From our hearts to the top of the world | Vanessa Archontidou - Christina Flampouri | TEDxAthens - YouTube
Μετάφραση: Maria Pericleous Επιμέλεια: Chryssa R. Takahashi
Χριστίνα Φλαμπούρη: Όταν η ομάδα του TEDxAthens
μας κάλεσε για να συζητήσουμε για τη συμμετοχή μας εδώ,
τους ρώτησα: «Τι θέλετε να πούμε;»,
Και μου είπαν: «Θέλουμε να πείτε μόνο την ιστορία της ζωής σας».
Μπορώ να πω ότι απογοητεύτηκα.
Εγώ είχα ετοιμαστεί να μιλήσω για ηγεσία,
για στοχοποίηση, για προσήλωση στον στόχο.
Είδα ότι δεν με παίρνει να διαπραγματευτώ παραπάνω,
και προχώρησα.
Πριν δεχτώ για τη συμμετοχή μου εδώ, ζήτησα μια μικρή χάρη.
Ζήτησα αν γίνεται η σκηνή που θα μιλήσουμε να μην είναι υπερυψωμένη.
Έχω ένα θέμα με την υψοφοβία μου και μου δημιουργεί έξτρα άγχος.
Όπως βλέπετε δέκτηκαν, και ήρθαμε εδώ.
Βανέσα Αρχοντίδου: Ήρθαμε λοιπόν,
και όπως βλέπετε πίσω στη φωτογραφία, αυτές είμαστε εμείς,
και είμαι σίγουρη ότι βλέποντας αυτή τη φωτογραφία
θα περιμένατε να δείτε, κάτω από αυτή τη φουσκωτή στολή,
τους γραμμωμένους κοιλιακούς μιας δια βίου αθλήτριας.
Συγγνώμη.
(Γέλια)
Δυστυχώς...
(Χειροκρότημα)
δεν είναι πολύ γραμμωμένοι οι κοιλιακοί μου,
και η αλήθεια είναι ότι είμαι 41 ετών
και πραγματικά θεωρούσα συνεχώς τον εαυτό μου έναν άνθρωπο
ο οποίος ήτανε κανονικός, - δεν είμαι αθλήτρια -
και είχα πολύ συνηθισμένα όνειρα.
Επειδή προέρχομαι από μια μικρομεσαία οικογένεια,
ήθελα πάντα να κάνω παιδιά, να έχω το δικό μου σπίτι,
να έχω μια καλή δουλειά.
Η αλήθεια είναι ότι μεγάλο μέρος της ζωής μου,
νομίζω γι' αυτό δεν έχω και καλούς κοιλιακούς,
το πέρασα σε καφετέριες, ειδικά της φοιτητικής μου ζωής,
όσοι έχετε πάει σε Ελληνικό πανεπιστήμιο
είμαι σίγουρη ότι έχετε αυτή την εικόνα στο μυαλό σας.
Έτσι λοιπόν κάποια στιγμή,
αφού πήγα στο πανεπιστήμιο και ήμουνα πολύ καλή φοιτήτρια,
βρήκα μια καταπληκτική δουλειά, άρχισα να δουλεύω πολύ μικρή,
και στα 27 μου ήμουνα ήδη στέλεχος σε πολυεθνική,
δουλεύοντας λίγες ώρες, τίποτα, 12-14 κάπου εκεί.
Έχοντας λοιπόν στο μυαλό μου ότι κάπως θέλω κι εγώ να ξεφύγω,
ακολούθησα μια φίλη, η οποία μου είπε:
«Πάμε με έναν ορειβατικό σύλλογο την Κυριακή μια εκδρομή;»
Και έτσι ξεκίνησε αυτό το παράλληλο κομμάτι της ζωής μου,
το λίγο ανηφορικό.
ΧΦ: Εγώ σε αντίθεση με τη Βανέσα ένοιωθα ότι ήμουνα πολύ ξεχωριστή.
Έβλεπα όταν ήμουν μικρή στην τηλεόραση τα παιδιά ταλέντα,
και ήμουνα σίγουρη ότι είμαι κι εγώ ένα απ' αυτά.
Και ότι έχω κάτι μοναδικό,
απλά δεν το είχα ανακαλύψει ακόμα.
Ίσως η υπέρμετρη αυτοπεποίθηση ερχόταν από το γεγονός
ότι μεγάλωσα σε μια γειτονιά που έμεναν δίπλα-δίπλα επτά οικογένειες:
η μητέρα μου με τις αδελφές της.
Επομένως πάντα είχα ένα από τα 13 ξαδέλφια μου
να βγω, να πάω έξω, να κάνω εκδρομές.
Ήμουνα σε ένα φουλ προστατευμένο περιβάλλον
όπου πάντα ήμουνα η κόρη του Αντώνη, η αδερφή του Φλαμπούρη,
η ξαδέλφη του Μπέη.
Ήταν ο ορισμός του comfort zone.
Όλοι με ξέρανε, κανείς δεν τολμούσε να με πειράξει,
κι εγώ το ευχαριστιόμουνα, ένοιωθα ένα είδος δύναμης, αυτοπεποίθησης.
Όλα τα άλλα στην ζωή μου αναμενόμενα: καλή μαθήτρια, καλή φοιτήτρια,
καλή δουλειά.
Κάποια στιγμή ξεκίνησα τα Σαββατοκύριακα
να κάνω το χόμπι μου, να κάνω ιστιοπλοΐα.
Και έλεγα ότι έχω ένα πολύ καλό work-life balance, όπως μου άρεσε να λέω.
ΒΑ: Βέβαια, πες, ιστιοπλοΐα ξεκίνησες γιατί είχες μαζί τους bodyguard κάθε φορά.
ΧΦ: Κάπως έτσι, ο πατέρας μου και ο μεγάλος μου αδερφός
είχαν ξεκινήσει ιστιοπλοΐα, επομένως με μύησαν στο άθλημα.
ΒΑ: Η αλήθεια είναι ότι όταν γνώρισα τη Χριστίνα είδα έναν άνθρωπο
ο οποίος ήταν ευαίσθητος, ήταν μια όμορφη κοπέλα, ντελικάτη,
καμιά φορά μπορώ να πω πολύ ντελικάτη για τα γούστα μου,
γιατί πραγματικά το χειρότερο πράγμα που μπορεί να κάνει κανείς στη Χριστίνα,
είναι να τη βάλει ας πούμε να πει τη λέξη μαλακίες μπροστά στο κοινό.
ΧΦ: Μην το κάνεις, δεν θα το πω.
ΒΑ: Εγώ αντιθέτως θεωρούσα ότι είμαι λίγο περισσότερο αντράκι,
και δεν μπορούσα να φανταστώ
ότι η Χριστίνα είχε τόσο μεγάλη δύναμη μέσα της.
Για να σας δώσω να καταλάβετε,
το αντράκι τα βρήκε λίγο σκούρα όταν έκανα το πρώτο μου παιδί,
και ξαφνικά άρχισα να νομίζω ότι η ζωή μου έχει τελειώσει,
ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω κάτι πραγματικά για τον εαυτό μου.
Και ότι πια ήμουνα πάρα πολύ χάλια,
δεν αισθανόμουνα καλά.
Έλεγα στη μητέρα μου και στις φίλες μου ότι δεν αισθανόμουνα καλά,
και μου λέγανε μην ανησυχείς κοπέλα μου, μην ανησυχείς, θα συνηθίσεις,
είναι οι πρώτοι μήνες, έτσι είναι το μωρό,
θα συνηθίσεις, όλα θα αρχίσουν να πηγαίνουν καλύτερα.
Βέβαια, πρέπει να πω ότι το καλύτερα έχει αφετηρία το καλά,
κι εγώ σίγουρα δεν ήμουνα καλά, όταν λοιπόν άρχιζα να σκέφτομαι
για ποιο λόγο δεν είσαι καλά, και προσπαθούσα αντικειμενικά να δω,
γιατί δεν είσαι καλά;
Έχεις έναν στοργικό σύζυγο, έχεις ένα υγιέστατο αγοράκι,
έχεις μια καταπληκτική δουλειά,
δηλαδή τι είναι αυτό που σου λείπει και δεν αισθάνεσαι καλά,
τι είναι αυτό το ανικανοποίητο που αισθάνεσαι;
Δεν μπορούσα να το βρω, και έτσι ξεκίνησα να έχω ενοχές,
ήμουνα ένας αχάριστος άνθρωπος, αυτό είχα καταλήξει να πιστεύω,
και ξεκίνησα το συναίσθημα αυτό της συνήθειας.
ΧΦ: Εγώ πάλι, πρώτη φορά που έκανα κάτι εκτός συνήθειας,
ήταν όταν ο ξάδερφος μου ο Δημήτρης
μου ζήτησε να πάμε μια εκδρομή αναρρίχησης.
Ήτανε μια δραματική μέρα για μένα,
με το που έπιανα τον βράχο και απομάκρυνα τα πόδια μου από το έδαφος,
με έλουζε κρύος ιδρώτας, η καρδιά μου χτύπαγε τόσο δυνατά από τον φόβο μου
που ένοιωθα ότι θα σταματήσει.
Δεν ξέρω γιατί, γιατί φοβόμουν τόσο πολύ,
ίσως με επηρέασαν οι εφτά θείες που σας έλεγα,
είχαν όλες υψοφοβία.
Κάθε φορά όταν πήγαινα στην άκρη μιας ταράτσας ενός μπαλκονιού,
ήτανε σαν να άκουγα μια φωνή που φώναζε:
ΒΑ: Χριστίνα, μη! ΧΦ: Κάπως έτσι.
Και ακόμα μέχρι τώρα, κάθε φορά όταν πάω
στην άκρη μιας ταράτσας, στην άκρη μιας πλαγιάς, την ακούω.
Αποφάσισα να το καταπολεμήσω.
Γύρισα ξανά στο βουνό, προσπαθώντας να ξεπεράσω τον φόβο μου.
Πάντα όμως με τον ξάδερφό μου.
Όταν κουραζόμουν, ήταν εκεί και μου έπαιρνε τον σάκο.
Όταν φοβόμουν, μου έπιανε το χέρι να κάνουμε μαζί το βήμα.
Πάντα μαζί και μόνο μαζί του.
Όταν δεν μπορούσε να έρθει μαζί μου στο βουνό, έμενα σπίτι.
Δεν ένοιωθα τόσο δυνατή για να κάνω το βήμα μόνη μου.
ΒΑ: Τη Χριστίνα την γνώρισα στη Μαλαισία,
εννοείται με τον ξάδερφό της, και με φίλους της γύρω-γύρω.
ΧΦ: Βασικά, ήμασταν μια καταπληκτική παρέα.
Είχαμε πάει στη Μαλαισία με ένα γκρουπ.
Όπως καταλαβαίνετε, δεν είχα καμία διάθεση να γνωρίσω ανθρώπους εκτός της παρέας μου.
Παρόλα αυτά που έκανε εντύπωση η Βανέσα.
Είδα μια όμορφη, δυναμική γυναίκα,
μόνη της, στην άλλη άκρη του κόσμου.
Φαινόταν φυσιολογική.
Παρόλα αυτά, σκέφτηκα ότι ή γεροντοκόρη είναι, ή ζωντοχήρα.
Και έτσι πήγα και της μίλησα.
Τελικά, ήταν μια χαρά παιδί, και έγινε αμέσως μέλος της ομάδας μας.
ΒΑ: Για να πω κι εγώ τη δική μου ιστορία,
δεν είχε πάρα πολύ άδικο η Χριστίνα.
Δεν είναι πολύ φυσιολογικό για μια γυναίκα
να πηγαίνει μόνη της με αγνώστους στην άκρη του κόσμου,
αλλά η ιστορία έχει κάπως έτσι.
Όταν γεννήθηκε το πρώτο μου παιδί,
αποφασίσαμε με τον άντρα μου να κάνουμε σαν ζευγάρι κάποια πράγματα
για να διατηρήσουμε τη σχέση μας.
Το κάνουν τα περισσότερα ζευγάρια αυτό; Δεν ξέρω.
Αποφασίσαμε λοιπόν
αφού μας αρέσει η ορειβασία, αφού μας αρέσουν τα ταξίδια,
μία φορά τον χρόνο να κάνουμε ένα μεγάλο ταξίδι,
και να έχει μια διάσταση ορειβατική.
Ξεκινήσαμε, πήγαμε το 2009 στην Ισλανδία,
το 2010 πήγαμε στο Νεπάλ, στο Μπέις Κάμπ,
και μετά γεννήθηκε και το δεύτερό μου παιδί,
αλλά συνεχίσαμε εμείς, ακάθεκτοι, με δύο παιδιά,
το 2012 πήγαμε στο Μάτερχορν,
που νομίζω το ξέρετε όλοι,
όχι επειδή κάνετε ορειβασία αλλά γιατί είναι πάνω στην Toblerone,
είναι το σηματάκι της Toblerone, όλοι τρώτε σοκολάτες φαντάζομαι.
Στο Κιλιμάντζαρο, ήμασταν γενικότερα μια ομάδα,
στο μυαλό μου το είχα ότι είμαστε μια δεμένη ομάδα
και ήμουνα πολύ περήφανη γι' αυτό.
Μέχρι το 2015,
που εκεί ένας φίλος του τού είπε:
«Τι ωραία θα ήταν να κάνουμε ένα ταξίδι στην Αμερική».
Να κάνουμε, το είχα εκλάβει εγώ, βέβαια,
διότι εκεί, όταν ονειρευόμουν ότι θα πήγαιναν για αναρριχήσεις,
για Γιέλοουστόουν,
για πράγματα τα οποία θα ήτανε φοβερά και τρομερά,
ανακάλυψα ότι δεν ήμουνα το ισότιμο μέλος της ομάδας
που είχα μέσα στο μυαλό μου, αλλά ήμουνα ένα βάρος.
ΧΦ: Για τον άντρα της - λάθος του μεγάλο!
Συνέχισε.
ΒΑ: Η αλήθεια είναι,
για να τον δικαιολογήσω τον άνθρωπο,
είχα πάρει κιλά σε σχέση με την προ-εγκυμοσύνης εποχή,
αλλά το να με πούνε βάρος το έφερα βαρέως.
Οπότε είχα μια επιλογή.
Γιατί πρέπει να πω, να το ξεκαθαρίσω σε σας τουλάχιστον που με ακούτε,
ότι εγώ ανέβαινα βουνά, όχι για να ακολουθήσω τον άντρα μου,
ανέβαινα βουνά γιατί τα έβλεπα στα όνειρά μου,
ήτανε για μένα ο υπέρτατος σκοπός.
Το περίμενα μία φορά τον χρόνο.
Δυστυχώς όμως,
σε εκείνη τη χρονική στιγμή είχα μόνο μία επιλογή.
Ή θα πήγαινα μόνη μου,
οπουδήποτε είχα να πάω,
ή αργά ή γρήγορα θα γινόμουνα ζωντοχήρα.
ΧΦ: Και ευτυχώς ήρθε!
Και όταν γυρίσαμε από εκείνη την εκδρομή στη Μαλαισία,
συνέχισε η καινούρια παρέα να βγαίνει.
Θυμάμαι είχαμε βγει ένα βράδυ κάπου στο Κουκάκι, για τσίπουρα,
- μόνο η Βανέσα έπινε ούζο -
και ένας φίλος μας, ο φίλος μας ο Φώτης, μοιράστηκε το όνειρό του.
Μάς είπε ότι θέλει να ανέβει στην ψηλότερη κορφή της νοτίου Αμερικής.
ΒΑ: Η αλήθεια είναι ότι σε εκείνο το συγκεκριμένο
ουζοτσιπουροκαταστασο-περίεργο
ήταν και κάποιοι φίλοι μου από τον ορειβατικό σύλλογο,
και ξέρανε για το συγκεκριμένο βουνό.
Ξέρανε ότι εκεί πηγαίνανε μόνο έμπειροι ορειβάτες,
και σίγουρα ήταν ένα βουνό πάρα πολύ ακριβό για τα γούστα μας.
Η αλήθεια είναι ότι άρχισε σιγά-σιγά να ξεφεύγει η συζήτηση,
μέχρι που ο Φώτης είπε, «Λοιπόν, τελικά ποιος είναι μέσα γι' αυτό το ταξίδι;»
Και η πρώτη που είπε το ναι ήταν η Χριστίνα.
ΧΦ: Ναι, είπα το ναι, γιατί απλά δεν είχα ακούσει τίποτα
από όλη την περιγραφή για το τι χρειάζεται για να πας σε αυτό το βουνό.
Απλά είχα στον νου μου μια νέα ορειβατική εμπειρία,
είχα στάνταρ ότι θα έρθει μαζί ο ξάδερφος μου που θα με προστατεύει,
άρα, γιατί να έλεγα όχι;
Εκείνη τη φορά όμως δεν κατάφερε να έρθει μαζί μου
και ήταν η πρώτη αποστολή που θα έκανα κάτι μόνη μου.
Ή έτσι ένοιωθα: μόνη μου.
Ιδίως όταν έβλεπα το απέραντο κενό,
κι εγώ έπρεπε να κάνω το βήμα.
Χιλιάδες σκέψεις πέρναγαν από το μυαλό μου,
έβλεπα σαν να ήταν ένα ανθρωπάκι και να μου έλεγε: «Χριστίνα,
γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;
Μην το κάνεις, μην πιέζεσαι,
βάλε τα κλάματα, κάποιος θα βρεθεί και θα έρθει να σε βοηθήσει».
Και από την άλλη ένα άλλο ανθρωπάκι να μου λέει, «Έλα Χριστίνα, μπορείς.
Μπορείς να το κάνεις, όλα στο μυαλό σου είναι.
Είναι απλά, ένα βήμα μπροστά, πέντε εκατοστά μπροστά,
30 μοίρες δεξιά, κινήσου γρήγορα και θα το περάσεις».
Το 'κανα.
Και αυτή η στιγμή ήταν μαγική.
Κάθε φορά που ξεπερνάω τα όριά μου,
την άλλη φορά είναι μεγαλύτερα.
Και αυτό έγινε για μένα ένας εθισμός.
Η ψηλότερη κορφή της Νοτίου Αμερικής έφερε την ψηλότερη κορφή της Ευρώπης.
Την ψηλότερη κορφή της Αφρικής,
και τέλος την ψηλότερη κορφή της βορείου Αμερικής, στην Αλάσκα.
ΒΑ: Και εδώ πρέπει να σας πω κάτι για αυτή τη φωτογραφία,
θα ήθελα να σας πω ότι αυτή η φωτογραφία είναι φωτοσοπιαρισμένη,
δεν θέλω να πάει όμως ο νους σας στο κακό,
να θεωρήσετε ότι δεν είμαστε στην ψηλότερη κορφή της Αλάσκας,
και ότι είμαστε κάπου στη Μύκονο και πίνουμε κάτι.
Αλλά αυτά θα σας τα πω αργότερα.
Βασικά, δεν ξέρω αν ξέρετε όλοι ότι εμείς εκτός από αλπινίστριες
είμαστε και marketeers.
Και το λέω αυτό εδώ γιατί συνήθως όλοι όσοι δουλεύουν σε διευθυντικές θέσεις
- δεν ξέρω πόσοι είστε εδώ που το κάνετε αυτό,
να δουλεύετε σε τέτοιες θέσεις -
αλλά έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας
μια εικόνα και μια φωνούλα, εκνευριστική συνήθως,
που μας λέει, λοιπόν, ωραία, κάναμε αυτό, κάναμε αυτό,
τώρα τα επόμενα βήματα ποια είναι;
Και η αλήθεια είναι, όταν αρχίζουν τα επόμενα βήματα,
ξεκινάμε να έχουμε όλα αυτά τα πώς και τα γιατί,
και εκεί αρχίζουν λίγο τα δύσκολα.
ΧΦ: Και το γιατί, δεν σας το κρύβω, το έχω αναρωτηθεί πάρα πολλές φορές.
Ειδικά όταν 4 Ιουλίου ανεβαίναμε ένα βουνό στην Αλάσκα,
αντί να είμαστε σε μια ξαπλώστρα στη Μύκονο, στην Πάρο,
στη Σαλαμίνα βρε αδερφέ,
και αντί να ιδρώνουμε από τον ήλιο,
να ιδρώνουμε γιατί έχουμε να κάνουμε ένα ακόμα βαρύ,
ασήκωτο μπορώ να πω, βήμα, που θα μας έφερνε πιο κοντά στην κορφή,
ναι, νομίζω χίλιες φορές το λεπτό πέρναγε από το μυαλό μου:
«Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;»
ΒΑ: Εδώ νομίζω όλοι κρέμεστε απ' τα χείλη μας,
περιμένετε τώρα να σας πούμε το γιατί.
Η αλήθεια βέβαια είναι
ότι δεν μπορούμε να το εξηγήσουμε, και εδώ θα ήθελα λίγο να με βοηθήσετε.
Να, εσείς κύριε, θα ήθελα να μου πείτε ποια ήταν η πιο έντονη στιγμή της ζωής σας
και γιατί.
Παύση.
Είμαι σίγουρη ότι αυτή τη στιγμή,
στο μυαλό σας έχετε ποια είναι η πιο έντονη στιγμή,
αλλά τώρα που πάτε να το πείτε μέσα σε τόσο κόσμο,
δεν βγαίνει τόσο εύκολα.
Σίγουρα όταν κάτι το αισθάνεσαι εδώ,
το αισθάνεσαι όμως, είναι συναίσθημα, όταν πας να το περιγράψεις
δεν είναι κάτι το οποίο βγαίνει με λόγια, είναι κάτι που μένει εδώ.
Είναι κάτι σαν το θέλω, θέλω, θέλω, που κάνουν τα πεντάχρονα.
«Γιατί το θες βρε παιδί μου;» «Μμμμ...»
Έτσι αισθανόμασταν και μεις.
Το μόνο που είχαμε καταλάβει ήτανε ότι αυτό το πράγμα που θέλαμε,
αυτός ο στόχος, ήταν το μόνο πράγμα που μας έκανε να αισθανόμαστε πιο ζωντανές.
Αλλά δεν μπορούσαμε να το περιγράψουμε και εκεί ξεκίνησε η όλη απελπισία,
λέγαμε θέλουμε κάτι το Μμμμ, δεν μπορούμε να το περιγράψουμε,
κανείς δεν πρόκειται να μας καταλάβει.
ΧΦ: Και όντως, το έχουμε συζητήσει με πάρα πολλούς,
και σχεδόν κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι αισθανόμαστε όταν κατακτούμε μια κορφή.
Είμαι σίγουρη ότι όλοι όμως μπορείτε να καταλάβετε αυτό το συναίσθημα
το να θες κάτι πάρα πολύ,
και όλοι να νομίζουν ότι δεν μπορείς να τα καταφέρεις.
ΒΑ: Μια γυναίκα δεν μπορεί να ανέβει σε μια ψηλή κορφή
χωρίς τη βοήθεια ενός άντρα.
ΧΦ: Μια γυναίκα δεν μπορεί, όταν έχει παιδιά,
να κυνηγάει δικούς της, προσωπικούς στόχους.
ΒΑ: Αν δεν έχεις πτυχίο, δεν μπορείς να βρεις μια καλή δουλειά με τίποτα.
Και γενικότερα, θα επιστρέψω, γιατί αυτό ήταν το σημαντικό,
μια γυναίκα δεν μπορεί να ανέβει μια ψηλή κορφή
χωρίς τη βοήθεια ενός άντρα, μια γυναίκα δεν μπορεί να είναι, Χριστίνα!
ΧΦ: Αυτό ακριβώς λέγανε για μένα, όταν πήγαμε στην αποστολή στην Αλάσκα.
Φίλοι, γνωστοί, δάσκαλοι, μου λέγανε, μην πας.
Είσαι πολύ μικρή, δεν θα τα καταφέρεις.
Δεν έχεις εμπειρία,
δεν έχεις κάποιον δάσκαλο μαζί σου για να σε βοηθήσει.
ΒΑ: Ναι, η αλήθεια ήταν ότι δεν ήταν μόνο αυτό το πρόβλημα,
ένα από τα άλλα προβλήματα τα οποία είχαμε ήταν ότι...
ΧΦ : Πρόβλημα, εντάξει.
ΒΑ: Ναι, δεν ήταν μόνο αυτή η κριτική, γιατί ένα από τα άλλα θέματα που είχαμε
ήτανε ότι στην Αλάσκα δεν είχε πάει καμία άλλη Ελληνίδα.
Όταν λοιπόν οι άνθρωποι από την ομάδα
άκουγαν ότι σε περίπτωση που τα καταφέρουμε
μία από τις δυο μας θα ήτανε η πρώτη Ελληνίδα
που θα ανέβαινε στην κορυφή της βορείου Αμερικής,
στην Αλάσκα.
Μας λέγανε τότε όλοι κοροϊδευτικά, τρολλάροντας και όλα αυτά,
«Καλά, κορίτσια, θα έχετε μαλλιοτραβήγματα στην κορυφή».
ΧΦ: Παρ' όλα αυτά δεν το είχαμε συζητήσει ποτέ με τη Βανέσα.
Και έτσι πέρασαν περίπου τρεις, τρεισήμισι εβδομάδες,
μέσα στο βουνό, προσπαθώντας να κατακτήσουμε τη συγκεκριμένη κορφή.
Τρεις εβδομάδες που είχε
ό,τι μπορείτε να φανταστείτε ή να έχετε δει σε αντίστοιχες ταινίες.
Είχε κούραση, είχε πόνο, θερμοκρασίες που έφτασαν μέχρι -30 βαθμούς,
χιονοθύελλες, παγετώνες,
που κυριολεκτικά σπάγαν κάτω από τα πόδια μας την ώρα που προχωράγαμε.
Και είμαι μόλις ενάμισι μέτρο κάτω από την κορφή.
Ήθελα τόσο πολύ να πατήσω αυτή την κορφή.
Ήθελα τόσο πολύ το outsider να πατήσει αυτή την κορφή!
Παίρνω μια βαθειά ανάσα,
κοιτάζω την κορφή, και λίγα μέτρα πίσω μου τη Βανέσα.
Την περίμενα.
Πιαστήκαμε χέρι-χέρι, κάναμε μαζί το βήμα στην κορφή.
Δεν ήμουνα εγώ.
(Χειροκρότημα)
Δεν ήταν η Βανέσα, ήμασταν μαζί.
(Χειροκρότημα)
Κάθε πρωί, ξυπνάω με έναν στόχο καρφωμένο στο κεφάλι μου.
Πλέον τον ξέρουν όλοι.
Πλέον το έχω αποδεχτεί ανοικτά.
ΒΑ: Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ,
μου πήρε χρόνο να το αποδεχτώ ανοικτά, γιατί μεγάλωσα στην εποχή που λέγανε
μην το πεις πουθενά, μην το πεις στη θεία σου,
αν το μάθουν τα ξαδέρφια σου θα σε κουτσομπολέψουν δεν το ξέρεις;
Τώρα, άμα δεν μπορούσα να εμπιστευτώ τα ξαδέρφια μου,
πώς μπορούσα να εμπιστευτώ μια άγνωστη, έναν άγνωστο.
Η αλήθεια είναι ότι όταν κάτι φοβάσαι πολύ,
γιατί ακόμα φοβάμαι το τι θα πει ο κόσμος,
ο φόβος αυτός όταν τον περνάς μαζί με κάποιον άλλον, μοιράζεται.
ΧΦ: Κάθε βράδυ βλέπω πάντα το ίδιο όνειρο.
Με βλέπω να αντικρίζω την κορφή του Έβερεστ.
Είμαι μόλις μια-δυο ώρες
(Χειροκρότημα)
πίσω από την κορφή.
ΒΑ: Κι εγώ βλέπω κρεμαστές γέφυρες, βλέπω σημαιάκια Νεπαλέζικα,
βλέπω την κορυφή, εκεί μπροστά, εκεί, ενάμισι μέτρο ακόμα.
ΧΦ: Δεν είμαι μόνη μου, φωνάζω «Φτάνουμε».
Είμαστε κοντά.
ΒΑ: Πάντα είναι κάποιος δίπλα μου.
Στην ίδια σκηνή, δεμένος στο ίδιο σκοινί.
Δεν είναι ο σύντροφος της ζωής μου, είναι η Χριστίνα.
(Χειροκρότημα)
ΧΦ: Ευχαριστούμε.
(Χειροκρότημα)