×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.

image

Readings - Ο Ανδρέας Διαβάζει, Μυριβήλης, Στρατής - Μια μαχαιριά (1)

Μυριβήλης, Στρατής - Μια μαχαιριά (1)

Έχω κι άλλες λαβωματιές στο κορμί μου, που δείχνουνε πως πάντα στάθηκα ένας Δον Κιχώτης στη ζωή μου, όμως ετούτο το σημάδι μου είναι συμπαθητικό όσο παίρνει και δε μοιάζει με κανένα από τ' άλλα. Είναι μία παλιά μαχαιριά στ' ανάστροφο του δεξιού μου χεριού, στη μέση, ίσα-ίσα πάνω στη φλέβα, μακριά ίσαμε τρία δάχτυλα. Καμιά φορά, εκεί που γράφω ιστορίες για την αγάπη, στέκουμαι και τη βλέπω με τρομερή συγκίνηση. Πότε-πότε κιόλας σκύβω και τη φιλώ, να, φιλώ το ίδιο μου το χέρι πάνω σε τούτη τη χαρακιά, γιατ' είναι μία σφραγίδα αγάπης μέσα στη σάρκα μου. Στον πόλεμο τήνε πήρα και τούτη, σε μια μάχη μεγάλη και φοβερή, που έστησα ολομόναχός μου μ' ένα πλήθος άγριους Ινδούς και Μουσουλμάνους Μαχαραγιάδες. Για τη Ρούσα χτυπήθηκα γω, για τη μικρούλα Ρούσα, την πρώτη μου αγάπη.

Αυτά τα σπουδαία περιστατικά έγιναν σαν ήμουνα δέκα χρονώ σκολιταρούδι. Τούβλο στην αριθμητική, στα ανώμαλα και στο συνταχτικό του Κατεβαίνη. Ο δάσκαλος έπιανε το κεφάλι μου από τα σγουρά, τα μάγγωνε ανάμεσα στα γόνατά του και με βίτσιζε στα πισινά με μία ψιλή αγρελίτικη βέργα. Ακόμα δε μπορώ να καταλάβω γιατί στα πισινά, αφού το κακό ήταν ίσα-ίσα στην άλλη άκρη. Μια φορά με γονάτισε πάνω σε ψιλά βοτσαλάκια του γιαλού, για να μάθω κάποια γραμματική ιδιοτροπία που ξεχώριζε τις λέξες: «χρήστων, χλούνων, ετησίων και αφύων». Δεν ξέρω πιά σήμερα τι έτρεχε κείνα τα χρόνια ακριβώς με δαύτες, θυμάμαι μόνο πως από κάπου «εξαιρούντανε». -Εξαιρούνται, μωρέ!

Μούγκριζε από πάνω μου ο δάσκαλος, και φούσκωναν οι χοχλοί των ματιών του, και σφίγγαν οι γροθιές του.

- Εξαιρούνται, κύριε! έλεγα και γω με τα μάτια γιομάτα δάκρυα, αλαλιασμένος, από την τρομάρα και τον πόνο.

Γιατί πονάνε τα λιτριδάκια κατ' από τα γόνατα. Βέβαια, πόνεσα πολύ. Όμως δεν μπορώ να πω. Τόσα χρόνια πέρασαν από τότες και δεν το ξέχασα ποτές μου πως εξαιρούνται από κάπου οι γενικές: «χρήστων, χλούνων, ετησίων και αφύων». Μου απόμειναν και τις ξεκουκκίζω καμιά φορά σαν κομπολόι και παρηγοριέμαι. Είναι τέσσερις λέξεις που μπήκανε μέσα μου από το γόνατο, όπως ακριβώς η θεά της σοφίας μπήκε μέσα στο Δία από τη γάμπα.

Μ' όλο που ήμουνα αναγνωρισμένος κατμάς στα μαθήματα, διάβαζα με μανία όλες τις ώρες που μπορούσα, ακόμα και τη νύχτα, κρυφά από τους γονιούς μου. Διάβαζα ένα σωρό βιβλία κάθε λογής, προ πάντων μυθιστορήματα. Μου τα 'φερνε κρυφά από τη βιβλιοθήκη του πατέρα του ένας συμαθητής μου, ο γιός του παπα-Κομνηνού. Μυθιστορήματα, βιβλία ταξιδιών, συναξάρια τρομαχτικά και παραμύθια γεμάτα κορίτσια και δράκους. Έτσι το κεφάλι μου ήτανε παραγεμισμένο από εξαίσιες φαντασίες και θάματα. Μέσα στ' αδύνατο και πολύ ντελικάτο σκαρί μου συμβαίνανε ηρωικές ιστορίες, που θα σηκωνότανε μία πιθαμή η τρίχα τ' ανθρώπου να τις έλεγα. Όμως, ζούσα ολομόναχος τις τρομαχτικές ετούτες περιπέτειες, κλειδομανταλωμένος περήφανα μέσα στον θαυμάσιο κόσμο μου.

Σε ποιόν να τα πω και γιατί. Κανένας δε θα καταλάβαινε τις ιστορίες που αδιάκοπα μου συμβαίνανε στον ύπνο και στον ξύπνο, κανένας δε θα πίστευε ποτές τα κίντυνα που περνούσα, τους φόβους και τους ηρωισμούς που με γεμίζανε. Γιατ' ήταν αληθινά απίστευτα τα χτυποκάρδια κ' οι λαχτάρες της μυστικής μου ζωής. Απίστευτες κ' οι παλικαριές μου.

Κάποτε βρήκα το κλειδάκι από τη μεγάλη καρυδένια κασέλα της μητέρας. Την άνοιξα και την σκάλιζα ως τον πάτο. Κεί βρήκα ένα μάτσο ερωτικά γράμματα του πατέρα, όλα σε γαλάζιο ακριβό χαρτί, δεμένα με μία βυσσινιά ξεθωριαμένη κορδέλα. Κρατούσα και διάβαζα το πρώτο, όλο σε ρίμες γραμμένο, και πάνω-πάνω δυό άσπρα περιστεράκια να φιλιούνται. Θα της το 'στειλε μαζί με τίποτα γλάστρες μυριστικά, όσο βγαίνει από δυό στίχους που μου 'μειναν: Σου στέλνω δυό γαρουφαλιές κι αυτό το καλοκαίρι. Τις πότιζα, τις δρόσιζα με το δικό μου χέρι. Αφαιρεμένος όπως ήμουνα να το διαβάζω, με τσάκωσε η μητέρα. Το πήρε από τα χέρια μου και μου τα χτύπησε ως που έγιναν κόκκινα. Πήρε τα χαρτιά, τα ξαναβόλεψε και τα 'βαλε πάλι κάτω-κάτω στην κασέλα. Σαν ξανακλείδωσε, πήρε τα χέρια μου και τα χάιδεψε. Είπε σοβαρά:

- Άκου, ποτές να μην ξεκλειδώνεις τίποτα. Κι αυτά εκεί να μην τύχει και τα μεταπιάσεις άλλη φορά. Είναι αμαρτία μεγάλη. Σώπασε για λίγο και με κοίταξε συλλογισμένη, κατόπι ξανάπε:

- Μονάχα σα θα μεγαλώσεις και θα γίνεις παλικάρι, και γω θα πεθάνω, να ψάξεις να τα βρείς, να μου τα βάλεις στο νεκροσέντουκο.

Θυμούμαι το λόγο της όπως και τους δυό στίχους από το ραβασάκι του πατέρα. Από κείνη τη μέρα άρχισα να εχτιμώ πολύ τον πατέρα. Συλλογίστηκα δυό νύχτες γραμμή και στο τέλος τ' αποφάσισα στα σοβαρά να του διηγηθώ μία καταπληχτική ιστορία, για να του δείξω την εχτίμησή μου. Ήτανε μία φαντασία μεγάλη, και κάμποσο τρομαχτική. Τη σχεδίαζα και τήνε ζούσα δυό-τρεις βδομάδες τώρα, να 'ρχεται πάνω από τη θάλασσα! Και μία που θα 'ρχότανε αυτή η Γυναίκα στο νησί με την ακολουθία της, θα γινόταν εδώ πέρα σπουδαία περιστατικά, που ήταν για να σαστίσεις. Αυτά μόνο εγώ τα 'ξερα καταλεπτώς. Απίστευτα πράματα, που να τ' ακούς και να μυρμιδίζει το πετσί σου. Και λοιπόν, πάει, ούτε ο πατέρας δε θα τα μάθαινε πιά καμιά φορά, και κρίμα που 'γραφε τόσο όμορφα τραγούδια στη μητέρα για τις γαρουφαλίτσες.

Βέβαια και το άλλο ήτανε θλιβερό, ν' απομείνω αχαΐρευτος άνθρωπος σ' όλη μου τη ζωή, και να μην μπορώ να λογαριάζω τι πιάνει ένα σακί αλεύρι. Το συλλογίστηκα κι αυτό τη νύχτα, κ' έκλαψα κρυφά που θ' απόμενε αβοήθητος ο πατέρας στο μαγαζί του. Με πιο πολύν καημό όμως έκλαιγα για τις περιπέτειές μου τις μυστικές, για τις ιστορίες που γίνονταν αδιάκοπα γύρω μου, χωρίς κανείς να το υποπτεύεται. Πολλές φορές έβλεπα τις συνέχειές τους μέσα στα ονείρατά μου και δεν απορούσα καθόλου με τα πιο αφύσικα πράματα. Γιατί όλα τα 'χα ζήσει στον ξύπνο μου. Και δεν τρόμαζα καθόλου στον ύπνο μου σαν έβλεπα να πετώ ψηλά, ψηλά, πάνω από το μαρμαρένιο καμπαναριό της Άγια Φωτεινής, που είχε τέσσερους μαρμαρένιους σταυρούς στις τέσσερις γωνιές, και στη μέση στον κουπέ του άλλον έναν, πιο μεγάλον από όλους, πέντε. Πετούσα το λοιπόν πάνω από τα κόκκινα κεραμίδια, χωρίς φτερά, πετούσα γύρω στις καμπάνες και στα καμπανέλια χωρίς φόβο, και κρέμαζα από ένα μάτσο παπαρούνες στα γλωσσίδια.

Ένα πρόσωπο μοναχά ήξερε τις ιστορίες μου. Αυτή η Ρούσα. Καθόμουνα και της ξεστόριζα όλα τούτα τα περιστατικά και σάστιζε. Ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερή μου και μια τάξη κάτω από μένα. Δεν τα 'παιρνε κι αυτή τα γράμματα κι απόμεινε στην ίδια τάξη. Ο πατέρας της ήταν καπετάνιος. Ταξίδευε στα μπογάζζια της Πόλης, στη Ραιδεστό, ως το Μισσίρι. Τον είχε ο μπάρμπας μου στη «Βαγγελίστρα» του, μια όμορφη και μεγάλη πένα, μ' ένα φαρδύ βυσσινί ζουνάρι κάτω από τα μπούνια. Έκανε λάδια κι απίδια, ταξίδευε και για λογαριασμό αλλουνών καμιά φορά. Καπταντριά τόνε λέγανε. Καλός κι άξιος και τίμιος όσο παίρνει. Ένα κακό είχε. Μόνο σαν τέλειωνε το ταξίδι του και φουντάριζε η «Βαγγελίστρα» στο λιμάνι, το 'ριχνε στο πιοτί και σκορπούσε τα κέρδητά του. Γι' αυτό, πάντα δυστυχούσε το σπίτι του, η θειά Λεμονιά μ' ένα σωρό παιδιά. Έξι κόρες, αράδα. Μια τους, η Ρούσα. Βαφτισιμιά της μητέρας μου. Η μάνα της ερχότανε και μετάπιανε στο σπίτι σαν είχαμε μπογάδα. Μαζί της κ' η Ρούσα. Ερχότανε και μοναχή η Ρούσα για θελήματα, ακόμα και για να τη βοηθήσω στα μαθήματα. Είχε κατάμαυρα μάτια, και τα μαλλιά της ήτανε σκοτεινά και σγουρά πυκνά σαν πρίνος. Η μητέρα μου, που τη συγύριζε καμιά φορά, έλεγε πως δεν τα πιάνει χτένι.

- Λανάρι θέλουν, κόρη μ' τα δικά σου τα μαλλιά για να χτενιστούνε! της έλεγε.

Κ' η Ρούσα κοκκίνιζε και χαμογελούσε με τα βυσσινιά της χείλια και πολεμούσε σα φταιξιάρα να πατήσει με τις παλάμες στα μαλλιά της, που στεκόντανε σα μαύρο σύννεφο γύρω στο προσωπάκι της. Η Ρούσα λοιπόν ήταν η πρώτη μου αγάπη. Της το 'χα πεί πως, θα την έκλεβα να φύγω, θα την έβαζα μέσα στην πένα του μπάρμπα μου μια νύχια, θα σηκώναμε σίδερο, να φύγουμε. Μόνο να μεγαλώσω ακόμα λιγάκι, να μπορώ να ισάρω και να μαινάρω το μεγάλο τρίγωνο πανί να μανουβράρω τα ξάρτια. Να δυναμώσω κιόλας λίγο, να μη μπορεί να με δείρει κανένας.

Μ' άκουγε σοβαρή, έβαζε το χέρι της στον ώμο μου με μπιστοσύνη κ' ήτανε σύμφωνη. Εγώ καμάρωνα σαν έβανε έτσι το χέρι της απάνω μου και έβηχα πολύ σοβαρά. Της έγραψα και τους πρώτους μου στίχους. Όμως για αγάπη δε μιλούσαμε ποτές, παρά μόνο σωπαίναμε και βλεπούμαστε μέσα στα μάτια. Τότες κοκκινίζαμε κ' οι δυό η γελούσαμε για μία κάποια αφορμή. Σα γελούσε η Ρούσα, τα δόντια της φέγγανε. Άκουγε τις ιστορίες μου γοητεμένη. Τα μάτια της κοιτάζανε μακριά. Έβλεπε τα οράματά μου κ' έκανε με το κεφάλι της «ναί, ναί». Τότες τα μαλλιά της κουνιόντανε σα φτερούγες. Φορούσε μία ναυτική φανέλα με άσπρες και γαλάζιες ρίγες. Είχαν αρχίσει να φουσκώνουν οι κόρφοι της. Το 'βλεπα και λαχταρούσα πολύ ν' απλώσω κουφωτές τις παλάμες μου να τη φουχτιάσω. Ποτές δε μπόρεσα να τολμήσω. Μονάχα μια φορά της φίλησα το χέρι, όπως μέσα στα μυθιστορήματα του παπα-Κομνηνού. Κι αυτή απόρεσε μ' αυτό και γέλασε, γιατί μόνο σαν ήτανε να μεταλάβουμε φιλούσε το χέρι των μεγάλων. Με πείραξε αυτό το γέλιο της. Δεν της είπα τίποτα, όμως ποτέ πιά δεν της ξαναφίλησα το χέρι.

Σαν έγερνε ο ήλιος, την έπαιρνα καμιά φορά το καλοκαίρι και σκαλώναμε πάνω σ' ένα ψηλό βράχο, χοντρό σαν καστρόπυργο, αντίκρυ στην θάλασσα. Εκεί η Ρούσα έβλεπε μαζί μου την Πλατυτέρα, να 'ρχεται από την Ανατολή. Λαφροπατούσε, πετούσε πάνω από τα νερά, σα μια παράξενη φρεγάδα με ανοιχτά πανιά. Η θάλασσα δίχως κύματα, γινότανε κόκκινη, χρυσή και πορτοκαλιά. Ήταν από την αντιφεγγιά που έριχναν οι φτερούγες της οι άλικες. Η Ρούσα έβλεπε μαζί μου τα πελώρια μάτια της να φεγγοβολούν, τ' αστέρια να σπιθίζουν γύρω στο κεφάλι της, και πίσω, ένα κοπάδι αρχάγγελοι, με τις φλόγινες σπάθες τους ν' ανεμίζουνται μεσούρανα.

-Τι ωραία που είναι, της έλεγα. Ξέρεις, Ρούσα, τι ωραία που είναι; Και πως θα τη φοβόσουνα εσύ;

-Ξέρω, έκανε με το κεφάλι της η Ρούσα, και δε μιλούσε, μόνο συμμαζευότανε πιο κοντά μου. -Εγώ όμως δε τη φοβάμαι, έλεγα. Κ' έτρεμε το φυλλοκάρδι μου σαν ήμουνα μόνος κ' έβλεπα το βράδυ το πέλαγο να βογκάει από μακριά, χωρίς να 'χει κύματα, σα να 'τανε σαλαγητό από φτερούγες.

Με θάμαζε η Ρούσα και με λογάριαζε για το πρωτοπαλίκαρο του κόσμου. Κοντά μου, δε φοβότανε τίποτα. Ούτε τ' άβλαβα φίδια, που σερνόντανε ξαφνικά μέσα στα χορτάρια και μου πάγωναν το αίμα από την τρομάρα. Ούτε τους πεθαμένους, σαν περνούσαμε αργά τη νύχτα έξω από το νεκροταφείο του χωριού και βλέπαμε τους σκοτεινούς πρίνους να σκύβουν κοντά-κοντά τα κεφάλια τους. Εγώ σφύριζα τάχα, γύριζα το πρόσωπο από την άλλη και έλεγα μέσα μου γρήγορα το «Πάτερ ημών» και το «Ιησούς Χριστός νικά, όλα τα κακά σκορπά». Και η Ρούσα περπατούσε δίπλα μου χωρίς να μιλεί. Με βαστούσε από το μανίκι, ναί, είχε εμπιστοσύνη σε μένα. Η αλήθεια είναι πως κάθε τόσο της διηγόμουνα ιστορίες, που, φυσικά, ο πιο τρανός ήρωάς τους ήμουν εγώ, και κείνη πιά πήγαινε να τα χάσει με την παλικαριά μου.

Κάθε καλοκαίρι, τις πάψες, ερχότανε από την Πόλη, που ήτανε καθηγητής, για να ξεκαλοκαιριάσει κοντά μας, ο νουνός μου, αδερφός της μητέρας. Τόνε περίμενα πως και πως, γιατί κάθε χρόνο μου 'φερνε ωραία δώρα. Κείνη τη χρονιά μου 'φερε μια κασετίνα με καμπάσσα, ρίγες, γωνιές και άλλα αντιπαθητικά πράματα. Μου 'φερε και μίαν έξοχη φορεσιά φανελένια, ναυτικιά. Ήτανε γαλάζια, αληθινό ουρανί, με κολλαρίνα και μία σκούρα μαβιά γραβάτα. Ήταν η πρώτη φορά που έβαλα μακρύ πανταλόνι. Τα φόρεσα και δεν έλεγα πιά να τα βγάλω. Ένιωθα πιο ψηλός· περπατούσα μεγαλόπρεπα σαν αληθινός ναύαρχος. Η Ρούσα ήρθε κοντά, γύριζε γύρω-γύρω μου όπως σ' ένα μνημείο, και με θάμαζε. Άγγιζε το άσπρο κορδόνι, τη σφυρίχτρα που έμπαινε στην επάνω τσέπη, τη γραβάτα, τα τριγωνικά γαλόνια με την άγκυρα στο μπράτσο.

- Τι είν' αυτά; ρώτησε σιγά-σιγά.

Χωρίς καμιά δυσκολία της έδωσα να καταλάβει για την αξία τους.

- Αυτά είναι τα «αξιώματα». Σαν τα βάλεις αυτά, πα' να πεί πως είσαι για να κυβερνήσεις ένα καράβι. Όχι βέβαια μία παλιοπένα σαν τη «Βαγγελίστρα», που γεμίζει με πενήντα τσουβάλια απίδια, και περιμένει να καργάρουν αγέρα τα πανιά της, να κινήσει. Εγώ θα κυβερνήσω ένα βαπόρι, σαν κι αυτά που περνάνε μακριά, μεσοπέλαγα. Ένα καράβι με τέσσερα κατάρτια και με τέσσερα φουγάρα. -Τέσσερα!

- Αμέ; Μπορεί και με πέντε. Αυτά που πάνε στην Αμερική. Παίρνουνε μέσα χιλιάδες κόσμο. Έχουνε μέσα περιβόλια με φρούτα. Μεγάλα περιβόλια. Τα γυρίζεις καβάλα στο άλογο, κ' εκεί που περνάς κάτω από μία πορτοκαλιά, κάνεις μία έτσι και κόβεις ένα πορτοκάλι πάνω από το κεφάλι και τρως. - Έχει και μηλιές;

- Πως. Και μηλιές και κυδωνιές. Αφού έχουνε μέσα λίμνες, κάτι στέρνες ίσαμε τον κόρφο της Καλλονής, να κολυμπούν οι ταξιδιώτες να δροσίζουνται.

- Και γιατί δεν κολυμπούν απ' έξω, μέσα στη θάλασσα; ρωτά η Ρούσα.

- Είσαι κουτή, παιδί μου. Και πως θα προφτάσουνε το βαπόρι που τρέχει; Ξέρεις πως τρέχει;

- Όλα αυτά, οι στέρνες, τα περιβόλια, όλα μέσα στ' αμπάρια του τα 'χει;

- Όλα. Και λοιπόν μπορώ να το κυβερνήσω γω, να τους πάω όπου θέλω. Να. θ' ανεβώ μονάχα στη γέφυρα, θα βγάλω ετούτη τη σφυρίχτρα μου και θα σφυρίξω έτσι: «φυττιτίουου»! Θα σφυρίξω πρώτα τρεις φορές. Θα βγεί μονομιάς ο τρίτος καπετάνιος. Τι ορίζετε; Θα με ρωτήσει. Δεν ήθελα εσένα, θα του πως ήταν να σφυρίξω δυό φορές, για να βγεί ο δεύτερος καπετάνιος. Σφυρίζω λοιπόν δυό φορές. Τι ορίζετε; Βγαίνει και ρωτάει ο δεύτερος καπετάνιος. Εδώ είμαι, στις διαταγές σας. Άκου εδώ, παιδί μου, θα του πω. Να βάλεις τιμόνι αμέσως για τη «Γη του Πυρός». Ίσια και ολοταχώς.

- Τη Γη του Πυρός; ρωτάει η Ρούσα.

- Ναί βέβαια. Είναι ένας τόπος, πολύ μακριά, εκεί που ψήνει ο ήλιος το ψωμί και βράζουν τα αυγά μέσα στον άμμο. Λοιπόν εκεί βγαίνουν από μέσα από το χώμα μικρές-μικρές φωτιές. Έτσι όπως είναι οι χοντρές λαμπάδες, αναμμένες μπροστά στο τέμπλο. Λοιπόν παντού χάμου ανάβουνε τέτοιες φωτιές και δε σβήνουνε ποτές. Τις πατάς, δε σβήνουν. Χύνεις νερό, πάλι δε σβήνουν. Τη νύχτα πιά, σαν περνά το βαπόρι σε κείνα τ' ακρογιάλα, να δείς τι ωραία που είναι στα σκοτεινά. Όπως την Ανάσταση, τη νύχτα με την κεροδοσιά. Χιλιάδες, μιλιούνια φωτίτσες.

- Δε θα βγείς όμως έξω, λέει φοβισμένη.

Γυρίζω και την κοιτάζω συγκαταβατικά. Της χαμογελώ με συμπόνεση και τη συχάζω.

- Καλά, της λέω. Αφού επιμένεις...

Σηκώνω τους ώμους, αποφασισμένος τέλος πάντω για χάρη της να μην πιάσουμε στεριά στη Γη του Πυρός.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Μυριβήλης, Στρατής - Μια μαχαιριά (1) Una puñalada - Stratis Myrivilis (1)

Έχω κι άλλες λαβωματιές στο κορμί μου, που δείχνουνε πως πάντα στάθηκα ένας Δον Κιχώτης στη ζωή μου, όμως ετούτο το σημάδι μου είναι συμπαθητικό όσο παίρνει και δε μοιάζει με κανένα από τ' άλλα. Είναι μία παλιά μαχαιριά στ' ανάστροφο του δεξιού μου χεριού, στη μέση, ίσα-ίσα πάνω στη φλέβα, μακριά ίσαμε τρία δάχτυλα. Καμιά φορά, εκεί που γράφω ιστορίες για την αγάπη, στέκουμαι και τη βλέπω με τρομερή συγκίνηση. Πότε-πότε κιόλας σκύβω και τη φιλώ, να, φιλώ το ίδιο μου το χέρι πάνω σε τούτη τη χαρακιά, γιατ' είναι μία σφραγίδα αγάπης μέσα στη σάρκα μου. Στον πόλεμο τήνε πήρα και τούτη, σε μια μάχη μεγάλη και φοβερή, που έστησα ολομόναχός μου μ' ένα πλήθος άγριους Ινδούς και Μουσουλμάνους Μαχαραγιάδες. Για τη Ρούσα χτυπήθηκα γω, για τη μικρούλα Ρούσα, την πρώτη μου αγάπη.

Αυτά τα σπουδαία περιστατικά έγιναν σαν ήμουνα δέκα χρονώ σκολιταρούδι. Τούβλο στην αριθμητική, στα ανώμαλα και στο συνταχτικό του Κατεβαίνη. Ο δάσκαλος έπιανε το κεφάλι μου από τα σγουρά, τα μάγγωνε ανάμεσα στα γόνατά του και με βίτσιζε στα πισινά με μία ψιλή αγρελίτικη βέργα. Ακόμα δε μπορώ να καταλάβω γιατί στα πισινά, αφού το κακό ήταν ίσα-ίσα στην άλλη άκρη. Μια φορά με γονάτισε πάνω σε ψιλά βοτσαλάκια του γιαλού, για να μάθω κάποια γραμματική ιδιοτροπία που ξεχώριζε τις λέξες: «χρήστων, χλούνων, ετησίων και αφύων». Δεν ξέρω πιά σήμερα τι έτρεχε κείνα τα χρόνια ακριβώς με δαύτες, θυμάμαι μόνο πως από κάπου «εξαιρούντανε». -Εξαιρούνται, μωρέ!

Μούγκριζε από πάνω μου ο δάσκαλος, και φούσκωναν οι χοχλοί των ματιών του, και σφίγγαν οι γροθιές του.

- Εξαιρούνται, κύριε! έλεγα και γω με τα μάτια γιομάτα δάκρυα, αλαλιασμένος, από την τρομάρα και τον πόνο.

Γιατί πονάνε τα λιτριδάκια κατ' από τα γόνατα. Βέβαια, πόνεσα πολύ. Όμως δεν μπορώ να πω. Τόσα χρόνια πέρασαν από τότες και δεν το ξέχασα ποτές μου πως εξαιρούνται από κάπου οι γενικές: «χρήστων, χλούνων, ετησίων και αφύων». Μου απόμειναν και τις ξεκουκκίζω καμιά φορά σαν κομπολόι και παρηγοριέμαι. Είναι τέσσερις λέξεις που μπήκανε μέσα μου από το γόνατο, όπως ακριβώς η θεά της σοφίας μπήκε μέσα στο Δία από τη γάμπα.

Μ' όλο που ήμουνα αναγνωρισμένος κατμάς στα μαθήματα, διάβαζα με μανία όλες τις ώρες που μπορούσα, ακόμα και τη νύχτα, κρυφά από τους γονιούς μου. Διάβαζα ένα σωρό βιβλία κάθε λογής, προ πάντων μυθιστορήματα. Μου τα 'φερνε κρυφά από τη βιβλιοθήκη του πατέρα του ένας συμαθητής μου, ο γιός του παπα-Κομνηνού. Μυθιστορήματα, βιβλία ταξιδιών, συναξάρια τρομαχτικά και παραμύθια γεμάτα κορίτσια και δράκους. Έτσι το κεφάλι μου ήτανε παραγεμισμένο από εξαίσιες φαντασίες και θάματα. Μέσα στ' αδύνατο και πολύ ντελικάτο σκαρί μου συμβαίνανε ηρωικές ιστορίες, που θα σηκωνότανε μία πιθαμή η τρίχα τ' ανθρώπου να τις έλεγα. Όμως, ζούσα ολομόναχος τις τρομαχτικές ετούτες περιπέτειες, κλειδομανταλωμένος περήφανα μέσα στον θαυμάσιο κόσμο μου.

Σε ποιόν να τα πω και γιατί. Κανένας δε θα καταλάβαινε τις ιστορίες που αδιάκοπα μου συμβαίνανε στον ύπνο και στον ξύπνο, κανένας δε θα πίστευε ποτές τα κίντυνα που περνούσα, τους φόβους και τους ηρωισμούς που με γεμίζανε. Γιατ' ήταν αληθινά απίστευτα τα χτυποκάρδια κ' οι λαχτάρες της μυστικής μου ζωής. Απίστευτες κ' οι παλικαριές μου.

Κάποτε βρήκα το κλειδάκι από τη μεγάλη καρυδένια κασέλα της μητέρας. Την άνοιξα και την σκάλιζα ως τον πάτο. Κεί βρήκα ένα μάτσο ερωτικά γράμματα του πατέρα, όλα σε γαλάζιο ακριβό χαρτί, δεμένα με μία βυσσινιά ξεθωριαμένη κορδέλα. Κρατούσα και διάβαζα το πρώτο, όλο σε ρίμες γραμμένο, και πάνω-πάνω δυό άσπρα περιστεράκια να φιλιούνται. Θα της το 'στειλε μαζί με τίποτα γλάστρες μυριστικά, όσο βγαίνει από δυό στίχους που μου 'μειναν: Σου στέλνω δυό γαρουφαλιές κι αυτό το καλοκαίρι. Τις πότιζα, τις δρόσιζα με το δικό μου χέρι. Αφαιρεμένος όπως ήμουνα να το διαβάζω, με τσάκωσε η μητέρα. Το πήρε από τα χέρια μου και μου τα χτύπησε ως που έγιναν κόκκινα. Πήρε τα χαρτιά, τα ξαναβόλεψε και τα 'βαλε πάλι κάτω-κάτω στην κασέλα. Σαν ξανακλείδωσε, πήρε τα χέρια μου και τα χάιδεψε. Είπε σοβαρά:

- Άκου, ποτές να μην ξεκλειδώνεις τίποτα. Κι αυτά εκεί να μην τύχει και τα μεταπιάσεις άλλη φορά. Είναι αμαρτία μεγάλη. Σώπασε για λίγο και με κοίταξε συλλογισμένη, κατόπι ξανάπε:

- Μονάχα σα θα μεγαλώσεις και θα γίνεις παλικάρι, και γω θα πεθάνω, να ψάξεις να τα βρείς, να μου τα βάλεις στο νεκροσέντουκο.

Θυμούμαι το λόγο της όπως και τους δυό στίχους από το ραβασάκι του πατέρα. Από κείνη τη μέρα άρχισα να εχτιμώ πολύ τον πατέρα. Συλλογίστηκα δυό νύχτες γραμμή και στο τέλος τ' αποφάσισα στα σοβαρά να του διηγηθώ μία καταπληχτική ιστορία, για να του δείξω την εχτίμησή μου. Ήτανε μία φαντασία μεγάλη, και κάμποσο τρομαχτική. Τη σχεδίαζα και τήνε ζούσα δυό-τρεις βδομάδες τώρα, να 'ρχεται πάνω από τη θάλασσα! Και μία που θα 'ρχότανε αυτή η Γυναίκα στο νησί με την ακολουθία της, θα γινόταν εδώ πέρα σπουδαία περιστατικά, που ήταν για να σαστίσεις. Αυτά μόνο εγώ τα 'ξερα καταλεπτώς. Απίστευτα πράματα, που να τ' ακούς και να μυρμιδίζει το πετσί σου. Και λοιπόν, πάει, ούτε ο πατέρας δε θα τα μάθαινε πιά καμιά φορά, και κρίμα που 'γραφε τόσο όμορφα τραγούδια στη μητέρα για τις γαρουφαλίτσες.

Βέβαια και το άλλο ήτανε θλιβερό, ν' απομείνω αχαΐρευτος άνθρωπος σ' όλη μου τη ζωή, και να μην μπορώ να λογαριάζω τι πιάνει ένα σακί αλεύρι. Το συλλογίστηκα κι αυτό τη νύχτα, κ' έκλαψα κρυφά που θ' απόμενε αβοήθητος ο πατέρας στο μαγαζί του. Με πιο πολύν καημό όμως έκλαιγα για τις περιπέτειές μου τις μυστικές, για τις ιστορίες που γίνονταν αδιάκοπα γύρω μου, χωρίς κανείς να το υποπτεύεται. Πολλές φορές έβλεπα τις συνέχειές τους μέσα στα ονείρατά μου και δεν απορούσα καθόλου με τα πιο αφύσικα πράματα. Γιατί όλα τα 'χα ζήσει στον ξύπνο μου. Και δεν τρόμαζα καθόλου στον ύπνο μου σαν έβλεπα να πετώ ψηλά, ψηλά, πάνω από το μαρμαρένιο καμπαναριό της Άγια Φωτεινής, που είχε τέσσερους μαρμαρένιους σταυρούς στις τέσσερις γωνιές, και στη μέση στον κουπέ του άλλον έναν, πιο μεγάλον από όλους, πέντε. Πετούσα το λοιπόν πάνω από τα κόκκινα κεραμίδια, χωρίς φτερά, πετούσα γύρω στις καμπάνες και στα καμπανέλια χωρίς φόβο, και κρέμαζα από ένα μάτσο παπαρούνες στα γλωσσίδια.

Ένα πρόσωπο μοναχά ήξερε τις ιστορίες μου. Αυτή η Ρούσα. Καθόμουνα και της ξεστόριζα όλα τούτα τα περιστατικά και σάστιζε. Ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερή μου και μια τάξη κάτω από μένα. Δεν τα 'παιρνε κι αυτή τα γράμματα κι απόμεινε στην ίδια τάξη. Ο πατέρας της ήταν καπετάνιος. Ταξίδευε στα μπογάζζια της Πόλης, στη Ραιδεστό, ως το Μισσίρι. Τον είχε ο μπάρμπας μου στη «Βαγγελίστρα» του, μια όμορφη και μεγάλη πένα, μ' ένα φαρδύ βυσσινί ζουνάρι κάτω από τα μπούνια. Έκανε λάδια κι απίδια, ταξίδευε και για λογαριασμό αλλουνών καμιά φορά. Καπταντριά τόνε λέγανε. Καλός κι άξιος και τίμιος όσο παίρνει. Ένα κακό είχε. Μόνο σαν τέλειωνε το ταξίδι του και φουντάριζε η «Βαγγελίστρα» στο λιμάνι, το 'ριχνε στο πιοτί και σκορπούσε τα κέρδητά του. Γι' αυτό, πάντα δυστυχούσε το σπίτι του, η θειά Λεμονιά μ' ένα σωρό παιδιά. Έξι κόρες, αράδα. Μια τους, η Ρούσα. Βαφτισιμιά της μητέρας μου. Η μάνα της ερχότανε και μετάπιανε στο σπίτι σαν είχαμε μπογάδα. Μαζί της κ' η Ρούσα. Ερχότανε και μοναχή η Ρούσα για θελήματα, ακόμα και για να τη βοηθήσω στα μαθήματα. Είχε κατάμαυρα μάτια, και τα μαλλιά της ήτανε σκοτεινά και σγουρά πυκνά σαν πρίνος. Η μητέρα μου, που τη συγύριζε καμιά φορά, έλεγε πως δεν τα πιάνει χτένι.

- Λανάρι θέλουν, κόρη μ' τα δικά σου τα μαλλιά για να χτενιστούνε! της έλεγε.

Κ' η Ρούσα κοκκίνιζε και χαμογελούσε με τα βυσσινιά της χείλια και πολεμούσε σα φταιξιάρα να πατήσει με τις παλάμες στα μαλλιά της, που στεκόντανε σα μαύρο σύννεφο γύρω στο προσωπάκι της. Η Ρούσα λοιπόν ήταν η πρώτη μου αγάπη. Της το 'χα πεί πως, θα την έκλεβα να φύγω, θα την έβαζα μέσα στην πένα του μπάρμπα μου μια νύχια, θα σηκώναμε σίδερο, να φύγουμε. Μόνο να μεγαλώσω ακόμα λιγάκι, να μπορώ να ισάρω και να μαινάρω το μεγάλο τρίγωνο πανί να μανουβράρω τα ξάρτια. Να δυναμώσω κιόλας λίγο, να μη μπορεί να με δείρει κανένας.

Μ' άκουγε σοβαρή, έβαζε το χέρι της στον ώμο μου με μπιστοσύνη κ' ήτανε σύμφωνη. Εγώ καμάρωνα σαν έβανε έτσι το χέρι της απάνω μου και έβηχα πολύ σοβαρά. Της έγραψα και τους πρώτους μου στίχους. Όμως για αγάπη δε μιλούσαμε ποτές, παρά μόνο σωπαίναμε και βλεπούμαστε μέσα στα μάτια. Τότες κοκκινίζαμε κ' οι δυό η γελούσαμε για μία κάποια αφορμή. Σα γελούσε η Ρούσα, τα δόντια της φέγγανε. Άκουγε τις ιστορίες μου γοητεμένη. Τα μάτια της κοιτάζανε μακριά. Έβλεπε τα οράματά μου κ' έκανε με το κεφάλι της «ναί, ναί». Τότες τα μαλλιά της κουνιόντανε σα φτερούγες. Φορούσε μία ναυτική φανέλα με άσπρες και γαλάζιες ρίγες. Είχαν αρχίσει να φουσκώνουν οι κόρφοι της. Το 'βλεπα και λαχταρούσα πολύ ν' απλώσω κουφωτές τις παλάμες μου να τη φουχτιάσω. Ποτές δε μπόρεσα να τολμήσω. Μονάχα μια φορά της φίλησα το χέρι, όπως μέσα στα μυθιστορήματα του παπα-Κομνηνού. Κι αυτή απόρεσε μ' αυτό και γέλασε, γιατί μόνο σαν ήτανε να μεταλάβουμε φιλούσε το χέρι των μεγάλων. Με πείραξε αυτό το γέλιο της. Δεν της είπα τίποτα, όμως ποτέ πιά δεν της ξαναφίλησα το χέρι.

Σαν έγερνε ο ήλιος, την έπαιρνα καμιά φορά το καλοκαίρι και σκαλώναμε πάνω σ' ένα ψηλό βράχο, χοντρό σαν καστρόπυργο, αντίκρυ στην θάλασσα. Εκεί η Ρούσα έβλεπε μαζί μου την Πλατυτέρα, να 'ρχεται από την Ανατολή. Λαφροπατούσε, πετούσε πάνω από τα νερά, σα μια παράξενη φρεγάδα με ανοιχτά πανιά. Η θάλασσα δίχως κύματα, γινότανε κόκκινη, χρυσή και πορτοκαλιά. Ήταν από την αντιφεγγιά που έριχναν οι φτερούγες της οι άλικες. Η Ρούσα έβλεπε μαζί μου τα πελώρια μάτια της να φεγγοβολούν, τ' αστέρια να σπιθίζουν γύρω στο κεφάλι της, και πίσω, ένα κοπάδι αρχάγγελοι, με τις φλόγινες σπάθες τους ν' ανεμίζουνται μεσούρανα.

-Τι ωραία που είναι, της έλεγα. Ξέρεις, Ρούσα, τι ωραία που είναι; Και πως θα τη φοβόσουνα εσύ;

-Ξέρω, έκανε με το κεφάλι της η Ρούσα, και δε μιλούσε, μόνο συμμαζευότανε πιο κοντά μου. -Εγώ όμως δε τη φοβάμαι, έλεγα. Κ' έτρεμε το φυλλοκάρδι μου σαν ήμουνα μόνος κ' έβλεπα το βράδυ το πέλαγο να βογκάει από μακριά, χωρίς να 'χει κύματα, σα να 'τανε σαλαγητό από φτερούγες.

Με θάμαζε η Ρούσα και με λογάριαζε για το πρωτοπαλίκαρο του κόσμου. Κοντά μου, δε φοβότανε τίποτα. Ούτε τ' άβλαβα φίδια, που σερνόντανε ξαφνικά μέσα στα χορτάρια και μου πάγωναν το αίμα από την τρομάρα. Ούτε τους πεθαμένους, σαν περνούσαμε αργά τη νύχτα έξω από το νεκροταφείο του χωριού και βλέπαμε τους σκοτεινούς πρίνους να σκύβουν κοντά-κοντά τα κεφάλια τους. Εγώ σφύριζα τάχα, γύριζα το πρόσωπο από την άλλη και έλεγα μέσα μου γρήγορα το «Πάτερ ημών» και το «Ιησούς Χριστός νικά, όλα τα κακά σκορπά». Και η Ρούσα περπατούσε δίπλα μου χωρίς να μιλεί. Με βαστούσε από το μανίκι, ναί, είχε εμπιστοσύνη σε μένα. Η αλήθεια είναι πως κάθε τόσο της διηγόμουνα ιστορίες, που, φυσικά, ο πιο τρανός ήρωάς τους ήμουν εγώ, και κείνη πιά πήγαινε να τα χάσει με την παλικαριά μου.

Κάθε καλοκαίρι, τις πάψες, ερχότανε από την Πόλη, που ήτανε καθηγητής, για να ξεκαλοκαιριάσει κοντά μας, ο νουνός μου, αδερφός της μητέρας. Τόνε περίμενα πως και πως, γιατί κάθε χρόνο μου 'φερνε ωραία δώρα. Κείνη τη χρονιά μου 'φερε μια κασετίνα με καμπάσσα, ρίγες, γωνιές και άλλα αντιπαθητικά πράματα. Μου 'φερε και μίαν έξοχη φορεσιά φανελένια, ναυτικιά. Ήτανε γαλάζια, αληθινό ουρανί, με κολλαρίνα και μία σκούρα μαβιά γραβάτα. Ήταν η πρώτη φορά που έβαλα μακρύ πανταλόνι. Τα φόρεσα και δεν έλεγα πιά να τα βγάλω. Ένιωθα πιο ψηλός· περπατούσα μεγαλόπρεπα σαν αληθινός ναύαρχος. Η Ρούσα ήρθε κοντά, γύριζε γύρω-γύρω μου όπως σ' ένα μνημείο, και με θάμαζε. Άγγιζε το άσπρο κορδόνι, τη σφυρίχτρα που έμπαινε στην επάνω τσέπη, τη γραβάτα, τα τριγωνικά γαλόνια με την άγκυρα στο μπράτσο.

- Τι είν' αυτά; ρώτησε σιγά-σιγά.

Χωρίς καμιά δυσκολία της έδωσα να καταλάβει για την αξία τους.

- Αυτά είναι τα «αξιώματα». Σαν τα βάλεις αυτά, πα' να πεί πως είσαι για να κυβερνήσεις ένα καράβι. Όχι βέβαια μία παλιοπένα σαν τη «Βαγγελίστρα», που γεμίζει με πενήντα τσουβάλια απίδια, και περιμένει να καργάρουν αγέρα τα πανιά της, να κινήσει. Εγώ θα κυβερνήσω ένα βαπόρι, σαν κι αυτά που περνάνε μακριά, μεσοπέλαγα. Ένα καράβι με τέσσερα κατάρτια και με τέσσερα φουγάρα. -Τέσσερα!

- Αμέ; Μπορεί και με πέντε. Αυτά που πάνε στην Αμερική. Παίρνουνε μέσα χιλιάδες κόσμο. Έχουνε μέσα περιβόλια με φρούτα. Μεγάλα περιβόλια. Τα γυρίζεις καβάλα στο άλογο, κ' εκεί που περνάς κάτω από μία πορτοκαλιά, κάνεις μία έτσι και κόβεις ένα πορτοκάλι πάνω από το κεφάλι και τρως. - Έχει και μηλιές;

- Πως. Και μηλιές και κυδωνιές. Αφού έχουνε μέσα λίμνες, κάτι στέρνες ίσαμε τον κόρφο της Καλλονής, να κολυμπούν οι ταξιδιώτες να δροσίζουνται.

- Και γιατί δεν κολυμπούν απ' έξω, μέσα στη θάλασσα; ρωτά η Ρούσα.

- Είσαι κουτή, παιδί μου. Και πως θα προφτάσουνε το βαπόρι που τρέχει; Ξέρεις πως τρέχει;

- Όλα αυτά, οι στέρνες, τα περιβόλια, όλα μέσα στ' αμπάρια του τα 'χει;

- Όλα. Και λοιπόν μπορώ να το κυβερνήσω γω, να τους πάω όπου θέλω. Να. θ' ανεβώ μονάχα στη γέφυρα, θα βγάλω ετούτη τη σφυρίχτρα μου και θα σφυρίξω έτσι: «φυττιτίουου»! Θα σφυρίξω πρώτα τρεις φορές. Θα βγεί μονομιάς ο τρίτος καπετάνιος. Τι ορίζετε; Θα με ρωτήσει. Δεν ήθελα εσένα, θα του πως ήταν να σφυρίξω δυό φορές, για να βγεί ο δεύτερος καπετάνιος. Σφυρίζω λοιπόν δυό φορές. Τι ορίζετε; Βγαίνει και ρωτάει ο δεύτερος καπετάνιος. Εδώ είμαι, στις διαταγές σας. Άκου εδώ, παιδί μου, θα του πω. Να βάλεις τιμόνι αμέσως για τη «Γη του Πυρός». Ίσια και ολοταχώς.

- Τη Γη του Πυρός; ρωτάει η Ρούσα.

- Ναί βέβαια. Είναι ένας τόπος, πολύ μακριά, εκεί που ψήνει ο ήλιος το ψωμί και βράζουν τα αυγά μέσα στον άμμο. Λοιπόν εκεί βγαίνουν από μέσα από το χώμα μικρές-μικρές φωτιές. Έτσι όπως είναι οι χοντρές λαμπάδες, αναμμένες μπροστά στο τέμπλο. Λοιπόν παντού χάμου ανάβουνε τέτοιες φωτιές και δε σβήνουνε ποτές. Τις πατάς, δε σβήνουν. Χύνεις νερό, πάλι δε σβήνουν. Τη νύχτα πιά, σαν περνά το βαπόρι σε κείνα τ' ακρογιάλα, να δείς τι ωραία που είναι στα σκοτεινά. Όπως την Ανάσταση, τη νύχτα με την κεροδοσιά. Χιλιάδες, μιλιούνια φωτίτσες.

- Δε θα βγείς όμως έξω, λέει φοβισμένη.

Γυρίζω και την κοιτάζω συγκαταβατικά. Της χαμογελώ με συμπόνεση και τη συχάζω.

- Καλά, της λέω. Αφού επιμένεις...

Σηκώνω τους ώμους, αποφασισμένος τέλος πάντω για χάρη της να μην πιάσουμε στεριά στη Γη του Πυρός.