1.2 ΠΡΟΛΟΓΟΣ (28-76)
ΘΑΝΑΤΟΣ
Αά!
Στο παλάτι μπροστά τί γυρεύεις; Γιατί,
Φοίβε Απόλλωνα, εδώ τριγυρνάς;
Δικαιώματα εκείνων που ορίζουν νεκρούς
να τα κάνεις δικά σου, κι αυτούς απ᾽ αυτά να στερείς
για μια δεύτερη πάλι φορά,
άδικο είναι. Μα τί; Δε σου φτάνει λοιπόν
που μποδίστηκε ο θάνατος του Άδμητου, αφού
δολερά εσύ τις Μοίρες ξεγέλασες; Ε;
Για την Άλκηστη τώρα φρουρείς
με το τόξο στο χέρι· μα αυτή,
του Πελία η θυγατέρα, έχει τάξει, θαρρώ,
για να σώσει τον άντρα της,
τη δική της ζωή να προσφέρει.
ΑΠΟ. Θάρρος· θα σου μιλήσω δίκαια, τίμια.
ΘΑΝ. Δίκαια; Μα τότε τί το θες το τόξο;
ΑΠΟ. Πάντα μου το κρατώ· συνήθεια το ᾽χω.
ΘΑΝ. Κι άδικα να βοηθάς το σπίτι τούτο.
ΑΠΟ. Η συμφορά ενός φίλου με πικραίνει.
ΘΑΝ. Κι απ᾽ αυτόν το νεκρό θα με στερήσεις;
ΑΠΟ. Με το στανιό δε πήρα ούτε τον άλλον.
ΘΑΝ. Πώς τότε ζει; ΑΠΟ. Στη θέση του έχει βάλει
την Άλκηστη, που εσύ γι᾽ αυτή ήρθες τώρα.
ΘΑΝ. Και που μαζί μου κάτω θα την πάρω.
ΑΠΟ. Πάρ᾽ τη· γιατί δεν ξέρω αν θα σε πείσω…
ΘΑΝ. να θανατώνω αυτούς που πρέπει; Αυτό ᾽ναι
το έργο μου. ΑΠΟ. Όχι! Αναβολή να δώσεις.
ΘΑΝ. Τώρα νιώθω τί λες και τί γυρεύεις.
ΑΠΟ. Την Άλκηστη ν᾽ αφήσεις να γεράσει.
Δε γίνεται; ΘΑΝ. Όχι! Ξέρε το· μ᾽ αρέσει
κι εμέ, να κάνω αυτό που με τιμάει.
ΑΠΟ. Όποτε να ᾽ναι, μια ψυχή θα πάρεις.
ΘΑΝ. Νέοι σαν πεθαίνουν, πιο τρανή μου η δόξα.
ΑΠΟ. Πλούσια θα κηδευτεί, και γριά αν πεθάνει.
ΘΑΝ. Μας βάζεις νόμο που ευνοεί τους πλούσιους.
ΑΠΟ. Βλέπω, έχεις πνεύμα· τί εννοείς; ΘΑΝ. Οι πλούσιοι
δίνοντας χρήμα θα πεθαίνουν γέροι.
ΑΠΟ. Δε μου κάνεις λοιπόν αυτή τη χάρη;
ΘΑΝ. Όχι· το φυσικό μου δα το ξέρεις.
ΑΠΟ. Ναι· μισητό στους θεούς και στους ανθρώπους.
ΘΑΝ. Μην προχωρείς πέρ᾽ απ᾽ αυτά που ορίζεις.
ΑΠΟ. Παραείσαι σκληρός, μα θα λυγίσεις·
σε τούτο το παλάτι θά ᾽ρθει κάποιος
από τον Ευρυσθέα σταλτός στη Θράκη,
τη χώρα αυτή με τους βαριούς χειμώνες,
κάτι άλογα ζητώντας· εδώ μέσα
θα φιλοξενηθεί, και τη γυναίκα
του Άδμητου θα σου αρπάξει από τα χέρια.
Χάρη έτσι δε θα σου ᾽χω, θα μου γίνεις
μισητός, και θα γίνει κι ό,τι θέλω.
Φεύγει.
ΘΑΝ. Λόγια πολλά, μα τίποτα δε βγάζεις·
αυτή η κυρά θα κατεβεί στον Άδη.
Κοντά της πάω, να κάμει το σπαθί μου
την αρχή της θυσίας· γιατί όποιου κόψει
τα μαλλιά για αγνισμό, καθοσιωμένος
εκείνος πια είναι στου Άδη τους θεούς.
Μπαίνει στο παλάτι.