XIV. Το Ταξίδι της Μόργουεν και της Νίενορ στο Νάργκοθροντ (1)
Όταν πέρασε ο Ολέθριος Χειμώνας, νέες ειδήσεις από το Νάργκοθροντ έφτασαν στο Ντόριαθ. Γιατί μερικοί που διέφυγαν από τη λεηλασία και επέζησαν από το χειμώνα στις ερημιές, έφτασαν επιτέλους ζητώντας καταφύγιο από τον Θίνγκολ και οι φρουροί των συνόρων τούς έφεραν στο βασιλιά. Και μερικοί είπαν ότι όλος ο στρατός του εχθρού είχε αποσυρθεί βόρεια και άλλοι ότι ο Γκλάουρουνγκ ζούσε ακόμη μέσα στις αίθουσες του Φέλαγκουντ, και μερικοί είπαν ότι ο Μόρμεγκιλ είχε σκοτωθεί και άλλοι ότι ο Δράκοντας τον μάγεψε και ότι βρίσκεται ακόμη εκεί, σαν απολιθωμένος. Όμως όλοι δήλωναν ότι ήταν γνωστό στο Νάργκοθροντ πριν από το τέλος ότι το Μαύρο Σπαθί δεν ήταν άλλος από τον Τούριν, το γιο του Χούριν του Ντορ-λόμιν.
Τότε μεγάλος φόβος και θλίψη κυρίευσαν τη Μόργουεν και τη Νίενορ, και η Μόργουεν είπε:
“Τέτοια αγωνία είναι έργο του ίδιου του Μόργκοθ! Δεν γίνεται να μάθουμε την αλήθεια και να ξέρουμε με σιγουριά ακόμη και το χειρότερο που πρέπει να υπομείνουμε;”
Και ο ίδιος ο Θίνγκολ ήθελε πολύ να μάθει περισσότερα για τη μοίρα του Νάργκοθροντ, και ήδη είχε κατά νου να στείλει κάποιους που θα μπορούσαν να πλησιάσουν με προσοχή εκεί, αλλά πίστευε ότι ο Τούριν ήταν όντως νεκρός κι αν δεν ήταν, ότι η διάσωσή του θα ήταν αδύνατη, και δεν ήθελε να δει την ώρα που η Μόργουεν θα το μάθαινε αυτό καθαρά. Έτσι της είπε:
“Αυτό είναι επικίνδυνο θέμα, Κυρία του Ντορ-λόμιν, και πρέπει να σταθμιστεί. Τέτοια αγωνία μπορεί αληθινά να είναι έργο του Μόργκοθ για να μας παρασύρει σε κάποια απερισκεψία”.
Όμως η Μόργουεν, όντας ταραγμένη, φώναξε:
“Απερισκεψία, κύριε! Αν ο γιος μου περιπλανιέται στα δάση πεινασμένος, αν είναι δέσμιος, αν το πτώμα του κείτεται άταφο, τότε εγώ θα ήμουν η απερίσκεπτη. Δεν θα χάσω στιγμή αλλά θα πάω να τον αναζητήσω”.
“Κυρία του Ντορ-λόμιν”, είπε ο Θίνγκολ, “αυτό, σίγουρα, ο γιος του Χούριν δεν θα το επιθυμούσε. Θα θεωρούσε ότι εδώ είστε πιο ασφαλείς από κάθε άλλη χώρα που έχει απομείνει: υπό την προστασία της Μέλιαν. Για χάρη του Χούριν και του Τούριν δεν θα ήθελα να περιπλανηθείς μακριά μέσα στο σκοτεινό κίνδυνο αυτών των ημερών”.
“Δεν κράτησες τον Τούριν μακριά από τον κίνδυνο, εμένα όμως θέλεις να με κρατήσεις μακριά από το γιο μου”, φώναξε η Μόργουεν. “Υπό την προστασία της Μέλιαν! Ναι, φυλακισμένη της Ζώνης! Δίσταζα πριν την περάσω και τώρα το μετανιώνω”.
“Όχι. Αν μιλάς έτσι, Κυρία του Ντορ-λόμιν”, είπε ο Θίνγκολ, “μάθε αυτό: η Ζώνη είναι ανοιχτή. Ελεύθερα ήρθες εδώ, ελεύθερα και θα μείνεις -ή θα φύγεις”.
Τότε η Μέλιαν, που είχε παραμείνει σιωπηλή, μίλησε:
“Μη φύγεις από δω, Μόργουεν. Έναν αληθινό λόγο είπες: αυτή η αγωνία είναι του Μόργκοθ. Αν φύγεις, θα εκτελέσεις το θέλημά του”.
“Ο φόβος του Μόργκοθ δεν θα με κρατήσει μακριά από το κάλεσμα των δικών μου”, απάντησε η Μόργουεν, “Αλλά αν φοβάσαι για μένα, κύριε, τότε δώσε μου μερικούς άνδρες σου”.
“Δεν έχω εξουσία πάνω σου για να σε διατάξω”, είπε ο Θίνγκολ. “Διατάζω όμως τους άνδρες μου. Και θα τους στείλω όταν εγώ το θεωρώ σωστό”.
Τότε η Μόργουεν δεν είπε τίποτε άλλο και άρχισε να θρηνεί, και άφησε το βασιλιά. Ο Θίνγκολ είχε βαριά καρδιά, γιατί του φαινόταν ότι η διάθεση της Μόργουεν ήταν παράξενη και δυσοίωνη, και ρώτησε τη Μέλιαν αν θα μπορούσε να τη συγκρατήσει εκείνη με τη δύναμή της.
“Ενάντια στον ερχομό του κακού μπορώ να κάνω πολλά”, απάντησε αυτή. “Αλλά ενάντια στην έξοδο εκείνων που θέλουν να φύγουν, τίποτα. Αυτό είναι ο δικός σου ρόλος. Αν είναι να μείνει εδώ, πρέπει να την κρατήσεις με τη δύναμή σου. Όμως έτσι μπορεί να σαλέψει ο νους της”.
--
Τότε η Μόργουεν πήγε στη Νίενορ και είπε:
“Έχε γεια, κόρη του Χούριν. Πηγαίνω να αναζητήσω το γιο μου, ή να μάθω την αλήθεια γι' αυτόν, αφού κανείς εδώ δεν κάνει τίποτα παρά μόνο καθυστερούν μέχρι να είναι πολύ αργά. Περίμενέ με εδώ αν καταφέρω να επιστρέψω”.
Τότε η Νίενορ γεμάτη τρόμο και ταραχή θέλησε να την αποτρέψει, μα η Μόργουεν δεν απαντούσε τίποτα και πήγε στο δωμάτιό της και όταν ήρθε το πρωί, πήρε ένα άλογο και έφυγε.
Τότε ο Θίνγκολ είχε δώσει εντολή κανείς να μην την εμποδίσει, ούτε να φανεί ότι την παρακολουθεί. Αλλά μόλις η Μόργουεν ξεκίνησε, συγκέντρωσε μια ομάδα από τους πιο σκληραγωγημένους και ικανούς φύλακες των συνόρων και έβαλε τον Μάμπλουνγκ επικεφαλής.
“Ακολούθησέ την τώρα γρήγορα”, είπε, “Αλλά μην την αφήσεις να σας αντιληφθεί. Αν όμως φτάσει στις ερημιές και την απειλήσει κίνδυνος, τότε να εμφανιστείτε, και αν δεν θέλει να επιστρέψει, τότε προστατέψτε την όπως μπορείτε. Όμως μερικοί από σας θα ήθελα να συνεχίσετε όσο πιο μακριά γίνεται και να μάθετε όσα περισσότερα μπορείτε”.
Και όπως έγιναν τα πράγματα, ο Θίνγκολ έστειλε μεγαλύτερη ομάδα από αυτήν που σκόπευε αρχικά, και ανάμεσά τους υπήρχαν δέκα ιππείς με εφεδρικά άλογα. Ακολούθησαν τη Μόργουεν, και αυτή πήγε νότια διασχίζοντας το Ρέγκιον και έτσι έφτασε στις όχθες του Σίριον πάνω από τις Λίμνες του Λυκόφωτος και εκεί σταμάτησε, γιατί ο Σίριον ήταν πλατύς και ορμητικός κι εκείνη δεν ήξερε το δρόμο. Έτσι τώρα οι φύλακες έπρεπε αναγκαστικά να αποκαλυφθούν- και η Μόργουεν είπε:
“Θα με σταματήσει ο Θίνγκολ; Ή μου στέλνει καθυστερημένα τη βοήθεια που μου αρνήθηκε;”
“Και τα δύο”, είπε ο Μάμπλουνγκ. “Δεν θα επιστρέψεις;”
“Όχι”, είπε η Μόργουεν.
“Τότε πρέπει να σε βοηθήσω”, είπε ο Μάμπλουνγκ. “αν και είναι ενάντια στη θέλησή μου. Πλατύς και βαθύς είναι εδώ ο Σίριον και επικίνδυνος να τον κολυμπήσει άνθρωπος ή ζώο”.
“Τότε πέρασέ με απέναντι με τον τρόπο που περνούν τα Ξωτικά”, είπε η Μόργουεν. “Αλλιώς θα δοκιμάσω το κολύμπι”.
Έτσι ο Μάμπλουνγκ την οδήγησε στις Λίμνες του Λυκόφωτος. Εκεί ανάμεσα σε ρυάκια και καλάμια στην ανατολική όχθη υπήρχαν κρυμμένα φρουρούμενα πορθμεία, γιατί με αυτό τον τρόπο περνούσαν από τη μια όχθη στην άλλη οι αγγελιαφόροι του Θίνγκολ και των συγγενών του στο Νάργκοθροντ. Τώρα περίμεναν μέχρι να προχωρήσει η αστροφώτιστη νύχτα και πέρασαν απέναντι μέσα στη λευκή ομίχλη πριν απ' τα χαράματα. Και μόλις ο ήλιος σηκώθηκε κόκκινος πέρα από τα Γαλάζια Βουνά και ένας δυνατός πρωινός άνεμος φύσηξε και σκόρπισε την ομίχλη, οι φρουροί βγήκαν στη δυτική όχθη και άφησαν τη Ζώνη της Μέλιαν. Ήταν ψηλά Ξωτικά του Ντόριαθ, γκριζοφορεμένα και με μανδύες πάνω από τις αλυσιδωτές πανοπλίες τους. Η Μόργουεν τους παρακολουθούσε από το πορθμείο καθώς περνούσαν αθόρυβα, και ξαφνικά έβγαλε μια κραυγή και έδειξε τον τελευταίο της ομάδας που περνούσε.
“Από πού ήρθε αυτός;” είπε. “Τρεις φορές δέκα ήρθατε σ' εμένα. Τρεις φορές δέκα και ένας βγαίνετε στη στεριά!”
Τότε οι άλλοι γύρισαν και είδαν ότι ο ήλιος άστραφτε πάνω σ' ένα χρυσαφένιο κεφάλι: ήταν η Νίενορ, η κουκούλα της είχε πέσει από τον άνεμο. Έτσι αποκαλύφθηκε ότι είχε ακολουθήσει την ομάδα και είχε μπει ανάμεσά τους στα σκοτεινά πριν περάσουν το ποτάμι. Ταράχτηκαν και κανείς πιο πολύ από τη Μόργουεν.
“Γύρνα πίσω! Γύρνα πίσω! Σε διατάζω!”, φώναξε.
“Αν η γυναίκα του Χούριν μπορεί να αψηφήσει κάθε συμβουλή για ν' ανταποκριθεί στο κάλεσμα του αίματος”, είπε η Νίενορ. “τότε το ίδιο μπορεί να κάνει και η κόρη του Χούριν. Πένθος με ονόμασες, αλλά δεν θα πενθήσω μόνη για πατέρα, αδελφό και μάνα. Μα απ' όλους εσένα μόνο έχω γνωρίσει και εσένα αγαπώ. Και δεν υπάρχει τίποτα που να μην το φοβάσαι εσύ και να το φοβάμαι εγώ”.
Και αληθινά, κανένας φόβος δεν φαινόταν στο πρόσωπο και στο παράστημά της. Ψηλή και δυνατή ήταν, γιατί είχαν ψηλό ανάστημα όσοι κατάγονταν από τον οίκο του Χάντορ, και έτσι ντυμένη με ξωτικά ενδύματα ταίριαζε καλά με τους φρουρούς, καθώς ήταν πιο μικρόσωμη μόνο από τον πιο μεγαλόσωμο.
“Τι θέλεις να κάνεις;” είπε η Μόργουεν.
“Θα πάω όπου πας κι εσύ”, είπε η Νίενορ. “Διάλεξε: Να με πας πίσω και να με παραδώσεις με ασφάλεια στη φύλαξη της Μέλιαν, γιατί δεν είναι συνετό να αρνείσαι τη συμβουλή της. Ή να ξέρεις ότι θα βρεθώ σε κίνδυνο, αν βρεθείς κι εσύ”. Γιατί στην πραγματικότητα η Νίενορ είχε έρθει κυρίως με την ελπίδα ότι από φόβο και αγάπη γι' αυτήν η μητέρα της θα γύριζε πίσω, και πράγματι η Μόργουεν ήταν όντως διχασμένη.
“Άλλο πράγμα είναι να αρνείσαι συμβουλές”, είπε, “και άλλο να αρνείσαι τη διαταγή της μητέρας σου. Τώρα γύρνα πίσω!”.
“Όχι”, είπε η Νίενορ. “Πάει πολύς καιρός αφότου ήμουν παιδί. Έχω θέληση δική μου και σοφία, αν και μέχρι τώρα δεν έχω εναντιωθεί στη δική σου. Θα 'ρθω μαζί σου. Προτιμώ το Ντόριαθ από σεβασμό για κείνους που το κυβερνούν. Αν όχι όμως, τότε δυτικά. Πραγματικά, αν θα 'πρεπε να συνεχίσει μία από μας, αυτή είμαι μάλλον εγώ, που είμαι στην ακμή της δύναμής μου”.
Τότε η Μόργουεν είδε στα γκρίζα μάτια της Νίενορ την αποφασιστικότητα του Χούριν. Και ταλαντεύτηκε, αλλά δεν μπορούσε να ξεπεράσει την περηφάνια της και δεν ήθελε, παρά τα ωραία λόγια, να φανεί έτσι ότι η κόρη της την οδηγεί πίσω σαν ηλικιωμένη και ανόητη.
“Συνεχίζω, όπως ήταν ο σκοπός μου”, είπε. “Έλα κι εσύ, αλλά ενάντια στη θέλησή μου”.
“Ας γίνει έτσι”, είπε η Νίενορ.
Τότε ο Μάμπλουνγκ είπε στην ομάδα του:
“Αληθινά, από έλλειψη σύνεσης και όχι θάρρους είναι που το γένος του Χούριν φέρνει δεινά στους άλλους! Το ίδιο και με τον Τούριν, όμως δεν ήταν έτσι οι πρόγονοί του. Τώρα είναι όλοι ασύνετοι και αυτό δεν μου αρέσει. Τρέμω αυτή την αποστολή του Βασιλιά πιο πολύ και από το κυνήγι του Λύκου. Τι πρέπει να γίνει;”.
Αλλά η Μόργουεν, που είχε βγει στην όχθη και τώρα πλησίασε κοντά, άκουσε τα τελευταία του λόγια.
“Κάνε ό,τι σε διέταξε ο βασιλιάς”, είπε. “Αναζήτησε ειδήσεις για το Νάργκοθροντ και για τον Τούριν. Γι' αυτόν το σκοπό έχουμε ενωθεί όλοι”.
“Ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς και επικίνδυνος”, είπε ο Μάμπλουνγκ. “Αν προχωρήσετε κι άλλο, θα πάρετε και οι δύο άλογα και θα είστε ανάμεσα στους καβαλάρηδες και δεν θα απομακρύνεστε σπιθαμή από κοντά τους”.