VII. Για τον νάνο Μιμ (2)
Γρήγορα η ομάδα κίνησε προς τα δυτικά και ο Τούριν προχωρούσε μπροστά με τον Μιμ δίπλα του. Περπατούσαν προσεκτικά όταν βγήκαν από το δάσος, αν και όλη η περιοχή έδειχνε άδεια και ήσυχη. Πέρασαν τα πεσμένα βράχια και άρχισαν να ανεβαίνουν, γιατί το Άμον Ρουδ βρισκόταν στην ανατολική άκρη από τα ψηλά ρεικοτόπια ανάμεσα στις κοιλάδες του Σίριον και του Νάρογκ, και πάνω από τον πετρώδη χερσότοπο η κορυφή του λόφου υψωνόταν τριακόσια μέτρα και παραπάνω. Στην ανατολική πλευρά μια έκταση με κομματιασμένα βράχια ανέβαινε αργά μέχρι τις ψηλές ράχες ανάμεσα σε μπερδεμένες συστάδες από σημύδες και σόρβους και αρχαία αγκαθόδεντρα ριζωμένα πάνω στην πέτρα. Πιο πέρα, στους τυρφώνες και στις χαμηλότερες πλαγιές του Άμον Ρουδ, φύτρωναν συστάδες από άεγλος. Όμως, το γκρίζο κεφάλι του γινόταν απότομα γυμνό με μόνο το κόκκινο σέρεγκον να ντύνει την πέτρα.
Καθώς έφευγε το απόγευμα, οι παράνομοι πλησίαζαν στα ριζά του λόφου. Έρχονταν τώρα από τα βόρεια, γιατί έτσι τους είχε οδηγήσει ο Μιμ, και το φως του ήλιου που έδυε, έπεφτε στην κορυφή του Άμον Ρουδ και το σέρεγκον ήταν ολάνθιστο.
“Κοιτάξτε! Υπάρχει αίμα στην κορυφή του λόφου”, είπε ο Αντρόγκ.
“Όχι ακόμη”, απάντησε ο Τούριν.
--
Ο ήλιος χαμήλωνε και το φως λιγόστευε στα κοιλώματα. Ο λόφος υψωνόταν τώρα μπροστά τους και από πάνω τους, και αναρωτήθηκαν γιατί να 'χουν ανάγκη από οδηγό για έναν τόσο φανερό προορισμό. Αλλά καθώς συνέχισε να τους οδηγεί ο Μιμ και άρχισαν να ανεβαίνουν τις τελευταίες απότομες πλαγιές, αντιλήφθηκαν ότι αυτός ακολουθούσε κάποιο μονοπάτι που του το έδειχναν μυστικά σημάδια ή κάποια παλιά συνήθεια. Τώρα η πορεία τους έκανε συνέχεια ελιγμούς εδώ κι εκεί και, αν κοίταζαν δίπλα τους, έβλεπαν και στις δυο μεριές σκοτεινούς λόγγους και φαράγγια να χάσκουν ή τη γη να κατεβαίνει σε γυμνές βραχώδεις εκτάσεις, με γκρεμούς και τρύπες γεμάτες βάτα και αγκάθια. Χωρίς οδηγό μπορεί να πάλευαν και να σκαρφάλωναν επί μέρες μέχρι να βρουν δρόμο.
Τελικά έφτασαν σε πιο απότομο αλλά πιο ομαλό έδαφος. Πέρασαν κάτω από σκιές αρχαίων σόρβων και βγήκαν σε περάσματα με μακροπόδαρα αέγκλος: μια σκοτεινιά γεμάτη γλυκιά οσμή. Ξαφνικά αντίκρισαν μπροστά τους τα τοιχώματα ενός βράχου, επίπεδα κι απότομα, ίσως δεκαπέντε μέτρα ψηλά, αλλά το σούρουπο σκοτείνιαζε τον ουρανό και ήταν δύσκολο να υπολογίσουν.
“Αυτή είναι η πόρτα του σπιτιού σου;” είπε ο Τούριν, “Λένε ότι οι Νάνοι αγαπούν την πέτρα”. Πλησίασε περισσότερο τον Μιμ μήπως και αντιληφθεί κάποιο τέχνασμά του την τελευταία στιγμή.
“Όχι η πόρτα του σπιτιού, αλλά η πύλη της αυλής”, απάντησε ο Μιμ. Κατόπιν έστριψε δεξιά, μπροστά από τη ρίζα του γκρεμού, και μετά από είκοσι βήματα ξαφνικά σταμάτησε. Και ο Τούριν είδε ότι από έργο χεριών ή του καιρού υπήρχε μια σχισμή με τέτοιο σχήμα, που και οι δυο πλευρές του τοιχώματος αλληλοσκεπάζονταν και ανάμεσά τους υπήρχε ένα άνοιγμα που εισχωρούσε προς τα αριστερά. Η είσοδός του ήταν σκεπασμένη με μακριά αναρριχητικά φυτά που είχαν τις ρίζες τους σε ρωγμές από πάνω, αλλά μέσα στο άνοιγμα διακρινόταν ένα απότομο πετρώδες μονοπάτι που ανηφόριζε μέσα στο σκοτάδι. Πάνω του στάλαζε νερό και είχε υγρασία.
Πέρασαν μέσα ένας-ένας και ανέβηκαν. Στην κορυφή το μονοπάτι έστριβε δεξιά και νότια πάλι, και αφού πέρασαν μια συστάδα με αγκαθωτούς θάμνους, έφτασαν σε ένα πράσινο πλάτωμα, απ' όπου το μονοπάτι συνέχιζε και χανόταν μέσα στις σκιές. Είχαν φτάσει στο σπίτι του Μιμ, το Μπαρ-εν-Νίμπιν-νόεγκ, που μόνο αρχαίες ιστορίες στο Ντόριαθ και το Νάργκοθροντ το θυμούνταν και κανείς Άνθρωπος δεν το είχε δει ποτέ. Έπεφτε όμως η νύχτα και στα ανατολικά είχαν βγει αστέρια και δεν μπορούσαν ακόμη να δουν το σχήμα αυτού του παράξενου μέρους.
Το Άμον Ρουδ ήταν στεφανωμένο με μια μεγάλη μάζα σαν ατσάλινο κράνος από πέτρα με γυμνή επίπεδη κορυφή. Στη βορινή πλευρά του υψωνόταν ένα γείσωμα, επίπεδο και σχεδόν τετράγωνο, που δεν φαινόταν από κάτω. Γιατί πίσω του υψωνόταν η κορυφή του λόφου σαν τείχος και στα δυτικά και τα ανατολικά έπεφταν απότομοι γκρεμοί από το χείλος του. Μόνο από το βορρά, όπως είχαν έρθει, μπορούσε να φτάσει κανείς εύκολα αν ήξερε το δρόμο. Από την “πύλη” ξεκινούσε ένα μονοπάτι και πιο κάτω έμπαινε σε μια μικρή συστάδα καχεκτικές σημύδες που φύτρωναν γύρω από μια καθαρή λίμνη πάνω στο βράχο. Την τροφοδοτούσε μια πηγή στις ρίζες του βράχου από πίσω, και μέσω ενός ρυακιού χυνόταν σαν λευκό νήμα από το δυτικό χείλος του βράχου. Πίσω από το χώρισμα των δέντρων, κοντά στην πηγή, ανάμεσα σε δυο ψηλά αντερείσματα από βράχο, διακρινόταν μια σπηλιά. Έδειχνε ρηχή, με μια χαμηλή σπασμένη αψίδα μπροστά. Αλλά πιο μέσα, κάτω από το λόφο, την είχαν βαθύνει και διευρύνει τα αργά χέρια των Μικρονάνων στα πολλά χρόνια που ζούσαν εκεί ανενόχλητοι από τα Γκρίζα Ξωτικά του δάσους.
--
Προχωρώντας μέσα στο βαθύ σούρουπο με τον Μιμ μπροστά, πέρασαν δίπλα απ' τη λίμνη, όπου τώρα καθρεφτίζονταν αμυδρά τ' αστέρια ανάμεσα στις σκιές από τα κλαδιά των σημύδων. Στο στόμιο της σπηλιάς ο Μιμ γύρισε και υποκλίθηκε στον Τούριν.
“Πέρνα, κύριε!” είπε, “Το Μπαρ-εν-Ντάνγουεδ, το Σπίτι των Λύτρων. Γιατί έτσι θα ονομάζεται τώρα”.
“Μπορεί”, είπε ο Τούριν, “Αλλά θα το δω πρώτα”.
Μετά μπήκε μέσα με τον Μιμ, και οι άλλοι, βλέποντας ότι δεν φοβάται, ακολούθησαν από πίσω, ακόμη και ο Αντρόγκ, που ήταν ο πιο καχύποπτος με τον Νάνο. Γρήγορα βρέθηκαν μέσα σε πηχτό σκοτάδι. Αλλά ο Μιμ χτύπησε τα χέρια του και ένα μικρό φως εμφανίστηκε σε μια γωνιά. Από ένα πέρασμα στο πίσω μέρος της εξωτερικής σπηλιάς φάνηκε ένας άλλος Νάνος που κρατούσε έναν μικρό δαυλό.
“Χα! Αστόχησα, όπως φοβόμουν!” είπε ο Αντρόγκ. Αλλά ο Μιμ μίλησε γρήγορα με τον άλλο Νάνο στη δική τους τραχιά γλώσσα και, δείχνοντας ταραγμένος ή θυμωμένος από αυτά που άκουσε, έτρεξε στο διάδρομο και εξαφανίστηκε. Τώρα ο Αντρόγκ ήθελε να ορμήσουν.
“Να επιτεθούμε πρώτοι!” φώναξε, “Μπορεί να υπάρχει ολόκληρη σφηκοφωλιά από δαύτους. Αλλά είναι μικροί”.
“Τρεις μόνο, φαντάζομαι”, είπε ο Τούριν. Και προχώρησε πρώτος, ενώ πίσω του περπατούσαν οι παράνομοι ψηλαφώντας τα τραχιά τοιχώματα του διαδρόμου. Πολλές φορές έστριψαν, συναντώντας απότομες γωνίες. Αλλά επιτέλους ένα αδύναμο φως φάνηκε μπροστά και έφτασαν σε μια μικρή αλλά ψηλή αίθουσα, αμυδρά φωτισμένη με λάμπες που κρέμονταν από τη σκιά της οροφής με λεπτές αλυσίδες. Ο Μιμ δεν ήταν εκεί, αλλά ακουγόταν η φωνή του, και ο Τούριν, οδηγημένος από αυτήν, έφτασε στην πόρτα ενός θαλάμου στο πίσω μέρος του τοίχου. Κοιτάζοντας μέσα, είδε τον Μιμ γονατισμένο στο έδαφος. Δίπλα του στεκόταν σιωπηλός ο Νάνος με το δαυλό. Και πάνω σ' ένα πέτρινο κρεβάτι στο βάθος κειτόταν ένας άλλος. “Κιμ, Κιμ, Κιμ!” θρηνούσε ο γερο-Νάνος ξεριζώνοντας τη γενειάδα του.
“Δεν αστόχησαν όλες σου οι βολές”, είπε ο Τούριν στον Αντρόγκ, “Αυτή όμως που πέτυχε το στόχο της μπορεί να αποδειχτεί κακότυχη. Εξαπολύεις τα βέλη σου πολύ αβασάνιστα. Αλλά μπορεί να μη ζήσεις αρκετά για να αποκτήσεις σύνεση,”.
Αφήνοντας τους άλλους, ο Τούριν μπήκε ανάλαφρα και στάθηκε πίσω από τον Μιμ και του μίλησε.
“Τι συμβαίνει, άρχοντα;” είπε, “Γνωρίζω μερικές θεραπευτικές τέχνες. Μπορώ να σε βοηθήσω;”.
Ο Μιμ γύρισε το κεφάλι του και τα μάτια του είχαν ένα κόκκινο φως.
“Όχι, εκτός αν μπορείς να γυρίσεις πίσω το χρόνο και να κόψεις τα άσπλαχνα χέρια των αντρών σου”, απάντησε, “Αυτός είναι ο γιος μου. Δέχτηκε ένα βέλος στο στήθος. Τώρα είναι πέρα από κάθε τέχνη. Πέθανε τη δύση. Τα δεσμά σας δεν με άφησαν να έρθω για να τον θεραπεύσω”.
Και πάλι ο οίκτος που είχε πετρώσει από καιρό ανάβλυσε μέσα στην καρδιά του Τούριν σαν νερό από βράχο.
“Αλίμονο!” είπε, “Αν μπορούσα θα γυρνούσα πίσω αυτό το βέλος. Τώρα Μπαρ-εν-Ντάνγουεδ, Οίκος των Λύτρων, θα ονομάζεται εδώ στ' αλήθεια. Γιατί είτε μείνουμε εδώ είτε όχι, θεωρώ τον εαυτό μου υποχρεωμένο απέναντί σου. Και αν αποκτήσω ποτέ πλούτη, θα σε πληρώσω ένα ντάνγουεδ βαρύ χρυσό για το γιο σου, ως ένδειξη θλίψης, έστω και αν αυτό δεν θα δώσει χαρά στην καρδιά σου”.
Τότε ο Μιμ σηκώθηκε και κοίταξε για ώρα τον Τούριν.
“Σε ακούω”, είπε, “Μιλάς σαν τους άρχοντες νάνους του παλιού καιρού. Και εξαιτίας αυτού νιώθω θαυμασμό. Τώρα η καρδιά μου έχασε την οργή της, έστω και αν δεν είναι χαρούμενη. Γι' αυτό θα πληρώσω τα δικά μου λύτρα: μπορείτε να μείνετε εδώ αν θέλετε. Αλλά θα προσθέσω και τούτο: εκείνος που εξαπέλυσε το βέλος θα σπάσει το τόξο του και τα βέλη του και θα τα βάλει στα πόδια του γιου μου. Και δεν θα ξαναπιάσει ποτέ ούτε βέλος ούτε τόξο. Αν πιάσει, θα πεθάνει απ' αυτό. Αυτή την κατάρα του δίνω”.
Ο Αντρόγκ φοβήθηκε όταν άκουσε για την κατάρα. Και, παρόλο που το έκανε με μεγάλο θυμό, έσπασε το τόξο του και τα βέλη του και τα έβαλε στα πόδια του νεκρού Νάνου. Όμως καθώς έβγαινε από το θάλαμο, κοίταξε με κακία τον Μιμ και μουρμούρισε:
“Η κατάρα νάνου δεν πεθαίνει ποτέ, λένε. Μπορεί να βγει όμως και η κατάρα ανθρώπου. Είθε να πεθάνει από βέλος στο λαιμό του!”.