V. Ο Τούριν στο Ντόριαθ (2)
Το πρωί έστησε ενέδρα στον Τούριν, καθώς εκείνος ξεκίνησε νωρίς από το Μένεγκροθ για να επιστρέψει στους βάλτους. Ο Τούριν είχε απομακρυνθεί ελάχιστα, όταν ο Σάερος έτρεξε για να του επιτεθεί από πίσω με τραβηγμένο το σπαθί και ασπίδα στο χέρι. Αλλά ο Τούριν, εξασκημένος από τις ερημιές να είναι πάντα σε επιφυλακή, τον είδε με την άκρη του ματιού του και πηδώντας στο πλάι τράβηξε το σπαθί και στράφηκε προς τον εχθρό του.
“Μόργουεν!” φώναξε, “τώρα ο χλευαστής σου θα πληρώσει για τη χλεύη του!”. Κι έσκισε την ασπίδα του Σάερος στα δύο και μετά άρχισαν να ξιφομαχούν με γρήγορα χτυπήματα. Αλλά ο Τούριν είχε θητεύσει για πολύ σε σκληρό σχολείο και είχε γίνει ευκίνητος όσο και τα Ξωτικά, αλλά και πιο δυνατός. Γρήγορα επικράτησε και, τραυματίζοντας τον Σάερος στο χέρι που κρατούσε το ξίφος, τον είχε στο έλεός του. Τότε πάτησε το ξίφος που είχε πέσει από το χέρι του εχθρού του.
“Σάερος”, είπε, “σε περιμένει μεγάλος δρόμος και τα ρούχα θα σε εμποδίζουν. Πρέπει να αρκεστείς μόνο στα μαλλιά”. Και ξαφνικά τον έριξε κάτω και τον έγδυσε και ο Σάερος αισθάνθηκε τη μεγάλη δύναμη του Τούριν και φοβήθηκε. Αλλά ο Τούριν τον άφησε να σηκωθεί και μετά φώναξε.
“Τρέχα, τρέχα, χλευαστή των γυναικών! Τρέχα! Και αν δεν τρέχεις γρήγορα σαν τα ελάφια, θα σε κεντρίζω από πίσω”.
Κι έβαλε τη μύτη του ξίφους στο γλουτό του Σάερος. Αυτός άρχισε να τρέχει στο δάσος, φωνάζοντας δυνατά “βοήθεια” μέσα στον τρόμο του. Αλλά ο Τούριν ερχόταν πίσω του σαν κυνηγόσκυλο και, όπως κι αν έτρεχε ή έστριβε ο Σάερος, ήταν πάντα πίσω του και τον έσπρωχνε κεντρίζοντάς τον με το ξίφος.
Οι φωνές του Σάερος έφεραν και πολλούς άλλους σε αυτή την καταδίωξη. Ακολουθούσαν, αλλά μόνο οι πιο γρήγοροι κατάφερναν να βρίσκονται κοντά στους δύο δρομείς. Ο Μάμπλουνγκ συγκαταλεγόταν μεταξύ των πρώτων και ήταν προβληματισμένος, γιατί, αν και ο χλευασμός του Σάερος του είχε φανεί απαράδεκτος, "Η κακία που ξυπνά το πρωί είναι η ευθυμία του Μόργκοθ τη νύχτα". Και, επί πλέον, ήταν βαρύ να ντροπιάσει κανείς ένα Ξωτικό με δική του απόφαση χωρίς να κριθεί το θέμα. Κανείς δεν ήξερε τότε ότι ο Σάερος είχε επιτεθεί πρώτος στον Τούριν με σκοπό να τον σκοτώσει.
“Σταμάτα, Τούριν, σταμάτα!” φώναξε, “Αυτά είναι φερσίματα των Ορκ στα δάση!”.
“Τα φερσίματα των Ορκ στα δάση συνέβησαν πριν από λίγο. Τούτα δω είναι τα παιχνίδια των Ορκ”, φώναξε ο Τούριν.
Πριν μιλήσει ο Μάμπλουνγκ, ο Τούριν ήταν έτοιμος να αφήσει τον Σάερος, τώρα όμως με μια κραυγή όρμησε πάλι πίσω του. Και ο Σάερος, βλέποντας απελπισμένος ότι δεν θα τον βοηθούσε κανείς και πιστεύοντας ότι ο θάνατός του πλησίαζε, συνέχισε να τρέχει έντρομος μέχρι που ξαφνικά έφτασε σ' ένα σημείο όπου ένας παραπόταμος του Εσγκάλντουιν κυλούσε στο βάθος ενός χάσματος ανάμεσα σε ψηλούς βράχους. Και η απόσταση ήταν αρκετά μικρή για να την πηδήσει ελάφι. Μέσα στον τρόμο του ο Σάερος προσπάθησε να πηδήσει, αλλά γλίστρησε στην απέναντι όχθη κι έπεσε πίσω με μια κραυγή και τσακίστηκε πάνω σ' ένα μεγάλο βράχο στο νερό. Έτσι τέλειωσε η ζωή του στο Ντόριαθ. Και ο Μάντος θα τον κρατούσε πολύ.
Ο Τούριν κοίταξε κάτω το πτώμα του Σάερος που κειτόταν μέσα στο ποτάμι και σκέφτηκε: “Δυστυχισμένε ανόητε! Εδώ θα τον άφηνα να γυρίσει πίσω στο Μένεγκροθ. Τώρα μου φόρτωσε μια ενοχή που δεν μου αξίζει”. Και γύρισε και κοίταξε σκυθρωπός τον Μάμπλουνγκ και τους συντρόφους του, που πλησίασαν και στάθηκαν δίπλα του στο χείλος του χάσματος. Μετά από μια σιωπή, ο Μάμπλουνγκ είπε βαριά:
“Αλίμονο! Γύρνα τώρα μαζί μας, Τούριν, γιατί ο βασιλιάς πρέπει να κρίνει αυτές τις πράξεις”. Αλλά ο Τούριν είπε:
“Αν ο βασιλιάς ήταν δίκαιος, θα μ' έκρινε αθώο. Μα τούτος εδώ ήταν ένας από τους συμβούλους του. Γιατί ένας δίκαιος βασιλιάς να επιλέξει μια μοχθηρή καρδιά για φίλο του; Αποκηρύσσω το νόμο του και την κρίση του”.
“Τα λόγια σου είναι όλο έπαρση”, του είπε ο Μάμπλουνγκ, αν και τον λυπόταν, “Φέρσου λογικά! Δεν θα γίνεις φυγάς. Σου ζητώ να επιστρέψεις μαζί μου σαν φίλος. Και υπάρχουν κι άλλοι μάρτυρες. Όταν ο βασιλιάς μάθει την αλήθεια, μπορείς να ελπίζεις ότι θα σε συγχωρέσει”.
Αλλά ο Τούριν είχε βαρεθεί τα ανάκτορα των Ξωτικών και φοβόταν μήπως τον κρατήσουν αιχμάλωτο. Και είπε στον Μάμπλουνγκ:
“Αρνούμαι το αίτημά σου. Δεν θα ζητήσω τη συγχώρεση του βασιλιά Θίνγκολ για τίποτα. Και θα πάω εκεί όπου η καταδίκη του δεν θα μπορεί να με βρει. Έχετε μόνο δύο επιλογές: ή να με αφήσετε να φύγω ελεύθερος ή να με σκοτώσετε, αν αυτό θα ταίριαζε με το νόμο σας. Γιατί είστε πολύ λίγοι για να με πιάσετε ζωντανό”.
Από τη φλόγα στα μάτια του είδαν ότι έλεγε αλήθεια και τον άφησαν να περάσει.
“Ένας θάνατος είναι αρκετός”, είπε ο Μάμπλουνγκ.
“Δεν τον θέλησα, αλλά δεν θα θρηνήσω”, είπε ο Τούριν. “Είθε ο Μάντος να τον κρίνει δίκαια. Και αν επιστρέψει ποτέ στη γη των ζωντανών, είθε να είναι πιο συνετός. Έχε γεια! “ “Κι εσύ έχε ελευθερία!” απάντησε ο Μάμπλουνγκ. “Γιατί αυτή είναι η επιθυμία σου. Να σου ευχηθώ να είσαι καλά θα ήταν μάταιο αν ακολουθήσεις αυτόν το δρόμο. Μια σκιά απλώνεται πάνω σου. Όταν συναντηθούμε ξανά, είθε να μην είναι πιο σκοτεινή”.
Ο Τούριν δεν απάντησε, αλλά τους άφησε κι έφυγε γρήγορα μόνος και κανείς δεν ήξερε πού να πάει.
Λένε πως καθώς ο Τούριν δεν φαινόταν στα βόρεια σύνορα του Ντόριαθ και δεν υπήρχε καμιά είδηση γι' αυτόν, ο Μπέλεγκ ο Τοξότης ήρθε ο ίδιος στο Μένεγκροθ για να τον βρει. Και με βαριά καρδιά άκουσε τα νέα για τις πράξεις του Τούριν και τη φυγή του. Λίγο αργότερα ο Θίνγκολ και η Μέλιαν επέστρεψαν στο ανάκτορό τους, γιατί το καλοκαίρι πλησίαζε στο τέλος του. Και όταν ο βασιλιάς άκουσε τι είχε συμβεί, είπε:
“Αυτό είναι σοβαρό ζήτημα και πρέπει να το διαλευκάνω πλήρως. Αν και ο Σάερος, ο σύμβουλός μου, σκοτώθηκε, και ο Τούριν, ο θετός μου γιος, έφυγε, αύριο θα καθίσω στην έδρα της κρίσης και θα τα ερευνήσω όλα πάλι με τη σειρά τους πριν εκφέρω την κρίση μου”.
Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς κάθισε στο θρόνο στην αυλή του και γύρω του μαζεύτηκαν όλοι οι ηγεμόνες και οι πρεσβύτεροι του Ντόριαθ. Ακούστηκαν πολλοί μάρτυρες και ο Μάμπλουνγκ μίλησε πιο πολύ και πιο ξεκάθαρα απ' όλους. Και καθώς μιλούσε για το διαπληκτισμό στο τραπέζι, ο βασιλιάς διαισθάνθηκε ότι η καρδιά του Μάμπλουνγκ έκλινε προς τον Τούριν.
“Μιλάς ως φίλος του Τούριν, του γιου του Χούριν;” είπε ο Θίνγκολ.
“Ήμουν φίλος του, αλλά αγαπώ την αλήθεια περισσότερο”, απάντησε ο Μάμπλουνγκ. “Άκουσέ με ως το τέλος, κύριέ μου!” Όταν τα αφηγήθηκε όλα, ακόμη και τα αποχαιρετιστήρια λόγια του Τούριν, ο Θίνγκολ αναστέναξε. Κοίταξε εκείνους που κάθονταν γύρω του και είπε:
“Αλίμονο! Βλέπω μια σκιά στα πρόσωπά σας. Πώς κατάφερε να εισχωρήσει στο βασίλειό μου; Εδώ υπήρξε κακόβουλη διάθεση. Τον Σάερος τον θεωρούσα πιστό και σοφό, αλλά αν ζούσε, θα αισθανόταν το θυμό μου, γιατί ο χλευασμός του έδειχνε κακία και τον θεωρώ υπεύθυνο για όσα έγιναν μέσα στην αίθουσα. Μέχρι εδώ ο Τούριν έχει τη συγχώρεσή μου. Αλλά δεν μπορώ να παραβλέψω τις επόμενες πράξεις του, τότε που η οργή θα έπρεπε να κοπάσει. Ο εξευτελισμός του Σάερος και το κυνηγητό μέχρι το θάνατό του ήταν αδικίες μεγαλύτερες από την προσβολή. Δείχνουν μια καρδιά σκληρή και περήφανη”.
Τότε ο Θίνγκολ έμεινε για λίγο σκεφτικός και τελικά μίλησε με θλίψη.
“Ο θετός γιος είναι αγνώμων και άνθρωπος πολύ επηρμένος για τη θέση του. Πώς μπορώ να συνεχίσω να φιλοξενώ κάποιον που περιφρονεί εμένα και τους νόμους μου ή να συγχωρήσω κάποιον που δεν μετανοεί; Η απόφασή μου πρέπει να είναι αυτή: θα εξορίσω τον Τούριν από το Ντόριαθ. Αν επιδιώξει να μπει, θα μεταφερθεί εδώ για να κριθεί ενώπιόν μου. Και αν πρώτα δεν ζητήσει συγχώρεσή μπροστά στα πόδια μου, δεν θα είναι πια γιος μου. Αν υπάρχει κανείς εδώ που να το θεωρεί αυτό άδικο, ας πάρει το λόγο!”.
Τότε σιωπή απλώθηκε στην αίθουσα και ο Θίνγκολ σήκωσε το χέρι του για να εκφέρει την κρίση του. Αλλά εκείνη τη στιγμή μπήκε βιαστικά ο Μπέλεγκ και φώναξε:
“Κύριέ μου, μπορώ να μιλήσω έστω και τώρα;”
“Έρχεσαι αργά”, είπε ο Θίνγκολ, “Δεν κλήθηκες μαζί με τους άλλους;”
“Όντως κλήθηκα, κύριέ μου”, απάντησε ο Μπέλεγκ, “αλλά καθυστέρησα. Αναζητούσα κάποιον που γνωρίζω. Τώρα φέρνω επιτέλους έναν μάρτυρα που πρέπει να ακουστεί πριν βγει η απόφασή σου”.
“Κλήθηκαν όλοι όσοι είχαν κάτι να πουν”, είπε ο βασιλιάς, “Τι μπορεί να μου πει αυτός που να έχει μεγαλύτερο βάρος από αυτά που άκουσα ήδη;”
“Θα το κρίνεις αφού ακούσεις”, είπε ο Μπέλεγκ, “Κάνε μου αυτήν τη χάρη, αν ποτέ υπήρξα άξιος της χάρης σου”.
“Ας γίνει αυτό που ζητάς”, είπε ο Θίνγκολ. Τότε ο Μπέλεγκ βγήκε έξω και έφερε μέσα από το χέρι την κόρη Νέλλας, που ζούσε στα δάση και δεν πλησίαζε ποτέ στο Μένεγκροθ και φοβόταν τόσο τη μεγάλη αίθουσα με τις αψίδες και την πέτρινη οροφή όσο και τα πολλά μάτια που την παρακολουθούσαν. Και όταν ο Θίνγκολ της είπε να μιλήσει, αυτή είπε: “Κύριε, καθόμουν σ' ένα δέντρο”. Μετά όμως σάστισε από δέος για το βασιλιά και δεν μπορούσε να πει τίποτε άλλο.
Τότε ο βασιλιάς χαμογέλασε και είπε:
“Κι άλλοι το έχουν κάνει αυτό, αλλά δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να μου το πουν”.
“Κι άλλοι όντως”, είπε η Νέλλας, παίρνοντας κουράγιο από το χαμόγελό του, “Ακόμη και η Λούθιεν! Και αυτήν σκεφτόμουν εκείνο το πρωί και τον Μπέρεν τον Άνθρωπο”.
Σε αυτό ο Θίνγκολ δεν είπε τίποτα κι έπαψε να χαμογελά, αλλά περίμενε να μιλήσει πάλι η Νέλλας.
“Γιατί ο Τούριν μου θύμιζε τον Μπέρεν”, είπε αυτή τελικά, “Είναι συγγενείς, άκουσα, και μερικοί μπορούν να διακρίνουν αυτήν τη συγγένεια. Εκείνοι που κοιτάζουν με προσοχή”.
Τότε ο Θίνγκολ άρχισε να χάνει την υπομονή του. “Μπορεί”, είπε, “Αλλά ο Τούριν, ο γιος του Χούριν, έφυγε περιφρονώντας με, κι έτσι δεν θα τον ξαναδείς για να διακρίνεις τη συγγένειά του. Γιατί τώρα θα εκφέρω την κρίση μου”.
“Κύριε και βασιλιά μου!” φώναξε τότε η Νέλλας, “Άκουσέ με και άφησέ με να μιλήσω πρώτα. Καθόμουν σ' ένα δέντρο για να δω τον Τούριν καθώς έφευγε. Και είδα τον Σάερος να βγαίνει από το δάσος με σπαθί και ασπίδα και να ορμά ενάντια στον Τούριν απροειδοποίητα”.
Τότε ακούστηκαν μουρμουρητά στην αίθουσα. Και ο βασιλιάς σήκωσε το χέρι του λέγοντας:
“Φέρνεις στ' αυτιά μου νέα τόσο σοβαρά που μοιάζουν απίθανα. Πρόσεχε καλά όσα λες. Γιατί βρίσκεσαι σε δικαστήριο καταδίκης”.
“Αυτό μου είπε ο Μπέλεγκ”, απάντησε η Νέλλας, “ και μόνο γι' αυτό τόλμησα να έρθω εδώ, για να μην κριθεί άδικα ο Τούριν. Είναι γενναίος αλλά και ευσπλαχνικός. Μονομάχησαν, κύριέ μου, αυτοί οι δύο, μέχρι που ο Τούριν πέταξε από τα χέρια του Σάερος και την ασπίδα και το σπαθί. Αλλά δεν τον σκότωσε. Γι' αυτό δεν πιστεύω ότι ήθελε το θάνατό του. Αν ο Σάερος ντροπιάστηκε, ήταν ντροπή που του άξιζε”.
“Η κρίση είναι δική μου”, είπε ο Θίνγκολ, “Αλλά αυτά που είπες θα την καθορίσουν”. Μετά έκανε λεπτομερείς ερωτήσεις στη Νέλλας και τελικά στράφηκε στον Μάμπλουνγκ λέγοντας:
“Μου φαίνεται παράξενο που ο Τούριν δεν σου είπε τίποτα γι' αυτό”.
“Και όμως δεν είπε”, απάντησε ο Μάμπλουνγκ, “αλλιώς θα το είχα αναφέρει. Και θα του είχα μιλήσει διαφορετικά όταν χωρίζαμε”.
“Και διαφορετική θα είναι και η απόφασή μου τώρα”, είπε ο Θίνγκολ, “Ακούστε με! Όποια ενοχή μπορεί να προσαφθεί στον Τούριν τη συγχωρώ, θεωρώντας ότι ο Σάερος τον αδίκησε και τον προκάλεσε. Και αφού ήταν όντως, όπως είπε ο ίδιος, ένας από τους συμβούλους μου που τον κακομεταχειρίστηκε έτσι, δεν θα ζητήσει αυτήν τη συγχώρεση, αλλά θα του τη στείλω εγώ, όπου κι αν βρίσκεται. Και θα τον καλέσω με τιμές στο ανάκτορό μου”.
Μα όταν ακούστηκε η απόφαση, η Νέλλας έκλαψε ξαφνικά.
“Πού μπορεί να βρίσκεται;” είπε, “Έφυγε από τη χώρα μας και ο κόσμος είναι μεγάλος”.
“Θα τον αναζητήσουμε”, είπε ο Θίνγκολ.
Και σηκώθηκε, ενώ ο Μπέλεγκ πήρε τη Νέλλας και την οδήγησε έξω από το Μένεγκροθ. Και της είπε:
“Μην κλαις. Γιατί, αν ο Τούριν ζει ή περπατά ακόμη σε άλλη χώρα, εγώ θα τον βρω έστω και αν όλοι οι άλλοι αποτύχουν”.
Την επόμενη μέρα ο Μπέλεγκ εμφανίστηκε μπροστά στον Θίνγκολ και τη Μέλιαν και ο βασιλιάς του είπε:
“Συμβούλεψέ με, Μπέλεγκ, γιατί όσα έγιναν με θλίβουν. Δέχτηκα το γιο του Χούριν σαν δικό μου γιο κι έτσι θα παραμείνει, εκτός αν ο ίδιος ο Χούριν επιστρέψει από τις σκιές για να τον διεκδικήσει. Δεν θέλω να πει κανείς ότι ο Τούριν εκδιώχθηκε άδικα στις ερημιές και ευχαρίστως θα τον καλωσόριζα πίσω. Γιατί τον αγαπούσα πολύ”.
“Δώσε μου την άδειά σου, κύριέ μου”, είπε ο Μπέλεγκ, “και για λογαριασμό σου θα επανορθώσω αυτό το κακό, αν μπορώ. Γιατί τέτοια αντρειοσύνη σαν αυτήν που έχει δείξει δεν πρέπει να χαθεί στις ερημιές. Το Ντόριαθ τον χρειάζεται κι αυτή η ανάγκη θα μεγαλώνει. Κι εγώ τον αγαπώ επίσης”.
Τότε ο Θίνγκολ είπε στον Μπέλεγκ:
“Τώρα έχω ελπίδες στην αναζήτηση! Πήγαινε με την καλή μου θέληση και αν τον βρεις, προφύλαξέ τον και καθοδήγησέ τον όπως μπορείς. Μπέλεγκ Κουθάλιον, από καιρό ήσουν ο σημαντικότερος από τους υπερασπιστές του Ντόριαθ και για πολλές πράξεις ανδρείας και σοφίας έχεις κερδίσει τις ευχαριστίες μου. Μεγαλύτερη απ' όλες θα θεωρήσω το να βρεις τον Τούριν. Σε αυτό τον αποχαιρετισμό μας ζήτα όποιο δώρο θέλεις και δεν θα σου το αρνηθώ”.
“Ζητώ τότε ένα σπαθί με αξία”, είπε ο Μπέλεγκ, “Γιατί οι Ορκ έρχονται τώρα σε τάξεις πολύ πυκνές και κοντινές για ένα τόξο μόνο, και το ξίφος που έχω δεν μπορεί να διαπεράσει την πανοπλία τους”.
“Διάλεξε απ' όλα όσα έχω”, είπε ο Θίνγκολ, “εκτός από το Αρανρούθ, το δικό μου”.
Τότε ο Μπέλεγκ διάλεξε το Ανγκλάχελ. Και ήταν αυτό σπαθί μεγάλης φήμης και είχε ονομαστεί έτσι επειδή ήταν φτιαγμένο από σίδηρο που έπεσε από τον ουρανό σαν διάττοντας αστέρας. Έκοβε κάθε γήινο σίδερο και υπήρχε μόνο ένα άλλο όμοιό του στη Μέση γη. Κείνο κει το σπαθί δεν εμφανίζεται σε τούτη την ιστορία, αν και ήταν φτιαγμένο από το ίδιο μέταλλο και από τον ίδιο οπλουργό.
Κι αυτός ο οπλουργός ήταν ο Έολ το Σκοτεινό Ξωτικό, που πήρε για γυναίκα την Άραδελ την αδελφή του Τούργκον. Ο Έολ είχε δώσει το Ανγκλάχελ στον Θίνγκολ με μισή καρδιά ως αντίτιμο για να του επιτραπεί να ζήσει στο Ναν Έλμοθ. Όμως το άλλο σπαθί, το Ανγκουίρελ το ταίρι του, το κράτησε, μέχρι που του το έκλεψε ο Μαέγκλιν, ο γιος του.
Όμως καθώς ο Θίνγκολ γύριζε τη λαβή του Ανγκλάχελ προς τον Μπέλεγκ, η Μέλιαν κοίταξε τη λεπίδα. Και είπε:
“Υπάρχει μοχθηρία σ' αυτό το σπαθί. Η καρδιά του οπλουργού ζει ακόμη μέσα του και αυτή η καρδιά ήταν σκοτεινή. Δεν θα αγαπήσει το χέρι που υπηρετεί. Ούτε και θα μείνει μαζί σου για πολύ”.
“Έστω κι έτσι, θα το κρατήσω για όσο θα μπορώ”, είπε ο Μπέλεγκ. Και ευχαριστώντας το βασιλιά πήρε το σπαθί και έφυγε. Μάταια αναζήτησε τον Τούριν σε όλο το Μπελέριαντ περνώντας πολλούς κινδύνους. Και πέρασε εκείνος ο χειμώνας και η άνοιξη μετά απ' αυτόν.