×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην πολιτική για τα cookies.


image

Conan Doyle, A. - Σπουδή στο Άλικο, 2.2 Το άνθος της Γιούτα (2)

2.2 Το άνθος της Γιούτα (2)

Είχε φτάσει στα προάστια της πόλης όταν βρήκε τον δρόμο κλεισμένο από ένα μεγάλο κοπάδι γελάδια, οδηγημένα από μισή ντουζίνα βλοσυρούς γελαδάρηδες από τους κάμπους. Στην ανυπομονησία της επιχείρησε να περάσει το εμπόδιο σπρώχνοντας το άλογο της μέσα σε ότι φάνηκε να είναι κάποιο κενό. Μόλις είχε καταφέρει να μπει κάπως εκεί μέσα, όμως, πριν τα ζωντανά κλείσουν πίσω της, και βρέθηκε εντελώς σφηνωμένη μέσα στην κινούμενη μάζα των αγριεμένων μακρυκέρατων γελαδιών. Συνηθισμένη όπως ήταν να ασχολείται με γελάδια, δεν ανησύχησε για την κατάσταση της, αλλά εκμεταλλεύθηκε κάθε ευκαιρία για να αναγκάσει το άλογο της να συνεχίσει με την ελπίδα να βγει σπρώχνοντας μέσα από την πομπή. Δυστυχώς τα κέρατα ενός από τα πλάσματα, είτε από ατύχημα ή από πρόθεση, βρήκε δυνατά το Μάσταγκ στα καπούλια, και το έκανε να αφηνιάσει. Στη στιγμή ανασηκώθηκε στα δυο πίσω του πόδια με ένα ρουθούνισμα οργής, και πήδηξε τσινώντας κατά τρόπο που θα είχε πετάξει από την σέλα τον καθένας εκτός από τον πλέον επιδέξιο καβαλάρη. Η κατάσταση ξεχείλιζε από κίνδυνο. Κάθε βουτιά του εκνευρισμένου αλόγου το έφερνε να βρει ξανά πάνω σε κέρατα, και το έκανε να αφηνιάζει και πάλι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει το κορίτσι ήταν να κρατιέται από την σέλλα, γιατί ένα γλίστρημα θα σήμαινε έναν τρομερό θάνατο κάτω από τις οπλές των ανεξέλεγκτων και τρομοκρατημένων ζώων. Ασυνήθιστη σε αιφνίδιες καταστάσεις, το κεφάλι της άρχισε να ταλαντεύεται, κι η λαβή της στο χαλινάρι άρχισε να χαλαρώνει. Πνιγμένη από το νέφος της σκόνης κι από την αποφορά των αφηνιασμένων ζωντανών, θα μπορούσε να είχε εγκαταλείψει τις προσπάθειες της σε απελπισία, αν δεν υπήρχε μια ευγενική φωνή στο πλάι της η οποία την διαβεβαίωνε πως θα είχε βοήθεια. Την ίδια στιγμή ένα μυώδες μαυρισμένο χέρι έπιασε το τρομοκρατημένο άλογο από το χαλινάρι, και ανοίγοντας δρόμο μέσα από το κοπάδι, σύντομα την έφερε στην άκρη του.

«Ελπίζω να μην πληγωθήκατε, δεσποινίς», είπε ο σωτήρας της, με σεβασμό.

Ανασήκωσε το βλέμμα της, στο σκούρο, αγριωπό πρόσωπο, και γέλασε σκανδαλιάρικα. «Κατατρόμαξα», είπε εκείνη, αθώα· «ποιος θα φανταζόταν πως ο Πόντσο θα τρόμαζε από ένα κοπάδι αγελάδες;»

«Δόξα τω Θεό που έμεινες πάνω του», είπε ο άλλος από καρδιάς. Επρόκειτο για έναν ψηλό, αγριωπό νεαρό, ανεβασμένο σε ένα δυνατό παλομίνο, και που φορούσε τα τραχιά ρούχα του κυνηγού, με μια καραμπίνα δεμένη πίσω από την πλάτη του. «Φαντάζομαι πως είσαι η κόρη του Τζων Φερριέρ», σχολίασε, «σε είδα να έρχεσαι καλπάζοντας από το σπίτι του. Όταν τον δεις, ρώτησε τον αν θυμάται τον Τζέφερσον Χόουπς από το Σαίντ Λιούις. Αν είναι ο ίδιος Φερριέρ, ο πατέρας μου κι αυτός ήταν καλοί φίλοι.»

«Δεν θα ήταν καλύτερα να έρθεις και να τον ρωτήσεις ο ίδιος;» ρώτησε εκείνη, συνεσταλμένα.

Ο νεαρός φάνηκε ευχαριστημένος από την πρόταση, και τα σκούρα του μάτια έλαμψαν από ευχαρίστηση. «Θα το κάνω», είπε, «βρισκόμασταν στα βουνά για δυο μήνες, και δεν είμαστε και στην καλύτερη κατάσταση για επισκέψεις. Θα πρέπει να μας δεχθεί όπως είμαστε.»

«Έχει πολλά για να σας ευχαριστεί, όπως κι εγώ το ίδιο», απάντησε εκείνη, «μου έχει φοβερή αδυναμία. Αν εκείνα τα γελάδια είχαν περάσει από πάνω μου δεν θα το άντεχε.»

«Ούτε κι εγώ», είπε ο σύντροφος της.

«Εσύ! Να πω την αλήθεια, δεν βλέπω πως θα είχε κάποια σημασία για εσένα, ωστόσο. Ούτε καν είσαι φίλος μας.»

Το πρόσωπο του νεαρού κυνηγού κατήφιασε τόσο πολύ στο σχόλιο που η Λούσυ Φερριέρ γέλασε δυνατά.

«Εντάξει, δεν το εννοούσα», είπε· «φυσικά, είσαι φίλος πλέον. Πρέπει να έρθεις να μας επισκεφθείς. Τώρα πρέπει να συνεχίσω, ειδάλλως ο πατέρας δεν θα με εμπιστευθεί ξανά για τις δουλειές του. Αντίο!»

«Αντίο», απάντησε εκείνος, υψώνοντας το φαρδύ του σομπρέρο, και σκύβοντας πάνω από το μικρό της χέρι. Εκείνη οδήγησε το μάστανγκ να στρίψει, του έδωσε ένα κοφτό χτύπημα με το μαστίγιο ιππασίας, κι απομακρύνθηκε βιαστικά κατηφορίζοντας το φαρδύ δρόμο με ένα νέφος σκόνης πίσω της.

Ο νεαρός Τζέφερσον Χόουπ συνέχισε να καλπάζει με τους συντρόφους του, κατηφής και λιγομίλητος. Μαζί τους είχε βρεθεί στα Όρη της Νεβάδα ψάχνοντας για ασήμι, και επέστρεφαν στην πόλη του Σάλτ Λέηκ με την ελπίδα να συγκεντρώσουν αρκετό κεφάλαιο για να επεξεργαστούν κάποια αποθέματα μολύβδου που είχαν ανακαλύψει. Ήταν τόσο αφοσιωμένος όσο ο καθένας τους στη δουλειά μέχρι που ετούτο το άξαφνο περιστατικό είχε παρασύρει τις σκέψεις του σε άλλο κανάλι. Η θέα του όμορφου νεαρού κοριτσιού, τόσο ειλικρινούς και τόσο ζωντανού σαν τις αύρες της Σιέρρα, είχε κάνει να σκιρτήσει η εκρηκτική, αδάμαστη καρδιά του ως τα βάθη. Όταν είχε χαθεί από τα μάτια του, συνειδητοποίησε πως μια κρίση είχε έρθει στην ζωή του, κι ότι μήτε οι ιστορίες για ασήμι μήτε άλλες αναζητήσεις θα είχαν ποτέ τόση σημασία για εκείνον όσο τούτη εδώ η καινούργια και τόσο απόλυτη. Η αγάπη που είχε ξεπηδήσει στην καρδιά του δεν ήταν η αιφνίδια, άστατη επιθυμία ενός αγοριού, αλλά περισσότερο το ασυγκράτητο, σφοδρό πάθος ενός άντρα με ισχυρή θέληση κι αδάμαστο ταμπεραμέντο. Ήταν συνηθισμένος να επιτυγχάνει σε όλα όσα αναλάμβανε. Ορκίστηκε από καρδιάς πως δεν θα αποτύγχανε σε αυτό αν η ανθρώπινη προσπάθεια κι η ανθρώπινη καρτερικότητα υπήρχε περίπτωση να τον κάνει να επιτύχει.

Επισκέφτηκε τον Τζων Φερριέρ το ίδιο βράδυ, και αρκετές άλλες φορές, ώσπου το πρόσωπο του ήταν οικείο στο αγρόκτημα. Ο Τζων περιορισμένος στην κοιλάδα, και απορροφημένος στο έργο του, είχε λιγοστές ευκαιρίες να μαθαίνει νέα από τον έξω κόσμο κατά την διάρκεια των τελευταίων δώδεκα ετών. Όλα αυτά ο Τζέφερσον Χόουπ ήταν σε θέση να του τα πει, και με ένα στυλ το οποίο ενδιέφερε τόσο την Λούσυ όσο και τον πατέρα της. Είχε υπάρχει από τους πρωτοπόρους στην Καλιφόρνια, και μπορούσε να διηγηθεί πάμπολες ιστορίες για περιουσίες που φτιάχτηκαν και που χάθηκαν σε εκείνες τις άγριες, αλκυονίδες μέρες. Ήταν και εκείνος ανιχνευτής, και παγιδευτής θηραμάτων, εξερευνητής ασημιού, και εργάτης σε ράντσο. Όπου ξυπνούσαν περιπέτειες, ο Τζέφερσον Χόουπ βρισκόταν εκεί ψάχνοντας τις. Σύντομα έγινε ο ευνοούμενος του γέρου αγρότη, ο οποίος μιλούσε με ευγλωττία για τις αρετές του. Σε εκείνες τις περιπτώσεις, η Λούσυ καθόταν σιωπηλή, αλλά τα κοκκινισμένα της μάγουλα και τα λαμπερά, χαρούμενα μάτια της, φανέρωναν ξεκάθαρα πως η νεανική καρδιά της δεν της ανήκε πλέον. Ο άδολος πατέρας της ίσως να μην είχε παρατηρήσει τα συμπτώματα εκείνα, όμως το βέβαιο είναι πως δεν πέρασαν απαρατήρητα από τον άντρα που είχε κερδίσει τα αισθήματα της.

Ήταν ένα καλοκαιρινό απόγευμα όταν εκείνος μπήκε καλπάζοντας από τον δρόμο και σταμάτησε στην είσοδο. Εκείνη στεκόταν στο κατώφλι και κατέβηκε για να τον συναντήσει. Πέρασε τα χαλινάρια πάνω από τον φράχτη και ανέβηκε βιαστικά το μονοπάτι.

«Φεύγω, Λούσυ», είπε, παίρνοντας τα χέρια της στα δικά του, και κοιτώντας όλο τρυφερότητα το πρόσωπο της· «Δεν θα σου ζητήσω να έρθεις μαζί μου αυτή την φορά, μα θα είσαι έτοιμη να έρθεις όταν θα ξαναγυρίσω;»

«Και πότε θα γίνει αυτό;» ρώτησε, κοκκινίζοντας και γελώντας.

«Κανά δυο μήνες το πολύ. Θα έρθω και θα σε ζητήσω τότε, αγάπη μου. Κανείς δεν θα σταθεί μεταξύ μας.»

«Και τι θα γίνει με τον πατέρα;» ρώτησε εκείνη.

«Έχει δώσει την συγκατάθεση του, με την προϋπόθεση πως θα καταφέρουμε να δουλέψουμε εκείνα τα μεταλλεία για τα καλά. Δεν έχω κανένα φόνο από αυτό το μέτωπο.

«Ω, τότε· μα φυσικά, αν εσύ και ο πατέρας τα έχετε κανονίσει όλα, δεν υπάρχει τίποτα να ειπωθεί», ψιθύρισε, με το μάγουλο της πάνω στο πλατύ του στέρνο.

«Δόξα τω Θεό!» είπε εκείνος, βραχνά, σκύβοντας και φιλώντας την. «Κανονίστηκε, τότε. Όσο περισσότερο κάθομαι, τόσο πιο δύσκολο θα μου είναι να φύγω. Με περιμένουν στο φαράγγι. Αντίο, αγαπούλα μου—αντίο. Θα με δεις σε δυο μήνες.»

Τραβήχτηκε από πάνω της λέγοντας αυτά, και, καβαλώντας με ένα τίναγμα το άλογο του, απομακρύνθηκε γοργά καλπάζοντας, δίχως να κοιτάξει ξανά πίσω, λες και φοβόταν πως η αποφασιστικότητα του θα χανόταν αν έριχνε άλλη μια ματιά σε ότι άφηνε πίσω του. Εκείνη στάθηκε στην είσοδο, κοιτώντας στο κατόπι του μέχρι που χάθηκε από την θέα της. Κατόπιν επέστρεψε στο σπίτι, το ευτυχέστερο κορίτσι σε ολόκληρη την Γιούτα.

2.2 Το άνθος της Γιούτα (2) |The flower||Utah's flower 2.2 The Utah blossom (2)

Είχε φτάσει στα προάστια της πόλης όταν βρήκε τον δρόμο κλεισμένο από ένα μεγάλο κοπάδι γελάδια, οδηγημένα από μισή ντουζίνα βλοσυρούς γελαδάρηδες από τους κάμπους. Στην ανυπομονησία της επιχείρησε να περάσει το εμπόδιο σπρώχνοντας το άλογο της μέσα σε ότι φάνηκε να είναι κάποιο κενό. In her impatience she tried to cross the obstacle by pushing her horse into what seemed to be a void. Μόλις είχε καταφέρει να μπει κάπως εκεί μέσα, όμως, πριν τα ζωντανά κλείσουν πίσω της, και βρέθηκε εντελώς σφηνωμένη μέσα στην κινούμενη μάζα των αγριεμένων μακρυκέρατων γελαδιών. Συνηθισμένη όπως ήταν να ασχολείται με γελάδια, δεν ανησύχησε για την κατάσταση της, αλλά εκμεταλλεύθηκε κάθε ευκαιρία για να αναγκάσει το άλογο της να συνεχίσει με την ελπίδα να βγει σπρώχνοντας μέσα από την πομπή. Δυστυχώς τα κέρατα ενός από τα πλάσματα, είτε από ατύχημα ή από πρόθεση, βρήκε δυνατά το Μάσταγκ στα καπούλια, και το έκανε να αφηνιάσει. Στη στιγμή ανασηκώθηκε στα δυο πίσω του πόδια με ένα ρουθούνισμα οργής, και πήδηξε τσινώντας κατά τρόπο που θα είχε πετάξει από την σέλα τον καθένας εκτός από τον πλέον επιδέξιο καβαλάρη. At once he rose to his two hind legs with a snort of rage, and jumped snapping in a way that would have thrown everyone out of the saddle except the most skilful rider. Η κατάσταση ξεχείλιζε από κίνδυνο. The situation was overflowing with danger. Κάθε βουτιά του εκνευρισμένου αλόγου το έφερνε να βρει ξανά πάνω σε κέρατα, και το έκανε να αφηνιάζει και πάλι. Every dip of the annoyed horse brought him back to the horns, and made him let go again. Το μόνο που μπορούσε να κάνει το κορίτσι ήταν να κρατιέται από την σέλλα, γιατί ένα γλίστρημα θα σήμαινε έναν τρομερό θάνατο κάτω από τις οπλές των ανεξέλεγκτων και τρομοκρατημένων ζώων. Ασυνήθιστη σε αιφνίδιες καταστάσεις, το κεφάλι της άρχισε να ταλαντεύεται, κι η λαβή της στο χαλινάρι άρχισε να χαλαρώνει. Unusual in sudden situations, her head began to sway, and her grip on the bridle began to loosen. Πνιγμένη από το νέφος της σκόνης κι από την αποφορά των αφηνιασμένων ζωντανών, θα μπορούσε να είχε εγκαταλείψει τις προσπάθειες της σε απελπισία, αν δεν υπήρχε μια ευγενική φωνή στο πλάι της η οποία την διαβεβαίωνε πως θα είχε βοήθεια. Drowned by the cloud of dust and the loss of the survivors, she could have given up her efforts in despair if there was not a kind voice beside her assuring her that she would help. Την ίδια στιγμή ένα μυώδες μαυρισμένο χέρι έπιασε το τρομοκρατημένο άλογο από το χαλινάρι, και ανοίγοντας δρόμο μέσα από το κοπάδι, σύντομα την έφερε στην άκρη του.

«Ελπίζω να μην πληγωθήκατε, δεσποινίς», είπε ο σωτήρας της, με σεβασμό.

Ανασήκωσε το βλέμμα της, στο σκούρο, αγριωπό πρόσωπο, και γέλασε σκανδαλιάρικα. She looked up at her dark, savage face, and laughed out loud. «Κατατρόμαξα», είπε εκείνη, αθώα· «ποιος θα φανταζόταν πως ο Πόντσο θα τρόμαζε από ένα κοπάδι αγελάδες;»

«Δόξα τω Θεό που έμεινες πάνω του», είπε ο άλλος από καρδιάς. "Thank God you stayed on him," said the other from the heart. Επρόκειτο για έναν ψηλό, αγριωπό νεαρό, ανεβασμένο σε ένα δυνατό παλομίνο, και που φορούσε τα τραχιά ρούχα του κυνηγού, με μια καραμπίνα δεμένη πίσω από την πλάτη του. «Φαντάζομαι πως είσαι η κόρη του Τζων Φερριέρ», σχολίασε, «σε είδα να έρχεσαι καλπάζοντας από το σπίτι του. Όταν τον δεις, ρώτησε τον αν θυμάται τον Τζέφερσον Χόουπς από το Σαίντ Λιούις. Αν είναι ο ίδιος Φερριέρ, ο πατέρας μου κι αυτός ήταν καλοί φίλοι.»

«Δεν θα ήταν καλύτερα να έρθεις και να τον ρωτήσεις ο ίδιος;» ρώτησε εκείνη, συνεσταλμένα.

Ο νεαρός φάνηκε ευχαριστημένος από την πρόταση, και τα σκούρα του μάτια έλαμψαν από ευχαρίστηση. The young man seemed pleased with the proposal, and his dark eyes shone with pleasure. «Θα το κάνω», είπε, «βρισκόμασταν στα βουνά για δυο μήνες, και δεν είμαστε και στην καλύτερη κατάσταση για επισκέψεις. "I will do it," he said, "we have been in the mountains for two months, and we are not in the best condition for visits. Θα πρέπει να μας δεχθεί όπως είμαστε.» He must accept us as we are. "

«Έχει πολλά για να σας ευχαριστεί, όπως κι εγώ το ίδιο», απάντησε εκείνη, «μου έχει φοβερή αδυναμία. "She has a lot to thank you for, as I do," she replied, "she has a terrible weakness for me. Αν εκείνα τα γελάδια είχαν περάσει από πάνω μου δεν θα το άντεχε.»

«Ούτε κι εγώ», είπε ο σύντροφος της.

«Εσύ! Να πω την αλήθεια, δεν βλέπω πως θα είχε κάποια σημασία για εσένα, ωστόσο. To be honest, I do not see that it would matter to you, however. Ούτε καν είσαι φίλος μας.» You are not even our friend. "

Το πρόσωπο του νεαρού κυνηγού κατήφιασε τόσο πολύ στο σχόλιο που η Λούσυ Φερριέρ γέλασε δυνατά.

«Εντάξει, δεν το εννοούσα», είπε· «φυσικά, είσαι φίλος πλέον. Πρέπει να έρθεις να μας επισκεφθείς. Τώρα πρέπει να συνεχίσω, ειδάλλως ο πατέρας δεν θα με εμπιστευθεί ξανά για τις δουλειές του. Αντίο!»

«Αντίο», απάντησε εκείνος, υψώνοντας το φαρδύ του σομπρέρο, και σκύβοντας πάνω από το μικρό της χέρι. "Goodbye," he replied, raising his wide sombrero, and bending over her little hand. Εκείνη οδήγησε το μάστανγκ να στρίψει, του έδωσε ένα κοφτό χτύπημα με το μαστίγιο ιππασίας, κι απομακρύνθηκε βιαστικά κατηφορίζοντας το φαρδύ δρόμο με ένα νέφος σκόνης πίσω της. She drove the mustang, gave him a sharp blow with the riding whip, and hurried away down the wide road with a cloud of dust behind her.

Ο νεαρός Τζέφερσον Χόουπ συνέχισε να καλπάζει με τους συντρόφους του, κατηφής και λιγομίλητος. Young Jefferson Hope continued to gallop with his comrades, gloomy and taciturn. Μαζί τους είχε βρεθεί στα Όρη της Νεβάδα ψάχνοντας για ασήμι, και επέστρεφαν στην πόλη του Σάλτ Λέηκ με την ελπίδα να συγκεντρώσουν αρκετό κεφάλαιο για να επεξεργαστούν κάποια αποθέματα μολύβδου που είχαν ανακαλύψει. He had been with them in the Nevada Mountains in search of silver, and they were returning to the city of Salt Lake in the hope of raising enough money to process some of the lead they had discovered. Ήταν τόσο αφοσιωμένος όσο ο καθένας τους στη δουλειά μέχρι που ετούτο το άξαφνο περιστατικό είχε παρασύρει τις σκέψεις του σε άλλο κανάλι. Η θέα του όμορφου νεαρού κοριτσιού, τόσο ειλικρινούς και τόσο ζωντανού σαν τις αύρες της Σιέρρα, είχε κάνει να σκιρτήσει η εκρηκτική, αδάμαστη καρδιά του ως τα βάθη. The sight of the beautiful young girl, as sincere and as lively as the auras of the Sierra, had made his explosive, indomitable heart skip to the depths. Όταν είχε χαθεί από τα μάτια του, συνειδητοποίησε πως μια κρίση είχε έρθει στην ζωή του, κι ότι μήτε οι ιστορίες για ασήμι μήτε άλλες αναζητήσεις θα είχαν ποτέ τόση σημασία για εκείνον όσο τούτη εδώ η καινούργια και τόσο απόλυτη. When he had lost sight of him, he realized that a crisis had come into his life, and that neither the stories of silver nor other quests would ever matter to him as much as this new and absolute one here. Η αγάπη που είχε ξεπηδήσει στην καρδιά του δεν ήταν η αιφνίδια, άστατη επιθυμία ενός αγοριού, αλλά περισσότερο το ασυγκράτητο, σφοδρό πάθος ενός άντρα με ισχυρή θέληση κι αδάμαστο ταμπεραμέντο. Ήταν συνηθισμένος να επιτυγχάνει σε όλα όσα αναλάμβανε. Ορκίστηκε από καρδιάς πως δεν θα αποτύγχανε σε αυτό αν η ανθρώπινη προσπάθεια κι η ανθρώπινη καρτερικότητα υπήρχε περίπτωση να τον κάνει να επιτύχει. He swore from the heart that he would not fail at this if human effort and human composure had a chance to make him succeed.

Επισκέφτηκε τον Τζων Φερριέρ το ίδιο βράδυ, και αρκετές άλλες φορές, ώσπου το πρόσωπο του ήταν οικείο στο αγρόκτημα. Ο Τζων περιορισμένος στην κοιλάδα, και απορροφημένος στο έργο του, είχε λιγοστές ευκαιρίες να μαθαίνει νέα από τον έξω κόσμο κατά την διάρκεια των τελευταίων δώδεκα ετών. Όλα αυτά ο Τζέφερσον Χόουπ ήταν σε θέση να του τα πει, και με ένα στυλ το οποίο ενδιέφερε τόσο την Λούσυ όσο και τον πατέρα της. Jefferson Hope was able to tell him all this, and in a style that interested both Lucy and her father. Είχε υπάρχει από τους πρωτοπόρους στην Καλιφόρνια, και μπορούσε να διηγηθεί πάμπολες ιστορίες για περιουσίες που φτιάχτηκαν και που χάθηκαν σε εκείνες τις άγριες, αλκυονίδες μέρες. Ήταν και εκείνος ανιχνευτής, και παγιδευτής θηραμάτων, εξερευνητής ασημιού, και εργάτης σε ράντσο. Όπου ξυπνούσαν περιπέτειες, ο Τζέφερσον Χόουπ βρισκόταν εκεί ψάχνοντας τις. Where adventures arose, Jefferson Hope was there looking for them. Σύντομα έγινε ο ευνοούμενος του γέρου αγρότη, ο οποίος μιλούσε με ευγλωττία για τις αρετές του. He soon became the favored old farmer, who spoke eloquently about his virtues. Σε εκείνες τις περιπτώσεις, η Λούσυ καθόταν σιωπηλή, αλλά τα κοκκινισμένα της μάγουλα και τα λαμπερά, χαρούμενα μάτια της, φανέρωναν ξεκάθαρα πως η νεανική καρδιά της δεν της ανήκε πλέον. In those cases, Lucy sat in silence, but her flushed cheeks and bright, happy eyes made it clear that her youthful heart no longer belonged to her. Ο άδολος πατέρας της ίσως να μην είχε παρατηρήσει τα συμπτώματα εκείνα, όμως το βέβαιο είναι πως δεν πέρασαν απαρατήρητα από τον άντρα που είχε κερδίσει τα αισθήματα της.

Ήταν ένα καλοκαιρινό απόγευμα όταν εκείνος μπήκε καλπάζοντας από τον δρόμο και σταμάτησε στην είσοδο. Εκείνη στεκόταν στο κατώφλι και κατέβηκε για να τον συναντήσει. Πέρασε τα χαλινάρια πάνω από τον φράχτη και ανέβηκε βιαστικά το μονοπάτι.

«Φεύγω, Λούσυ», είπε, παίρνοντας τα χέρια της στα δικά του, και κοιτώντας όλο τρυφερότητα το πρόσωπο της· «Δεν θα σου ζητήσω να έρθεις μαζί μου αυτή την φορά, μα θα είσαι έτοιμη να έρθεις όταν θα ξαναγυρίσω;» "I'm leaving, Lucy," he said, taking her hands in his, and looking tenderly at her face; "I will not ask you to come with me this time, but will you be ready to come when I return?"

«Και πότε θα γίνει αυτό;» ρώτησε, κοκκινίζοντας και γελώντας. "And when will this happen?" he asked, blushing and laughing.

«Κανά δυο μήνες το πολύ. "Every two months at most. Θα έρθω και θα σε ζητήσω τότε, αγάπη μου. I will come and ask you then, my love. Κανείς δεν θα σταθεί μεταξύ μας.» "No one will stand between us."

«Και τι θα γίνει με τον πατέρα;» ρώτησε εκείνη.

«Έχει δώσει την συγκατάθεση του, με την προϋπόθεση πως θα καταφέρουμε να δουλέψουμε εκείνα τα μεταλλεία για τα καλά. "He has given his consent, on the condition that we will be able to work those mines for good. Δεν έχω κανένα φόνο από αυτό το μέτωπο. I have no murder on this front.

«Ω, τότε· μα φυσικά, αν εσύ και ο πατέρας τα έχετε κανονίσει όλα, δεν υπάρχει τίποτα να ειπωθεί», ψιθύρισε, με το μάγουλο της πάνω στο πλατύ του στέρνο.

«Δόξα τω Θεό!» είπε εκείνος, βραχνά, σκύβοντας και φιλώντας την. "Glory to God!" he said, hoarsely, bending over and kissing her. «Κανονίστηκε, τότε. "It was settled, then. Όσο περισσότερο κάθομαι, τόσο πιο δύσκολο θα μου είναι να φύγω. The longer I sit, the harder it will be for me to leave. Με περιμένουν στο φαράγγι. Αντίο, αγαπούλα μου—αντίο. Θα με δεις σε δυο μήνες.»

Τραβήχτηκε από πάνω της λέγοντας αυτά, και, καβαλώντας με ένα τίναγμα το άλογο του, απομακρύνθηκε γοργά καλπάζοντας, δίχως να κοιτάξει ξανά πίσω, λες και φοβόταν πως η αποφασιστικότητα του θα χανόταν αν έριχνε άλλη μια ματιά σε ότι άφηνε πίσω του. Εκείνη στάθηκε στην είσοδο, κοιτώντας στο κατόπι του μέχρι που χάθηκε από την θέα της. Κατόπιν επέστρεψε στο σπίτι, το ευτυχέστερο κορίτσι σε ολόκληρη την Γιούτα.