×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.


image

Tolkien - Τα Παιδιά του Χούριν, XIV. Το Ταξίδι της Μόργουεν και της Νίενορ στο Νάργκοθροντ (2)

XIV. Το Ταξίδι της Μόργουεν και της Νίενορ στο Νάργκοθροντ (2)

Έτσι με το ξημέρωμα βγήκαν αργά και προσεχτικά από την περιοχή με τα καλάμια και τις χαμηλές ιτιές κι έφτασαν στο γκρίζο δάσος που κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος του νότιου κάμπου πριν από το Νάργκοθροντ. Όλη μέρα ταξίδευαν δυτικά και έβλεπαν μόνο καταστροφή χωρίς ν' ακούνε τίποτα, γιατί η γη ήταν σιωπηλή και ο Μάμπλουνγκ ένιωθε ότι ένας αδιόρατος φόβος ήταν απλωμένος γύρω τους. Τον ίδιο εκείνο δρόμο τον είχε περάσει ο Μπέρεν πριν από χρόνια και τότε το δάσος ήταν γεμάτο με τα κρυμμένα μάτια των κυνηγών. Τώρα όμως οι κάτοικοι του Νάρογκ δεν υπήρχαν πια και οι Ορκ φαίνεται ότι δεν είχαν αρχίσει ακόμη να απομακρύνονται περιπλανώμενοι προς το νότο. Εκείνη τη νύχτα κατασκήνωσαν μέσα στο γκρίζο δάσος χωρίς φωτιά ή φως.

Τις επόμενες δύο μέρες συνέχισαν και το βράδυ της τρίτης μέρας από τον Σίριον διέσχισαν τον κάμπο και πλησίασαν στις ανατολικές όχθες του Νάρογκ. Τότε έπιασε τον Μάμπλουνγκ τόση ανησυχία, που παρακάλεσε τη Μόργουεν να μην προχωρήσει άλλο. Αλλά αυτή γέλασε και είπε:

“Θα έχεις γρήγορα τη χαρά να μας ξεφορτωθείς, όπως φαίνεται. Αλλά πρέπει να μας ανεχθείς λίγο ακόμη. Έχουμε φτάσει πολύ κοντά τώρα για να γυρίσουμε πίσω από φόβο”.

Τότε ο Μάμπλουνγκ φώναξε:

“Ασύνετες είστε και οι δύο και παράτολμες. Δεν βοηθάτε αλλά εμποδίζετε τη συγκέντρωση ειδήσεων. Ακούστε με! Έχω εντολή να μη μείνω κοντά σας με όλους τους άνδρες. Έχω επίσης εντολή να σας προστατεύω όπως μπορώ. Σε αυτό το δίλημμα ένα μόνο μπορώ να κάνω. Και θα σας προστατεύσω. Αύριο θα σας οδηγήσω στο Άμον Έθιρ, το Λόφο των Κατασκόπων, που είναι κοντά, και εκεί θα μείνετε με φρουρά και δεν θα προχωρήσετε άλλο όσο διοικώ εγώ”.

Το Άμον Έθιρ ήταν ένα ύψωμα μεγάλο σαν λόφος, που πριν από πολύν καιρό ο Φέλαγκουντ είχε βάλει να το φτιάξουν με πολύ μόχθο στον κάμπο μπροστά στις Πύλες του, μια λεύγα ανατολικά του Νάρογκ. Ήταν κατάφυτο εκτός από την κορυφή, απ' όπου έβλεπε κανείς όλους τους δρόμους που οδηγούσαν στη μεγάλη γέφυρα του Νάργκοθροντ και τις τριγύρω περιοχές. Σε αυτόν το λόφο έφτασαν αργά το πρωί και τον ανέβηκαν από τα ανατολικά. Μετά, κοιτάζοντας προς το Υψηλό Φάροθ, καστανό και γυμνό πέρα από το ποτάμι, ο Μάμπλουνγκ διέκρινε με την όραση των Ξωτικών τις στέγες του Νάργκοθροντ στην απότομη δυτική όχθη και, σαν μια μικρή μαύρη τρύπα στο τοίχωμα του λόφου, τις ανοιχτές Πύλες του Φέλαγκουντ. Όμως δεν άκουγε τον παραμικρό ήχο και δεν έβλεπε κανένα σημάδι εχθρού ούτε καμιά ένδειξη της παρουσίας του Δράκοντα, πέρα από το κάψιμο γύρω από τις Πύλες που είχε κάνει τη μέρα της λεηλασίας. Όλα ήταν ήσυχα κάτω από έναν ήλιο χλωμό.

Έτσι τώρα ο Μάμπλουνγκ, όπως είχε πει, διέταξε τους δέκα ιππείς του να κρατήσουν τη Μόργουεν και τη Νίενορ στην κορυφή του λόφου και να μην κουνηθούν από κει μέχρι να επιστρέψει, εκτός αν εμφανιζόταν κάποιος μεγάλος κίνδυνος: και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, οι καβαλάρηδες έπρεπε να βάλουν τη Μόργουεν και τη Νίενορ ανάμεσά τους και να φύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς τα ανατολικά και το Ντόριαθ, στέλνοντας έναν μπροστά για να μεταφέρει νέα και να ζητήσει βοήθεια.

Μετά ο Μάμπλουνγκ πήρε τους άλλους είκοσι της ομάδας του και κατέβηκαν όλοι αθόρυβα από το λόφο, και αφού πέρασαν στα χωράφια προς τα δυτικά, όπου τα δέντρα ήταν λίγα, σκόρπισαν και τράβηξαν ο καθένας μόνος του, με τόλμη, κρυφά και αθόρυβα, προς τις όχθες του Νάρογκ. Ο Μάμπλουνγκ πήρε το μεσαίο δρόμο προς τη γέφυρα και έτσι έφτασε στην άκρη της και είδε ότι ήταν όλη γκρεμισμένη, και το ποτάμι μέσα στη βαθιά χαράδρα, κυλώντας μακριά στα βόρεια, αγριεμένο μετά από βροχές, άφριζε και μούγκριζε ανάμεσα στις πεσμένες πέτρες.

Αλλά ο Γκλάουρουνγκ ήταν εκεί, κρυμμένος στη σκιά της μεγάλης διόδου που οδηγούσε από τις γκρεμισμένες Πύλες προς το εσωτερικό της πόλης, και είχε αντιληφθεί από πολλή ώρα τους κατασκόπους, αν και ελάχιστα μάτια στη Μέση-γη θα μπορούσαν να τους διακρίνουν. Όμως η όραση των ολέθριων ματιών του ήταν οξύτερη και από των αετών κι έφτανε πιο μακριά και από την όραση των Ξωτικών, και ήξερε και ότι μερικοί είχαν παραμείνει πίσω και βρίσκονταν στη γυμνή κορυφή του Άμον Έθιρ.

Έτσι, καθώς ο Μάμπλουνγκ προχωρούσε έρποντας ανάμεσα στους βράχους, θέλοντας να δει αν θα μπορούσε να περάσει το αγριεμένο ποτάμι πατώντας πάνω στις πεσμένες πέτρες της γέφυρας, ξεπρόβαλε ξαφνικά ο Γκλάουρουνγκ ξερνώντας φωτιά και κατέβηκε μέσα στο ποτάμι. Αμέσως τότε ακούστηκε ένα τρομερό σφύριγμα και πυκνοί ατμοί υψώθηκαν, και ο Μάμπλουνγκ και οι άνδρες του που ήταν κρυμμένοι εκεί κοντά τυλίχτηκαν από μια ομίχλη που τους τύφλωσε και από φρικτή δυσωδία, και οι περισσότεροι τράπηκαν σε φυγή προς το Λόφο των Κατασκόπων προσπαθώντας όσο μπορούσαν να μαντέψουν πού βρισκόταν. Αλλά καθώς ο Γκλάουρουνγκ περνούσε πάνω από τον Νάρογκ, ο Μάμπλουνγκ παραμέρισε και κρύφτηκε κάτω από ένα βράχο κι έμεινε εκεί γιατί θεώρησε ότι έχει μια ακόμη αποστολή. Ήξερε τώρα ότι ο Γκλάουρουνγκ κατοικεί στο Νάργκοθροντ, αλλά είχε επίσης εντολή να μάθει την αλήθεια για το γιο του Χούριν, αν μπορούσε, κι έτσι, με τη γενναιοψυχία που τον διέκρινε, σκόπευε να περάσει το ποτάμι μόλις έφευγε ο Γκλάουρουνγκ και να ψάξει στις αίθουσες του Φέλαγκουντ. Γιατί πίστευε ότι έχουν γίνει όλα όσα μπορούσαν να γίνουν για την προστασία της Μόργουεν και της Νίενορ: οι φρουροί θα αντιλαμβάνονταν την παρουσία του Γκλάουρουνγκ και ακόμη και τώρα οι καβαλάρηδες θα έτρεχαν προς το Ντόριαθ.

Έτσι ο Γκλάουρουνγκ, μια τεράστια μορφή μέσα στην ομίχλη, προσπέρασε τον Μάμπλουνγκ, και κινιόταν γοργά, γιατί ήταν δυνατό αλλά και ευκίνητο Σκουλήκι. Τότε ο Μάμπλουνγκ από πίσω του πέρασε τον Νάρογκ με μεγάλο κίνδυνο, όμως οι φρουροί πάνω στο Άμον Έθιρ είδαν το Δράκοντα και ταράχτηκαν. Είπαν αμέσως στη Μόργουεν και τη Νίενορ να καβαλικέψουν τ' άλογα χωρίς αντιρρήσεις και ετοιμάστηκαν να τρέξουν ανατολικά όπως είχαν πάρει διαταγή. Όμως την ώρα που κατέβαιναν από το λόφο στον κάμπο, ένας κακός άνεμος φύσηξε τους πυκνούς ατμούς που τους σκέπαζαν, φέρνοντας μια δυσωδία που κανένα άλογο δεν την άντεχε. Τότε τα άλογα, τυφλωμένα από την ομίχλη και κυριευμένα από τρελό τρόμο λόγω της δυσοσμίας του δράκοντα, γρήγορα έγιναν ανεξέλεγκτα και άρχισαν να τρέχουν ξέφρενα από δω και από κει. Και οι φρουροί σκόρπισαν και τα άλογα τούς πέταξαν πάνω σε δέντρα και άλλοι τραυματίστηκαν σοβαρά και άλλοι αναζητούσαν μάταια ο ένας τον άλλο. Το χλιμίντρισμα των αλόγων και οι φωνές των καβαλάρηδων έφτασαν στα αυτιά του Γκλάουρουνγκ κι αυτός ικανοποιήθηκε πολύ.

Ένας από τους καβαλάρηδες των Ξωτικών, παλεύοντας με το άλογό του μέσα στην ομίχλη, είδε τη Λαίδη Μόργουεν να περνά, ένα γκρίζο στοιχειό πάνω σ' ένα τρελό άλογο, αλλά μετά χάθηκε μέσα στην καταχνιά φωνάζοντας Νίενορ και δεν την ξαναείδαν.

Όμως, όταν απλώθηκε ο τυφλός τρόμος στους καβαλάρηδες, το άλογο της Νίενορ, καθώς έτρεχε ασυγκράτητα, σκόνταψε και την πέταξε κάτω. Εκείνη έπεσε μαλακά σε χλόη και δεν τραυματίστηκε, αλλά όταν σηκώθηκε ήταν μόνη, χαμένη μέσα στην ομίχλη χωρίς άλογο ή σύντροφο. Δεν έχασε το θάρρος της, όμως, και σκέφτηκε. Και της φάνηκε ότι ήταν μάταιο να πάει προς αυτή ή εκείνη την κραυγή, γιατί ακούγονταν φωνές παντού γύρω της, γίνονταν, όμως, όλο και πιο αμυδρές. Καλύτερο της φάνηκε σε αυτή την κατάσταση να αναζητήσει πάλι το λόφο: σίγουρα ο Μάμπλουνγκ εδώ θα ερχόταν πριν φύγει, έστω και μόνο για να βεβαιωθεί ότι κανείς από την ομάδα του δεν είχε απομείνει.

Έτσι, περπατώντας προς τα κει που υπέθετε ότι είναι ο λόφος, τον βρήκε μπροστά της λόγω της ανηφοριάς του εδάφους -γιατί ήταν όντως κοντά. Και σιγά-σιγά ανέβηκε το μονοπάτι που οδηγούσε από τα ανατολικά στην κορυφή. Και όσο ανέβαινε, τόσο διαλυόταν η ομίχλη, μέχρι που βγήκε επιτέλους στο φως του ήλιου πάνω στη γυμνή κορυφή. Τότε προχώρησε και κοίταξε στα δυτικά. Και εκεί ακριβώς βρισκόταν το μεγάλο κεφάλι του Γκλάουρουνγκ, που στο μεταξύ είχε πλησιάσει από την άλλη πλευρά. Και πριν το καταλάβει, τα μάτια της είχαν κοιτάξει μέσα στο ολέθριο πνεύμα των ματιών του, και ήταν τρομερά, αφού ήταν γεμάτα με το μοχθηρό πνεύμα του Μόργκοθ, του αφέντη του.

Δυνατή ήταν η θέληση και η καρδιά της Νίενορ και αγωνίστηκε ενάντια στον Γκλάουρουνγκ, αλλά αυτός έβαλε τη δύναμή του εναντίον της.

“Τι ζητάς εδώ;” της είπε.

Και υποχρεωμένη να απαντήσει, η Νίενορ είπε:

“Απλώς ζητώ κάποιον Τούριν που ζούσε εδώ για λίγο. Αλλά πρέπει να είναι νεκρός”.

“Δεν ξέρω”, είπε η Γκλάουρουνγκ. “Τον είχαν αφήσει εδώ για να υπερασπιστεί τις γυναίκες και τους αδύναμους αλλά μόλις ήρθα, τους εγκατέλειψε και το έσκασε. Καυχησιάρης αλλά δειλός, φαίνεται. Γιατί αναζητάς κάποιον σαν αυτόν;”.

“Λες ψέματα”, είπε η Νίενορ. “Τα παιδιά του Χούριν τουλάχιστον δεν είναι δειλά. Δεν σε φοβόμαστε”.

Τότε ο Γκλάουρουνγκ γέλασε, γιατί έτσι αποκαλύφθηκε η κόρη του Χούριν στη μοχθηρία του.

“Τότε είστε ανόητοι, κι εσύ και ο αδελφός σου”, είπε. “Και ο κομπασμός σου θα αποβεί μάταιος, γιατί είμαι ο Γκλάουρουνγκ!”.

Και παρέσυρε το βλέμμα της μέσα στο δικό του και η θέλησή της λύγισε. Και της φάνηκε ότι ο ήλιος αρρώστησε και όλα έγιναν θαμπά γύρο της, και σιγά σιγά ένα μεγάλο σκοτάδι τη σκέπασε και μέσα σ' αυτό το σκοτάδι υπήρχε κενό, δεν ήξερε τίποτα και δεν άκουγε τίποτα και δεν θυμόταν τίποτα.

--

Πολλή ώρα εξερευνούσε ο Μάμπλουνγκ τ' ανάκτορο του Νάργκοθροντ, όσο καλύτερα μπορούσε παρά το σκοτάδι και τη δυσωδία. Αλλά δεν βρήκε ζωντανό πλάσμα εκεί: τίποτα δεν κουνιόταν ανάμεσα στα κόκαλα και κανείς δεν απαντούσε στις φωνές του. Τελικά, νιώθοντας τη φρίκη του μέρους να τον βαραίνει και φοβούμενος την επιστροφή του Γκλάουρουνγκ, γύρισε πίσω στις Πύλες. Ο ήλιος χαμήλωνε στα δυτικά και οι σκιές του Φάροθ απλώνονταν πίσω του σκοτεινές πάνω στις ταράτσες του Νάργκοθροντ και στο άγριο ποτάμι από κάτω, όμως μακριά, κάτω από το Άμον Έθιρ, του φάνηκε ότι διέκρινε το φρικτό σχήμα του Δράκοντα. Με τέτοια βιασύνη και φόβο το πέρασμα του Νάρογκ γινόταν πιο δύσκολο και επικίνδυνο και δεν είχε προλάβει καλά καλά να φτάσει στην ανατολική πλευρά και να κρυφτεί παράμερα κάτω από την όχθη όταν πλησίασε ο Γκλάουρουνγκ. Μα τώρα ήταν αργός και αθόρυβος, γιατί όλες οι φωτιές μέσα στο σκοτάδι είχαν σιγάσει: είχε καταναλώσει μεγάλη δύναμη και τώρα ήθελε να ξεκουραστεί και να κοιμηθεί μέσα στο σκοτάδι. Έτσι πέρασε μέσα από το νερό και ανέβηκε στις Πύλες σαν ένα πελώριο φίδι, γκρίζο σαν στάχτη, που άφηνε στο χώμα τη γλίτσα της κοιλιάς του.

Αλλά πριν μπει μέσα, γύρισε και κοίταξε πίσω προσ τα ανατολικά και τότε βγήκε από μέσα του το γέλιο του Μόργκοθ, αμυδρό αλλά φρικτό, σαν μια ηχώ μοχθηρίας κάπου μακριά από τα μαύρα βάθη. Και ακολούθησε η φωνή του, ψυχρή και σιγανή:

“Εκεί είσαι κρυμμένος σαν ποντίκι κάτω από την όχθη, κραταιέ Μάμπλουνγκ! Άσχημα εκτελείς τις αποστολές του Θίνγκολ. Τρέχα τώρα στο λόφο και δες τι απόγινε αυτή που σου ανέθεσαν να προστατεύεις!”

Μετά ο Γκλάουρουνγκ μπήκε μέσα στη φωλιά του και ο ήλιος έπεσε και ένα γκρίζο βράδυ απλώθηκε παγερό πάνω στη γη. Αλλά ο Μάμπλουνγκ έσπευσε πίσω στο Άμον Έθιρ και καθώς ανέβαινε στην κορυφή βγήκαν τα αστέρια την ανατολή. Και στο φόντο τους είδε να στέκεται εκεί, σκοτεινή και ακίνητη, μια φιγούρα σαν από πέτρα, έτσι στεκόταν η Νίενορ και δεν άκουγε τίποτα από αυτά που της έλεγε και δεν του απαντούσε. Αλλά όταν τελικά της έπιασε το χέρι, αυτή κινήθηκε και τον άφησε να την οδηγήσει, και όσο την κρατούσε, τον ακολουθούσε, αλλά την άφηνε, έμενε ακίνητη.

Τότε μεγάλη ήταν η θλίψη και η σύγχυση του Μάμπλουνγκ, όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από το να οδηγεί τη Νίενορ στον μακρύ δρόμο της επιστροφής στ' ανατολικά, χωρίς βοήθεια ή συντρόφους. Έτσι προχωρούσαν, περπατώντας σαν υπνοβάτες, στο νυχτωμένο κάμπο. Και όταν έφτασε το πρωί, η Νίενορ σκόνταψε και έπεσε και απέμεινε ακίνητη. Και ο Μάμπλουνγκ κάθισε δίπλα της απελπισμένος.

“Δεν ήταν χωρίς λόγο που έτρεμα αυτή την αποστολή”, είπε, “Γιατί θα είναι η τελευταία μου, όπως φαίνεται. Μ' αυτό το κακότυχο παιδί των Ανθρώπων θα χάσω τη ζωή μου μέσα στις ερημιές και τ' όνομα μου θα το λένε με περιφρόνηση στο Ντόριαθ, αν όντως μαθευτούν ποτέ εκεί τα μαντάτα για τη μοίρα μας. Αναμφίβολα, όλους τους άλλους τους σκότωσε ο Δράκος και μόνο αυτή την άφησε ζωντανή, αλλά όχι από οίκτο”.

Έτσι τους βρήκαν τρεις από την ομάδα που είχαν τραπεί σε φυγή από τον Νάρογκ με τον ερχομό του Γκλάουρουνγκ, και μετά από πολλές περιπλανήσεις, όταν πέρασε η ομίχλη, γύρισαν πίσω στο λόφο και βρίσκοντάς τον άδειο άρχισαν να αναζητούν το δρόμο της επιστροφής. Τότε ο Μάμπλουνγκ ένιωσε τις ελπίδες του ν' αναπτερώνονται και συνέχισαν τώρα μαζί προς τα βόρεια και ανατολικά, γιατί δεν υπήρχε δρόμος που να οδηγεί νότια, πίσω στο Ντόριαθ, και μετά την πτώση του Νάργκοθροντ απαγορευόταν στους φύλακες των πορθμείων να μεταφέρουν επιβάτες παρά μόνο αυτούς που προέρχονταν από μέσα.

--

Αργό ήταν το ταξίδι τους, όπως εκείνων που οδηγούν ένα κουρασμένο παιδί. Αλλά όσο απομακρύνονταν από το Νάργκοθροντ και πλησίαζαν στο Ντόριαθ, λίγο λίγο η Νίενορ ανακτούσε τις δυνάμεις της και περπατούσε για ώρες υπάκουα όταν την κρατούσαν από το χέρι. Μα τα διάπλατα μάτια της δεν έβλεπαν τίποτα, τα αυτιά της δεν άκουγαν λόγια και τα χείλη της δεν μιλούσαν.

Και τώρα επιτέλους μετά από πολλές μέρες πλησίασαν στα δυτικά σύνορα του Ντόριαθ, λίγο νότια από τον Τέιγκλιν, γιατί σκόπευαν να περάσουν τους φράχτες μια μικρής έκτασης του Θίνγκολ πέρα από τον Σίριον και έτσι να φτάσουν στη φρουρούμενη γέφυρα κοντά στη συμβολή του Εσγκάλντουιν. Εκεί σταμάτησαν για λίγο και ξάπλωσαν τη Νίενορ σ' ένα στρώμα με γρασίδι, κι αυτή έκλεισε τα μάτια της, κάτι που δεν είχε κάνει ως τώρα, και φάνηκε να κοιμάται. Τότε τα Ξωτικά κάθισαν να ξεκουραστούν κι αυτά και από την εξάντληση δεν έδιναν την προσοχή που έπρεπε. Έτσι τους επιτέθηκε αιφνιδιαστικά μια ομάδα Ορκ, σαν αυτές που τριγύριζαν τώρα συχνά σ' εκείνη την περιοχή πλησιάζοντας όσο τολμούσαν τα σύνορα του Ντόριαθ. Ξαφνικά, στη μέση της συμπλοκής, πετάχτηκε η Νίενορ από τη χλόη σαν άνθρωπος που ξυπνά από συναγερμό τη νύχτα και με μια κραυγή άρχισε να τρέχει μέσα στο δάσος. Τότε οι Ορκ γύρισαν και άρχισαν να την κυνηγούν και τα Ξωτικά έτρεξαν πίσω τους. Όμως μια παράξενη αλλαγή είχε συμβεί στη Νίενορ και τώρα τους ξεπερνούσε στο τρέξιμο όλους πετώντας σαν ελαφίνα ανάμεσα στα δέντρα, με τα μαλλιά της να ανεμίζουν στον άνεμο. Ο Μάμπλουνγκ και οι σύντροφοί του πρόλαβαν γρήγορα τους Ορκ και τους σκότωσαν μέχρι τον τελευταίο και ύστερα συνέχισαν να τρέχουν. Αλλά στο μεταξύ η Νίενορ είχε χαθεί σαν φάντασμα και ούτε την έβλεπαν πουθενά ούτε κανένα ίχνος της μπορούσαν να βρουν, αν και έφτασαν μακριά στα βόρεια και έψαχναν μέρες πολλές.

Τελικά ο Μάμπλουνγκ επέστρεψε στο Ντόριαθ σκυφτός από λύπη και ντροπή.

“Διάλεξε νέο αρχηγό των κυνηγών σου, κύριε”, είπε στο βασιλιά. “Γιατί εγώ ατιμάστηκα”.

Αλλά η Μέλιαν είπε:

“Δεν είναι έτσι, Μάμπλουνγκ. Έκανες ό,τι μπορούσες και κανείς από τους υπηρέτες του βασιλιά δεν θα έκανε τόσα πολλά. Μα από κακή τύχη αντιμετώπισες μια δύναμη πολύ μεγάλη για σένα, πολύ μεγάλη για όλους όσοι ζουν τώρα στη Μέση-γη”.

“Σ' έστειλα να μου φέρεις νέα κι αυτό το έκανες”, είπε ο Θίνγκολ. “Δεν φταις εσύ αν εκείνοι τους οποίους αφορούν πιο πολύ οι ειδήσεις είναι τώρα μακριά και δεν μπορούν να τις ακούσουν. Θλιβερό όντως είναι αυτό το τέλος όλου του γένους του Χούριν, αλλά η ευθύνη δεν είναι δική σου”.

Γιατί όχι μόνο η Νίενορ έτρεχε τώρα άφρονη μέσα στις ερημιές, αλλά και η Μόργουεν ήταν χαμένη επίσης. Ούτε τότε ούτε αργότερα δεν έφτασαν σίγουρα νέα για τη μοίρα της στο Ντόριαθ ή στο Ντορ-λόμιν. Παρ' όλα αυτά ο Μάμπλουνγκ δεν μπορούσε να ησυχάσει και με μια μικρή ομάδα βγήκε στις ερημιές και επί τρία χρόνια περιπλανήθηκε μακριά, από τα Έρεντ Γουέθριν μέχρι και τις Εκβολές του Σίριον, αναζητώντας ίχνη ή ειδήσεις για τους χαμένους.

XIV. Το Ταξίδι της Μόργουεν και της Νίενορ στο Νάργκοθροντ (2) XIV. Morgueen and Nienor's Trip to Nargothrod (2)

Έτσι με το ξημέρωμα βγήκαν αργά και προσεχτικά από την περιοχή με τα καλάμια και τις χαμηλές ιτιές κι έφτασαν στο γκρίζο δάσος που κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος του νότιου κάμπου πριν από το Νάργκοθροντ. So at daybreak they slowly and carefully made their way out of the region of reeds and low willows and into the gray forest that covered much of the southern plain before Nargothrond. Όλη μέρα ταξίδευαν δυτικά και έβλεπαν μόνο καταστροφή χωρίς ν' ακούνε τίποτα, γιατί η γη ήταν σιωπηλή και ο Μάμπλουνγκ ένιωθε ότι ένας αδιόρατος φόβος ήταν απλωμένος γύρω τους. They traveled west all day and saw only destruction without hearing anything, because the earth was silent and Mablung felt that an invisible fear was spreading around them. Τον ίδιο εκείνο δρόμο τον είχε περάσει ο Μπέρεν πριν από χρόνια και τότε το δάσος ήταν γεμάτο με τα κρυμμένα μάτια των κυνηγών. Beren had gone the same way years ago and then the forest was full of hunters' hidden eyes. Τώρα όμως οι κάτοικοι του Νάρογκ δεν υπήρχαν πια και οι Ορκ φαίνεται ότι δεν είχαν αρχίσει ακόμη να απομακρύνονται περιπλανώμενοι προς το νότο. But now the inhabitants of Narog were gone and the Orcs seemed to have not yet begun to wander south. Εκείνη τη νύχτα κατασκήνωσαν μέσα στο γκρίζο δάσος χωρίς φωτιά ή φως. That night they camped in the gray forest without fire or light.

Τις επόμενες δύο μέρες συνέχισαν και το βράδυ της τρίτης μέρας από τον Σίριον διέσχισαν τον κάμπο και πλησίασαν στις ανατολικές όχθες του Νάρογκ. The next two days continued and on the night of the third day from Sirion they crossed the plain and approached the eastern shores of Narog. Τότε έπιασε τον Μάμπλουνγκ τόση ανησυχία, που παρακάλεσε τη Μόργουεν να μην προχωρήσει άλλο. Then Mablung became so anxious that he begged Morwen not to go any further. Αλλά αυτή γέλασε και είπε: But she laughed and said:

“Θα έχεις γρήγορα τη χαρά να μας ξεφορτωθείς, όπως φαίνεται. "You will quickly have the joy of getting rid of us, as it seems. Αλλά πρέπει να μας ανεχθείς λίγο ακόμη. But you have to tolerate us a little more. Έχουμε φτάσει πολύ κοντά τώρα για να γυρίσουμε πίσω από φόβο”. "We are very close now to go back in fear."

Τότε ο Μάμπλουνγκ φώναξε: Then Mablung shouted:

“Ασύνετες είστε και οι δύο και παράτολμες. "You are both reckless and daring. Δεν βοηθάτε αλλά εμποδίζετε τη συγκέντρωση ειδήσεων. You are not helping but you are blocking the gathering of news. Ακούστε με! Listen to me! Έχω εντολή να μη μείνω κοντά σας με όλους τους άνδρες. I have an order not to stay near you with all the men. Έχω επίσης εντολή να σας προστατεύω όπως μπορώ. I also have a mandate to protect you as much as I can. Σε αυτό το δίλημμα ένα μόνο μπορώ να κάνω. In this dilemma only one can do. Και θα σας προστατεύσω. And I will protect you. Αύριο θα σας οδηγήσω στο Άμον Έθιρ, το Λόφο των Κατασκόπων, που είναι κοντά, και εκεί θα μείνετε με φρουρά και δεν θα προχωρήσετε άλλο όσο διοικώ εγώ”. "Tomorrow I will take you to Amon Ether, the Spy Hill, which is nearby, and there you will be guarded and you will not go as far as I command."

Το Άμον Έθιρ ήταν ένα ύψωμα μεγάλο σαν λόφος, που πριν από πολύν καιρό ο Φέλαγκουντ είχε βάλει να το φτιάξουν με πολύ μόχθο στον κάμπο μπροστά στις Πύλες του, μια λεύγα ανατολικά του Νάρογκ. Amon Ether was a hill-high hill that Felagood had long ago erected with great effort in the plain in front of its Gates, a levee east of Narog. Ήταν κατάφυτο εκτός από την κορυφή, απ' όπου έβλεπε κανείς όλους τους δρόμους που οδηγούσαν στη μεγάλη γέφυρα του Νάργκοθροντ και τις τριγύρω περιοχές. It was wooded except at the top, from where one could see all the roads leading to the great Nargothrond Bridge and the surrounding areas. Σε αυτόν το λόφο έφτασαν αργά το πρωί και τον ανέβηκαν από τα ανατολικά. They reached this hill late in the morning and climbed it from the east. Μετά, κοιτάζοντας προς το Υψηλό Φάροθ, καστανό και γυμνό πέρα από το ποτάμι, ο Μάμπλουνγκ διέκρινε με την όραση των Ξωτικών τις στέγες του Νάργκοθροντ στην απότομη δυτική όχθη και, σαν μια μικρή μαύρη τρύπα στο τοίχωμα του λόφου, τις ανοιχτές Πύλες του Φέλαγκουντ. Then, looking towards the High Lighthouse, brown and naked across the river, Mablung saw with the sight of the Elves the roofs of Nargothrond on the steep west bank and, like a small black hole in the hill wall, the open gates of Felagund. Όμως δεν άκουγε τον παραμικρό ήχο και δεν έβλεπε κανένα σημάδι εχθρού ούτε καμιά ένδειξη της παρουσίας του Δράκοντα, πέρα από το κάψιμο γύρω από τις Πύλες που είχε κάνει τη μέρα της λεηλασίας. But he did not hear the slightest sound and did not see any sign of the enemy or any sign of the Dragon's presence, other than the burning around the Gates he had made on the day of the looting. Όλα ήταν ήσυχα κάτω από έναν ήλιο χλωμό. Everything was quiet under a pale sun.

Έτσι τώρα ο Μάμπλουνγκ, όπως είχε πει, διέταξε τους δέκα ιππείς του να κρατήσουν τη Μόργουεν και τη Νίενορ στην κορυφή του λόφου και να μην κουνηθούν από κει μέχρι να επιστρέψει, εκτός αν εμφανιζόταν κάποιος μεγάλος κίνδυνος: και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, οι καβαλάρηδες έπρεπε να βάλουν τη Μόργουεν και τη Νίενορ ανάμεσά τους και να φύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς τα ανατολικά και το Ντόριαθ, στέλνοντας έναν μπροστά για να μεταφέρει νέα και να ζητήσει βοήθεια. So now Mablung, as he had said, ordered his ten horsemen to keep Morwen and Nienor at the top of the hill and not to move from there until he returned, unless there was a great danger: and if that happened, the horsemen they had to put Morwen and Nienor between them and leave as quickly as they could east and Doriath, sending one forward to carry news and ask for help.

Μετά ο Μάμπλουνγκ πήρε τους άλλους είκοσι της ομάδας του και κατέβηκαν όλοι αθόρυβα από το λόφο, και αφού πέρασαν στα χωράφια προς τα δυτικά, όπου τα δέντρα ήταν λίγα,  σκόρπισαν και τράβηξαν ο καθένας μόνος του, με τόλμη, κρυφά και αθόρυβα, προς τις όχθες του Νάρογκ. Then Mablung took the other twenty of his group and they all descended silently from the hill, and after passing into the fields to the west, where the trees were few, they scattered and pulled each on their own, boldly, secretly and quietly, to the shores of Narog. Ο Μάμπλουνγκ πήρε το μεσαίο δρόμο προς τη γέφυρα και έτσι έφτασε στην άκρη της και είδε ότι ήταν όλη γκρεμισμένη, και το ποτάμι μέσα στη βαθιά χαράδρα, κυλώντας μακριά στα βόρεια, αγριεμένο μετά από βροχές, άφριζε και μούγκριζε ανάμεσα στις πεσμένες πέτρες. Mablung took the middle road to the bridge and so he reached the edge of it and saw that it was all collapsed, and the river in the deep ravine, flowing far to the north, raging after rains, was foaming and roaring among the fallen stones.

Αλλά ο Γκλάουρουνγκ ήταν εκεί, κρυμμένος στη σκιά της μεγάλης διόδου που οδηγούσε από τις γκρεμισμένες Πύλες προς το εσωτερικό της πόλης, και είχε αντιληφθεί από πολλή ώρα τους κατασκόπους, αν και ελάχιστα μάτια στη Μέση-γη θα μπορούσαν να τους διακρίνουν. But Glaurung was there, hiding in the shadow of the great passage leading from the crumbling Gates to the interior of the city, and had long since noticed the spies, though few eyes in Middle-earth could discern them. Όμως η όραση των ολέθριων ματιών του ήταν οξύτερη και από των αετών κι έφτανε πιο μακριά και από την όραση των Ξωτικών, και ήξερε και ότι μερικοί είχαν παραμείνει πίσω και βρίσκονταν στη γυμνή κορυφή του Άμον Έθιρ. But the sight of his pernicious eyes was sharper than that of the eagles, and he went farther than the sight of the Elves, and he knew that some had been left behind and were at the bare top of Amon Ether.

Έτσι, καθώς ο Μάμπλουνγκ προχωρούσε έρποντας ανάμεσα στους βράχους, θέλοντας να δει αν θα μπορούσε να περάσει το αγριεμένο ποτάμι πατώντας πάνω στις πεσμένες πέτρες της γέφυρας, ξεπρόβαλε ξαφνικά ο Γκλάουρουνγκ ξερνώντας φωτιά και κατέβηκε μέσα στο ποτάμι. So as Mablung crawled among the rocks, wanting to see if he could cross the raging river by tapping on the fallen stones of the bridge, Glaurung suddenly burst into flames and went down into the river. Αμέσως τότε ακούστηκε ένα τρομερό σφύριγμα και πυκνοί ατμοί υψώθηκαν, και ο Μάμπλουνγκ και οι άνδρες του που ήταν κρυμμένοι εκεί κοντά τυλίχτηκαν από μια ομίχλη που τους τύφλωσε και από φρικτή δυσωδία, και οι περισσότεροι τράπηκαν σε φυγή προς το Λόφο των Κατασκόπων προσπαθώντας όσο μπορούσαν να μαντέψουν πού βρισκόταν. Immediately a terrible whistle sounded and thick vapors rose, and Mablung and his men who were hiding nearby were enveloped in a mist that blinded them and by a horrible stench, and most fled to the Spy Hill trying as hard as they could. guess where he was. Αλλά καθώς ο Γκλάουρουνγκ περνούσε πάνω από τον Νάρογκ, ο Μάμπλουνγκ παραμέρισε και κρύφτηκε κάτω από ένα βράχο κι έμεινε εκεί γιατί θεώρησε ότι έχει μια ακόμη αποστολή. But as Glaurung passed over Narog, Mablung stepped aside and hid under a rock and stayed there because he thought he had another mission. Ήξερε τώρα ότι ο Γκλάουρουνγκ κατοικεί στο Νάργκοθροντ, αλλά είχε επίσης εντολή να μάθει την αλήθεια για το γιο του Χούριν, αν μπορούσε, κι έτσι, με τη γενναιοψυχία που τον διέκρινε, σκόπευε να περάσει το ποτάμι μόλις έφευγε ο Γκλάουρουνγκ και να ψάξει στις αίθουσες του Φέλαγκουντ. He now knew that Glaurung lived in Nargothrond, but he was also instructed to learn the truth about Hurin's son, if he could, and so, with the generosity that distinguished him, he intended to cross the river as soon as Glaurung left and search the rooms. of Felagood. Γιατί πίστευε ότι έχουν γίνει όλα όσα μπορούσαν να γίνουν για την προστασία της Μόργουεν και της Νίενορ: οι φρουροί θα αντιλαμβάνονταν την παρουσία του Γκλάουρουνγκ και ακόμη και τώρα οι καβαλάρηδες θα έτρεχαν προς το Ντόριαθ. Because he believed that everything possible had been done to protect Morwen and Nienor: the guards would have noticed Glaurung's presence and even now the cavalry would be running towards Doriath.

Έτσι ο Γκλάουρουνγκ, μια τεράστια μορφή μέσα στην ομίχλη, προσπέρασε τον Μάμπλουνγκ, και κινιόταν γοργά, γιατί ήταν δυνατό αλλά και ευκίνητο Σκουλήκι. So Glaurung, a huge figure in the fog, overtook Mablung, and moved fast, because he was a strong but agile Worm. Τότε ο Μάμπλουνγκ από πίσω του πέρασε τον Νάρογκ με μεγάλο κίνδυνο, όμως οι φρουροί πάνω στο Άμον Έθιρ είδαν το Δράκοντα και ταράχτηκαν. Mablung then passed Narog behind him in great danger, but the guards on Amon Ether saw the Dragon and were agitated. Είπαν αμέσως στη Μόργουεν και τη Νίενορ να καβαλικέψουν τ' άλογα χωρίς αντιρρήσεις και ετοιμάστηκαν να τρέξουν ανατολικά όπως είχαν πάρει διαταγή. They immediately told Morwen and Nienor to ride the horses without objection and prepared to run east as instructed. Όμως την ώρα που κατέβαιναν από το λόφο στον κάμπο, ένας κακός άνεμος φύσηξε τους πυκνούς ατμούς που τους σκέπαζαν, φέρνοντας μια δυσωδία που κανένα άλογο δεν την άντεχε. But as they descended from the hill to the plain, a bad wind blew the dense vapors that covered them, bringing a stench that no horse could bear. Τότε τα άλογα, τυφλωμένα από την ομίχλη και κυριευμένα από τρελό τρόμο λόγω της δυσοσμίας του δράκοντα, γρήγορα έγιναν ανεξέλεγκτα και άρχισαν να τρέχουν ξέφρενα από δω και από κει. Then the horses, blinded by the fog and overwhelmed with mad terror due to the dragon stench, quickly became uncontrollable and began to run frantically here and there. Και οι φρουροί σκόρπισαν και τα άλογα τούς πέταξαν πάνω σε δέντρα και άλλοι τραυματίστηκαν σοβαρά και άλλοι αναζητούσαν μάταια ο ένας τον άλλο. And the guards scattered and the horses threw them on trees and some were seriously injured and others were looking in vain for each other. Το χλιμίντρισμα των αλόγων και οι φωνές των καβαλάρηδων έφτασαν στα αυτιά του Γκλάουρουνγκ κι αυτός ικανοποιήθηκε πολύ. The horses 'chirping and the riders' voices reached Glaurung and he was very pleased.

Ένας από τους καβαλάρηδες των Ξωτικών, παλεύοντας με το άλογό του μέσα στην ομίχλη, είδε τη Λαίδη Μόργουεν να περνά, ένα γκρίζο στοιχειό πάνω σ' ένα τρελό άλογο, αλλά μετά χάθηκε μέσα στην καταχνιά φωνάζοντας Νίενορ και δεν την ξαναείδαν. One of the Elven riders, fighting with his horse in the fog, saw Lady Morwen passing, a gray element on a crazy horse, but then disappeared into the gloom shouting Nienor and they never saw her again.

Όμως, όταν απλώθηκε ο τυφλός τρόμος στους καβαλάρηδες, το άλογο της Νίενορ, καθώς έτρεχε ασυγκράτητα, σκόνταψε και την πέταξε κάτω. But when the blind terror spread to the riders, Nienor's horse, as it ran unrestrained, tripped and threw her down. Εκείνη έπεσε μαλακά σε χλόη και δεν τραυματίστηκε, αλλά όταν σηκώθηκε ήταν μόνη, χαμένη μέσα στην ομίχλη χωρίς άλογο ή σύντροφο. She fell softly on the grass and was not injured, but when she got up she was alone, lost in the fog without a horse or companion. Δεν έχασε το θάρρος της, όμως, και σκέφτηκε. She did not lose her courage, however, and she thought. Και της φάνηκε ότι ήταν μάταιο να πάει προς αυτή ή εκείνη την κραυγή, γιατί ακούγονταν φωνές παντού γύρω της, γίνονταν, όμως, όλο και πιο αμυδρές. And it seemed to her that it was in vain to go to this or that cry, because voices were heard all around her, but they became more and more dim. Καλύτερο της φάνηκε σε αυτή την κατάσταση να αναζητήσει πάλι το λόφο: σίγουρα ο Μάμπλουνγκ εδώ θα ερχόταν πριν φύγει, έστω και μόνο για να βεβαιωθεί ότι κανείς από την ομάδα του δεν είχε απομείνει. It seemed best to her in this situation to look for the hill again: surely Mablung would come here before he left, if only to make sure that no one from his team was left.

Έτσι, περπατώντας προς τα κει που υπέθετε ότι είναι ο λόφος, τον βρήκε μπροστά της λόγω της ανηφοριάς του εδάφους -γιατί ήταν όντως κοντά. So, walking towards what she assumed was the hill, she found him in front of her because of the uphill terrain - because it was really close. Και σιγά-σιγά ανέβηκε το μονοπάτι που οδηγούσε από τα ανατολικά στην κορυφή. And slowly he climbed the path that led from the east to the top. Και όσο ανέβαινε, τόσο διαλυόταν η ομίχλη, μέχρι που βγήκε επιτέλους στο φως του ήλιου πάνω στη γυμνή κορυφή. And the higher it went, the more the fog dissipated, until it finally came out in the sunlight on the bare top. Τότε προχώρησε και κοίταξε στα δυτικά. Then he went ahead and looked west. Και εκεί ακριβώς βρισκόταν το μεγάλο κεφάλι του Γκλάουρουνγκ, που στο μεταξύ είχε πλησιάσει από την άλλη πλευρά. And right there was the big head of Glaurung, who in the meantime had approached from the other side. Και πριν το καταλάβει, τα μάτια της είχαν κοιτάξει μέσα στο ολέθριο πνεύμα των ματιών του, και ήταν τρομερά, αφού ήταν γεμάτα με το μοχθηρό πνεύμα του Μόργκοθ, του αφέντη του. And before she knew it, her eyes had looked into the wicked spirit of his eyes, and they were terrified, for they were filled with the evil spirit of Morgoth, his master.

Δυνατή ήταν η θέληση και η καρδιά της Νίενορ και αγωνίστηκε ενάντια στον Γκλάουρουνγκ, αλλά αυτός έβαλε τη δύναμή του εναντίον της. Nienor's will and heart were strong and she fought against Glaurung, but he put his strength against her.

“Τι ζητάς εδώ;” της είπε. "What are you asking for here?" He said to her.

Και υποχρεωμένη να απαντήσει, η Νίενορ είπε: And obliged to answer, Nienor said:

“Απλώς ζητώ κάποιον Τούριν που ζούσε εδώ για λίγο. "I'm just asking for someone from Turin who has lived here for a while. Αλλά πρέπει να είναι νεκρός”. "But he must be dead."

“Δεν ξέρω”, είπε η Γκλάουρουνγκ. "I do not know," said Glaurung. “Τον είχαν αφήσει εδώ για να υπερασπιστεί τις γυναίκες και τους αδύναμους αλλά μόλις ήρθα, τους εγκατέλειψε και το έσκασε. "He was left here to defend the women and the weak but as soon as I came, he abandoned them and it broke out. Καυχησιάρης αλλά δειλός, φαίνεται. Boastful but cowardly, it seems. Γιατί αναζητάς κάποιον σαν αυτόν;”. Why are you looking for someone like him?

“Λες ψέματα”, είπε η Νίενορ. "You are lying," Nienor said. “Τα παιδιά του Χούριν τουλάχιστον δεν είναι δειλά. "At least Hurin's children are not cowards. Δεν σε φοβόμαστε”. We are not afraid of you ".

Τότε ο Γκλάουρουνγκ γέλασε, γιατί έτσι αποκαλύφθηκε η κόρη του Χούριν στη μοχθηρία του. Then Glaurung laughed, because that is how Hurin's daughter was exposed in his cruelty.

“Τότε είστε ανόητοι, κι εσύ και ο αδελφός σου”, είπε. "Then you are fools, and you and your brother," he said. “Και ο κομπασμός σου θα αποβεί μάταιος, γιατί είμαι ο Γκλάουρουνγκ!”. "And your compassion will be in vain, because I am Glaurung!"

Και παρέσυρε το βλέμμα της μέσα στο δικό του και η θέλησή της λύγισε. And he drew her gaze into his own and her will bent. Και της φάνηκε ότι ο ήλιος αρρώστησε και όλα έγιναν θαμπά γύρο της, και σιγά σιγά ένα μεγάλο σκοτάδι τη σκέπασε και μέσα σ' αυτό το σκοτάδι υπήρχε κενό, δεν ήξερε τίποτα και δεν άκουγε τίποτα και δεν θυμόταν τίποτα. And it seemed to her that the sun was sick and everything became dull around her, and little by little a great darkness covered her and in that darkness there was a void, she knew nothing and heard nothing and remembered nothing.

--

Πολλή ώρα εξερευνούσε ο Μάμπλουνγκ τ' ανάκτορο του Νάργκοθροντ, όσο καλύτερα μπορούσε παρά το σκοτάδι και τη δυσωδία. Mablung spent much time exploring Nargothrond Palace, as best he could despite the darkness and stench. Αλλά δεν βρήκε ζωντανό πλάσμα εκεί: τίποτα δεν κουνιόταν ανάμεσα στα κόκαλα και κανείς δεν απαντούσε στις φωνές του. But he found no living creature there: nothing moved between the bones, and no one answered his voice. Τελικά, νιώθοντας τη φρίκη του μέρους να τον βαραίνει και φοβούμενος την επιστροφή του Γκλάουρουνγκ, γύρισε πίσω στις Πύλες. Eventually, feeling the horror of the place weighing on him and fearing the return of Glaurung, he returned to the Gates. Ο ήλιος χαμήλωνε στα δυτικά και οι σκιές του Φάροθ απλώνονταν πίσω του σκοτεινές πάνω στις ταράτσες του Νάργκοθροντ και στο άγριο ποτάμι από κάτω, όμως μακριά, κάτω από το Άμον Έθιρ, του φάνηκε ότι διέκρινε το φρικτό σχήμα του Δράκοντα. The sun was setting in the west, and the shadows of the Faroths lay dark behind him on the terraces of Nargothrond, and in the wild river below, but far below, Amon Ether, he seemed to discern the horrible shape of the Dragon. Με τέτοια βιασύνη και φόβο το πέρασμα του Νάρογκ γινόταν πιο δύσκολο και επικίνδυνο και δεν είχε προλάβει καλά καλά να φτάσει στην ανατολική πλευρά και να κρυφτεί παράμερα κάτω από την όχθη όταν πλησίασε ο Γκλάουρουνγκ. With such haste and fear, Narog's passage became more difficult and dangerous, and he had not had time to reach the east side and hide sideways under the bank when Glaurung approached. Μα τώρα ήταν αργός και αθόρυβος, γιατί όλες οι φωτιές μέσα στο σκοτάδι είχαν σιγάσει: είχε καταναλώσει μεγάλη δύναμη και τώρα ήθελε να ξεκουραστεί και να κοιμηθεί μέσα στο σκοτάδι. But now he was slow and silent, because all the fires in the darkness had subsided: he had consumed great power and now he wanted to rest and sleep in the darkness. Έτσι πέρασε μέσα από το νερό και ανέβηκε στις Πύλες σαν ένα πελώριο φίδι, γκρίζο σαν στάχτη, που άφηνε στο χώμα τη γλίτσα της κοιλιάς του. So he passed through the water and climbed the Gates like a huge snake, gray as ash, which left the slime of his belly on the ground.

Αλλά πριν μπει μέσα, γύρισε και κοίταξε πίσω προσ τα ανατολικά και τότε βγήκε από μέσα του το γέλιο του Μόργκοθ, αμυδρό αλλά φρικτό, σαν μια ηχώ μοχθηρίας κάπου μακριά από τα μαύρα βάθη. But before he could enter, he turned and looked back to the east, and then Morgoth's laughter came out of him, dim but horrible, like an echo of malice somewhere far away from the black depths. Και ακολούθησε η φωνή του, ψυχρή και σιγανή: And his voice followed, cold and low:

“Εκεί είσαι κρυμμένος σαν ποντίκι κάτω από την όχθη, κραταιέ Μάμπλουνγκ! "There you are hiding like a mouse under the bank, hold Mablung! Άσχημα εκτελείς τις αποστολές του Θίνγκολ. You are performing the missions of Thingol badly. Τρέχα τώρα στο λόφο και δες τι απόγινε αυτή που σου ανέθεσαν να προστατεύεις!” Run to the hill now and see what happened to the one you were assigned to protect! ”

Μετά ο Γκλάουρουνγκ μπήκε μέσα στη φωλιά του και ο ήλιος έπεσε και ένα γκρίζο βράδυ απλώθηκε παγερό πάνω στη γη. Then Glaurung entered his nest and the sun went down and one gray night it spread icy on the ground. Αλλά ο Μάμπλουνγκ έσπευσε πίσω στο Άμον Έθιρ και καθώς ανέβαινε στην κορυφή βγήκαν τα αστέρια την ανατολή. But Mablung hurried back to Amon Ether and as he climbed to the top the stars rose in the east. Και στο φόντο τους είδε να στέκεται εκεί, σκοτεινή και ακίνητη, μια φιγούρα σαν από πέτρα, έτσι στεκόταν η Νίενορ και δεν άκουγε τίποτα από αυτά που της έλεγε και δεν του απαντούσε. And in the background he saw standing there, dark and motionless, a figure like a stone, so Nienor stood and did not hear anything he said to her and did not answer. Αλλά όταν τελικά της έπιασε το χέρι, αυτή κινήθηκε και τον άφησε να την οδηγήσει, και όσο την κρατούσε, τον ακολουθούσε, αλλά την άφηνε, έμενε ακίνητη. But when he finally took her hand, she moved and let him lead her, and as long as he held her, she followed him, but he let her go, she remained motionless.

Τότε μεγάλη ήταν η θλίψη και η σύγχυση του Μάμπλουνγκ, όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από το να οδηγεί τη Νίενορ στον μακρύ δρόμο της επιστροφής στ' ανατολικά, χωρίς βοήθεια ή συντρόφους. Mablung's grief and confusion were great then, but he could do nothing but lead Nienor on the long road back to the east without help or comrades. Έτσι προχωρούσαν, περπατώντας σαν υπνοβάτες, στο νυχτωμένο κάμπο. So they walked, walking like sleepwalkers, into the night plain. Και όταν έφτασε το πρωί, η Νίενορ σκόνταψε και έπεσε και απέμεινε ακίνητη. And when morning came, Nienor stumbled and fell and remained motionless. Και ο Μάμπλουνγκ κάθισε δίπλα της απελπισμένος. And Mablung sat down next to her in despair.

“Δεν ήταν χωρίς λόγο που έτρεμα αυτή την αποστολή”, είπε, “Γιατί θα είναι η τελευταία μου, όπως φαίνεται. "It was not without reason that I trembled at this mission," he said, "because it will be my last, it seems. Μ' αυτό το κακότυχο παιδί των Ανθρώπων θα χάσω τη ζωή μου μέσα στις ερημιές και τ' όνομα μου θα το λένε με περιφρόνηση στο Ντόριαθ, αν όντως μαθευτούν ποτέ εκεί τα μαντάτα για τη μοίρα μας. With this unfortunate child of the People I will lose my life in the wilderness and my name will be said with contempt in Doriath, if the mantas for our fate are ever learned there. Αναμφίβολα, όλους τους άλλους τους σκότωσε ο Δράκος και μόνο αυτή την άφησε ζωντανή, αλλά όχι από οίκτο”. Undoubtedly, the Dragon killed all the others and only she left her alive, but not out of pity ".

Έτσι τους βρήκαν τρεις από την ομάδα που είχαν τραπεί σε φυγή από τον Νάρογκ με τον ερχομό του Γκλάουρουνγκ, και μετά από πολλές περιπλανήσεις, όταν πέρασε η ομίχλη, γύρισαν πίσω στο λόφο και βρίσκοντάς τον άδειο άρχισαν να αναζητούν το δρόμο της επιστροφής. So they were found by three of the group who had fled from Narog with the arrival of Glaurung, and after many wanderings, when the fog passed, they returned to the hill and, finding the empty one, began to look for the way back. Τότε ο Μάμπλουνγκ ένιωσε τις ελπίδες του ν' αναπτερώνονται και συνέχισαν τώρα μαζί προς τα βόρεια και ανατολικά, γιατί δεν υπήρχε δρόμος που να οδηγεί νότια, πίσω στο Ντόριαθ, και μετά την πτώση του Νάργκοθροντ απαγορευόταν στους φύλακες των πορθμείων να μεταφέρουν επιβάτες παρά μόνο αυτούς που προέρχονταν από μέσα. At that time Mablung felt his hopes were revived and now they continued together north and east, because there was no road leading south, back to Doriath, and after the fall of Nargothrod the ferry guards were forbidden to carry passengers except them. coming from within.

--

Αργό ήταν το ταξίδι τους, όπως εκείνων που οδηγούν ένα κουρασμένο παιδί. Their journey was slow, like those of a tired child. Αλλά όσο απομακρύνονταν από το Νάργκοθροντ και πλησίαζαν στο Ντόριαθ, λίγο λίγο η Νίενορ ανακτούσε τις δυνάμεις της και περπατούσε για ώρες υπάκουα όταν την κρατούσαν από το χέρι. But as they drove away from Nargothrod and approached Doriath, little by little Nienor regained her strength and walked obediently for hours when she was held in her hand. Μα τα διάπλατα μάτια της δεν έβλεπαν τίποτα, τα αυτιά της δεν άκουγαν λόγια και τα χείλη της δεν μιλούσαν. But her wide eyes saw nothing, her ears did not hear words and her lips did not speak.

Και τώρα επιτέλους μετά από πολλές μέρες πλησίασαν στα δυτικά σύνορα του Ντόριαθ, λίγο νότια από τον Τέιγκλιν, γιατί σκόπευαν να περάσουν τους φράχτες μια μικρής έκτασης του Θίνγκολ πέρα από τον Σίριον και έτσι να φτάσουν στη φρουρούμενη γέφυρα κοντά στη συμβολή του Εσγκάλντουιν. And now, after many days, they finally approached the western border of Doriath, just south of Teiglin, because they intended to cross the fences of a small area of Thingol beyond Sirion and thus reach the guarded bridge near Esgaldwin's junction. Εκεί σταμάτησαν για λίγο και ξάπλωσαν τη Νίενορ σ' ένα στρώμα με γρασίδι, κι αυτή έκλεισε τα μάτια της, κάτι που δεν είχε κάνει ως τώρα, και φάνηκε να κοιμάται. There they stopped for a moment and laid Nienor on a mattress of grass, and she closed her eyes, something she had not done before, and seemed to be sleeping. Τότε τα Ξωτικά κάθισαν να ξεκουραστούν κι αυτά και από την εξάντληση δεν έδιναν την προσοχή που έπρεπε. Then the Elves sat down to rest too and from exhaustion did not pay the attention they deserved. Έτσι τους επιτέθηκε αιφνιδιαστικά μια ομάδα Ορκ, σαν αυτές που τριγύριζαν τώρα συχνά σ' εκείνη την περιοχή πλησιάζοντας όσο τολμούσαν τα σύνορα του Ντόριαθ. So they were suddenly attacked by a group of Orcs, like those who now often roamed the area, approaching as far as the Doriath border. Ξαφνικά, στη μέση της συμπλοκής, πετάχτηκε η Νίενορ από τη χλόη σαν άνθρωπος που ξυπνά από συναγερμό τη νύχτα και με μια κραυγή άρχισε να τρέχει μέσα στο δάσος. Suddenly, in the middle of the fight, Nienor was thrown from the grass like a man who wakes up at night and with a scream started running into the forest. Τότε οι Ορκ γύρισαν και άρχισαν να την κυνηγούν και τα Ξωτικά έτρεξαν πίσω τους. Then the Orcs came back and started chasing her and the Elves ran after them. Όμως μια παράξενη αλλαγή είχε συμβεί στη Νίενορ και τώρα τους ξεπερνούσε στο τρέξιμο όλους πετώντας σαν ελαφίνα ανάμεσα στα δέντρα, με τα μαλλιά της να ανεμίζουν στον άνεμο. But a strange change had taken place in Nienor and now she was surpassing them all in running, flying like a deer among the trees, with her hair waving in the wind. Ο Μάμπλουνγκ και οι σύντροφοί του πρόλαβαν γρήγορα τους Ορκ και τους σκότωσαν μέχρι τον τελευταίο και ύστερα συνέχισαν να τρέχουν. Mablung and his companions quickly overtook the Orcs and killed them to the last and then continued to run. Αλλά στο μεταξύ η Νίενορ είχε χαθεί σαν φάντασμα και ούτε την έβλεπαν πουθενά ούτε κανένα ίχνος της μπορούσαν να βρουν, αν και έφτασαν μακριά στα βόρεια και έψαχναν μέρες πολλές. But in the meantime Nienor had disappeared like a ghost and they could not see her anywhere nor could they find any trace of her, although they reached far north and searched for many days.

Τελικά ο Μάμπλουνγκ επέστρεψε στο Ντόριαθ σκυφτός από λύπη και ντροπή. Finally, Mablung returned to Doriath bent over in sorrow and shame.

“Διάλεξε νέο αρχηγό των κυνηγών σου, κύριε”, είπε στο βασιλιά. "Choose a new leader of your hunters, sir," he told the king. “Γιατί εγώ ατιμάστηκα”. "Because I was dishonored."

Αλλά η Μέλιαν είπε: But Melian said:

“Δεν είναι έτσι, Μάμπλουνγκ. "It's not like that, Mablung. Έκανες ό,τι μπορούσες και κανείς από τους υπηρέτες του βασιλιά δεν θα έκανε τόσα πολλά. You did what you could and none of the king's servants would do so much. Μα από κακή τύχη αντιμετώπισες μια δύναμη πολύ μεγάλη για σένα, πολύ μεγάλη για όλους όσοι ζουν τώρα στη Μέση-γη”. But by bad luck you faced a force too great for you, too great for all who live now in Middle-earth ".

“Σ' έστειλα να μου φέρεις νέα κι αυτό το έκανες”, είπε ο Θίνγκολ. "I sent you news and you did," Thingol said. “Δεν φταις εσύ αν εκείνοι τους οποίους αφορούν πιο πολύ οι ειδήσεις είναι τώρα μακριά και δεν μπορούν να τις ακούσουν. "It's not your fault if those who are most concerned with the news are now far away and cannot hear it. Θλιβερό όντως είναι αυτό το τέλος όλου του γένους του Χούριν, αλλά η ευθύνη δεν είναι δική σου”. "It's really sad the end of the whole Hurin genus, but the responsibility is not yours."

Γιατί όχι μόνο η Νίενορ έτρεχε τώρα άφρονη μέσα στις ερημιές, αλλά και η Μόργουεν ήταν χαμένη επίσης. Because not only was Nienor now running wild in the wilderness, but Morwen was lost as well. Ούτε τότε ούτε αργότερα δεν έφτασαν σίγουρα νέα για τη μοίρα της στο Ντόριαθ ή στο Ντορ-λόμιν. Neither then nor later did news of her fate reach Doriath or Dor-Lomin. Παρ' όλα αυτά ο Μάμπλουνγκ δεν μπορούσε να ησυχάσει και με μια μικρή ομάδα βγήκε στις ερημιές και επί τρία χρόνια περιπλανήθηκε μακριά, από τα Έρεντ Γουέθριν μέχρι και τις Εκβολές του Σίριον, αναζητώντας ίχνη ή ειδήσεις για τους χαμένους. Nevertheless, Mablung could not rest, and with a small group he went out into the wilderness and for three years wandered far, from Ered Wethrin to the Sirion Estuary, looking for clues or news of the lost.