5. Η τραγωδία της Οικίας Ποντιτσέρι
Ήταν σχεδόν έντεκα η ώρα όταν φτάσαμε στην τελευταία φάση των νυχτερινών μας περιπετειών. Είχαμε αφήσει την πνιγηρή ομίχλη της μεγάλης πόλης πίσω μας κι η νύχτα ήταν αρκετά καλή. Ένας θερμός άνεμος φυσούσε από τα δυτικά και βαριά σύννεφα αργοδιάβαιναν τον ουρανό, με ένα μισοφέγγαρο να κρυφοκοιτάζει κατά καιρούς μέσα από τα διάκενα τους. Είχε καθαρίσει αρκετά ώστε να βλέπεις σε κάποια απόσταση, όμως ο Θαντέους Σόλτο πήρε μια από τις πλευρικές λάμπες της άμαξας για να φωτίσει καλύτερα τον δρόμο μας.
Η Οικία Ποντιτσέρι υψωνόταν εντός της ιδιόκτητης έκτασης της και περιβαλλόταν από έναν ψηλό τοίχο σκεπασμένο στην κορυφή με τριμμένο γυαλί. Μια μοναδική στενή πόρτα με σιδερένιο μάνταλο αποτελούσε τη μόνη μορφή εισόδου. Πλησιάζοντας τη ο οδηγός μας χτύπησε με έναν ιδιόρρυθμο τρόπο.
«Ποιος είναι;» ακούστηκε μια τραχιά φωνή από μέσα.
«Εγώ είμαι, ΜακΜέρντο. Τώρα πια θα ́πρεπε να γνωρίζεις το χτύπημα μου.»
Ακούστηκε ένα έντονο μουγκρητό κι ένα κροτάλισμα κλειδιών. Η πόρτα άνοιξε βαριά, κι ένας κοντός άντρας με πλατύ στέρνο στάθηκε στο άνοιγμα, με το χλωμό φως της λάμπας να φέγγει πάνω στο προτεταμένο του πρόσωπο και στα γεμάτα δυσπιστία μάτια του.
«Εσείς είστε, Κε Θαντέους; Μα ποιοι είναι άλλοι; Δεν έλαβα κάποιες εντολές σχετικά με αυτούς από τον αφέντη.»
«Όχι, ΜακΜέρντο; Με ξαφνιάζεις! Είπα στον αδελφό μου χθες το βράδυ πως θα έφερνα μερικούς φίλους.»
«Δεν έχει βγει απ' το σπίτι σήμερα, Κε Θαντέους, και δεν έλαβα καθόλου εντολές. Γνωρίζετε πολύ καλά πως πρέπει να ακολουθήσω τον κανονισμό. Εσάς σας αφήνω να περάσετε, αλλά οι φίλοι σας θα πρέπει να μείνουν εκεί που είναι.»
Επρόκειτο περί ενός απρόσμενου εμπόδιου. Ο Θαντέους Σόλτο κοίταξε ολόγυρα του με ένα σαστισμένο και χαμένο βλέμμα.
«Άσχημο εκ μέρους σου, ΜακΜέρντο!» είπε. «Αν εγγυούμαι για αυτούς, σου αρκεί. Είναι κι η νεαρή κυρία, επίσης. Δεν είναι δυνατόν να περιμένει σε ένα δημόσιο δρόμο τέτοια ώρα.»
«Πολύ λυπάμαι, Κε Θαντέους», είπε ο πορτιέρης ανυποχώρητα. «Μπορεί να ‘ναι φίλοι δικοί σας, κι εντούτοις όχι φίλοι του αφέντη. Με πληρώνει καλά για να κάνω το καθήκον μου, και το καθήκον μου θα κάνω. Δεν γνωρίζω κανέναν από τους φίλους σας.»
«Ω, μα ναι γνωρίζεις, ΜακΜέρντο», φώναξε ο Σέρλοκ Χολμς εγκάρδια. «Δεν πιστεύω πως κατάφερες να με ξεχάσεις. Δεν θυμάσαι εκείνον τον ερασιτέχνη που πάλεψε τρεις γύρους μαζί σου στο διαμέρισμα του Άλισον τη νύχτα που είχες την τιμητική σου τέσσερα χρόνια πριν;»
«Όχι ο Κος Σέρλοκ Χολμς!» κραύγασε ο πρωταθλητής. «Μα το θεό είναι αλήθεια! Πως δε σας γνώρισα; Αν αντί να στέκεστε εκεί τόσο σιωπηλά είχατε έτσι απλά έρθει και μου ‘χατε ρίξει εκείνο το κροσέ σας κάτω από το σαγόνι, θα σας είχα γνωρίσει δίχως ρώτημα. Αχ, είστε εκείνος που χαράμισε τα χαρίσματα του! Θα μπορούσατε να ‘χετε βάλει πλώρη για ψηλά, αν είχατε ακολουθήσει την κλίση σας.»
«Βλέπεις, Γουώτσον, όταν όλα αποτυγχάνουν, έχω ένα ακόμη από τα επιστημονικά επαγγέλματα να με προσμένει», είπε ο Χολμς γελώντας. «Ο φίλος μας δεν θα μας αφήσει μέσα στο κρύο τώρα, είμαι βέβαιος.»
«Ελάτε μέσα, κύριε, ελάτε μέσα —εσείς κι οι φίλοι σας», απάντησε. «Πολύ λυπάμαι, Κε Θαντέους, αλλά οι εντολές είναι πολύ αυστηρές. Έπρεπε να βεβαιωθώ για τους φίλους σας πριν τους αφήσω να περάσουν.»
Μέσα, ένα μονοπάτι από χαλίκι κατέληγε διαμέσου μιας χέρσας έκτασης σε ένα τεράστιο όγκο που αποτελούσε το σπίτι, τετράγωνο και στερούμενο φαντασίας, βυθισμένο ολότελα στις σκιές εκτός από ένα σημείο που το φεγγαρόφωτο έπεφτε σε κάποια γωνία και γυάλιζε σε ένα παράθυρο σοφίτας. Το τεράστιο μέγεθος του κτιρίου, με το σκοτάδι και την νεκρική σιωπή του, μου έφερε ένα ρίγος στην καρδιά μου. Ακόμη και ο Θαντέους Σόλτο φάνηκε να δυσανασχετεί, κι η λάμπα τρεμόπαιξε και κροτάλισε στο χέρι του.
«Δεν το καταλαβαίνω», είπε. «Θα πρέπει να έγινε κάποιο λάθος. Είπα κατηγορηματικά στον Μπαρθόλομιου πως θα ερχόμασταν, κι όμως δεν υπάρχει φως στο παράθυρο του. Δεν ξέρω τι να σκεφθώ.»
«Φυλάει πάντοτε τον χώρο καθαυτό τον τρόπο;» ρώτησε ο Χολμς.
«Ναι, έχει ακολουθήσει την συνήθεια του πατέρα μας. Ήταν ο αγαπημένος του γιος, ξέρετε, και μερικές φορές πιστεύω πως ίσως ο πατέρας μου να του είχε πει περισσότερα από όσα μου είπε ποτέ. Αυτό είναι το παράθυρο του Μπαρθόλομιου εκεί πάνω που χτυπά το φεγγαρόφωτο. Είναι αρκετά φωτισμένο, αλλά δεν υπάρχει φως από μέσα, θαρρώ.»
«Κανένα», είπε ο Χολμς. «Όμως διακρίνω μια υποψία από φως σε εκείνο το μικρό δωμάτιο πλάι στην πόρτα.»
«Α, αυτό είναι το δωμάτιο της οικονόμου. Εκεί κάθεται η γριά Κα Μπερνστόουν. Θα μας τα πει όλα σχετικά. Όμως δε θα σας πείραζε να σταθείτε εδώ για κάνα δυο λεπτά, γιατί αν μπούμε όλοι μαζί, και δεν είναι προειδοποιημένη για τον ερχομό μας, μπορεί να τρομάξει. Μα, σιωπή! Τι είναι αυτό;»
Σήκωσε την λάμπα του, και το χέρι του έτρεμε μέχρι που φωτεινοί κύκλοι τρεμόπαιζαν και κυμάτιζαν ολόγυρα μας. Η Δεσποινίδα Μόρσταν άδραξε τον καρπό μου και μείναμε όλοι εκεί, με τις καρδιές μας να πάλλονται, και στήνοντας αυτί. Από το μεγάλο σκοτεινό σπίτι ακούστηκε μέσα στην σιωπηλή νύχτα ο θλιβερός και πλέον οικτρός ήχος — το στριγκό, όλο αναφιλητά κλαψούρισμα μιας τρομοκρατημένης γυναίκας.
«Είναι η Κα Μπερνστόουν», είπε ο Σόλτο. «Είναι η μοναδική γυναίκα στο σπίτι. Περιμένετε εδώ. Θα επιστρέψω στη στιγμή.»
Βιάστηκε να πάει στην πόρτα και χτύπησε με τον ιδιόρρυθμο τρόπο του. Είδαμε μια ψηλή ηλικιωμένη γυναίκα να τον δέχεται και να ταλαντεύεται από ευχαρίστηση στη θέα του και μόνο.
«Ω, κ. Θαντέους, κύριε, χαίρομαι τόσο που ήρθατε! Χαίρομαι τόσο που ήρθατε, κ. Θαντέους, κύριε!»
Ακούσαμε τα επαναλαμβανόμενα πανηγύρια της ώσπου η πόρτα έκλεισε κι η φωνή της έσβησε σε ένα πνιγμένο μουρμούρισμα.
Ο οδηγός μας είχε αφήσει την λάμπα του. Ο Χολμς την έστρεψε αργά ολόγυρα και παρατήρησε επίμονα το σπίτι και τους μεγάλους σωρούς μπαζών που γέμιζαν τον χώρο. Η Δεσποινίδα Μόρσταν κι εγώ στεκόμασταν μαζί, και το χέρι της βρισκόταν μέσα στο δικό μου. Ένα θαυμαστά λεπτό πράγμα είναι η αγάπη, γιατί να' μαστε οι δυο μας εδώ, που δεν είχαμε ποτέ πριν δει ο ένας τον άλλο πριν την μέρα εκείνη, μεταξύ των οποίων ούτε μια λέξη ή καν ένα βλέμμα στοργής δεν είχε υπάρξει, κι όμως τώρα σε μια ώρα δύσκολη τα χέρια μας ενστικτωδώς αναζήτησαν το ένα το άλλο. Απορώ για αυτό από τότε, όμως την ώρα εκείνη έμοιαζε το πλέον φυσικό πράγμα να κινηθώ έτσι απέναντι της, και, όπως συχνά μου ανέφερε, κι εκείνη ένοιωσε το ένστικτο να στραφεί σε μένα για παρηγοριά και προστασία. Έτσι στεκόμασταν χέρι-χέρι σα δυο παιδιά, κι υπήρχε γαλήνη στις καρδιές ενάντια σε όλα τα σκοτεινά πράγματα που μας περιέβαλαν.
«Τι παράξενο μέρος!» είπε εκείνη, κοιτώντας ολόγυρα.
«Μοιάζει λες κι όλοι οι τυφλοπόντικες της Αγγλίας αφέθηκαν ελεύθεροι εδώ. Έχω δει κάτι παρόμοιο στην πλαγιά ενός λόφου κοντά στο Μπάλαρατ, εκεί που δούλευαν οι μεταλλοδίφες.»
«Και από τον ίδιο λόγο», είπε ο Χολμς. «Αυτά είναι τα ίχνη εκείνων που αναζητούσαν τον θησαυρό. Θα θυμάστε πως έξι χρόνια έψαχναν για αυτόν. Καμία αμφιβολία γιατί η γη μοιάζει σα λατομείο.»
Τη στιγμή εκείνη η πόρτα του σπιτιού άνοιξε απότομα, κι ο Θαντέους Σόλτο ήρθε έξω τρέχοντας, με τα χέρια του προτεταμένα και με τρόμο στα μάτια του.
«Κάτι κακό τρέχει με τον Μπαρθόλομιου!» φώναξε. «Είμαι τρομοκρατημένος. Τα νεύρα αδυνατούν να το αντέξουν.»
Ήταν, όντως, μισό-τρελαμένος από φόβο, και το νευρικό, ασθενικό πρόσωπο του που ξεπρόβαλε από τον μεγάλο αστρακάν γιακά του είχε την απελπισμένη παρακλητική έκφραση ενός τρομοκρατημένου παιδιού.
«Ελάτε μέσα στο σπίτι», είπε ο Χολμς με τον κοφτό, σταθερό του τρόπο.
«Ναι, ελάτε!» εκλιπάρησε ο Θαντέους Σόλτο. «Πραγματικά δεν νοιώθω ικανός να δώσω οδηγίες.»
Τον ακολουθήσαμε όλοι μας στο δωμάτιο της οικονόμου, το οποίο ανοιγόταν επί της αριστερής πλευράς του διαδρόμου. Η ηλικιωμένη γυναίκα βημάτιζε πέρα δώθε έχοντας ένα τρομαγμένο βλέμμα και με τα χέρια να κινούνται ασταμάτητα, ανοιγοκλείνοντας, όμως η θέα της Δεσποινίδας Μόρσταν φάνηκε να έχει μια καθησυχαστική επιρροή πάνω της.
«Ο Θεός να ευλογεί το γλυκό, γαλήνιο σας πρόσωπο!» φώναξε με έναν υστερικό λυγμό. «Μου κάνει καλό που σας βλέπω. Ω, μα δοκιμάσθηκα βαρύτατα τούτη δω τη μέρα!»
Η σύντροφος μας χάιδεψε το λεπτό, γερασμένο από τη δουλειά χέρι και μουρμούρισε λίγα λόγια της ευγενικής, γυναικείας παρηγοριάς που έφεραν το χρώμα πίσω στα ωχρά μάγουλα της άλλης.
«Ο αφέντης έχει κλειδωθεί μέσα και δεν μου απαντάει», εξήγησε. «Όλη μέρα περίμενα να τον δω, γιατί συχνά του αρέσει να μένει μόνος του —όμως πριν μια ώρα φοβήθηκα πως κάτι δεν πήγαινε καλά, έτσι ανέβηκα πάνω και κοίταξα από την κλειδαρότρυπα. Πρέπει να ανεβείτε πάνω, Κε Θαντέους —πρέπει να πάτε να δείτε και μόνος σας. Έχω δει τον Κο Μπαρθόλομιου στην χαρά και την θλίψη για δέκα ολάκερα χρόνια, όμως ποτέ μου δεν τον είδα με τέτοια έκφραση όπως αυτή.»
Ο Σέρλοκ Χολμς πήρε την λάμπα και μπήκε μπροστά, γιατί τα δόντια του Θαντέους Σόλτο κροτάλιζαν αδιάκοπα. Τόσο ταραγμένος ήταν ώστε χρειάστηκε να τον στηρίξω με το χέρι μου κάτω από τον ώμο του όπως ανεβαίναμε, γιατί τα γόνατα του έτρεμαν. Δυο φορές καθώς ανεβαίναμε, ο Χολμς έβγαλε βιαστικά τον φακό του από την τσέπη του και εξέτασε προσεκτικά σημάδια τα οποία εμένα μου φαίνονταν σαν απλοί άμορφοι λεκέδες σκόνης πάνω στο ψάθινο χαλί το οποίο σκέπαζε την σκάλα. Βάδιζε αργά από βήμα σε βήμα, βαστώντας την λάμπα του χαμηλά, και ρίχνοντας επίμονες ματιές στα δεξιά και τα αριστερά. Η Δεσποινίδα Μόρσταν είχε παραμείνει πίσω με την τρομοκρατημένη οικονόμο.
Η τρίτη σκάλα κατέληγε σε έναν ίσιο διάδρομο μεγάλου μήκους, με μια μεγάλη εικόνα σε Ινδικό υφαντό στα δεξιά μας και τρεις πόρτες στα αριστερά. Ο Χολμς κινήθηκε διασχίζοντας τον με τον ίδιο και μεθοδικό τρόπο, ενώ εμείς κρατηθήκαμε στο κατόπι του, με τις μεγάλες σκοτεινές σκιές μας να πέφτουν πίσω στον διάδρομο. Η τρίτη πόρτα ήταν εκείνη την οποία αναζητούσαμε. Ο Χολμς χτύπησε δίχως να λάβει κάποια απάντηση, και κατόπιν επιχείρησε να στρίψει το χερούλι και να την ανοίξει. Ήταν κλειδωμένη από μέσα, όμως, και με ένα πλατύ και γερό μάνδαλο, όπως κι είδαμε όταν φέραμε τη λάμπα κοντά της. Με το κλειδί να είναι γυρισμένο, όμως, η κλειδαρότρυπα δεν ήταν εντελώς καλυμμένη. Ο Σέρλοκ Χολμς έσκυψε και στην στιγμή σηκώθηκε ξανά παίρνοντας μια απότομη ανάσα.
«Υπάρχει κάτι το διαβολικό σχετικά, Γουώτσον», είπε, περισσότερο ταραγμένος από όσο τον είχα δει ποτέ μου. «Τι συμπεραίνεις εξ αυτού;»
Έσκυψα στην κλειδαρότρυπα και τινάχτηκα με τρόμο. Το φεγγαρόφωτο ξεχυνόταν μέσα στο δωμάτιο, και φωτίζοντάς το με ένα αχνό μεταβαλλόμενο φως. Κοιτώντας ίσια πάνω μου και μετέωρο, καθώς ήταν, στον αέρα, γιατί όλα από κάτω του βρίσκονταν στη σκιά, υπήρχε κρεμασμένο ένα πρόσωπο —το ίδιο το πρόσωπο του συντρόφου μας του Θαντέους. Είχε το ίδιο μακρύ, γυαλιστερό κεφάλι, το ίδιο κοκκινωπό ημικύκλιο μαλλιών, το ίδιο ωχρό παρουσιαστικό. Τα χαρακτηριστικά ήταν παγωμένα, εντούτοις, σε ένα φριχτό χαμόγελο, ένα παγωμένο κι αφύσικο μοχθηρό χαμόγελο, το οποίο μέσα σε εκείνο το σιωπηλό και φεγγαροφωτισμένο δωμάτιο ήταν περισσότερο ενοχλητικό για τα νεύρα από οποιοδήποτε κατσούφιασμα ή σύσπαση. Τόσο όμοιο ήταν το πρόσωπο εκείνο με αυτό του μικροκαμωμένου φίλου μας ώστε γύρισα και τον κοίταξα για να βεβαιωθώ πως ήταν όντως μαζί μας. Τότε θυμήθηκα πως μας είχε αναφέρει πως ο αδελφός του κι εκείνος ήταν δίδυμοι.
«Είναι τρομερό!» είπα στον Χολμς. «Τι θα γίνει;»
«Η πόρτα πρέπει να ανοίξει», απάντησε, και πηδώντας πάνω της, έβαλε όλο του το βάρος επί της κλειδαριάς.
Έτριξε και μούγκρισε μα δεν ενέδωσε. Πέσαμε μαζί πάνω της για άλλη μια φορά, και αυτή την φορά άνοιξε με ένα απότομο τρίξιμο, και βρεθήκαμε μέσα στο δωμάτιο του Μπαρθόλομιου Σόλτο.
Φαινόταν να έχει μεταβληθεί σε χημικό εργαστήριο. Μια διπλή σειρά από μπουκάλες με γυάλινα πώματα βρίσκονταν παραταγμένα στον τοίχο αντίκρυ της πόρτας, και το τραπέζι ήταν φορτωμένο με εστίες Bunsen, δοκιμαστικούς σωλήνες κι αποστακτήρες. Στις γωνίες βρίσκονταν νταμιτζάνες με οξύ σε ψάθινα καλάθια. Ένα από αυτά φαινόταν πως είχε κάποια διαρροή ή πως είχε σπάσει, γιατί μια ροή από σκουρόχρωμο υγρό είχε τρέξει, κι ο αέρας ήταν βαρύς από μια ιδιαίτερα αψιά οσμή που θύμιζε κατράμι. Μερικά σκαλοπάτια ξεχώριζαν στην μια πλευρά του δωματίου μεταξύ ενός σωρού σοβά και μπαγδατιών, κι από πάνω τους υπήρχε ένα άνοιγμα στην οροφή αρκετά μεγάλο για να χωράει άνθρωπο. Στα πόδια της σκάλας μια μακριά κουλούρα σχοινιού ήταν ριγμένη πρόχειρα.
Πλάι στο τραπέζι σε μια ξύλινη καρέκλα ο αφέντης του σπιτιού ήταν σωριασμένος, με το κεφάλι του βυθισμένο πάνω στον αριστερό του ώμο και με εκείνο το απαίσιο, ανεξιχνίαστο χαμόγελο στο πρόσωπο του. Ήταν κοκαλωμένος και κρύος και προφανώς είχε πεθάνει εδώ και πολλές ώρες. Είχα την εντύπωση πως δεν είχαν διαστρεβλωθεί μόνο τα χαρακτηριστικά του αλλά και τα μέλη του κατά έναν πλέον ασύλληπτο τρόπο. Πλάι στο χέρι του πάνω στο τραπέζι κειτόταν ένα ιδιόρρυθμο αντικείμενο —ένα καφετί, συμπαγές ραβδί, με πέτρινο κεφάλι σαν σφυρί, χονδροειδώς δεμένο με ένα τραχύ σπάγκο. Δίπλα του βρισκόταν ένα χαρτί κομμένο από σημειωματάριο με μερικές λέξεις γραμμένες πάνω του. Ο Χολμς το κοίταξε και κατόπιν μου το έδωσε.
«Δες», είπε με ένα έντονο ανασήκωμα των φρυδιών του.
Στο φως της λάμπας διάβασα με αγωνία και τρόμο. «Το σημάδι των τεσσάρων.»
«Στο όνομα του Θεού, τι σημαίνουν όλα αυτά;» ρώτησα.
«Σημαίνουν φόνο,» είπε εκείνος, σκύβοντας πάνω από τον νεκρό. «Αχά! Το περίμενα. Κοίτα εδώ!»
Έδειξε προς ότι έμοιαζε σαν ένα μακρύ μαύρο αγκάθι χωμένο στο δέρμα πάνω από το αυτί.
«Μοιάζει με αγκάθι», είπα.
«Είναι. Μπορείς να το τραβήξεις. Όμως πρόσεξε, γιατί είναι δηλητηριασμένο.»
Το ‘πιασα ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη μου. Βγήκε από το δέρμα τόσο εύκολο που σχεδόν δεν άφησε καν σημάδι πίσω του. Μια μικρή κηλίδα αίματος φάνηκε εκεί που ήταν το τρύπημα.
«Όλα αυτά μου φαίνονται σαν ανεπίλυτο μυστήριο», είπα. «Γίνεται βαθύτερο αντί να ξεκαθαρίζει.»
«Αντιθέτως», απάντησε εκείνος, «ξεκαθαρίζει στιγμή τη στιγμή. Χρειάζομαι μόνον μερικούς απόντες κρίκους για να έχω στα χέρια μια απολύτως ολοκληρωμένη υπόθεση.»
Είχαμε σχεδόν ξεχάσει την παρουσία του συντρόφου μας από τη στιγμή που είχαμε εισέλθει στο δωμάτιο. Στεκόταν ακόμη στο κατώφλι, η προσωποποίηση του τρόμου, σφίγγοντας τα χέρια του και μουρμουρίζοντας στον εαυτό του. Ξάφνου, εντούτοις, ξέσπασε σε μια διαπεραστική, κλαψιάρικη κραυγή.
«Ο θησαυρός χάθηκε!» είπε. «Του έκλεψαν τον θησαυρό! Υπάρχει μια τρύπα μέσα από την οποία τον κατεβάσαμε. Τον βοήθησα να το κάνει! Ήμουν το τελευταίο πρόσωπο που τον είδε! Τον άφησα εδώ χθες το βράδυ, και τον άκουσα να κλειδώνει την πόρτα καθώς κατέβαινα τις σκάλες.»
«Τι ώρα έγινε αυτό;»
«Ήταν δέκα η ώρα. Και τώρα είναι νεκρός, κι η αστυνομία πρέπει να κληθεί, και θα είμαι ύποπτος πως έβαλα το χέρι μου σε αυτό. Ω, ναι, είμαι σίγουρος πως θα ‘μαι. Όμως δεν το πιστεύετε, έτσι κύριοι; Σίγουρα δεν πιστεύετε πως το έκανα εγώ; Υπάρχει πιθανότητα να σας έφερνα εδώ αν ήμουν εγώ; Θεέ μου! Θεέ μου! Το ξέρω πως θα τρελαθώ!»
Τίναξε τα χέρια του και χτύπησε τα πόδια του σε ένα είδος σπασμωδικής παραφροσύνης.
«Δεν έχετε λόγο να φοβάστε, κ. Σόλτο», είπε ο Χολμς, ευγενικά, ακουμπώντας το χέρι του πάνω στον ώμο του άλλου, «ακούστε την συμβουλή μου και πηγαίνετε με την άμαξα να αναφέρετε το ζήτημα στην αστυνομία. Προσφερθείτε να τους συνδράμετε με κάθε τρόπο. Θα περιμένουμε έως ότου επιστρέψετε.»
Ο ανθρωπάκος υπάκουσε με ένα μισο-αποβλακωμένο τρόπο, και τον ακούσαμε να κατηφορίζει σκουντουφλώντας στις σκάλες στα σκοτεινά.