XIV. Το Ταξίδι της Μόργουεν και της Νίενορ στο Νάργκοθροντ (2)
Έτσι με το ξημέρωμα βγήκαν αργά και προσεχτικά από την περιοχή με τα καλάμια και τις χαμηλές ιτιές κι έφτασαν στο γκρίζο δάσος που κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος του νότιου κάμπου πριν από το Νάργκοθροντ. Όλη μέρα ταξίδευαν δυτικά και έβλεπαν μόνο καταστροφή χωρίς ν' ακούνε τίποτα, γιατί η γη ήταν σιωπηλή και ο Μάμπλουνγκ ένιωθε ότι ένας αδιόρατος φόβος ήταν απλωμένος γύρω τους. Τον ίδιο εκείνο δρόμο τον είχε περάσει ο Μπέρεν πριν από χρόνια και τότε το δάσος ήταν γεμάτο με τα κρυμμένα μάτια των κυνηγών. Τώρα όμως οι κάτοικοι του Νάρογκ δεν υπήρχαν πια και οι Ορκ φαίνεται ότι δεν είχαν αρχίσει ακόμη να απομακρύνονται περιπλανώμενοι προς το νότο. Εκείνη τη νύχτα κατασκήνωσαν μέσα στο γκρίζο δάσος χωρίς φωτιά ή φως.
Τις επόμενες δύο μέρες συνέχισαν και το βράδυ της τρίτης μέρας από τον Σίριον διέσχισαν τον κάμπο και πλησίασαν στις ανατολικές όχθες του Νάρογκ. Τότε έπιασε τον Μάμπλουνγκ τόση ανησυχία, που παρακάλεσε τη Μόργουεν να μην προχωρήσει άλλο. Αλλά αυτή γέλασε και είπε:
“Θα έχεις γρήγορα τη χαρά να μας ξεφορτωθείς, όπως φαίνεται. Αλλά πρέπει να μας ανεχθείς λίγο ακόμη. Έχουμε φτάσει πολύ κοντά τώρα για να γυρίσουμε πίσω από φόβο”.
Τότε ο Μάμπλουνγκ φώναξε:
“Ασύνετες είστε και οι δύο και παράτολμες. Δεν βοηθάτε αλλά εμποδίζετε τη συγκέντρωση ειδήσεων. Ακούστε με! Έχω εντολή να μη μείνω κοντά σας με όλους τους άνδρες. Έχω επίσης εντολή να σας προστατεύω όπως μπορώ. Σε αυτό το δίλημμα ένα μόνο μπορώ να κάνω. Και θα σας προστατεύσω. Αύριο θα σας οδηγήσω στο Άμον Έθιρ, το Λόφο των Κατασκόπων, που είναι κοντά, και εκεί θα μείνετε με φρουρά και δεν θα προχωρήσετε άλλο όσο διοικώ εγώ”.
Το Άμον Έθιρ ήταν ένα ύψωμα μεγάλο σαν λόφος, που πριν από πολύν καιρό ο Φέλαγκουντ είχε βάλει να το φτιάξουν με πολύ μόχθο στον κάμπο μπροστά στις Πύλες του, μια λεύγα ανατολικά του Νάρογκ. Ήταν κατάφυτο εκτός από την κορυφή, απ' όπου έβλεπε κανείς όλους τους δρόμους που οδηγούσαν στη μεγάλη γέφυρα του Νάργκοθροντ και τις τριγύρω περιοχές. Σε αυτόν το λόφο έφτασαν αργά το πρωί και τον ανέβηκαν από τα ανατολικά. Μετά, κοιτάζοντας προς το Υψηλό Φάροθ, καστανό και γυμνό πέρα από το ποτάμι, ο Μάμπλουνγκ διέκρινε με την όραση των Ξωτικών τις στέγες του Νάργκοθροντ στην απότομη δυτική όχθη και, σαν μια μικρή μαύρη τρύπα στο τοίχωμα του λόφου, τις ανοιχτές Πύλες του Φέλαγκουντ. Όμως δεν άκουγε τον παραμικρό ήχο και δεν έβλεπε κανένα σημάδι εχθρού ούτε καμιά ένδειξη της παρουσίας του Δράκοντα, πέρα από το κάψιμο γύρω από τις Πύλες που είχε κάνει τη μέρα της λεηλασίας. Όλα ήταν ήσυχα κάτω από έναν ήλιο χλωμό.
Έτσι τώρα ο Μάμπλουνγκ, όπως είχε πει, διέταξε τους δέκα ιππείς του να κρατήσουν τη Μόργουεν και τη Νίενορ στην κορυφή του λόφου και να μην κουνηθούν από κει μέχρι να επιστρέψει, εκτός αν εμφανιζόταν κάποιος μεγάλος κίνδυνος: και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, οι καβαλάρηδες έπρεπε να βάλουν τη Μόργουεν και τη Νίενορ ανάμεσά τους και να φύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς τα ανατολικά και το Ντόριαθ, στέλνοντας έναν μπροστά για να μεταφέρει νέα και να ζητήσει βοήθεια.
Μετά ο Μάμπλουνγκ πήρε τους άλλους είκοσι της ομάδας του και κατέβηκαν όλοι αθόρυβα από το λόφο, και αφού πέρασαν στα χωράφια προς τα δυτικά, όπου τα δέντρα ήταν λίγα, σκόρπισαν και τράβηξαν ο καθένας μόνος του, με τόλμη, κρυφά και αθόρυβα, προς τις όχθες του Νάρογκ. Ο Μάμπλουνγκ πήρε το μεσαίο δρόμο προς τη γέφυρα και έτσι έφτασε στην άκρη της και είδε ότι ήταν όλη γκρεμισμένη, και το ποτάμι μέσα στη βαθιά χαράδρα, κυλώντας μακριά στα βόρεια, αγριεμένο μετά από βροχές, άφριζε και μούγκριζε ανάμεσα στις πεσμένες πέτρες.
Αλλά ο Γκλάουρουνγκ ήταν εκεί, κρυμμένος στη σκιά της μεγάλης διόδου που οδηγούσε από τις γκρεμισμένες Πύλες προς το εσωτερικό της πόλης, και είχε αντιληφθεί από πολλή ώρα τους κατασκόπους, αν και ελάχιστα μάτια στη Μέση-γη θα μπορούσαν να τους διακρίνουν. Όμως η όραση των ολέθριων ματιών του ήταν οξύτερη και από των αετών κι έφτανε πιο μακριά και από την όραση των Ξωτικών, και ήξερε και ότι μερικοί είχαν παραμείνει πίσω και βρίσκονταν στη γυμνή κορυφή του Άμον Έθιρ.
Έτσι, καθώς ο Μάμπλουνγκ προχωρούσε έρποντας ανάμεσα στους βράχους, θέλοντας να δει αν θα μπορούσε να περάσει το αγριεμένο ποτάμι πατώντας πάνω στις πεσμένες πέτρες της γέφυρας, ξεπρόβαλε ξαφνικά ο Γκλάουρουνγκ ξερνώντας φωτιά και κατέβηκε μέσα στο ποτάμι. Αμέσως τότε ακούστηκε ένα τρομερό σφύριγμα και πυκνοί ατμοί υψώθηκαν, και ο Μάμπλουνγκ και οι άνδρες του που ήταν κρυμμένοι εκεί κοντά τυλίχτηκαν από μια ομίχλη που τους τύφλωσε και από φρικτή δυσωδία, και οι περισσότεροι τράπηκαν σε φυγή προς το Λόφο των Κατασκόπων προσπαθώντας όσο μπορούσαν να μαντέψουν πού βρισκόταν. Αλλά καθώς ο Γκλάουρουνγκ περνούσε πάνω από τον Νάρογκ, ο Μάμπλουνγκ παραμέρισε και κρύφτηκε κάτω από ένα βράχο κι έμεινε εκεί γιατί θεώρησε ότι έχει μια ακόμη αποστολή. Ήξερε τώρα ότι ο Γκλάουρουνγκ κατοικεί στο Νάργκοθροντ, αλλά είχε επίσης εντολή να μάθει την αλήθεια για το γιο του Χούριν, αν μπορούσε, κι έτσι, με τη γενναιοψυχία που τον διέκρινε, σκόπευε να περάσει το ποτάμι μόλις έφευγε ο Γκλάουρουνγκ και να ψάξει στις αίθουσες του Φέλαγκουντ. Γιατί πίστευε ότι έχουν γίνει όλα όσα μπορούσαν να γίνουν για την προστασία της Μόργουεν και της Νίενορ: οι φρουροί θα αντιλαμβάνονταν την παρουσία του Γκλάουρουνγκ και ακόμη και τώρα οι καβαλάρηδες θα έτρεχαν προς το Ντόριαθ.
Έτσι ο Γκλάουρουνγκ, μια τεράστια μορφή μέσα στην ομίχλη, προσπέρασε τον Μάμπλουνγκ, και κινιόταν γοργά, γιατί ήταν δυνατό αλλά και ευκίνητο Σκουλήκι. Τότε ο Μάμπλουνγκ από πίσω του πέρασε τον Νάρογκ με μεγάλο κίνδυνο, όμως οι φρουροί πάνω στο Άμον Έθιρ είδαν το Δράκοντα και ταράχτηκαν. Είπαν αμέσως στη Μόργουεν και τη Νίενορ να καβαλικέψουν τ' άλογα χωρίς αντιρρήσεις και ετοιμάστηκαν να τρέξουν ανατολικά όπως είχαν πάρει διαταγή. Όμως την ώρα που κατέβαιναν από το λόφο στον κάμπο, ένας κακός άνεμος φύσηξε τους πυκνούς ατμούς που τους σκέπαζαν, φέρνοντας μια δυσωδία που κανένα άλογο δεν την άντεχε. Τότε τα άλογα, τυφλωμένα από την ομίχλη και κυριευμένα από τρελό τρόμο λόγω της δυσοσμίας του δράκοντα, γρήγορα έγιναν ανεξέλεγκτα και άρχισαν να τρέχουν ξέφρενα από δω και από κει. Και οι φρουροί σκόρπισαν και τα άλογα τούς πέταξαν πάνω σε δέντρα και άλλοι τραυματίστηκαν σοβαρά και άλλοι αναζητούσαν μάταια ο ένας τον άλλο. Το χλιμίντρισμα των αλόγων και οι φωνές των καβαλάρηδων έφτασαν στα αυτιά του Γκλάουρουνγκ κι αυτός ικανοποιήθηκε πολύ.
Ένας από τους καβαλάρηδες των Ξωτικών, παλεύοντας με το άλογό του μέσα στην ομίχλη, είδε τη Λαίδη Μόργουεν να περνά, ένα γκρίζο στοιχειό πάνω σ' ένα τρελό άλογο, αλλά μετά χάθηκε μέσα στην καταχνιά φωνάζοντας Νίενορ και δεν την ξαναείδαν.
Όμως, όταν απλώθηκε ο τυφλός τρόμος στους καβαλάρηδες, το άλογο της Νίενορ, καθώς έτρεχε ασυγκράτητα, σκόνταψε και την πέταξε κάτω. Εκείνη έπεσε μαλακά σε χλόη και δεν τραυματίστηκε, αλλά όταν σηκώθηκε ήταν μόνη, χαμένη μέσα στην ομίχλη χωρίς άλογο ή σύντροφο. Δεν έχασε το θάρρος της, όμως, και σκέφτηκε. Και της φάνηκε ότι ήταν μάταιο να πάει προς αυτή ή εκείνη την κραυγή, γιατί ακούγονταν φωνές παντού γύρω της, γίνονταν, όμως, όλο και πιο αμυδρές. Καλύτερο της φάνηκε σε αυτή την κατάσταση να αναζητήσει πάλι το λόφο: σίγουρα ο Μάμπλουνγκ εδώ θα ερχόταν πριν φύγει, έστω και μόνο για να βεβαιωθεί ότι κανείς από την ομάδα του δεν είχε απομείνει.
Έτσι, περπατώντας προς τα κει που υπέθετε ότι είναι ο λόφος, τον βρήκε μπροστά της λόγω της ανηφοριάς του εδάφους -γιατί ήταν όντως κοντά. Και σιγά-σιγά ανέβηκε το μονοπάτι που οδηγούσε από τα ανατολικά στην κορυφή. Και όσο ανέβαινε, τόσο διαλυόταν η ομίχλη, μέχρι που βγήκε επιτέλους στο φως του ήλιου πάνω στη γυμνή κορυφή. Τότε προχώρησε και κοίταξε στα δυτικά. Και εκεί ακριβώς βρισκόταν το μεγάλο κεφάλι του Γκλάουρουνγκ, που στο μεταξύ είχε πλησιάσει από την άλλη πλευρά. Και πριν το καταλάβει, τα μάτια της είχαν κοιτάξει μέσα στο ολέθριο πνεύμα των ματιών του, και ήταν τρομερά, αφού ήταν γεμάτα με το μοχθηρό πνεύμα του Μόργκοθ, του αφέντη του.
Δυνατή ήταν η θέληση και η καρδιά της Νίενορ και αγωνίστηκε ενάντια στον Γκλάουρουνγκ, αλλά αυτός έβαλε τη δύναμή του εναντίον της.
“Τι ζητάς εδώ;” της είπε.
Και υποχρεωμένη να απαντήσει, η Νίενορ είπε:
“Απλώς ζητώ κάποιον Τούριν που ζούσε εδώ για λίγο. Αλλά πρέπει να είναι νεκρός”.
“Δεν ξέρω”, είπε η Γκλάουρουνγκ. “Τον είχαν αφήσει εδώ για να υπερασπιστεί τις γυναίκες και τους αδύναμους αλλά μόλις ήρθα, τους εγκατέλειψε και το έσκασε. Καυχησιάρης αλλά δειλός, φαίνεται. Γιατί αναζητάς κάποιον σαν αυτόν;”.
“Λες ψέματα”, είπε η Νίενορ. “Τα παιδιά του Χούριν τουλάχιστον δεν είναι δειλά. Δεν σε φοβόμαστε”.
Τότε ο Γκλάουρουνγκ γέλασε, γιατί έτσι αποκαλύφθηκε η κόρη του Χούριν στη μοχθηρία του.
“Τότε είστε ανόητοι, κι εσύ και ο αδελφός σου”, είπε. “Και ο κομπασμός σου θα αποβεί μάταιος, γιατί είμαι ο Γκλάουρουνγκ!”.
Και παρέσυρε το βλέμμα της μέσα στο δικό του και η θέλησή της λύγισε. Και της φάνηκε ότι ο ήλιος αρρώστησε και όλα έγιναν θαμπά γύρο της, και σιγά σιγά ένα μεγάλο σκοτάδι τη σκέπασε και μέσα σ' αυτό το σκοτάδι υπήρχε κενό, δεν ήξερε τίποτα και δεν άκουγε τίποτα και δεν θυμόταν τίποτα.
--
Πολλή ώρα εξερευνούσε ο Μάμπλουνγκ τ' ανάκτορο του Νάργκοθροντ, όσο καλύτερα μπορούσε παρά το σκοτάδι και τη δυσωδία. Αλλά δεν βρήκε ζωντανό πλάσμα εκεί: τίποτα δεν κουνιόταν ανάμεσα στα κόκαλα και κανείς δεν απαντούσε στις φωνές του. Τελικά, νιώθοντας τη φρίκη του μέρους να τον βαραίνει και φοβούμενος την επιστροφή του Γκλάουρουνγκ, γύρισε πίσω στις Πύλες. Ο ήλιος χαμήλωνε στα δυτικά και οι σκιές του Φάροθ απλώνονταν πίσω του σκοτεινές πάνω στις ταράτσες του Νάργκοθροντ και στο άγριο ποτάμι από κάτω, όμως μακριά, κάτω από το Άμον Έθιρ, του φάνηκε ότι διέκρινε το φρικτό σχήμα του Δράκοντα. Με τέτοια βιασύνη και φόβο το πέρασμα του Νάρογκ γινόταν πιο δύσκολο και επικίνδυνο και δεν είχε προλάβει καλά καλά να φτάσει στην ανατολική πλευρά και να κρυφτεί παράμερα κάτω από την όχθη όταν πλησίασε ο Γκλάουρουνγκ. Μα τώρα ήταν αργός και αθόρυβος, γιατί όλες οι φωτιές μέσα στο σκοτάδι είχαν σιγάσει: είχε καταναλώσει μεγάλη δύναμη και τώρα ήθελε να ξεκουραστεί και να κοιμηθεί μέσα στο σκοτάδι. Έτσι πέρασε μέσα από το νερό και ανέβηκε στις Πύλες σαν ένα πελώριο φίδι, γκρίζο σαν στάχτη, που άφηνε στο χώμα τη γλίτσα της κοιλιάς του.
Αλλά πριν μπει μέσα, γύρισε και κοίταξε πίσω προσ τα ανατολικά και τότε βγήκε από μέσα του το γέλιο του Μόργκοθ, αμυδρό αλλά φρικτό, σαν μια ηχώ μοχθηρίας κάπου μακριά από τα μαύρα βάθη. Και ακολούθησε η φωνή του, ψυχρή και σιγανή:
“Εκεί είσαι κρυμμένος σαν ποντίκι κάτω από την όχθη, κραταιέ Μάμπλουνγκ! Άσχημα εκτελείς τις αποστολές του Θίνγκολ. Τρέχα τώρα στο λόφο και δες τι απόγινε αυτή που σου ανέθεσαν να προστατεύεις!”
Μετά ο Γκλάουρουνγκ μπήκε μέσα στη φωλιά του και ο ήλιος έπεσε και ένα γκρίζο βράδυ απλώθηκε παγερό πάνω στη γη. Αλλά ο Μάμπλουνγκ έσπευσε πίσω στο Άμον Έθιρ και καθώς ανέβαινε στην κορυφή βγήκαν τα αστέρια την ανατολή. Και στο φόντο τους είδε να στέκεται εκεί, σκοτεινή και ακίνητη, μια φιγούρα σαν από πέτρα, έτσι στεκόταν η Νίενορ και δεν άκουγε τίποτα από αυτά που της έλεγε και δεν του απαντούσε. Αλλά όταν τελικά της έπιασε το χέρι, αυτή κινήθηκε και τον άφησε να την οδηγήσει, και όσο την κρατούσε, τον ακολουθούσε, αλλά την άφηνε, έμενε ακίνητη.
Τότε μεγάλη ήταν η θλίψη και η σύγχυση του Μάμπλουνγκ, όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από το να οδηγεί τη Νίενορ στον μακρύ δρόμο της επιστροφής στ' ανατολικά, χωρίς βοήθεια ή συντρόφους. Έτσι προχωρούσαν, περπατώντας σαν υπνοβάτες, στο νυχτωμένο κάμπο. Και όταν έφτασε το πρωί, η Νίενορ σκόνταψε και έπεσε και απέμεινε ακίνητη. Και ο Μάμπλουνγκ κάθισε δίπλα της απελπισμένος.
“Δεν ήταν χωρίς λόγο που έτρεμα αυτή την αποστολή”, είπε, “Γιατί θα είναι η τελευταία μου, όπως φαίνεται. Μ' αυτό το κακότυχο παιδί των Ανθρώπων θα χάσω τη ζωή μου μέσα στις ερημιές και τ' όνομα μου θα το λένε με περιφρόνηση στο Ντόριαθ, αν όντως μαθευτούν ποτέ εκεί τα μαντάτα για τη μοίρα μας. Αναμφίβολα, όλους τους άλλους τους σκότωσε ο Δράκος και μόνο αυτή την άφησε ζωντανή, αλλά όχι από οίκτο”.
Έτσι τους βρήκαν τρεις από την ομάδα που είχαν τραπεί σε φυγή από τον Νάρογκ με τον ερχομό του Γκλάουρουνγκ, και μετά από πολλές περιπλανήσεις, όταν πέρασε η ομίχλη, γύρισαν πίσω στο λόφο και βρίσκοντάς τον άδειο άρχισαν να αναζητούν το δρόμο της επιστροφής. Τότε ο Μάμπλουνγκ ένιωσε τις ελπίδες του ν' αναπτερώνονται και συνέχισαν τώρα μαζί προς τα βόρεια και ανατολικά, γιατί δεν υπήρχε δρόμος που να οδηγεί νότια, πίσω στο Ντόριαθ, και μετά την πτώση του Νάργκοθροντ απαγορευόταν στους φύλακες των πορθμείων να μεταφέρουν επιβάτες παρά μόνο αυτούς που προέρχονταν από μέσα.
--
Αργό ήταν το ταξίδι τους, όπως εκείνων που οδηγούν ένα κουρασμένο παιδί. Αλλά όσο απομακρύνονταν από το Νάργκοθροντ και πλησίαζαν στο Ντόριαθ, λίγο λίγο η Νίενορ ανακτούσε τις δυνάμεις της και περπατούσε για ώρες υπάκουα όταν την κρατούσαν από το χέρι. Μα τα διάπλατα μάτια της δεν έβλεπαν τίποτα, τα αυτιά της δεν άκουγαν λόγια και τα χείλη της δεν μιλούσαν.
Και τώρα επιτέλους μετά από πολλές μέρες πλησίασαν στα δυτικά σύνορα του Ντόριαθ, λίγο νότια από τον Τέιγκλιν, γιατί σκόπευαν να περάσουν τους φράχτες μια μικρής έκτασης του Θίνγκολ πέρα από τον Σίριον και έτσι να φτάσουν στη φρουρούμενη γέφυρα κοντά στη συμβολή του Εσγκάλντουιν. Εκεί σταμάτησαν για λίγο και ξάπλωσαν τη Νίενορ σ' ένα στρώμα με γρασίδι, κι αυτή έκλεισε τα μάτια της, κάτι που δεν είχε κάνει ως τώρα, και φάνηκε να κοιμάται. Τότε τα Ξωτικά κάθισαν να ξεκουραστούν κι αυτά και από την εξάντληση δεν έδιναν την προσοχή που έπρεπε. Έτσι τους επιτέθηκε αιφνιδιαστικά μια ομάδα Ορκ, σαν αυτές που τριγύριζαν τώρα συχνά σ' εκείνη την περιοχή πλησιάζοντας όσο τολμούσαν τα σύνορα του Ντόριαθ. Ξαφνικά, στη μέση της συμπλοκής, πετάχτηκε η Νίενορ από τη χλόη σαν άνθρωπος που ξυπνά από συναγερμό τη νύχτα και με μια κραυγή άρχισε να τρέχει μέσα στο δάσος. Τότε οι Ορκ γύρισαν και άρχισαν να την κυνηγούν και τα Ξωτικά έτρεξαν πίσω τους. Όμως μια παράξενη αλλαγή είχε συμβεί στη Νίενορ και τώρα τους ξεπερνούσε στο τρέξιμο όλους πετώντας σαν ελαφίνα ανάμεσα στα δέντρα, με τα μαλλιά της να ανεμίζουν στον άνεμο. Ο Μάμπλουνγκ και οι σύντροφοί του πρόλαβαν γρήγορα τους Ορκ και τους σκότωσαν μέχρι τον τελευταίο και ύστερα συνέχισαν να τρέχουν. Αλλά στο μεταξύ η Νίενορ είχε χαθεί σαν φάντασμα και ούτε την έβλεπαν πουθενά ούτε κανένα ίχνος της μπορούσαν να βρουν, αν και έφτασαν μακριά στα βόρεια και έψαχναν μέρες πολλές.
Τελικά ο Μάμπλουνγκ επέστρεψε στο Ντόριαθ σκυφτός από λύπη και ντροπή.
“Διάλεξε νέο αρχηγό των κυνηγών σου, κύριε”, είπε στο βασιλιά. “Γιατί εγώ ατιμάστηκα”.
Αλλά η Μέλιαν είπε:
“Δεν είναι έτσι, Μάμπλουνγκ. Έκανες ό,τι μπορούσες και κανείς από τους υπηρέτες του βασιλιά δεν θα έκανε τόσα πολλά. Μα από κακή τύχη αντιμετώπισες μια δύναμη πολύ μεγάλη για σένα, πολύ μεγάλη για όλους όσοι ζουν τώρα στη Μέση-γη”.
“Σ' έστειλα να μου φέρεις νέα κι αυτό το έκανες”, είπε ο Θίνγκολ. “Δεν φταις εσύ αν εκείνοι τους οποίους αφορούν πιο πολύ οι ειδήσεις είναι τώρα μακριά και δεν μπορούν να τις ακούσουν. Θλιβερό όντως είναι αυτό το τέλος όλου του γένους του Χούριν, αλλά η ευθύνη δεν είναι δική σου”.
Γιατί όχι μόνο η Νίενορ έτρεχε τώρα άφρονη μέσα στις ερημιές, αλλά και η Μόργουεν ήταν χαμένη επίσης. Ούτε τότε ούτε αργότερα δεν έφτασαν σίγουρα νέα για τη μοίρα της στο Ντόριαθ ή στο Ντορ-λόμιν. Παρ' όλα αυτά ο Μάμπλουνγκ δεν μπορούσε να ησυχάσει και με μια μικρή ομάδα βγήκε στις ερημιές και επί τρία χρόνια περιπλανήθηκε μακριά, από τα Έρεντ Γουέθριν μέχρι και τις Εκβολές του Σίριον, αναζητώντας ίχνη ή ειδήσεις για τους χαμένους.