμη των λουτρών του.

Όταν το γράμμα τελείωσε, ο Γίγκορ σηκώθηκε και το διάβασε φωναχτά από την αρχή ως το τέλος. Ο γέροντας δεν κατάλαβε ούτε μία λέξη αλλά συγκατένευσε με αυτοπεποίθηση και είπε:

“Πολύ καλά. Είναι στρωτό. Ευχαριστούμε θερμά, είναι πολύ καλό.”

Άφησαν τρία καπίκια των πέντε στο τραπέζι κι έφυγαν. Ο γέροντας απομακρύνθηκε κοιτώντας σταθερά μπροστά, όπως ένας τυφλός, και με ύφος υπέρτατης αυτοπεποίθησης στα μάτια του αλλά η Βασιλίνα, καθώς έβγαινε από την ταβέρνα, κλώτσησε έναν σκύλο που βρέθηκε στο δρόμο της και αναφώνησε με θυμό:

“Α, την πανούκλα!”

Εκείνη την νύχτα η γερόντισσα έμεινε ξάγρυπνη από τις ανήσυχες σκέψεις και το χάραμα σηκώθηκε, έκανε την προσευχή της και περπάτησε έντεκα μίλια μέχρι τον σταθμό για να ταχυδρομήσει το γράμμα.

--

II. Το υδροθεραπευτήριο του Δόκτορος Μοζελβάιζερ ήταν ανοιχτό ανήμερα την Πρωτοχρονιά, ως συνήθως· η μόνη διαφορά ήταν πως ο Αντρέι Κραϊζόφιτς, ο πορτιέρης, φορούσε ασυνήθιστα γυαλισμένες μπότες και μία στολή φινιρισμένη με καινούργιο χρυσό σειρήτι, και πως εύχονταν σε κάθε έναν που ερχόταν Καλή Χρονιά.

Ήταν πρωί. Ο Αντρέι στεκόταν στην πόρτα διαβάζοντας εφημερίδα. Στις 10 ακριβώς έφτασε ένας γέρος στρατηγός που ήταν από τους τακτικούς επισκέπτες του θεραπευτηρίου. Πίσω του ερχόταν ο ταχυδρόμος. Ο Αντρέι πήρε το παλτό του στρατηγού και είπε:

“Ευτυχισμένο το νέο έτος, Εξοχότατε!”

“Ευχαριστώ, φίλε, επίσης!”

Και καθώς ανέβαινε τις σκάλες ο στρατηγός έδειξε κουνώντας το κεφάλι του μια κλειστή πόρτα και ρώτησε, όπως έκανε κάθε μέρα, ξεχνώντας πάντα την απάντηση:

“Και τι υπάρχει εκεί μέσα;”

“Το δωμάτιο του μασάζ, Εξοχότατε!”

Όταν τα βήματα του στρατηγού δεν ακουγόνταν πια, ο Αντρέι περιεργάστηκε τα γράμματα και βρήκε ένα που απευθυνόνταν σε εκείνον. Το άνοιξε, διάβασε μερικές γραμμές και μετά, διαβάζοντας την εφημερίδα του, περπάτησε αργά προς το μικρό δωμάτιο στον κάτω όροφο, στο τέλος του διαδρόμου, όπου ζούσε αυτός με την οικογένειά του. Η σύζυγός του η Εφιμία καθόταν στο κρεβάτι και τάιζε το μωρό, το μεγαλύτερο παιδί της στεκόταν στα πόδια της με το σγουρομάλλικο κεφάλι του να ακουμπά στην ποδιά της κι ένα τρίτο παιδί κοιμόταν στο κρεβάτι. Ο Αντρέι μπήκε στο μικρό τους δωμάτιο και έδωσε το γράμμα στην σύζυγό του λέγοντας:

“Αυτό πρέπει να είναι από το χωριό.”

Μετά βγήκε πάλι έξω, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την εφημερίδα, και σταμάτησε στον διάδρομο όχι πολύ μακριά από την πόρτα. Άκουσε την Εφιμία να διαβάζει μερικές γραμμές με τρεμάμενη φωνή. Δεν μπορούσε να συνεχίσει παρακάτω αλλά αυτές ήταν αρκετές. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της και αγκάλιασε το μεγαλύτερο παιδί της και άρχισε να του μιλάει και να το φιλά. Ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει αν γελούσε ή αν έκλαιγε.

“Αυτό είναι από την γιαγιά και τον παππού” είπε… “από το χωριό, Ω! Βασίλισσα των Ουρανών! Ω! Άγιοι Πάντες!” Οι σκεπές είναι γεμάτες χιόνι εκεί τώρα, και τα δέντρα είναι κάτασπρα. Πόσο λευκά! Τα παιδάκια είναι έξω και τρέχουν στις κατηφόρες με τα μικρά τους έλκυθρά, και ο καλός ο παππούς, με το όμορφο γυμνό κεφάλι του κάθεται δίπλα στην μεγάλη ζεστή σόμπα και το μικρό καφετί σκυλί… Ω! Τα αγαπημένα μου μικρά…”

Ο Αντρέι θυμήθηκε όσο την άκουγε πως η σύζυγός του τού είχε δώσει κάποια γράμματα σε τρεις ή τέσσερις διαφορετικές περιστάσεις, και του είχε πει να τα στείλει στο χωριό αλλά πάντα προέκυπταν σημαντικές υποχρεώσεις και τα γράμματα παρέμεναν στην θέση τους, κάπου εκεί τριγύρω· αταχυδρόμητα.

“Και τα κατάλευκα μικρά λαγουδάκια χοροπηδούν στα χωράφια τώρα…” είπε μέσα σε λυγμούς η Εφιμία και αγκάλιασε το αγόρι της με μάτια που έτρεχαν. “Ο παππούκας είναι τόσο καλός κι ευγενικός, και η γιαγιά είναι τόσο ευγενική και πονόψυχη. Οι καρδιές των ανθρώπων είναι απαλές και ζεστές στο χωριό… Υπάρχει μία μικρή εκκλησία εκεί και οι άντρες τραγουδούν στην χορωδία. … Ω, πάρε μας μακριά από δω, Βασίλισσα των Ουρανών! Κάνε κάτι για μας, φιλεύσπλαχνη μητέρα!”

Ο Αντρέι επέστρεψε στο δωμάτιό του για να καπνίσει μέχρι ο επόμενος επισκέπτης να έρθει, και η Εφιμία ξαφνικά πάγωσε και σκούπισε τα μάτια της· μόνο τα χείλη της έτρεμαν. Τον φοβόταν, ω! πόσο τον φοβόταν! Έτρεμε και ζάρωνε σε κάθε του βλέμμα και σε κάθε του βήμα, και ποτέ δεν τολμούσε να ανοίξει το στόμα της όσο ήταν μπροστά.

Ο Αντρέι άναψε τσιγάρο αλλά εκείνη τη στιγμή ένα καμπανάκι χτύπησε στον επάνω όροφο. Έσβησε το τσιγάρο και παίρνοντας ένα πολύ επίσημο ύφος βιάστηκε να πάει στην είσοδο.

Ο γέρος στρατηγός, ροδαλός και φρέσκος από το λουτρό του, κατέβαινε τις σκάλες.

“Και τι υπάρχει εκεί μέσα;” ρώτησε δείχνοντας μια κλειστή πόρτα.

Ο Αντρέι πήρε στάση προσοχής και απάντησε με δυνατή φωνή:

“Το ζεστό μπάνιο, Εξοχότατε!”

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Πρωτοχρονιάτικα Διηγήματα | Τα Χριστούγεννα - Άντον Τσέχωφ |Erzählungen|||| New Year's Eve Stories | Christmas - Anton Chekhov Cuentos de Nochevieja | Navidad - Anton Chéjov

I.“Τι να γράψω;” ρώτησε ο Γίγκορ, βουτώντας την πένα του στο μελάνι. |||||||tauchen||Feder|||Tinte ||||||Gigor|||||| I. "What should I write?" asked Ygigor, dipping his pen in the ink.

Η Βασιλίνα δεν είχε δει την κόρη της για τέσσερα χρόνια. |Vasilina||||||||| Vasilina had not seen her daughter for four years. Η Εφιμία είχε φύγει  μακριά, στην Αγία Πετρούπολη με τον σύζυγό της μετά τον γάμο, είχε γράψει τέσσερα γράμματα, και μετά εξαφανίστηκε λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε, ούτε μια λέξη ούτε ένας ήχος δεν ακούστηκε από εκείνη από τότε. |||||||||||||||||||||ist verschwunden||||||||verschluckte||||nicht||Geräusch|||||von| |Euphemia|||||Saint||||||||||||||||||||||||||||||||||| Efimia had left far away, to Saint Petersburg with her husband after the wedding, had written four letters, and then she disappeared as if the earth had opened up and swallowed her; not a word nor a sound was heard from her since then. Έτσι τώρα,  είτε η γερασμένη μάνα  άρμεγε την αγελάδα το χάραμα, είτε άναβε την σόμπα, είτε λαγοκοιμόταν τη νύχτα, το μυαλό της γύριζε πάντοτε στο ίδιο: “Πως να είναι η Εφιμία; Ζει; Είναι καλά;” Ήθελε να της στείλει ένα γράμμα αλλά ο γέρος πατέρας της δεν μπορούσε να γράψει, και δεν υπήρχε κανείς για να του ζητήσουν να το γράψει εκ μέρους τους. ||ob||alte|Mama|melken||Kuh||Morgengrauen|ob|anzünden||Ofen||schlief||||Verstand||||||||||||||||||||||||||||||||||||fragen|||||teil| So now, whether the aged mother was milking the cow at dawn, lighting the stove, or dozing at night, her mind always revolved around the same thought: 'How is Ephimia? Is she alive? Is she well?' She wanted to send her a letter, but her old father couldn't write, and there was no one to ask him to write it on their behalf.

Τώρα όμως είχαν έρθει τα Χριστούγεννα και η Βασιλίνα δεν μπορούσε να αντέξει άλλο την σιωπή. ||||||||||||aushalten|||Stille But now Christmas had come, and Vasilina could no longer bear the silence. Πήγε στην ταβέρνα να δει τον Γίγκορ, τον κουνιάδο του πανδοχέα, που δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να κάθεται τεμπέλικα στο σπίτι του στην ταβέρνα από τότε που είχε γυρίσει από την στρατιωτική θητεία· ο κόσμος όμως έλεγε πως έγραφε τα πιο ωραία γράμματα, εάν τον πλήρωνες αρκετά. ||||||||Schwager||Wirt||||||außer|||träge|||||Taverne|||||||||dienst|||||||||||wenn||| ||||||||brother-in-law||innkeeper||||||||||||||||||||||||||||||||||||was paying| She went to the tavern to see Gigkor, the brother-in-law of the innkeeper, who did nothing but sit lazily in his house at the tavern since he had returned from military service; however, people said that he wrote the most beautiful letters if you paid him enough. Η Βασιλίνα μίλησε με τον μάγειρα στην ταβέρνα, και με την γυναίκα του πανδοχέα, και στο τέλος με τον ίδιο τον Γίγκορ, και τελικά συμφώνησαν στην τιμή – δεκαπέντε καπίκια. ||||||||||||||||||||||||||Preis||Kopfkoschka |||||||||||||of the innkeeper||||||||||||||| Vasilina spoke with the cook at the tavern, and with the innkeeper's wife, and finally with Gigor himself, and they ultimately agreed on the price - fifteen kopecks.

Έτσι τώρα, την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, ο Γίγκορ καθόταν σ' ένα τραπέζι στην κουζίνα του πανδοχείου με μία πένα στο χέρι. ||||||||||||||||inn||||| So now, on the second day of Christmas, Gigor was sitting at a table in the kitchen of the inn with a pen in hand. Η Βασιλίνα στεκόταν μπροστά του, βυθισμένη σε σκέψεις, με το ύφος της έγνοιας και της θλίψης στο πρόσωπό της. |||||vertieft||Gedanken|||Gesichtsausdruck||Sorge|||Traurigkeit||| ||||||||||||worry|||||| Vasilina stood in front of him, lost in thought, with an expression of worry and sadness on her face. Ο άντρας της, ο Πέτρος, ένας ψηλός, λιπόσαρκος γέροντας με  φαλακρό σκουρόχρωμο κεφάλι, την συνόδευε. |||||||mager|||glattem|dunkelhäutig|||begleitete ||||Peter|||||||||| Her husband, Peter, a tall, lean old man with a bald, dark-colored head, was accompanying her. Κοιτούσε σταθερά μπροστά του όπως ένας τυφλός· ένα τηγάνι που τηγάνιζε χοιρινό τσιτσίριζε και κάπνιζε, κι έμοιαζε να λέει: “Σουτ, σουτ, σουτ!” Η κουζίνα ήταν ζεστή και στενή. |stets|vor||||blinder||Pfanne||bratete||zischte||||es schien|||Schuss|||||||| He stared straight ahead like a blind man; a frying pan frying pork was sizzling and smoking, and seemed to say: 'Shush, shush, shush!' The kitchen was warm and narrow.

“Τι να γράψω;” ο Γίγκορ ρώτησε ξανά. 'What should I write?' Yigor asked again.

“Τι είπες;” ρώτησε η Βασιλίνα κοιτώντας τον  άγρια και καχύποπτα. |||||||wild||misstrauisch “What did you say?” asked Vasilina looking at him fiercely and suspiciously. “Μην με βιάζεις! ||beeilen ||hurry “Don’t rush me! Γράφεις αυτό το γράμμα για τα λεφτά, όχι από έρωτα! |||||||||Liebe You are writing this letter for the money, not out of love! Λοιπόν, αρχίνα. |anfangen |begin Well, let's start. Στον αξιότιμο γαμπρό μας, Αντρέι Κραϊζόφιτς και στην μοναχοκόρη μας, την αγαπημένη Εφιμία, στέλνουμε χαιρετίσματα και αγάπη και την παντοτινή ευλογία των γονιών τους.” |sehr geehrter|Schwiegersohn|||||||||||||||||ewige|Segnung||| |||||Kraizofits|||only daughter||||||||||||||| To our esteemed son-in-law, Andrei Kraizofits and to our only daughter, beloved Efigenia, we send greetings and love and the eternal blessing of their parents.

“Εντάξει, παρακάτω!” |unten "Alright, moving on!"

“Τους ευχόμαστε ευτυχισμένα Χριστούγεννα. |wünschen|| "We wish them a happy Christmas." Ζούμε και είμαστε καλά, και το ίδιο ευχόμαστε για εσάς εις το όνομα του Θεού, του Πατέρα μας στα ουράνια… του Πατέρα μας στα ουράνια…” Η Βασιλίνα σταμάτησε για να σκεφτεί, και αντάλλαξε ματιές με τον γέροντα. ||||||||||im||||||||||||||||||||||wechselte|Blicke|||älteren We live and we are well, and we wish the same for you in the name of God, our Father in heaven… our Father in heaven…” Vasilina paused to think, and exchanged glances with the elder.

“Το ίδιο ευχόμαστε για σας εις το όνομα του Θεού, του Πατέρα μας στα ουράνια… ” επανέλαβε και ξέσπασε σε κλάματα. |||||||||||||||wiederholte||brach aus||Weinen “We wish the same for you in the name of God, our Father in heaven…” she repeated and burst into tears.

Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να πει. That was the only thing she could say. Είχε όμως σκεφτεί, όσο ήταν άγρυπνη στο κρεββάτι τη μία νύχτα μετά την άλλη, ότι  ούτε δέκα γράμματα δεν θα μπορούσαν να περιλάβουν όλα εκείνα που ήθελε να πει. |||||wach|||||||||||||||||umfassen|||||| |||||||bed||||||||||||||||||||| However, she had thought, as she lay awake in bed night after night, that not even ten letters could encompass all that she wished to say. Πολύ νερό είχε κυλήσει στο ποτάμι από τότε που η κόρη τους  είχε φύγει με τον άντρα της και οι γέροντες ήταν μόνοι, σαν ορφανοί, αναστενάζοντας λυπημένα τις νύχτες, σαν να είχαν θάψει το παιδί τους. |||geflossen|||||||||||||||||||||Waisen|seufzend|traurig||||||begraben||| ||||||||||||||||||||||||orphans||||||||||| A lot of water had flowed in the river since their daughter had left with her husband, and the elders were alone, like orphans, sighing sadly through the nights, as if they had buried their child. Πόσα πράγματα είχαν συμβεί στο χωριό όλα αυτά τα χρόνια! |||passiert|||||| So many things had happened in the village all these years! Πόσοι άνθρωποι δεν παντρεύτηκαν, πόσοι δεν πέθαναν! How many people did not get married, how many did not die! Πόσο μακρείς υπήρξαν οι χειμώνες, και πόσο μεγάλες οι νύχτες! |lang|||||||| |long|||||||| How long the winters were, and how long the nights were!

“Ουφ, κάνει ζέστη!” αναφώνησε ο Γίγκορ, ξεκουμπώνοντας το γιλέκο του. |||rief aus|||aufknöpfend||Weste| "Phew, it's hot!" exclaimed Ygkor, unbuttoning his vest. “Η θερμοκρασία πρέπει να είναι  70! |Temperatur||| Λοιπόν, μετά;” ρώτησε.

Οι γέροντες δεν απάντησαν.

“Ποιό είναι το επάγγελμα του γαμπρού σου;” |||Beruf||| |||||groom| The translation of the Greek text “Ποιό είναι το επάγγελμα του γαμπρού σου;” to English is: "What is your son-in-law's profession?"

“Κάποτε ήταν στρατιώτης, αδερφέ· το ξέρεις αυτό,” απάντησε ο γέροντας με μιαν αδύναμη φωνή. ||Soldat|Bruder|||||||||| “Once he was a soldier, brother; you know this,” replied the elder in a weak voice. “Έκανε την στρατιωτική του θητεία τον ίδιο  καιρό μ΄ εσένα. ||||Dienst||||| “He did his military service at the same time as you. Ήταν στρατιώτης, αλλά τώρα είναι σε ένα νοσοκομείο όπου ο γιατρός θεραπεύει τους αρρώστους με νερό. |||||||||||heilt|||| He was a soldier, but now he is in a hospital where the doctor treats the sick with water. Είναι ο  πορτιέρης εκεί.” ||porter| The doorman is there.

“Μπορείς να το δεις γραμμένο εδώ” είπε η γερόντισσα βγάζοντας ένα γράμμα από το μαντήλι της. ||es||geschrieben||||Nonne|ziehend|||||Tuch| ||||||||old lady||||||| You can see it written here, said the old woman, pulling a letter from her handkerchief. “Το λάβαμε από την Εφιμία πάρα πολύ καιρό πριν. |bekamen||||||| We received it from Efigenia a long time ago. Μπορεί και να μην ζει τώρα.” He may not be alive now.

Ο Γίγκορ συλλογίστηκε για ένα λεπτό, και μετά άρχισε να γράφει γρήγορα. ||überlegte||||||||| Gigor reflected for a minute, and then started to write quickly.

“Η  μοίρα σε προορίζει για το στρατιωτικό επάγγελμα,” έγραψε, “γι' αυτό σας συστήνουμε να εξετάσετε τα άρθρα σχετικά με τις πειθαρχικές κυρώσεις και το ποινικό δίκαιο  του Υπουργείου Άμυνας, και να βρείτε εκεί τους νόμους περί εκπολιτισμού για τα μέλη του συγκεκριμένου τομέα.” |Schicksal||bestimmt|||||||||empfehlen||untersuchen||Artikel|in Bezug auf|||disziplinarischen|Sanktionen|||Strafrecht||||||||||Gesetze|über|εκπολιτισμού|||||bestimmte|den Bereich ||||||||||||we recommend||||||||||||criminal||||||||||||civilization|||||specific|the field "Fate has destined you for a military profession," he wrote, "that is why we recommend you examine the articles regarding disciplinary sanctions and the criminal law of the Ministry of Defense, and find there the laws on civilization for the members of that specific sector."

Όταν το έγραψε το διάβασε φωναχτά ενώ η Βασιλίνα  σκέφτηκε  πόσο θα ήθελε να  γράψει ότι πέρυσι δεν είχανε τρόφιμα, και ότι το αλεύρι τους  δεν κράτησε ούτε μέχρι τα Χριστούγεννα, κι έτσι αναγκάστηκαν  να πουλήσουν την αγελάδα τους· ότι ο γέροντας αρρώσταινε συχνά, και σε λίγο θα παρέδιδε την ψυχή του στον Θεό· ότι χρειάζονταν χρήματα – αλλά πως μπορούσε να τα πει όλα αυτά με λέξεις; Τι πρέπει να πει πρώτα και τι μετά; |||||laut||||||||||||||Lebensmittel|||||||hielt|||||||sie waren gezwungen||verkaufen|||||||||||||liefern|||||||||||||||||||||||||| When he wrote it, he read it aloud while Vasilina thought about how much she would like to write that last year they had no food, and that their flour didn't last even until Christmas, and thus they had to sell their cow; that the elderly man got sick often, and soon he would surrender his soul to God; that they needed money – but how could she say all these things with words? What should she say first and what next?

“Δώσε προσοχή στον πέμπτο τόμο του στρατιωτικού λεξικού”, έγραψε ο Γίγκορ. ||||||military|||| "Pay attention to the fifth volume of the military dictionary," wrote Yigor. “Η λέξη στρατιώτης είναι μια γενική ονομασία, ένας  διακριτικός όρος. "The word soldier is a general name, a distinctive term." Και ο αρχιστράτηγος ενός στρατού και ο τελευταίος πεζικάριος στην σειρά λέγονται και οι δύο στρατιώτες…” ||||||||infantryman||||||| Both the army chief and the last infantryman in the line are called soldiers...

Τα χείλια του γέροντα κινήθηκαν και είπε με χαμηλή φωνή: “Θα ήθελα να δω τα μικρά εγγόνια μου!” |Lippen|||bewegten sich||||||||||||| The old man's lips moved and he said in a low voice: 'I would like to see my little grandchildren!'

“Ποιά εγγόνια;” ρώτησε η γερόντισσα νευριασμένα. |||||nervös which||||| 'Which grandchildren?' the old woman asked irritably. “Μπορεί να μην υπάρχουν εγγόνια.” "There may be no grandchildren."

“Να μην υπάρχουν εγγόνια; Μπορεί όμως και να υπάρχουν! “There should be no grandchildren? But there may be!” Ποιός ξέρει;” “Who knows?”

“Και από αυτό μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα,” ο Γίγκορ βιάστηκε να συνεχίσει, “για το ποιός είναι ο εσωτερικός και ποιός είναι  ο ξένος εχθρός. |||||be inferred|||||||||||is|||||||| “And from this, a conclusion can be drawn,” Yggor rushed to continue, “about who the internal enemy is and who the foreign enemy is.” Ο μεγαλύτερος εσωτερικός εχθρός μας είναι ο Βάκχος…” |||||||Bacchus Our greatest internal enemy is Bacchus…

Το μολύβι  έγδερνε κι έσκιζε, και τραβούσε μακριές κατσαρές γραμμές σαν αγκίστρια στο χαρτί. ||schabte||riss||||krumme|||Haken|| ||||||||curly||||| The pencil scraped and tore, drawing long curly lines like hooks on the paper. Ο Γίγκορ έγραφε με μεγάλη ταχύτητα και υπογράμμιζε κάθε πρόταση δύο ή τρεις φορές. |||||||unterstrich||Satz|||| |||||||underlined|||||| Gigor wrote with great speed and underlined each sentence two or three times. Καθόταν σε ένα σκαμνί με τα πόδια του τεντωμένα  μακριά κάτω από το τραπέζι· ένα παχύ, ρωμαλέο πλάσμα μ' έναν χοντρό, πυρόξανθο αυχένα και το πρόσωπο ενός μπουλντόγκ. |||Hocker|||||ausgestreckt|||||||dickes|kräftiges|Tier||||feuerblondes|Hals||||| He was sitting on a stool with his feet stretched far under the table; a thick, muscular creature with a thick, fire-red neck and the face of a bulldog. Ήταν η ίδια η ουσία της τραχιάς, υπεροπτικής, σκληροτράχηλης χυδαιότητας· υπερήφανος που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει  σ' ένα καπηλειό, και η Βασιλίνα ήξερε πολύ καλά το πόσο χυδαίος ήταν αλλά δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις για να το εκφράσει, μπορούσε μόνο να τον αγριοκοιτάζει με καχυποψία. ||||das Wesen||Rauheit|überheblicher|scharfköpfig|Vulgärität|stolz||||||||Kneipe|||||||||vulgär||||||||||||εκφράσει|||||aggressiv schaut||Misstrauen ||||||of the rough||hard-headed|of vulgarity||||||||||||||||||||||||||||||||||||| He was the very essence of coarse, arrogant, tough and vulgar wretchedness; proud of having been born and raised in a tavern, and Vasilina knew very well how vulgar he was but could not find the words to express it, she could only glare at him suspiciously. Το κεφάλι της πονούσε από τον ήχο της φωνής του και τις ακαταλαβίστικες λέξεις του, και από την βαριά ζέστη του δωματίου, και το μυαλό της θόλωσε. |||schmerzte|||Geräusch||||||unverständlichen||||||||||||Geist|| ||||||||||||incomprehensible|||||||||||||| Her head ached from the sound of his voice and his incomprehensible words, and from the heavy heat of the room, and her mind was clouded. Δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί ούτε να μιλήσει, μόνο να στέκεται μπορούσε και να περιμένει το μολύβι του Γίγκορ να πάψει να γρατζουνά. ||||||||||||||||||||||scratch He could neither think nor speak; he could only stand and wait for Ygkor's pencil to stop scratching. Ο γέροντας όμως κοιτούσε τον συγγραφέα με απεριόριστη εμπιστοσύνη στα μάτια του. ||||||||Vertrauen||| However, the old man looked at the writer with unlimited trust in his eyes. Είχε εμπιστοσύνη στην γριά του που τον έφερε εκεί, είχε εμπιστοσύνη στον Γίγκορ και, όταν μίλησε για το υδροθεραπευτήριο πριν από λίγο, το πρόσωπό του έδειξε πως είχε εμπιστοσύνη και σ' αυτό, και στην θεραπευτική δύναμη των λουτρών του. |Vertrauen||Alte|||||||||||||||Hydrotherapiezentrum||||||||||||||||Therapie|Kraft||Bädern| ||||||||||||||||||hydrotherapy center|||||||||||||||||||| He had trust in his old woman who brought him there, he had trust in Ygkor, and when he spoke about the hydrotherapy hospital a little while ago, his face showed that he had trust in that too, and in the healing power of the baths.

Όταν το γράμμα τελείωσε, ο Γίγκορ σηκώθηκε και το διάβασε φωναχτά από την αρχή ως το τέλος. ||||||standte auf||||laut|||||| When the letter was finished, Gigor stood up and read it aloud from the beginning to the end. Ο γέροντας δεν κατάλαβε ούτε μία λέξη αλλά συγκατένευσε με αυτοπεποίθηση και είπε: ||||||||he agreed|||| The old man did not understand a single word but confidently nodded and said:

“Πολύ καλά. "Very good." Είναι στρωτό. |smooth Ευχαριστούμε θερμά, είναι πολύ καλό.” Thank you very much, it is very good.

Άφησαν τρία καπίκια των πέντε στο τραπέζι  κι έφυγαν. They left three kopecks out of five on the table and left. Ο γέροντας απομακρύνθηκε κοιτώντας  σταθερά μπροστά, όπως ένας τυφλός, και με  ύφος υπέρτατης αυτοπεποίθησης στα μάτια του αλλά η Βασιλίνα, καθώς έβγαινε από την ταβέρνα, κλώτσησε έναν σκύλο που βρέθηκε στο δρόμο της και αναφώνησε με θυμό: ||||stabil||||Blinder|||Gesichtsausdruck|höchster|Selbstvertrauen||||||||||||kicked||||war|||||||in der Wut ||||||||||||of supreme|||||||||||||||||||||||| The old man moved away, looking steadily ahead, like a blind man, with an expression of supreme confidence in his eyes, but Vasilina, as she was coming out of the tavern, kicked a dog that was in her way and exclaimed in anger:

“Α, την πανούκλα!” ||„Pest!“ Ah, the plague!

Εκείνη την νύχτα η γερόντισσα  έμεινε ξάγρυπνη από τις ανήσυχες σκέψεις  και το χάραμα σηκώθηκε, έκανε την προσευχή της και περπάτησε έντεκα μίλια μέχρι τον σταθμό για να ταχυδρομήσει το γράμμα. ||||||wach|||||||||||||||||||||||| ||||||wide awake|||||||||||||||||||||||| That night the old woman remained awake from restless thoughts, and at dawn she got up, made her prayer, and walked eleven miles to the station to mail the letter.

-- --

II. Το υδροθεραπευτήριο του Δόκτορος Μοζελβάιζερ ήταν ανοιχτό ανήμερα την Πρωτοχρονιά,  ως συνήθως· η μόνη διαφορά ήταν πως ο  Αντρέι Κραϊζόφιτς, ο πορτιέρης, φορούσε ασυνήθιστα γυαλισμένες μπότες και μία στολή φινιρισμένη με  καινούργιο χρυσό σειρήτι, και πως εύχονταν σε κάθε έναν που ερχόταν Καλή Χρονιά. |||Doctor|Mozelweiser|||||||||||||||||||||||||||||irenes|||||||||| The hydrotherapy center of Doctor Mozelevaitzer was open on New Year's Day, as usual; the only difference was that Andrei Kraizofits, the doorman, was wearing unusually polished boots and a suit finished with a new gold braid, and he wished a Happy New Year to everyone who came.

Ήταν πρωί. It was morning. Ο Αντρέι στεκόταν στην πόρτα διαβάζοντας εφημερίδα. Andrei was standing at the door reading a newspaper. Στις 10 ακριβώς έφτασε ένας γέρος στρατηγός  που ήταν από τους τακτικούς επισκέπτες του θεραπευτηρίου. ||||||||||regular||| At exactly 10, an old general arrived who was one of the regular visitors of the sanatorium. Πίσω του ερχόταν ο ταχυδρόμος. Behind him came the postman. Ο Αντρέι πήρε το παλτό του στρατηγού και είπε: Andrei took the general's coat and said:

“Ευτυχισμένο το νέο έτος, Εξοχότατε!” Happy New Year, Your Excellency!

“Ευχαριστώ, φίλε, επίσης!” Thank you, my friend, likewise!

Και καθώς ανέβαινε τις σκάλες ο στρατηγός έδειξε κουνώντας το κεφάλι του μια κλειστή πόρτα και ρώτησε, όπως έκανε κάθε μέρα, ξεχνώντας πάντα την απάντηση: And as the general was climbing the stairs, he pointed by shaking his head at a closed door and asked, as he did every day, always forgetting the answer:

“Και τι υπάρχει εκεί μέσα;” And what is inside there?

“Το δωμάτιο του μασάζ, Εξοχότατε!” |||massage| The massage room, Your Excellency!

Όταν τα βήματα του στρατηγού δεν ακουγόνταν πια, ο Αντρέι  περιεργάστηκε τα γράμματα  και βρήκε ένα που απευθυνόνταν σε εκείνον. |||||||||||||||||were addressed|| When the general's footsteps were no longer heard, Andrei examined the letters and found one that was addressed to him. Το άνοιξε, διάβασε μερικές γραμμές και μετά, διαβάζοντας την εφημερίδα του, περπάτησε αργά προς το μικρό δωμάτιο στον κάτω όροφο, στο τέλος του διαδρόμου, όπου ζούσε αυτός με την οικογένειά του. He opened it, read a few lines and then, while reading his newspaper, walked slowly towards the small room downstairs, at the end of the hallway, where he lived with his family. Η σύζυγός του η Εφιμία καθόταν στο κρεβάτι και τάιζε το μωρό, το μεγαλύτερο παιδί της στεκόταν στα πόδια της με το σγουρομάλλικο κεφάλι του να ακουμπά στην ποδιά της κι ένα τρίτο παιδί  κοιμόταν στο κρεβάτι. His wife Ephimia was sitting on the bed and feeding the baby; their eldest child was standing at her feet with his curly head resting on her lap, and a third child was sleeping on the bed. Ο Αντρέι μπήκε στο μικρό τους δωμάτιο και έδωσε το γράμμα στην σύζυγό του λέγοντας: Andrei entered their small room and handed the letter to his wife saying:

“Αυτό πρέπει να είναι από το χωριό.” This must be from the village.

Μετά βγήκε πάλι έξω, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την εφημερίδα, και σταμάτησε στον διάδρομο όχι πολύ μακριά από την πόρτα. Then he went outside again, without raising his eyes from the newspaper, and stopped in the hallway not far from the door. Άκουσε την Εφιμία να διαβάζει μερικές  γραμμές με τρεμάμενη φωνή. He heard Efigenia reading a few lines in a trembling voice. Δεν μπορούσε να συνεχίσει παρακάτω αλλά αυτές ήταν αρκετές. She couldn't continue any further, but those were enough. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της και  αγκάλιασε το μεγαλύτερο παιδί της και άρχισε να του  μιλάει και να το φιλά. ||||||||||||||||||||kiss Tears rolled from her eyes as she hugged her oldest child and began to talk to and kiss him. Ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει αν γελούσε ή αν έκλαιγε. It was hard to tell whether she was laughing or crying.

“Αυτό είναι από την γιαγιά και τον παππού” είπε… “από το χωριό, Ω! "This is from grandma and grandpa," she said… "from the village, Oh!" Βασίλισσα των Ουρανών! Queen of the Heavens! Ω! Oh! Άγιοι Πάντες!” Οι σκεπές είναι γεμάτες χιόνι εκεί τώρα, και τα δέντρα είναι κάτασπρα. All Saints!” The rooftops are full of snow there now, and the trees are completely white. Πόσο λευκά! How white! Τα παιδάκια  είναι έξω και τρέχουν στις κατηφόρες με τα μικρά τους  έλκυθρά, και ο καλός ο παππούς, με το όμορφο γυμνό κεφάλι του κάθεται δίπλα στην μεγάλη ζεστή σόμπα και το μικρό καφετί σκυλί…  Ω! |||||||downhills|||||||||||||||||sits||||||||||| The children are outside running down the slopes with their little sleds, and the good grandfather, with his beautiful bald head, is sitting next to the big warm stove and the little brown dog… Oh! Τα αγαπημένα μου μικρά…” My favorite little ones…

Ο Αντρέι θυμήθηκε όσο την άκουγε πως η σύζυγός του τού είχε δώσει  κάποια γράμματα σε τρεις ή τέσσερις διαφορετικές περιστάσεις, και του είχε πει να τα στείλει στο χωριό αλλά πάντα προέκυπταν σημαντικές υποχρεώσεις και τα γράμματα παρέμεναν στην θέση τους, κάπου εκεί τριγύρω· αταχυδρόμητα. |||||||||||||||||||||||||||||village||||||||||||||||mailing Andrei recalled as he listened that his wife had given him some letters on three or four different occasions and had told him to send them to the village, but there always seemed to be important obligations, and the letters remained in their place, somewhere around there; undelivered.

“Και τα  κατάλευκα μικρά λαγουδάκια χοροπηδούν στα χωράφια τώρα…” είπε μέσα σε λυγμούς η Εφιμία και  αγκάλιασε το αγόρι της με μάτια που έτρεχαν. ||||bunnies||||||||||||||||||| And the pure white little bunnies are hopping in the fields now…” said Efimia in tears as she embraced her boy with tearful eyes. “Ο παππούκας είναι τόσο καλός κι ευγενικός, και η γιαγιά είναι τόσο ευγενική και  πονόψυχη. |grandpa||||||||||||| The grandfather is so kind and polite, and the grandmother is so kind and compassionate. Οι καρδιές των ανθρώπων είναι απαλές και ζεστές στο χωριό… Υπάρχει μία μικρή εκκλησία εκεί και οι άντρες τραγουδούν στην χορωδία. The hearts of the people are soft and warm in the village… There is a small church there and the men sing in the choir. … Ω, πάρε μας μακριά από δω, Βασίλισσα των Ουρανών! ... Oh, take us away from here, Queen of the Heavens! Κάνε κάτι για μας, φιλεύσπλαχνη μητέρα!” Do something for us, compassionate mother!

Ο Αντρέι επέστρεψε στο δωμάτιό του για να καπνίσει μέχρι ο επόμενος επισκέπτης να έρθει, και η Εφιμία ξαφνικά πάγωσε και σκούπισε τα μάτια της· μόνο τα χείλη της έτρεμαν. Andrei returned to his room to smoke until the next visitor arrived, and Efimia suddenly froze and wiped her eyes; only her lips trembled. Τον φοβόταν, ω! She was afraid of him, oh! πόσο τον φοβόταν! Έτρεμε και ζάρωνε σε κάθε του βλέμμα και σε κάθε του βήμα, και ποτέ δεν τολμούσε να ανοίξει το στόμα της όσο ήταν μπροστά. He trembled and shrank at every glance and step, and never dared to open her mouth as long as he was there.

Ο Αντρέι άναψε  τσιγάρο αλλά εκείνη τη στιγμή ένα καμπανάκι χτύπησε  στον επάνω  όροφο. Andrei lit a cigarette but at that moment a bell rang on the upper floor. Έσβησε το τσιγάρο και παίρνοντας ένα πολύ επίσημο ύφος βιάστηκε να πάει  στην είσοδο. He extinguished the cigarette and adopting a very formal demeanor hurried to go to the entrance.

Ο γέρος στρατηγός, ροδαλός και φρέσκος από το λουτρό του, κατέβαινε τις σκάλες. The old general, rosy and fresh from his bath, was descending the stairs.

“Και τι υπάρχει εκεί μέσα;” ρώτησε δείχνοντας μια κλειστή πόρτα. "And what is inside there?" he asked, pointing to a closed door.

Ο Αντρέι  πήρε στάση  προσοχής και απάντησε με δυνατή φωνή: Andrei stood at attention and replied in a loud voice:

“Το ζεστό μπάνιο, Εξοχότατε!” The hot bath, Your Excellency!