Nouns & Articles
Στην ολλανδική γλώσσα, το ουσιαστικό έχει μια μεγάλη ποικιλία μορφών με τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν αλλάζει από τον ενικό στον πληθυντικό.
Το γένος παίζει επίσης σημαντικό ρόλο. Στα ολλανδικά υπάρχουν αρσενικά, θηλυκά και ουδέτερα ουσιαστικά. Τα ουσιαστικά στο γένος τους συνοδεύονται από τα κατάλληλα οριστικά ή αόριστα άρθρα. Τα ουσιαστικά έχουν επίσης μεγάλη ποικιλία υποκοριστικών μορφών, τα είδη των αλλαγών εξαρτώνται κυρίως από τη γεωγραφική περιοχή.
Γένη ουσιαστικών & άρθρα
Τα ουσιαστικά μπορεί να είναι αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους.
Εάν το ουσιαστικό είναι αρσενικό ή θηλυκό, πρέπει να συνοδεύεται κυρίως από de. Αν το ουσιαστικό είναι ουδέτερο, τότε συνοδεύεται από το het.
Τα ουσιαστικά μπορούν να αναγνωριστούν ως αρσενικά ή θηλυκά αν τελειώνουν σε -ing, -ie, -ij, -heid, -teit, -a, -nis, -st, -schap, -de, -te, -e και άλλα - έτσι συνδυάζονται με το οριστικό άρθρο de (π.χ. de vreemdeling).
Τα ουσιαστικά που λήγουν σε -isme, -ment, -sel και -um θεωρούνται ουδέτερα και συνοδεύονται από το οριστικό άρθρο het (π.χ. het monument).
Τα δισύλλαβα ουσιαστικά που αρχίζουν με be-, ge-, ver- και ont- καθώς και τα υποκοριστικά ουσιαστικά, συνοδεύονται πάντα με het.
Τα ουσιαστικά στον πληθυντικό γράφονται πάντα με de, είτε το ουσιαστικό είναι αρσενικό είτε θηλυκό (π.χ. de vreemdelingen- de monumenten). Υπάρχει μόνο ένα αόριστο άρθρο: een.
Αρσενικό | Θηλυκό | Ουδέτερο | |
---|---|---|---|
Οριστικό ενικού | De slager | De opleiding | Het monument |
Οριστικό πληθυντικού | De slagers | De opleidingen | De monumenten |
Αόριστο άρθρο | Een slager | Een opleiding | Een monument |
Ουσιαστικά ενικού & πληθυντικού
Τα περισσότερα ουσιαστικά όταν αλλάζουν στον πληθυντικό τελειώνουν σε -en ή -s. Τα περισσότερα ουσιαστικά με μία συλλαβή τελειώνουν σε -en:
Raam → Ramen
Τα ουσιαστικά που τελειώνουν σε -el και -er τις περισσότερες φορές τελειώνουν σε -s στον πληθυντικό:
Bever → Bevers
Zadel → Zadels
Ουσιαστικά με δύο ή περισσότερες συλλαβές που καταλήγουν σε ήχο "schwa", στον πληθυντικό αριθμό συνήθως τελειώνουν σε -s:
Dame → Dames
Πολλά ουσιαστικά που τελειώνουν σε μακρά φωνήεντα καθώς και ακρωνύμια στον πληθυντικό καταλήγουν σε -'s:
Baby → Baby’s
PDF → PDF’s
Υπάρχουν συγκεκριμένα ουδέτερα ουσιαστικά που τελειώνουν πάντα σε -eren στον πληθυντικό:
Kind → Kinderen
Πολλά βραχέα φωνήεντα σε ουσιαστικά στον ενικό αλλάζουν σε μακρό φωνήεν όταν γίνονται πληθυντικός:
Glas (βραχύ φωνήεν) → Glazen (μακρό φωνήεν)
Gebed (βραχύ) → Gebeden (μακρό)
Lot (βραχύ) → Loten (μακρό)
Σε ορισμένες περιπτώσεις, το φωνήεν αντικαθίσταται:
Schip → Schepen
Πολλές φορές αν τα ουσιαστικά τελειώνουν σε σύμφωνα όπως k και d, διπλασιάζονται στον πληθυντικό:
Bed → Bedden
Hok → Hokken
Όταν το τελευταίο γράμμα του ουσιαστικού στον ενικό είναι s, αυτό αλλάζει σε z στον πληθυντικό. Το F στον ενικό αριθμό αλλάζει σε v:
Baas → Bazen
Brief → Brieven
Υποκοριστικά
Η χρήση των υποκοριστικών στα ολλανδικά είναι πολύ συνηθισμένη. Τα περισσότερα υποκοριστικά αποτελούνται από την προσθήκη του -tje ( στα νότια της Ολλανδίας, στο Βέλγιο προστίθεται το -ke):
Deur → Deurtje
Haven → Haventje
Όταν τα ουσιαστικά τελειώνουν σε -b, -c, -d, -t, -f, -g, -ch, -k, -p, -v, -x, -z ή -s, το t πρέπει να παραλείπεται και να προστίθεται μόνο το -je:
Hok → Hokje
Κάθε ουσιαστικό με μία συλλαβή που περιέχει ένα βραχύ φωνήεν ή τα ουσιαστικά με περισσότερες συλλαβές αλλά που τελειώνουν σε ένα βραχύ τονισμένο φωνήεν θα πρέπει να πηγαίνουν με -etje:
Kring → Kringetje
Τα ουσιαστικά που τελειώνουν σε -ng γράφονται με -nkje και εκείνα που τελειώνουν σε m με -pje:
Ketting → Kettinkje
Raam → Raampje
Αυξητικά προθήματα
Τα αυξητικά προθήματα χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν μεγαλύτερη ένταση και είναι πολύ συνηθισμένα στην ολλανδική γλώσσα. Η χρήση τους είναι αρκετά παρόμοια με εκείνη των αγγλικών και σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν ακόμη και παρόμοια προθήματα.
Σε πολλές περιπτώσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν προθήματα όπως over- (π.χ. overgewicht), επίσης με groot- (π.χ. groothandel), με super- (π.χ. supertheater), με mega- (π.χ. megavoorstelling). Στα ολλανδικά, τα επίθετα παίρνουν επίσης προσαύξηση, με τη χρήση προθημάτων και εδώ όπως bloed- (π.χ. bloedmooi), επίσης steen- (π.χ. steenrijk), και kei- (π.χ. keihard).