XVII. Ο Θάνατος του Γλάουρουνγκ (2)
Πέρασε ώρα και ο Μπράντιρ στεκόταν ακόμη σιωπηλός δίπλα της, κοίταζε μέσα στη νύχτα και αφουγκραζόταν. Αλλά δεν έβλεπε τίποτα και δεν άκουγε κανένα ήχο παρά μόνο την πτώση των νερών του Νεν Γκίριθ και σκέφτηκε: “Τώρα σίγουρα ο Γκλάουρουνγκ έχει προχωρήσει και έχει μπει μέσα στο Μπρέθιλ”. Όμως δεν λυπόταν πια το λαό του, τους ανόητους που περιφρόνησαν τις συμβουλές του και τον χλεύασαν. "Ας πάει ο Δράκος στο Άμον Όμπελ και θα υπάρχει τότε χρόνος να ξεφύγω και να πάρω τη Νίνιελ μακριά". Πού, δεν ήξερε, γιατί δεν είχε ταξιδέψει ποτέ έξω από το Μπρέθιλ.
Τελικά έσκυψε και άγγιξε τη Νίνιελ στο χέρι και της είπε:
“Ο χρόνος περνά, Νίνιελ! Έλα! Είναι ώρα να φύγουμε. Αν με αφήσεις, θα σε οδηγήσω”. Τότε αυτή σηκώθηκε σιωπηλά και πήρε το χέρι του και πέρασαν τη γέφυρα και κατέβηκαν το μονοπάτι προς τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν. Αλλά όσοι τους είδαν να κινούνται σαν σκιές μέσα στο σκοτάδι δεν ήξεραν ποιοι είναι και δεν τους ένοιαζε. Και όταν είχαν προχωρήσει λίγο μέσα στα σιωπηλά δέντρα, βγήκε το φεγγάρι πέρα από το Άμον Όμπελ και τα ξέφωτα του δάσους γέμισαν μ' ένα γκρίζο φως. Τότε η Νίνιελ σταμάτησε και είπε στον Μπράντιρ:
“Αυτός είναι ο δρόμος;”
Κι αυτός απάντησε:
“Ποιος δρόμος; Παρ' όλες τις ελπίδες μας το Μπρέθιλ έχει τελειώσει. Δεν έχουμε άλλο δρόμο πέρα από το να σωθούμε από τον Δράκοντα και να φύγουμε μακριά του όσο υπάρχει ακόμη καιρός”.
Η Νίνιελ τον κοίταξε με απορία και είπε:
“Δεν προσφέρθηκες να με οδηγήσεις σ' αυτόν; Ή ήθελες να με ξεγελάσεις; Το Μαύρο Σπαθί ήταν ο αγαπημένος μου και ο άντρας μου και μόνο για να βρω αυτόν ξεκίνησα. Τι άλλο θα μπορούσες να πιστέψεις; Τώρα εσύ κάνε όπως θέλεις, αλλά εγώ πρέπει να βιαστώ”.
Και καθώς ο Μπράντιρ απόμεινε για μια στιγμή κατάπληκτος, αυτή απομακρύνθηκε γοργά, και αυτός φώναξε πίσω της:
“Περίμενε, Νίνιελ! Μην πας μόνη! Δεν ξέρεις τι θα βρεις. Θα έρθω μαζί σου!”
Αλλά εκείνη δεν του έδωσε σημασία και προχωρούσε τώρα λες και το αίμα έβραζε μέσα της εκεί που πριν ήταν παγωμένο. Και, παρόλο που ο Μπράντιρ την ακολουθούσε όπως μπορούσε, γρήγορα την έχασε από τα μάτια του. Τότε εκείνος καταράστηκε τη μοίρα του και την αδυναμία του, μα δεν έλεγε να σταματήσει.
Στο μεταξύ το φεγγάρι υψώθηκε λευκό στον ουρανό, σχεδόν γεμάτο, και καθώς η Νίνιελ κατέβαινε από το υψίπεδο προς την περιοχή κοντά στο ποτάμι, της φάνηκε ότι θυμήθηκε το μέρος και φοβήθηκε. Γιατί είχε φτάσει στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν και το Χάουδ-εν-Έλλεθ υψωνόταν εκεί μπροστά της, χλωμό μέσα στο φεγγαρόφωτο, με μια μαύρη σκιά διαγώνια πάνω του. Και μέσα από τον τύμβο έβγαινε ένας μεγάλος τρόμος.
Τότε γύρισε με μια κραυγή και έτρεξε νότια δίπλα στο ποτάμι και πέταξε το μανδύα της καθώς έτρεχε, σαν να πετούσε ένα σκοτάδι που ήταν κολλημένο πάνω της. Και από κάτω ήταν ντυμένη όλη στα λευκά και άστραφτε μέσα στο φεγγαρόφωτο τρέχοντας ανάμεσα στα δέντρα. Έτσι την είδε ο Μπράντιρ πάνω στη λοφοπλαγιά κι έστριψε για να βρεθεί μπροστά της αν τα κατάφερνε. Και βρίσκοντας από τύχη το στενό μονοπάτι που είχε χρησιμοποιήσει ο Τουράμπαρ, που έφευγε από τον πιο πολυσύχναστο δρόμο και κατέβαινε απότομα νότια ως το ποτάμι, έφτασε επιτέλους κοντά, πίσω πάλι. Αλλά αν και τη φώναξε, εκείνη δεν έδωσε σημασία, ή δεν άκουσε, και γρήγορα απομακρύνθηκε πάλι μπροστά απ' αυτόν. Και έτσι πλησίασαν στο δάσος δίπλα στο Κάμπεντ-εν-Άρας και το μέρος της αγωνίας του Γκλάουρουνγκ. Το φεγγάρι έφεγγε στο νότο ασυννέφιαστο και το φως του ήταν ψυχρό και καθαρό. Φτάνοντας στις παρυφές της καταστροφής που είχε προκαλέσει ο Γκλάουρουνγκ, η Νίνιελ είδε το σώμα του να κείτεται εκεί και την κοιλιά του γκρίζα στη λάμψη της σελήνης. Αλλά δίπλα του κειτόταν ένας άντρας. Τότε ξεχνώντας το φόβο της έτρεξε μέσα στη φωτιά που σιγόκαιγε κι έφτασε στον Τουράμπαρ. Ήταν πεσμένος στο πλάι και το σπαθί ήταν από κάτω του, αλλά το πρόσωπό του ήταν χλωμό σαν το θάνατο μέσα στο λευκό φως. Τότε η Νίνιελ έπεσε πάνω του θρηνώντας και τον φίλησε. Και της φάνηκε ότι ανέπνεε αμυδρά, μα νόμισε ότι την ξεγελούσαν ψεύτικες ελπίδες, γιατί ήταν κρύος και δεν κινιόταν, ούτε της απαντούσε. Και καθώς τον χάιδευε, είδε ότι το χέρι του ήταν μαυρισμένο σαν να είχε καεί και το έπλυνε με τα δάκρυά της και σκίζοντας μια λωρίδα από το ρούχο της το έδεσε. Αλλά αυτός ακόμη δεν κινιόταν από το άγγιγμά της κι εκείνη πάλι τον φίλησε και φώναξε δυνατά:
“Τουράμπαρ, Τουράμπαρ, γύρνα πίσω! Άκουσέ με! Ξύπνα! Γιατί είμαι η Νίνιελ. Ο Δράκος είναι νεκρός, νεκρός, και μόνο εγώ είμαι εδώ δίπλα σου”. Όμως ο Τουράμπαρ δεν απαντούσε. Άκουσε ο Μπράντιρ την κραυγή της, γιατί είχε φτάσει στις παρυφές της καταστροφής. Όμως τη στιγμή που προχωρούσε προς τη Νίνιελ, σταμάτησε κι έμεινε ακίνητος. Γιατί με την κραυγή της Νίνιελ ο Γκλάουρουνγκ αναδεύτηκε για τελευταία φορά κι ένα ρίγος διαπέρασε όλο του το σώμα. Κι άνοιξε τα ολέθρια μάτια του σε μια σχισμή και το φεγγάρι γυάλισε μέσα τους καθώς μίλησε αγκομαχώντας:
“Χαίρε, Νίενορ, κόρη του Χούριν. Συναντιόμαστε πάλι πριν τελειώσουμε. Σου δίνω τη χαρά να ξαναβρείς τον αδελφό σου επιτέλους. Και τώρα θα τον γνωρίσεις: ύπουλα μαχαιρώνει στο σκοτάδι, προδοτικός για τους εχθρούς, άπιστος στους φίλους, μια κατάρα για το γένος του, ο Τούριν ο γιος του Χούριν! Αλλά το χειρότερο απ' όλα του τα έργα θα το νιώσεις μέσα σου”.
Τότε η Νίενορ έμεινε άναυδη, μα ο Γκλάουρουνγκ πέθανε. Και με το θάνατό του το πέπλο της κακίας του έφυγε από πάνω της και όλη της η μνήμη αναδύθηκε μπροστά της, από μέρα σε μέρα, και ούτε ξέχασε τίποτα απ' όσα της είχαν συμβεί από τη μέρα που βρέθηκε να κείτεται στο Χάουδ-εν-Έλλεθ. Και όλο της το σώμα άρχισε να τρέμει από φρίκη και αγωνία. Και ο Μπράντιρ, που τα είχε ακούσει όλα, έμεινε εμβρόντητος και ακούμπησε σ' ένα δέντρο.
Τότε ξαφνικά η Νίενορ πετάχτηκε όρθια και στάθηκε χλωμή σαν φάντασμα μέσα στο φεγγάρι και κοίταξε κάτω τον Τούριν και φώναξε:
“Έχε γεια, ω διπλά αγαπημένε! Α Τούριν Τουράμπαρ τουρούν, αμπαρτάνεν: κύριε της μοίρας, από τη μοίρα υποταγμένε! Ω ευτυχισμένε, που είσαι νεκρός!” Μετά, ταραγμένη από τη συμφορά και τη φρίκη που την είχε κυριέψει, έφυγε τρέχοντας αλλόφρονη από κείνο το μέρος. Και ο Μπράντιρ έτρεξε σκοντάφτοντας πίσω της και φωνάζοντας:
“Περίμενε! Περίμενε, Νίνιελ!” Για μια στιγμή αυτή σταμάτησε και κοίταξε πίσω επίμονα. “Να περιμένω;” φώναξε. “Να περιμένω; Αυτή ήταν πάντα συμβουλή σου. Μακάρι να την είχα ακούσει! Αλλά τώρα είναι πολύ αργά. Και τώρα δεν θα περιμένω άλλο πάνω στη Μέση γη”. Και έφυγε από μπροστά του τρέχοντας.
Γρήγορα έφτασε στο χείλος του Κάμπεντ-εν-Άρας και εκεί στάθηκε και κοίταξε το βροντερό νερό φωνάζοντας:
“Νερό, νερό! Πάρε τώρα τη Νίνιελ Νίενορ, κόρη του Χούριν, το Πένθος, το Πένθος, την κόρη της Μόργουεν! Πάρε με και πήγαινέ με στη Θάλασσα!”
Και μ' αυτά τα λόγια ρίχτηκε στο κενό, μια λάμψη λευκού που το κατάπιε το σκοτεινό χάσμα, μια κραυγή χαμένη μέσα στο βρυχηθμό του ποταμού.
--
Τα νερά του Τέιγκλιν συνέχισαν να κυλούν, μα το Κάμπεντ-εν-Άρας δεν υπήρχε πια: Κάμπεντ Ναεράμαρθ, το Πήδημα της Τρομερής Μοίρας, το ονόμαζαν στο εξής οι άνθρωποι. Γιατί κανένα ελάφι δεν ξαναπήδησε ποτέ εκεί και όλα τα ζωντανά πλάσματα το απόφευγαν, και κανένας άνθρωπος δεν βάδιζε στις όχθες του. Ο τελευταίος των ανθρώπων που κοίταξε κάτω μέσα στο σκοτάδι του ήταν ο Μπράντιρ, γιος του Χάντιρ, και απέστρεψε το πρόσωπό του με φρίκη, γιατί η καρδιά του δείλιασε και, παρόλο που μισούσε τώρα τη ζωή του, δεν μπορούσε να ακολουθήσει εκεί το θάνατο που επιθυμούσε. Τότε η σκέψη του γύρισε στον Τούριν Τουράμπαρ και φώναξε:
“Σε μισώ ή σε λυπάμαι; Μα είσαι νεκρός. Δεν σου χρωστώ ευχαριστίες, σ' εσένα που πήρες όλα όσα είχα ή ήθελα να έχω. Αλλά ο λαός μου σου οφείλει ένα χρέος. Είναι ταιριαστό να μάθουν γι' αυτό από μένα”.
Και έτσι κουτσαίνοντας πήρε το δρόμο της επιστροφής για το Νεν Γκίριθ, αποφεύγοντας το μέρος του Δράκοντα μ' ένα ρίγος. Και καθώς ανέβαινε πάλι το απότομο μονοπάτι, συνάντησε έναν άντρα που κρυφοκοίταζε μέσα από τα δέντρα και βλέποντάς τον, τραβήχτηκε πίσω. Αλλά ο Μπράντιρ είχε διακρίνει το πρόσωπό του μέσα στη λάμψη του φεγγαριού που χαμήλωνε.
“Α, Ντόρλας!” φώναξε. “Τι νέα έχεις να μου πεις; Πώς βγήκες ζωντανός; Και τι απέγινε ο συγγενής μου;”
“Δεν ξέρω”, απάντησε σκυθρωπά ο Ντόρλας.
“Τότε αυτό είναι παράξενο”, είπε ο Μπράντιρ.
“Αν θέλεις να μάθεις”, είπε ο Ντόρλας. “το Μαύρο Σπαθί ήθελε να περάσουμε τα ορμητικά ρεύματα του Τέιγκλιν μέσα στο σκοτάδι. Είναι παράξενο που δεν μπορούσα; Είμαι καλύτερος στο τσεκούρι από μερικούς, αλλά δεν έχω κατσικίσια πόδια”.
“Έτσι συνέχισαν χωρίς εσένα για να φτάσουν στο Δράκοντα;” είπε ο Μπράντιρ. “Μα τι έκανες όταν πέρασε αυτός; Τουλάχιστον θα 'μεινες κοντά και θα είδες τι συνέβη”.
Αλλά ο Ντόρλας δεν απάντησε και κοίταζε μόνο τον Μπράντιρ με μίσος στα μάτια του. Τότε, ξαφνικά, ο Μπράντιρ κατάλαβε ότι αυτός ο άνθρωπος είχε εγκαταλείψει τους συντρόφους του και μετά, τσακισμένος από ντροπή, κρύφτηκε στο δάσος.
“Ντροπή σου, Ντόρλας!” είπε. “Εσύ είσαι ο δημιουργός των συμφορών μας: παρακινούσες το Μαύρο Σπαθί, έφερες τον Δράκοντα εναντίον μας, τους έκανες να με περιφρονούν, παρέσυρες τον Χούνθορ στο θάνατό του και μετά το βάζεις στα πόδια και κρύβεσαι μέσα στο δάσος!” Και καθώς μιλούσε, μια άλλη σκέψη πέρασε από το νου του και είπε με μεγάλο θυμό: “Γιατί δεν έφερες νέα; Ήταν η μικρότερη εξιλέωση που θα μπορούσες να προσφέρεις. Αν το έκανες αυτό, η Λαίδη Νίνιελ δεν θα χρειαζόταν να τα αναζητήσει μόνη της. Δεν θα έβλεπε ποτέ τον Δράκοντα. Μπορεί να είχε ζήσει. Ντόρλας, σε μισώ!”
“Κράτα το μίσος σου!” είπε ο Ντόρλας. “Είναι εξίσου αδύναμο όπως και όλες οι συμβουλές σου. Αν δεν ήμουν εγώ, θα είχαν έρθει οι Ορκ και θα σε είχαν κρεμάσει σαν σκιάχτρο στον κήπο σου. Δεν κρύβομαι εγώ, εσύ κρύβεσαι!” Και μ' αυτά τα λόγια, όντας λόγω της ντροπής του πιο κοντά στην οργή, σήκωσε τη μεγάλη γροθιά του για να χτυπήσει τον Μπράντιρ και έτσι τέλειωσε η ζωή του πριν ακόμη φύγει από τα μάτια του το βλέμμα της κατάπληξης: γιατί ο Μπράντιρ τράβηξε το σπαθί του και του κατάφερε πλήγμα θανάσιμο. Μετά, για μια στιγμή, στάθηκε τρέμοντας, αηδιασμένος από το αίμα, και πετώντας το σπαθί του γύρισε και συνέχισε το δρόμο του, σκυφτός πάνω στο μπαστούνι του.
Καθώς ο Μπράντιρ έφτανε στο Νεν Γκίριθ, το χλωμό φεγγάρι είχε χαθεί και η νύχτα έσβηνε, στην ανατολή άνοιγε το χάραμα. Εκείνοι που ήταν ακόμη ζαρωμένοι δίπλα στη γέφυρα τον είδαν να έρχεται σαν μια γκρίζα σκιά μέσα στην αυγή και μερικοί του φώναξαν απορώντας: “Πού ήσουν; Την είδες; Γιατί η Λαίδη Νίνιελ χάθηκε”.
“Ναι”, είπε ο Μπράντιρ, “χάθηκε. Χάθηκε, χάθηκε και δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ! Αλλά ήρθα για να σας φέρω νέα. Ακούστε τώρα, λαέ του Μπρέθιλ, και πείτε αν υπήρξε ποτέ τέτοια ιστορία σαν αυτή που σας φέρνω! Ο Δράκοντας είναι νεκρός, αλλά νεκρός επίσης είναι ο Τουράμπαρ δίπλα του. Και αυτές είναι καλές ειδήσεις: ναι, είναι καλές και οι δύο”.
Τότε ο κόσμος μουρμούρισε, απορώντας με τα λόγια του, και μερικοί είπαν ότι ήταν τρελός αλλά ο Μπράντιρ φώναξε:
“Ακούστε με ως το τέλος! Η Νίνιελ είναι κι αυτή νεκρή, η Νίνιελ η ωραία που την αγαπούσατε και πιο πολύ απ' όλους την αγαπούσα εγώ. Πήδησε στο κενό στο Πήδημα του Ελαφιού και την πήραν τα δόντια του Τέιγκλιν. Χάθηκε μισώντας το φως της μέρας. Γιατί να τι έμαθε πριν πηδήσει: παιδιά του Χούριν ήταν και οι δύο, αδελφός και αδελφή. Μόρμεγκιλ τον έλεγαν, Τουράμπαρ αυτοονομάστηκε κρύβοντας το παρελθόν του: και ήταν ο Τούριν, ο γιος του Χούριν. Νίνιελ την ονομάσαμε, μην ξέροντας το παρελθόν της: η Νίενορ ήταν, η κόρη του Χούριν. Στο Μπρέθιλ τους έφερε η σκιά της σκοτεινής τους μοίρας. Εδώ βρήκαν την καταδίκη τους και από τη θλίψη αυτή η γη δεν θα ελευθερωθεί ποτέ ξανά. Μην τη λέτε Μπρέθιλ ούτε γη του Χάλεθριμ, αλλά Σαρχ νία Χιν Χούριν, Τάφο των Παιδιών του Χούριν!”
Τότε, αν και δεν καταλάβαιναν ακόμη πώς είχε γίνει αυτό το κακό, όσοι τον άκουσαν άρχισαν να κλαίνε και μερικοί είπαν:
“Τάφος έγινε ο Τέιγκλιν για τη Νίνιελ την αγαπημένη, τάφος πρέπει να βρεθεί και για τον Τουράμπαρ, τον γενναιότερο των ανθρώπων. Ο λυτρωτής μας δεν θα μείνει να κείτεται κάτω από τον ουρανό. Πάμε κοντά του”.