IV. Η Αναχώρηση του Τούριν (1)
Τρεις μόνο άντρες κατάφεραν να γυρίσουν τελικά πίσω στο Μπρέθιλ ακολουθώντας το Τάουρ-νου-Φούιν, έναν άσχημο δρόμο. Και όταν η Γκλόρεδελ, η κόρη του Χάντορ, έμαθε για την πτώση του Χάλντιρ, πένθησε και πέθανε.
Τα νέα δεν έφτασαν στο Ντορ-λόμιν. Η γυναίκα του Χούορ Ρίαν κατέφυγε στις ερημιές απελπισμένη. Αλλά τη βοήθησαν τα Γκρίζα Ξωτικά του Μίθριμ και, όταν γεννήθηκε το παιδί της, ο Τούορ, τον υιοθέτησαν. Η Ρίαν, όμως, πήγε στο Χάουδεν-Νίρναεθ και ξάπλωσε εκεί και πέθανε.
Η Μόργουεν Έλεδγουεν παρέμεινε στο Χίθλουμ σιωπηλή από τη θλίψη. Ο γιος της ο Τούριν ήταν μόλις στα εννιά κι αυτή περίμενε πάλι παιδί. Οι μέρες της ήταν δύσκολες. Οι Ανατολίτες έφτασαν στη χώρα σε μεγάλα πλήθη και φέρονταν απάνθρωπα στο λαό του Χάντορ και τους άρπαξαν ό,τι είχαν και τους υποδούλωσαν. Όλους τους κατοίκους της πατρίδας του Χούριν που μπορούσαν να δουλέψουν ή να εξυπηρετήσουν οποιονδήποτε σκοπό τούς πήραν, ακόμη και μικρά κορίτσια και αγόρια, και τους γέρους τους σκότωσαν ή τους έδιωξαν για να πεθάνουν από πείνα. Αλλά δεν τολμούσαν ακόμη να απλώσουν χέρι στην Κυρά του Ντορ-λόμιν ή να τη διώξουν από το σπίτι της. Γιατί κυκλοφορούσε ανάμεσά τους η φήμη ότι είναι επικίνδυνη, μια μάγισσα που είχε δοσοληψίες με τους λευκούς δαίμονες έτσι ονόμαζαν τα Ξωτικά, επειδή τα μισούσαν, αλλά, πολύ περισσότερο, επειδή τα φοβούνταν. Γι' αυτόν το λόγο φοβούνταν επίσης και απέφευγαν τα βουνά, όπου είχαν καταφύγει πολλοί από τους Έλνταρ, ιδιαίτερα στα νότια της χώρας. Και μετά τη λεηλασία και την καταστροφή, οι Ανατολίτες τράβηξαν πάλι προς βορρά. Γιατί το σπίτι του Χούριν βρισκόταν στα νοτιανατολικά του Ντορ-λόμιν και τα βουνά ήταν κοντά. Πραγματικά, το Νεν Λάλαϊθ κατέβαινε από μια πηγή στη σκιά του Άμον Ντάρθιρ, πάνω από τη ράχη του οποίου υπήρχε ένα απότομο πέρασμα. Από κει όποιος άντεχε μπορούσε να περάσει τα Έρεντ Γουέθριν και να κατεβεί από τα πηγάδια του Γκλίθουι στο Μπελέριαντ. Όμως αυτό δεν το γνώριζαν οι Ανατολίτες, ούτε και ο Μόργκοθ ακόμη. Γιατί όλη εκείνη η περιοχή, όσο υπήρχε ακόμη ο Οίκος του Φινγκόλφιν, ήταν ασφαλισμένη από αυτόν και κανείς από τους υπηρέτες του δεν είχε καταφέρει να φτάσει ποτέ ως εκεί. Πίστευε ότι τα Έρεντ Γουέθριν ήταν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο, τόσο στη διαφυγή από το βορρά όσο και στην επίθεση από το νότο. Και πραγματικά, για όσους δεν είχαν φτερά δεν υπήρχε άλλο πέρασμα που να ενώνει το Σέρεχ με τη μακρινή δύση όπου το Ντορ-λόμιν ενωνόταν με το Νεύραστ.
Έτσι μετά τις πρώτες εισβολές άφησαν τη Μόργουεν ανενόχλητη, αν και στα γύρω δάση καραδοκούσαν άντρες και ήταν επικίνδυνο να απομακρυνθεί κανείς πολύ. Εκεί κάτω από το άσυλο της Μόργουεν παρέμεναν ο Σάντορ ο ξυλουργός και μερικοί γέροι και γριές. καθώς και ο Τούριν, που τον κρατούσε συνέχεια κοντά της. Μα το μερτικό του Χούριν γρήγορα άρχισε να καταστρέφεται και, παρόλο που η Μόργουεν δούλευε σκληρά, παρέμενε φτωχή και θα είχε πεινάσει χωρίς τη βοήθεια που της έστελνε κρυφά η Άεριν, συγγενής του Χούριν, που κάποιος Μπρόντα, ένας από τους Ανατολίτες, την είχε κάνει διά της βίας γυναίκα του. Η ελεημοσύνη ήταν πικρή για τη Μόργουεν, αλλά δεχόταν αυτήν τη βοήθεια για χάρη του Τούριν και του αγέννητου παιδιού της και επειδή, όπως έλεγε, προερχόταν απ' τα δικά της. Γιατί αυτός ο Μπρόντα άρπαξε τους ανθρώπους, τα αγαθά και τα ζώα του Χούριν και τα πήγε στο δικό του σπίτι. Ήταν τολμηρός άνθρωπος, αλλά ασήμαντος ανάμεσα στους δικούς του πριν καταφθάσουν στο Χίθλουμ. Και έτσι, επιδιώκοντας τον πλούτο. ήταν διατεθειμένος να πάρει εκτάσεις που άλλοι του σιναφιού του δεν ήθελαν. Τη Μόργουεν την είχε δει μια φορά, όταν επέδραμε στο σπιτικό της, αλλά τον είχε κυριέψει μεγάλος τρόμος. Πίστευε ότι είχε αντικρίσει τα ολέθρια μάτια ενός λευκού δαίμονα και τον είχε καταλάβει θανάσιμος φόβος ότι θα τον έβρισκε κάποιο κακό. Και δεν λεηλάτησε το σπίτι της ούτε ανακάλυψε τον Τούριν, αλλιώς η ζωή του διαδόχου του πραγματικού κυρίου της περιοχής θα ήταν σύντομη.
Ο Μπρόντα υποδούλωσε τους Αχυροκέφαλους, όπως ονόμαζε τους κατοίκους του Χάντορ, και τους έβαλε να του φτιάξουν ένα ξύλινο σπίτι στην περιοχή βόρεια από το σπίτι του Χούριν. Και έβαζε τους σκλάβους του, σαν γελάδια, μέσα σ' έναν στάβλο, που δεν τον φρουρούσαν όμως καλά. Υπήρχαν και μερικοί ανάμεσά τους που δεν είχαν δειλιάσει και ήταν έτοιμοι να βοηθήσουν την Κυρία του Ντορ-λόμιν, ακόμη και με προσωπικό τους κίνδυνο. Και από αυτούς μάθαινε η Μόργουεν κρυφά τα νέα της περιοχής, αν και της έδιναν ελάχιστες ελπίδες όσα μάθαινε. Όμως ο Μπρόντα είχε πάρει την Άεριν για γυναίκα του και όχι για σκλάβα, αφού ελάχιστες γυναίκες υπήρχαν ανάμεσα στους δικούς του και καμιά. που να συγκρίνεται με τις κόρες των Εντάιν. Και ήλπιζε να φτιάξει φέουδο σε αυτήν τη χώρα και να αποκτήσει έναν διάδοχο για να του το αφήσει.
Η Μόργουεν τίποτα δεν έλεγε στον Τούριν για όσα είχαν συμβεί και όσα μπορούσαν να συμβούν στο μέλλον. Κι αυτός φοβόταν να σπάσει τη σιωπή της με ερωτήσεις. Όταν ήρθαν για πρώτη φορά οι Ανατολίτες στο Ντορ-λόμιν, είπε στη μητέρα του:
“Πότε θα γυρίσει ο πατέρας μου να διώξει αυτούς τους άσχημους κλέφτες; Γιατί δεν έρχεται; “
Η Μόργουεν απάντησε:
“Δεν ξέρω. Μπορεί να έχει σκοτωθεί ή μπορεί να τον κρατούν αιχμάλωτο. Ή, πάλι, μπορεί να αναγκάστηκε να απομακρυνθεί και να μην μπορεί να γυρίσει ακόμη περνώντας μέσα από τους εχθρούς που μας περιβάλλουν”.
“Τότε νομίζω ότι είναι νεκρός”, είπε ο Τούριν και μπροστά στη μητέρα του συγκράτησε τα δάκρυά του. “Γιατί κανείς δεν θα μπορούσε να τον εμποδίσει να γυρίσει κοντά μας αν ήταν ζωντανός”.
“Δεν νομίζω ότι είναι αλήθεια αυτά που είπες, γιε μου. Ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο”, είπε η Μόργουεν.