VI. Ο Τούριν ανάμεσα στους Παράνομους (3)
Όμως εκείνη τη στιγμή επέστρεψε ο Τούριν, φτάνοντας αθόρυβα όπως συνήθιζε, στάθηκε στη σκιά πίσω από τον κλοιό των ανδρών και είδε το καταβεβλημένο πρόσωπο του Μπέλεγκ στο φως του δαυλού. Τότε ένιωσε σαν να τον χτύπησε βέλος και να 'λιωσε ξαφνικά η παγωνιά μέσα του, και τα μάτια του γέμισαν από δάκρυα που συγκρατούσε καιρό. Πετάχτηκε πάνω και έτρεξε στο δέντρο.
“Μπέλεγκ! Μπέλεγκ!” φώναξε, “Πώς βρέθηκες εδώ; Και γιατί είσαι δεμένος;”. Έκοψε αμέσως τα δεσμά του φίλου του και ο Μπέλεγκ έπεσε στα χέρια του.
Όταν ο Τούριν άκουσε όλα όσα του είπαν οι άντρες, θύμωσε και λυπήθηκε. Αλλά πρώτα ασχολήθηκε με τον Μπέλεγκ. Όσο τον περιποιόταν με τις όποιες ικανότητες είχε, σκεφτόταν τη ζωή του στα δάση και ο θυμός του στράφηκε ενάντια στον εαυτό του, γιατί συχνά σκότωναν αγνώστους που τους έπιαναν κοντά στα λημέρια τους ή στις ενέδρες τους, κι εκείνος δεν το εμπόδιζε, και συχνά ο ίδιος μιλούσε άσχημα για το βασιλιά Θίνγκολ και τα Γκρίζα Ξωτικά, κι έτσι έφταιγε και αυτός αν οι άντρες του είχαν μεταχειριστεί τον Μπέλεγκ σαν εχθρό. Τότε γύρισε με πικρία στους άντρες.
“Φανήκατε σκληροί”, είπε, “και χωρίς λόγο. Ποτέ μέχρι τώρα δεν έχουμε βασανίσει αιχμάλωτο. Όμως σε αυτή την κατάσταση μας έφερε η ζωή που ζούμε, να φερόμαστε σαν Ορκ. Άνομες και άκαρπες ήταν όλες οι πράξεις μας. Υπηρετούσαν μόνο τον εαυτό μας και έτρεφαν το μίσος στην καρδιά μας”.
Αλλά ο Αντρόγκ είπε:
“Και ποιον θα 'πρεπε να υπηρετούμε αν όχι τον εαυτό μας; Ποιον θα 'πρεπε να αγαπάμε, όταν όλοι μάς μισούν;”
“Τα δικά μου χέρια τουλάχιστον δεν θα στραφούν ενάντια σε Ξωτικά ή Ανθρώπους”, είπε ο Τούριν, “Η Άνγκμπαντ έχει αρκετούς υπηρέτες. Αν οι άλλοι δεν θέλουν να δώσουν αυτό τον όρκο μαζί μου, θα συνεχίσω μόνος”.
Τότε ο Μπέλεγκ άνοιξε τα μάτια του και σήκωσε το κεφάλι του.
“Όχι μόνος!” είπε, “Τώρα επιτέλους μπορώ να σου πω τα νέα μου. Δεν είσαι παράνομος και το όνομα Νέιθαν δεν σου ταιριάζει. Όποιο σφάλμα καταλογίστηκε στη συμπεριφορά σου έχει συγχωρεθεί. Εδώ και ένα χρόνο σε αναζητούν για να σε καλέσουν πίσω με τιμές στην υπηρεσία του βασιλιά. Πολύν καιρό τώρα λείπει το Δρακοκράνος”.
Αλλά ο Τούριν δεν έδειξε χαρά με αυτό το νέο και καθόταν για πολλή ώρα σιωπηλός. Γιατί με τα λόγια του Μπέλεγκ μια σκιά είχε πέσει πάλι πάνω του.
“Ας περάσει αυτή η νύχτα”, είπε τελικά, “Μετά θα διαλέξω. Ό,τι κι αν γίνει, πρέπει να φύγουμε από αυτό το κρησφύγετο αύριο γιατί δεν θέλουν το καλό μας όλοι όσοι μας αναζητούν”.
“Κανείς απ' όσους μας αναζητούν” είπε ο Αντρόγκ και έριξε μια άγρια ματιά στον Μπέλεγκ.
Το πρωί ο Μπέλεγκ, έχοντας ήδη θεραπευτεί από τους πόνους του με τον τρόπο των παλιών Ξωτικών, μίλησε στον Τούριν παράμερα.
“Περίμενα να χαρείς με τα νέα που σου 'φερα”, είπε, “Σίγουρα θα γυρίσεις τώρα στο Ντόριαθ;”.
Και παρακάλεσε τον Τούριν να το κάνει αυτό με όλους τους δυνατούς τρόπους. Αλλά όσο πιο πολύ τον παρακινούσε, τόσο περισσότερο αντιστεκόταν ο Τούριν. Παρ' όλα αυτά έκανε λεπτομερείς ερωτήσεις στον Μπέλεγκ σχετικά με την κρίση του Θίνγκολ. Τότε ο Μπέλεγκ του είπε όλα όσα γνώριζε και τελικά ο Τούριν είπε:
“Δηλαδή ο Μάμπλουνγκ αποδείχτηκε φίλος μου, όπως φαινόταν κάποτε;”.
“Μάλλον φίλος της αλήθειας”, είπε ο Μπέλεγκ, “και αυτό ήταν το καλύτερο τελικά. Αν και η απόφαση θα ήταν λιγότερο δίκαιη, αν δεν υπήρχε η μαρτυρία της Νέλλας. Γιατί, Τούριν, γιατί δεν μίλησες για την επίθεση του Σάερος στον Μάμπλουνγκ; Τότε μπορεί να εξελίσσονταν τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Και...”, πρόσθεσε κοιτάζοντας τους άντρες που ήταν ξαπλωμένοι κοντά στο στόμιο της σπηλιάς, “μπορεί να κρατούσες ακόμη το κράνος σου ψηλά και να μην είχες ξεπέσει σε αυτή την κατάσταση”.
“Μπορεί να θεωρείς ότι ξέπεσα”, είπε ο Τούριν, “Μπορεί. Αλλά έτσι έγινε. Και μου κόπηκε η λαλιά. Υπήρχε μομφή στα μάτια του, χωρίς να με ρωτήσει τίποτα για μια πράξη που δεν είχα κάνει εγώ. Η Ανθρώπινη καρδιά μου ήταν περήφανη, όπως είπε ο βασιλιάς. Και έτσι είναι ακόμη, Μπέλεγκ Κουθάλιον. Δεν θα ανεχτεί ακόμη να επιστρέψω στο Μένεγκροθ και να υπομείνω βλέμματα οίκτου και συγχώρεσης, σαν παραστρατημένο και μετανοημένο παιδί. Θα έπρεπε να δώσω συγχώρεση, όχι να λάβω. Και δεν είμαι πια παιδί, είμαι άντρας, σύμφωνα με το είδος μου. Και έχω σκληρύνει από τη μοίρα μου”.
Τότε ο Μπέλεγκ λυπήθηκε.
“Τι θα κάνεις τότε;” ρώτησε.
“Θα παραμείνω ελεύθερος”, είπε ο Τούριν, “Αυτή την ευχή μου έδωσε ο Μάμπλουνγκ όταν χωρίσαμε. Η χάρη του Θίνγκολ δεν θα δοθεί και στους συντρόφους της πτώσης μου, έτσι νομίζω. Αλλά δεν θα χωριστώ τώρα απ' αυτούς, αν δεν θέλουν κι αυτοί να χωριστούν από μένα. Τους αγαπώ με τον τρόπο μου, ακόμη και τον χειρότερο απ' αυτούς λίγο. Είναι από τη δική μου φυλή και κάποιο καλό υπάρχει στον καθένα που μπορεί να καλλιεργηθεί. Νομίζω ότι θα σταθούν δίπλα μου”.
“Βλέπεις με μάτια διαφορετικά από τα δικά μου”, είπε ο Μπέλεγκ, “Αν προσπαθήσεις να τους αποκόψεις από το κακό, θα σε απογοητεύσουν. Αμφιβάλλω γι' αυτούς και περισσότερο απ' όλους για έναν”.
“Πώς μπορεί ένα Ξωτικό να κρίνει Ανθρώπους;” είπε ο Τούριν.
“Όπως κρίνει όλες τις πράξεις, από αυτό που συμβαίνει”, απάντησε ο Μπέλεγκ, αλλά δεν είπε τίποτε άλλο ούτε και μίλησε για την κακία του Αντρόγκ, στον οποίο κυρίως οφειλόταν η κακομεταχείρισή του. Γιατί βλέποντας τις διαθέσεις του Τούριν, φοβόταν μήπως δεν τον πιστέψει και πληγώσει έτσι την παλιά τους φιλία, γεγονός που θα τον οδηγούσε πάλι στην προηγούμενη κακή ζωή του.
“Θα μείνεις ελεύθερος, λες, Τούριν, φίλε μου”, είπε, “Τι εννοείς με αυτό;”
“Θέλω να είμαι επικεφαλής των δικών μου ανδρών και να κάνω πόλεμο με τον δικό μου τρόπο”, απάντησε ο Τούριν, “Όμως σ' αυτό τουλάχιστον έχει αλλάξει η καρδιά μου: Μετανιώνω για όλα μου τα χτυπήματα εκτός από κείνα που στρέφονταν ενάντια στον Εχθρό των Ανθρώπων και των Ξωτικών. Και πάνω απ' όλα θα ήθελα να σ' έχω δίπλα μου. Μείνε μαζί μου!”.
“Αν μείνω μαζί σου, θα το κάνω επειδή με οδηγεί η αγάπη και όχι η σύνεση”, είπε ο Μπέλεγκ, “Η καρδιά μου με προειδοποιεί ότι πρέπει να επιστρέψουμε στο Ντόριαθ. Όπου αλλού, απλώνεται σκιά μπροστά μας”.
“Παρ' όλα αυτά, εγώ δεν θα πάω εκεί”, είπε ο Τούριν.
“Αλίμονο!” είπε ο Μπέλεγκ, “Όμως σαν πατέρας που αγαπά το γιο του και ικανοποιεί τις επιθυμίες του παρόλο που βλέπει τις κακές συνέπειες, υποχωρώ στη θέλησή σου. Αν μου ζητήσεις να μείνω, θα μείνω”.
“Αυτό είναι πολύ καλό!” είπε ο Τούριν.
Μετά απόμεινε ξαφνικά αμίλητος καθώς και ο ίδιος αντιλήφθηκε τη σκιά και πάλευε με την περηφάνια του η οποία δεν τον άφηνε να γυρίσει πίσω. Καθόταν έτσι για πολλή ώρα και σκεφτόταν τα χρόνια που είχε αφήσει πίσω του. Βγαίνοντας ξαφνικά από τις σκέψεις του στράφηκε στον Μπέλεγκ και είπε:
“Η κοπέλα που ανέφερες, αν και δεν τη θυμάμαι τώρα, της χρωστώ πολλά για τη μαρτυρία της. Δεν μπορώ να τη φέρω στο μυαλό μου. Γιατί με παρακολουθούσε;”. Τότε ο Μπέλεγκ τον κοίταξε παράξενα.
“Γιατί;” είπε, “Τούριν, ζούσες πάντα με την καρδιά σου και το μισό μυαλό σου μακριά; Όταν ήσουν μικρός, συνήθιζες να περπατάς με τη Νέλλας στο δάσος”.
“Αυτό πρέπει να ήταν πριν από πολύν καιρό”, είπε ο Τούριν, “Ή έτσι μου φαίνεται τώρα η παιδική μου ηλικία και μια ομίχλη τη σκεπάζει -εκτός από την ανάμνηση του σπιτιού του πατέρα μου στο Ντορ-λόμιν. Γιατί συνήθιζα να περπατώ με μια ξωτική κοπέλα στο δάσος;”
“Ίσως για να μάθεις αυτά που μπορούσε να σου διδάξει”, είπε ο Μπέλεγκ, “έστω και αν ήταν απλώς μερικές λέξεις απ' τη γλώσσα των Ξωτικών, ονόματα των λουλουδιών του δάσους. Τουλάχιστον δεν έχεις ξεχάσει τα ονόματά τους. Αλίμονο, παιδί των Ανθρώπων! Υπάρχουν κι άλλα δεινά στη Μέση-γη πέρα από τα δικά σου, καθώς και πληγές που δεν έχουν γίνει από κανένα όπλο. Πραγματικά αρχίζω να σκέφτομαι ότι τα Ξωτικά και οι Άνθρωποι δεν πρέπει να συναντιούνται ή να ζουν μαζί”.
Ο Τούριν δεν είπε τίποτα, αλλά κοίταζε για πολλή ώρα τον Μπέλεγκ σαν να 'θελε να διαβάσει στο πρόσωπό του το γρίφο των λόγων του. Η Νέλλας του Ντόριαθ δεν τον ξαναείδε ποτέ και η σκιά του πέρασε από αυτήν. Τότε ο Μπέλεγκ και ο Τούριν στράφηκαν σε άλλα θέματα και άρχισαν να συζητούν πού πρέπει να πάνε.
“Ας γυρίσουμε στο Ντίμπαρ, στα βόρεια σύνορα, όπου πολεμούσαμε κάποτε μαζί!” είπε ο Μπέλεγκ, με ενθουσιασμό, “Μας χρειάζονται εκεί, γιατί τελευταία οι Ορκ έχουν βρει έναν δρόμο και κατεβαίνουν από το Τάουρ-νου-Φούιν, περνώντας από το Πέρασμα του Άναχ”.
“Δεν το θυμάμαι”, είπε ο Τούριν.
“Όχι, δεν απομακρυνθήκαμε ποτέ τόσο πολύ από τα σύνορα”, είπε ο Μπέλεγκ, “Όμως έχεις δει τις κορυφές των Κρισσαέγκριμ στο βάθος, και στα ανατολικά τους τις σκοτεινές πλαγιές του Γκόργκοροθ. Ανάμεσά τους βρίσκεται το Άναχ, πάνω από τις ψηλές πηγές του Μίντεμπ. Είναι δρόμος δύσκολος και επικίνδυνος, και όμως πολλοί τώρα τον περνούν, και το Ντίμπαρ, που παλιά ζούσε ειρηνικά, υποφέρει κάτω από το Σκοτεινό Χέρι και οι Άνθρωποι του Μπρέθιλ είναι προβληματισμένοι. Στο Ντίμπαρ σε καλώ!”.
“Όχι, δεν θα πάω πίσω τη ζωή μου”, είπε ο Τούριν, “Ούτε μπορώ να έρθω εύκολα στο Ντίμπαρ τώρα. Ανάμεσα κυλά ο Σίριον, χωρίς γέφυρες και χωρίς περάσματα κάτω από το Μπρίθιαχ μέχρι μακριά στα βόρεια. Είναι επικίνδυνο να τον περάσεις παρά μόνο στο Ντόριαθ. Όμως δεν θα μπω στο Ντόριαθ, επικαλούμενος την άδεια και τη συγχώρεση του Θίνγκολ”.
“Είπες ότι έχεις γίνει σκληρός, Τούριν. Και είναι αλήθεια, αν με αυτό εννοούσες ξεροκέφαλος. Τώρα είναι η δική μου σειρά. Θα φύγω, με την άδειά σου, όσο πιο γρήγορα μπορώ και θα σε αποχαιρετήσω. Αν θέλεις πραγματικά να έχεις τον Τοξότη δίπλα σου, αναζήτησέ με στο Ντίμπαρ”. Και ο Τούριν δεν είπε τίποτε άλλο.
Την επόμενη μέρα ξεκίνησε ο Μπέλεγκ, και ο Τούριν προχώρησε μαζί του όση απόσταση φτάνει ένα βέλος αλλά παρέμενε αμίλητος.
“Αποχαιρετιόμαστε, λοιπόν, γιε του Χούριν;” είπε ο Μπέλεγκ.
“Αν θέλεις πραγματικά να κρατήσεις το λόγο σου και να μείνεις δίπλα μου”, απάντησε ο Τούριν, “τότε αναζήτησέ με στο Άμον Ρουδ!”. Έτσι μίλησε, επιπόλαια και χωρίς να έχει επίγνωση τι τον περιμένει. “Αλλιώς αυτός είναι ο τελευταίος μας αποχαιρετισμός”.
“Ίσως αυτό είναι το καλύτερο”, είπε ο Μπέλεγκ, και πήρε το δρόμο του.
Λένε ότι ο Μπέλεγκ γύρισε πίσω στο Μένεγκροθ και εμφανίστηκε στον Θίνγκολ και τη Μέλιαν και τους είπε όλα όσα είχαν συμβεί, εκτός μόνο από την κακομεταχείριση που είχε από τους συντρόφους του Τούριν. Τότε ο Θίνγκολ αναστέναξε και είπε:
“Ανέλαβα να είμαι πατέρας του γιου του Χούριν κι αυτό δεν μπορώ να το αθετήσω είτε από αγάπη είτε από μίσος, εκτός αν γυρνούσε ο ίδιος ο Χούριν ο Γενναίος. Τι περισσότερο θα ήθελε να κάνω;”.
Αλλά η Μέλιαν είπε:
“Θα λάβεις τώρα ένα δώρο από μένα, Κουθάλιον, για τη βοήθειά σου και την τιμή σου, γιατί δεν έχω τίποτα πιο πολύτιμο να δώσω”.
Και του έδωσε ένα απόθεμα λέμπας, το ψωμί των Ξωτικών, τυλιγμένο σε φύλλα από ασήμι, και τα νήματα που το έδεναν ήταν σφραγισμένα στους κόμπους με τη σφραγίδα της βασίλισσας, ένα δίσκο από λευκό βουλοκέρι με το σχήμα ενός μοναδικού λουλουδιού Τελπέριον. Γιατί σύμφωνα με τα έθιμα των Ελντάλιε, η διατήρηση και η προσφορά αυτής της τροφής γινόταν μόνο από τη βασίλισσα.
“Αυτό το ψωμί, Μπέλεγκ”, είπε, “θα σε βοηθήσει στις ερημιές και το χειμώνα, και θα βοηθήσει κι εκείνους που θα επιλέξεις γιατί το δίνω τώρα σ' εσένα να το μοιράσεις όπως θέλεις αντί για μένα”.
Σε τίποτα δεν έδειξε η Μέλιαν μεγαλύτερη εύνοια στον Τούριν από ό,τι με αυτό το δώρο. Γιατί οι Έλνταρ δεν είχαν επιτρέψει ποτέ ως τότε στους Ανθρώπους να φάνε αυτό το ψωμί, και σπάνια τους το επέτρεψαν έκτοτε.
Τότε ο Μπέλεγκ έφυγε από το Μένεγκροθ και γύρισε στα βόρεια σύνορα, όπου είχε το σπίτι του και πολλούς φίλους. Αλλά όταν ήρθε ο χειμώνας και ο πόλεμος κόπασε, ξαφνικά οι σύντροφοί του τον έχασαν και ο Μπέλεγκ δεν ξαναγύρισε ποτέ κοντά τους.