V. Ο Τούριν στο Ντόριαθ (1)
Ο Τούριν έζησε τα παιδικά του χρόνια στο βασίλειο του Ντόριαθ υπό την επίβλεψη της Μέλιαν, αν και την έβλεπε σπάνια. Υπήρχε όμως μια κόρη που λεγόταν Νέλλας και ζούσε στα δάση και με εντολή της Μέλιαν ακολουθούσε τον Τούριν όταν περιπλανιόταν στο δάσος και συχνά τον συναντούσε εκεί σαν να τον είχε βρει τυχαία. Τότε έπαιζαν μαζί ή περπατούσαν πιασμένοι από το χέρι. Γιατί ο Τούριν μεγάλωνε γρήγορα, ενώ η Νέλλας έμοιαζε να είναι μια κοπέλα της δικής του ηλικίας και έτσι ήταν και στην καρδιά παρ' όλα τα ξωτικά της χρόνια.
Από τη Νέλλας ο Τούριν έμαθε πολλά για τα δάση και τα ζωντανά πλάσματα του Ντόριαθ· τον έμαθε να μιλά και τη γλώσσα Σίνταριν όπως τη μιλούσαν στο αρχαίο βασίλειο, πιο παλιά και πιο ευγενικά, και επίσης πιο πλούσια σε ωραίες λέξεις. Έτσι για ένα διάστημα η διάθεσή του αλάφρυνε, μετά όμως τον σκέπασε πάλι η σκιά κι αυτή η φιλία διάβηκε και πέρασε σαν ανοιξιάτικο πρωινό, γιατί η Νέλλας δεν πήγαινε στο Μένεγκροθ και δεν ήθελε ποτέ να περπατά κάτω από πέτρινες στέγες. Έτσι, καθώς πέρασαν τα παιδικά χρόνια του Τούριν και η σκέψη του στράφηκε στα κατορθώματα των ανθρώπων, την έβλεπε όλο και λιγότερο και τελικά έπαψε να την αναζητά. Αλλά εκείνη συνέχισε να τον παρακολουθεί κρυμμένη.
Εννιά χρόνια έζησε ο Τούριν στο αρχοντικό του Μένεγκροθ. Η καρδιά του και η σκέψη του γύριζαν πάντα στους δικούς του και μερικές φορές παρηγοριόταν από τα νέα που έπαιρνε, γιατί ο Θίνγκολ έστελνε αγγελιαφόρους στη Μόργουεν όσο συχνά μπορούσε κι εκείνη έστελνε μηνύματα στο γιο της. Έτσι ο Τούριν έμαθε ότι τα δεινά της Μόργουεν είχαν απαλύνει και ότι η ομορφιά της αδελφής του της Νίενορ μεγάλωνε, ένα λουλούδι στον γκρίζο Βορρά. Και ο Τούριν μεγάλωνε στο ανάστημα μέχρι που έγινε ψηλός ανάμεσα στους Ανθρώπους και ξεπέρασε στο ύψος τα Ξωτικά του Ντόριαθ και η δύναμη και η αντοχή του έγιναν ξακουστά σε όλο το βασίλειο του Θίνγκολ.
Εκείνα τα χρόνια απόκτησε πολλές γνώσεις, ακούγοντας πρόθυμα τις ιστορίες για τις αρχαίες εποχές και για τα μεγάλα κατορθώματα του παρελθόντος κι έγινε στοχαστικός και λιγομίλητος. Συχνά ο Μπέλεγκ ο Τοξότης ερχόταν στο Μένεγκροθ για να τον βρει και τον πήγαινε μακριά και του δίδασκε ξυλουργική και τοξοβολία και ξιφομαχία (κάτι που του άρεσε περισσότερο). Αλλά στις τέχνες τις κατασκευαστικές ήταν λιγότερο επιδέξιος, γιατί δεν είχε μάθει ακόμη τη δύναμη που διέθετε και συχνά κατέστρεφε αυτό που έφτιαχνε με κάποιο απότομο χτύπημα. Και σε άλλα θέματα η τύχη έμοιαζε να είναι εχθρική μαζί του, έτσι που συχνά αυτό που σχεδίαζε ανατρεπόταν κι αυτό που επιθυμούσε δεν το αποκτούσε. Ούτε και κέρδιζε εύκολα τη φιλία των άλλων, γιατί δεν ήταν εύθυμος και γελούσε σπάνια και μια σκιά δηλητηρίαζε τα νιάτα του. Παρ' όλα αυτά, είχε την αγάπη και την εκτίμηση εκείνων που τον γνώριζαν καλά και απολάμβανε τιμών ως θετός γιος του βασιλιά.
Υπήρχε όμως ένας στο Ντόριαθ που ενοχλούνταν γι' αυτό και ενοχλούνταν όλο και περισσότερο όσο μεγάλωνε ο Τούριν και γινόταν άντρας. Λεγόταν Σάερος. Ήταν περήφανος και φερόταν υπεροπτικά σε όσους θεωρούσε ότι έχουν κατώτερη θέση και αξία από τον ίδιο. Έγινε φίλος του Ντάερον του τροβαδούρου, γιατί και ο ίδιος επιδιδόταν στο τραγούδι. Και δεν έτρεφε καμιά αγάπη για τους Ανθρώπους, και ιδιαίτερα για τους συγγενείς του Μπέρεν του Μονόχειρα.
“Δεν είναι παράξενο”, έλεγε, “που δέχτηκε αυτή η γη για άλλη μια φορά ένα ακόμη πλάσμα αυτής της κακορίζικης φυλής; Δεν έβλαψε αρκετά ο άλλος το Ντόριαθ;”
Έτσι έβλεπε με μισό μάτι τον Τούριν και ό,τι έπραττε και τον κακολογούσε με κάθε τρόπο. Αλλά τα λόγια του ήταν πονηρά και η κακία του συγκαλυμμένη. Αν συναντούσε τον Τούριν μόνος του, του μιλούσε υπεροπτικά και του έδειχνε καθαρά την περιφρόνησή του. Και ο Τούριν κουράστηκε απ' αυτό, αλλά για πολύν καιρό απαντούσε στα άσχημα λόγια με σιωπή, γιατί ο Σάερος ήταν σπουδαίος μέσα στο λαό του Ντόριαθ και διατελούσε σύμβουλος του βασιλιά. Όμως τόσο η σιωπή του Τούριν όσο και τα λόγια του δυσαρεστούσαν τον Σάερος το ίδιο.
Τη χρονιά που ο Τούριν έγινε δεκαεφτά χρονών, η θλίψη του ξανάρθε, γιατί έπαψε να έχει ειδήσεις από το σπίτι του. Η δύναμη του Μόργκοθ μεγάλωνε χρόνο με το χρόνο και τώρα όλο το Χίθλουμ ήταν κάτω από τη σκιά του. Αναμφίβολα ήξερε πολλά από τα έργα του λαού και των συγγενών του Χούριν και τους άφησε ήσυχους για λίγο ώστε να εκπληρωθούν τα σχέδιά του. Τώρα όμως, γι' αυτόν το σκοπό, έβαλε πυκνές φρουρές σε όλα τα περάσματα των Σκιερών Βουνών, ώστε κανείς να μην μπορεί να μπει ή να βγει από το Χίθλουμ παρά μόνο με μεγάλο κίνδυνο, και ορδές των Ορκ τριγύριζαν γύρω από τις πηγές του Νάρογκ και του Τέιγκλιν, καθώς και στις άνω όχθες του Σίριον. Έτσι μια φορά οι αγγελιαφόροι δεν επέστρεψαν και από τότε ο Θίνγκολ δεν έστειλε άλλους. Δεν άφηνε ποτέ κανέναν να βγαίνει έξω από τα σύνορα και είχε δείξει την καλύτερη του θέληση απέναντι στον Χούριν και τους συγγενείς του με το να στέλνει υπηκόους του σε επικίνδυνους δρόμους για να βρουν τη Μόργουεν στο Ντορ-λόμιν.
Έτσι ο Τούριν είχε βαριά καρδιά καθώς δεν ήξερε ποιο νέο κακό προετοιμάζεται και επειδή φοβόταν ότι μοίρα κακιά είχε βρει τη Μόργουεν και τη Νίενορ. Και για πολλές μέρες καθόταν σιωπηλός και συλλογιζόταν μελαγχολικά την πτώση του Οίκου του Χάντορ και των Ανθρώπων του Βορρά. Κι ύστερα πήγε να αναζητήσει τον Θίνγκολ. Και τον βρήκε να κάθεται με τη Μέλιαν κάτω από το Χίριλορν, τη μεγάλη οξιά του Μένεγκροθ.
Ο Θίνγκολ καθόταν και κοίταζε τον Τούριν με απορία, βλέποντας ξαφνικά μπροστά του, στη θέση του θετού του γιου, έναν Άνθρωπο να τον κοιτάζει, έναν άγνωστο ψηλό μελαχρινό με πρόσωπο λευκό, αυστηρό και περήφανο και με βαθύ βλέμμα. Αλλά ο Τούριν δεν μίλησε.
“Τι επιθυμείς, θετέ γιε;” είπε ο Θίνγκολ και καταλάβαινε ότι αυτό που θα του ζητούσε δεν θα ήταν μικρό.
“Πανοπλία, σπαθί και ασπίδα που αρμόζουν στη θέση μου. κύριέ μου”, απάντησε ο Τούριν, “Επίσης, με την άδειά σου, θα ζητήσω τώρα το Δρακοκράνος των πατέρων μου”.
“Θα τα έχεις”, είπε ο Θίνγκολ, “Αλλά ποια ανάγκη σ' έκανε να θέλεις τόσο μεγάλα όπλα;”
“Η ανάγκη ενός άντρα”, είπε ο Τούριν, “Και ενός γιου που έχει συγγενείς να θυμάται. Και χρειάζομαι επίσης συντρόφους γενναίους στ' άρματα”.
“Θα σου δώσω μια θέση ανάμεσα στους ιππότες των σπαθιών, γιατί το σπαθί θα είναι πάντα το όπλο σου”, είπε ο Θίνγκολ, “Με αυτούς μπορείς να δοκιμάσεις τον πόλεμο στα σύνορα, αν αυτή είναι η επιθυμία σου”.
“Πέρα από τα σύνορα του Ντόριαθ με παρακινεί η καρδιά μου”, είπε ο Τούριν, “Μάλλον επίθεση ενάντια στον εχθρό μας είναι αυτό που λαχταρώ παρά άμυνα”.
“Τότε πρέπει να πας μόνος σου”, είπε ο Θίνγκολ, “Το ρόλο που θα παίξει ο λαός μου στον πόλεμο με την Άνγκμπαντ τον κανονίζω εγώ σύμφωνα με την κρίση μου, Τούριν, γιε του Χούριν. Δεν θα στείλω καμιά ένοπλη δύναμη του Ντόριαθ έξω από τα σύνορα τούτον τον καιρό. Ούτε και κανέναν άλλο καιρό όπως μπορώ τώρα να προβλέψω”.
“Είσαι όμως ελεύθερος να πας όπου θέλεις, γιε της Μόργουεν”, είπε η Μέλιαν, “Η Ζώνη της Μέλιαν δεν εμποδίζει εκείνους που πέρασαν μέσα στο βασίλειο με την άδειά μας”.
“Εκτός αν σοφή συμβουλή σε συγκρατήσει”, είπε ο Θίνγκολ.
“Ποια είναι η συμβουλή σου, κύριέ μου;” είπε ο Τούριν.
“Φαίνεσαι άντρας στο παράστημα και είσαι πράγματι ψηλότερος από πολλούς άλλους”, απάντησε ο Θίνγκολ, “ Παρ' όλα αυτά δεν είσαι ακόμη ο άντρας που θα γίνεις. Μέχρι τότε πρέπει να είσαι υπομονετικός, δοκιμάζοντας και εξασκώντας τη δύναμή σου. Τότε, ίσως, θα μπορείς να σκέφτεσαι τους συγγενείς σου. Όμως ελάχιστες ελπίδες υπάρχουν να καταφέρει ένας Άνθρωπος μόνος του να κάνει κάτι περισσότερο εναντίον του Σκοτεινού Άρχοντα πέρα από το να βοηθήσει τους Άρχοντες των Ξωτικών στην άμυνά τους για όσο μπορεί να κρατήσει αυτή”.
Τότε ο Τούριν είπε:
“Ο Μπέρεν, ο συγγενής μου, έκανε περισσότερα”.
“Ο Μπέρεν, και η Λούθιεν επίσης”, είπε η Μέλιαν, “Αλλά είσαι πολύ τολμηρός για να μιλάς έτσι στον πατέρα της Λούθιεν. Δεν είναι τόσο υψηλό το πεπρωμένο σου, η γνώμη μου, Τούριν, γιε της Μόργουεν, αν και υπάρχει μεγαλείο μέσα σου και η μοίρα σου είναι δεμένη μ' εκείνη των Ξωτικών, στο καλό ή στο κακό. Πρόσεχε, λοιπόν, τη συμπεριφορά σου μήπως σου βγει σε κακό”.
Μετά από ένα διάλειμμα σιωπής, η Μέλιαν μίλησε πάλι λέγοντας: “Πήγαινε τώρα, θετέ γιε, Και ακολούθησε τη συμβουλή του βασιλιά. Θα είναι πάντα πιο συνετή από τη δική σου σκέψη. Δεν νομίζω ότι θα μείνεις μαζί μας στο Ντόριαθ για πολύ αφού γίνεις άντρας. Αν στις μέρες που θα 'ρθουν θυμάσαι τα λόγια της Μέλιαν, θα είναι για το καλό σου: να φοβάσαι και τη φλόγα και τον πάγο της καρδιάς σου και να επιδιώκεις την υπομονή, όσο μπορείς”.
Τότε ο Τούριν υποκλίθηκε μπροστά τους και έφυγε, και λίγο αργότερα φόρεσε το Δρακοκράνος και πήρε όπλα και πήγε στα βόρεια σύνορα μαζί με τους πολεμιστές των Ξωτικών που πολεμούσαν ασταμάτητα με τους Ορκ και όλους τους υπηρέτες και τα πλάσματα του Μόργκοθ. Έτσι, αν και μόλις είχε αφήσει πίσω του τα παιδικά του χρόνια, δοκιμάστηκαν και η δύναμη και το κουράγιο του. Και με τη θύμηση των αδικιών που είχαν υποστεί οι δικοί του, ήταν ακόμη πιο θαρραλέος σ' όσα έκανε και δέχτηκε πολλά τραύματα από λόγχες και βέλη και από τα καμπυλωτά σπαθιά των Ορκ.
Όμως η μοίρα του τον έσωζε από το θάνατο. Και διαδόθηκε σε όλα τα δάση και μαθεύτηκε πολύ πέρα από το Ντόριαθ ότι είχε εμφανιστεί πάλι το Δρακοκράνος του Ντορ-λόμιν. Τότε πολλοί αναρωτιούνταν λέγοντας:
“Μπορεί το πνεύμα ενός ανθρώπου να ξεφύγει από το θάνατο; Ή μήπως ο ίδιος ο Χούριν του Χίθλουμ ξέφυγε στ ' αλήθεια από τα έγκατα της Κόλασης; “
Εκείνη την εποχή μόνο ένας ανάμεσα στους φύλακες του Θίνγκολ ήταν ισχυρότερος στα όπλα από τον Τούριν και αυτός ήταν ο Μπέλεγκ ο Τοξότης. Και ο Μπέλεγκ και ο Τούριν ήταν σύντροφοι σε κάθε κίνδυνο και πολεμούσαν μαζί στα άγρια δάση.
Έτσι πέρασαν τρία χρόνια και όλο αυτό το διάστημα ο Τούριν ερχόταν σπάνια στο ανάκτορο του Θίνγκολ. Και δεν τον ένοιαζε πια η εμφάνισή του και η ενδυμασία του, αλλά τα μαλλιά του ήταν αφρόντιστα και η πανοπλία του σκεπασμένη με έναν γκρίζο μανδύα λεκιασμένο από την πολυκαιρία. Αλλά το τρίτο καλοκαίρι μετά την αναχώρηση του Τούριν, όταν ο ίδιος ήταν είκοσι χρονών, επειδή έτυχε να θέλει να ξεκουραστεί και χρειαζόταν σιδηρουργό για να επιδιορθώσει τα όπλα του, ήρθε στο Μένεγκροθ απροειδοποίητα και ένα βράδυ μπήκε στην αίθουσα. Ο Θίνγκολ δεν ήταν εκεί, είχε πάει στο πράσινο δάσος με τη Μέλιαν, όπως του άρεσε να κάνει μερικές φορές τα καλοκαίρια.
Ο Τούριν πήρε ένα κάθισμα χωρίς να δώσει σημασία, γιατί ήταν κατάκοπος από το ταξίδι και γεμάτος σκέψεις. Και από κακή του τύχη κάθισε σ' ένα τραπέζι ανάμεσα στους ανώτατους άρχοντες του βασιλείου και στη θέση όπου καθόταν συνήθως ο Σάερος. Ο Σάερος, που ήρθε αργά, εξοργίστηκε πιστεύοντας ότι ο Τούριν το έκανε αυτό από περηφάνια και επειδή ήθελε να τον προσβάλει. Και η οργή του δεν λιγόστεψε όταν είδε ότι οι άλλοι στο τραπέζι δεν επέπληξαν τον Τούριν, αλλά τον καλωσόρισαν σαν να ήταν άξιος να κάθεται ανάμεσά τους.
Έτσι για λίγο ο Σάερος προσποιήθηκε κι αυτός ότι έχει παρόμοια γνώμη και κάθισε σε άλλο σημείο στο τραπέζι, απέναντι από τον Τούριν.
“Σπάνια μας τιμά ο φύλακας των συνόρων με τη συντροφιά του”, είπε, “Και ευχαρίστως παραχωρώ τη συνηθισμένη μου θέση προκειμένου να μιλήσω μαζί του”.
Αλλά ο Τούριν, που μιλούσε με τον Μάμπλουνγκ τον Κυνηγό, δεν σηκώθηκε και είπε μόνο ένα κοφτό “Σ' ευχαριστώ”.
Ο Σάερος τότε άρχισε να του κάνει ερωτήσεις για τα νέα από τα σύνορα και τα κατορθώματά του στα δάση. Αλλά αν και τα λόγια του ακούγονταν σωστά, ο χλευασμός στη φωνή του ήταν φανερός. Τότε ο Τούριν έγινε επιφυλακτικός και κοίταξε γύρω του κι ένιωσε την πίκρα του εξόριστου. Παρ' όλο το φως και τα γέλια του ανακτόρου των Ξωτικών, το μυαλό του πήγε στον Μπέλεγκ και τη ζωή τους στο δάσος και από κει έτρεξε μακριά στη Μόργουεν στο Ντορ-λόμιν, στο σπίτι του πατέρα του. Και του 'ρθε κακοκεφιά από αυτές τις σκοτεινές σκέψεις και δεν απάντησε στον Σάερος. Τότε ο Σάερος, πιστεύοντας ότι ο Τούριν ήταν συνοφρυωμένος εξαιτίας του, δεν συγκράτησε άλλο την οργή του. Έβγαλε μια χρυσή χτένα και την πέταξε πάνω στο τραπέζι μπροστά στον Τούριν φωνάζοντας:
“Αναμφίβολα Άνθρωπε του Χίθλουμ, ήρθες βιαστικά σ' αυτό το τραπέζι και μπορούμε να σου συγχωρέσουμε το βρόμικο μανδύα σου, αλλά δεν υπάρχει λόγος ν' αφήνεις το κεφάλι σου αφρόντιστο σαν θάμνο με βατόμουρα. Και ίσως αν δεν ήταν σκεπασμένα τα αυτιά σου, θ' άκουγες καλύτερα τι σου λένε”.
Ο Τούριν δεν μίλησε, αλλά στράφηκε στον Σάερος και μια λάμψη υπήρχε μέσα στη σκοτεινιά των ματιών του. Μα ο Σάερος αψήφησε αυτή την προειδοποίηση και του ανταπόδωσε το βλέμμα με χλευασμό, λέγοντας δυνατά για να ακούσουν όλοι:
“Αν οι Άντρες του Χίθλουμ είναι τόσο άγριοι και αφρόντιστοι, πώς θα είναι άραγε οι γυναίκες αυτής της χώρας; Μήπως τρέχουν σαν τα ελάφια ντυμένες μόνο με τα μαλλιά τους;”.
Τότε ο Τούριν πήρε ένα κύπελλο και το πέταξε στο πρόσωπο του Σάερος, που έπεσε πίσω βαριά χτυπημένος. Και ο Τούριν τράβηξε το σπαθί του και θα του είχε επιτεθεί αν δεν τον συγκρατούσε ο Μάμπλουνγκ. Τότε ο Σάερος σηκώθηκε, έφτυσε αίμα πάνω στο τραπέζι και μίλησε όσο καλύτερα μπορούσε με σπασμένο στόμα:
“Πόσον καιρό θα φιλοξενούμε αυτόν τον δασόβιο αγροίκο; Ο νόμος του βασιλιά είναι αυστηρός μ' εκείνους που τραυματίζουν τους άρχοντές του μέσα στο ανάκτορο. Και για όσους τραβούν σπαθί εδώ μέσα, το να κηρυχθούν παράνομοι είναι η μικρότερη τιμωρία. Έξω από την αίθουσα θα σου απαντήσω, δασόβιε!”.
Όταν όμως ο Τούριν είδε το αίμα πάνω στο τραπέζι, η καρδιά του έγινε παγερή. Με ένα τίναγμα ελευθερώθηκε από τον Μάμπλουνγκ και έφυγε από την αίθουσα χωρίς να πει λέξη. Τότε ο Μάμπλουνγκ είπε στον Σάερος:
“Τι έπαθες απόψε; Για τούτο το κακό θεωρώ εσένα υπεύθυνο. Και μπορεί ο νόμος του βασιλιά να κρίνει ότι ένα σπασμένο στόμα είναι δίκαιη τιμωρία για τους χλευασμούς σου”.
“Αν το κουτάβι έχει παράπονα, ας τα υποβάλει στην κρίση του βασιλιά”, απάντησε ο Σάερος, “Όμως το να τραβήξει σπαθί εδώ μέσα δεν δικαιολογείται για κανένα τέτοιο αίτιο. Αν ο δασόβιος τραβήξει σπαθί εναντίον μου έξω από την αίθουσα, θα τον σκοτώσω”.
“Μπορεί κάλλιστα να γίνει και το αντίθετο”, είπε ο Μάμπλουνγκ, “Αλλά όποιος από τους δύο και αν σκοτωθεί, θα είναι κακό, κάτι που ταιριάζει περισσότερο στην Άνγκμπαντ παρά στο Ντόριαθ, και θα ακολουθήσει κι άλλο κακό μετά απ' αυτό. Πραγματικά νιώθω ότι κάποια σκιά του Βορρά απλώθηκε και μας άγγιξε απόψε. Πρόσεχε, Σάερος, μήπως πραγματώσεις το θέλημα του Μόργκοθ με την αλαζονεία σου και θυμήσου ότι είσαι Έλνταρ”.
“Δεν το ξεχνώ”, απάντησε ο Σάερος. Αλλά δεν συγκράτησε την οργή του και, όλη εκείνη τη νύχτα, όσο περιποιόταν το τραύμα του, η κακία του μεγάλωνε.