×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 13. II. Για μια στιγμή το ψέμα γίνεται αλήθεια

13. II. Για μια στιγμή το ψέμα γίνεται αλήθεια

Βιάστηκα να πάει στο νοσοκομείο όπου βρισκόταν τώρα ο Μίτια. Την επομένη της απόφασης του δικαστηρίου αρρώστησε από νευρικό πυρετό και τον μετέφεραν στο Δημοτικό Νοσοκομείο μας, στο τμήμα των καταδίκων. Μα ο γιατρός Βαρβίνσκη, ύστερ' από παράκληση του Αλιόσα και πολλών άλλων (της Χοχλάκοβας, της Λίζας κ.τ.λ.) τοποθέτησε το Μίτια όχι μαζί με τους καταδίκους μα χωριστά, στο ίδιο κείνο δωματιάκι όπου ήταν πρώτα ο Σμερντιακόβ. Είναι αλήθεια πως στην άκρη του διαδρόμου στεκόταν ένας φρουρός και το παράθυρο ήταν καγκελόφραχτο κι ο Βαρβίνσκη μπορούσε να 'ναι ήσυχος για την παραχώρηση που έκανε, που δεν ήταν εντελώς νόμιμη μα αυτός ήταν καλός και σπλαχνικός νέος. Καταλάβαινε πόσο σκληρό θα 'ταν για έναν άνθρωπο σαν το Μίτια να βρεθεί αμέσως με φονιάδες και λωποδύτες και πως γι' αυτό χρειαζόταν πρώτα να συνηθίσει. Οι επισκέψεις των συγγενών και γνωστών είχαν επιτραπεί κι απ' το γιατρό και τον επιστάτη των φυλακών και απ' το διοικητή της Αστυνομίας, ανεπίσημα όμως όλ' αυτά. Μα αυτές τις μέρες επισκέφθηκαν το Μίτια μονάχα ο Αλιόσα κι η Γκρούσενκα. Προσπάθησε δυο φορές να τον δει ο Ρακίτιν. Μα ο Μίτια παρακάλεσε επίμονα το Βαρβίνσκη να μην τον αφήσει να μπει.

Ο Αλιόσα τον βρήκε να κάθεται στο κρεβάτι, με τα ρούχα του νοσοκομείου, έχοντας πυρετό, με το κεφάλι τυλιγμένο σε μια πετσέτα βρεγμένη με νερό και ξίδι. Κοίταζε μ' ένα αόριστο βλέμμα τον Αλιόσα που μπήκε, μα στο βλέμμα του σα να φάνηκε ωστόσο κάποιος φόβος.

Γενικά, απ' την ημέρα της δίκης, ο Μίτια φαινόταν απορροφημένος. Μερικές φορές σώπαινε μισή ώρα ολόκληρη, έλεγε κανείς πως κάτι σκεφτότανε δύσκολα και βασανιστικά, ξεχνώντας κείνον που ήταν μπροστά του. Κι όταν έβγαινε απ' τη συλλογή του κι άρχιζε να μιλάει, τότε άρχιζε να κουβεντιάζει κάπως αναπάντεχα κι οπωσδήποτε όχι για κείνο που πραγματικά έπρεπε να μιλήσει. Μερικές φορές κοίταζε με πόνο τον αδερφό του. Με τη Γκρούσενκα φαινόταν να νιώθει πιο άνετα παρά με τον Αλιόσα. Η αλήθεια είναι πως μαζί της σχεδόν δε μίλαγε καθόλου, μα μόλις έμπαινε, το πρόσωπό του φωτιζόταν από χαρά. Ο Αλιόσα κάθισε σιωπηλός κοντά του, στο κρεβάτι. Αυτή τη φορά περίμενε με ταραχή τον Αλιόσα μα δεν τόλμησε να ρωτήσει τίποτα. Θεωρούσε αδύνατο να δεχτεί η Κάτια να 'ρθει, και ταυτόχρονα αισθανόταν πως αν δεν έρθει, θα γίνει κάτι που δε θα μπορούσε να το αντέξει. Ο Αλιόσα καταλάβαινε τα συναισθήματά του.

—Ο Τρύφωνας, ξέρεις, άρχισε να λέει σπασμωδικά ο Μίτια, ο Μπορίσιτς δα, λένε πως ξήλωσε όλο το χάνι του: βγάζει τα σανίδια του πατώματος, ξεκαρφώνει τους τοίχους, όλη τη γαλαρία τη διάλυσε, όλο και ψάχνει για το θησαυρό, για κείνα τα χίλια πεντακόσα ρούβλια που είπε ο εισαγγελέας πως τα 'κρυψα κει πέρα. Μόλις γύρισε, λέει, άρχισε αμέσως να ψάχνει. Καλά να πάθει ο λωποδύτης! Μου τα διηγήθηκε χτες ο φύλακας. Είναι από κει.

— Άκου, πρόφερε ο Αλιόσα· αυτή θα 'ρθει μα δεν ξέρω πότε, μπορεί και σήμερα, μπορεί μια απ' αυτές τις μέρες, αυτό δεν το ξέρω, μα θα 'ρθει, θα 'ρθει, αυτό είναι σίγουρο.

Ο Μίτια ανασκίρτησε- κάτι θέλησε να πει μα σώπασε. Η είδηση επέδρασε τρομερά απάνω του. Ήταν φανερό πως θα το 'θελε βασανιστικά να μάθει τις λεπτομέρειες της κουβέντας μα πως φοβάται απ' την άλλη μεριά να ρωτήσει: κάτι σκληρό και περιφρονητικό απ' την Κάτια θα του ήταν σα μαχαιριά αυτή τη στιγμή.

—Να τι είπε μέσα στ' άλλα: Να ησυχάσω το δίχως άλλο τη συνείδησή σου για την απόδραση. Κι αν ακόμα δε γίνει καλά ως τα τότε ο Ιβάν, τότε αυτή η ίδια θ' αναλάβει τη δουλειά.

—Αυτό μου το 'πες πια, παρατήρησε σκεφτικά ο Μίτια.

—Και συ το μετέδωσες στη Γκρούσα, παρατήρησε ο Αλιόσα.

—Ναι, παραδέχτηκε ο Μίτια. Αυτή δε θα 'ρθει σήμερα το πρωί, —κοίταξε δειλά τον αδερφό του. Θα 'ρθει μονάχα το βράδυ. Μόλις της είπα χτες πως ενεργεί η Κάτια, δεν είπε τίποτα μα τα χείλια της στράβωσαν. Ψιθύρισε μονάχα: «άστηνε!» Κατάλαβε πως είναι κάτι σπουδαίο. Δεν τόλμησα να τη δοκιμάσω περισσότερο. Το καταλαβαίνει μου φαίνεται ότι εκείνη αγαπάει όχι εμένα μα τον Ιβάν.

— Έτσι είναι τάχα; του ξέφυγε του Αλιόσα.

— Ίσως και να μην είναι έτσι. Μονάχα, τώρα το πρωί δε θα 'ρθει, βιάστηκε να ξαναπεί ο Μίτια- της ανάθεσα μια δουλειά... Άκου, αδερφέ μου, ο Ιβάν όλους θα τους ξεπεράσει. Αυτός είναι να ζήσει κι όχι εμείς. Θα γίνει καλά.

—Φαντάσου, η Κάτια αν και τρέμει γι' αυτόν, σχεδόν δεν αμφιβάλλει πως θα γίνει καλά, είπε ο Αλιόσα.

—Θα πει λοιπόν πως είναι βέβαιη ότι θα πεθάνει. Απ' το φόβο της είναι σίγουρη πως θα γίνει καλά.

—Ο αδερφός μας έχει δυνατή κράση. Και γω το ελπίζω πολύ πως θα γίνει καλά, παρατήρησε ανήσυχα ο Αλιόσα.

—Ναι, θα γίνει καλά. Μα κείνη είναι βέβαιη πως θα πεθάνει.

Υποφέρει πολύ...

Έγινε σιωπή. Το Μίτια τον βασάνιζε κάτι πολύ σπουδαίο.

—Αλιόσα, αγαπώ τρομερά τη Γκρούσα, πρόφερε ξάφνου με τρεμάμενη, γεμάτη δάκρυα φωνή.

—Δε θα την αφήσουν να 'ρθει εκεί μαζί σου, βρήκε αμέσως ευκαιρία να πει ο Αλιόσα.

—Και να τι ήθελα να σου πω ακόμα, συνέχισε με κάποια παλλόμενη φωνή ο Μίτια. Αν αρχίσουν να με χτυπάνε στο δρόμο ή εκεί, τότε εγώ δε θα τους αφήσω, θα σκοτώσω και θα με τουφεκίσουν. Και είναι είκοσι χρόνια αυτά! Από δω κιόλας αρχίζουν να μου μιλάνε με το συ. Οι φύλακες όλο με το συ μου μιλάνε. Σήμερα όλη τη νύχτα εξέτασα τον εαυτό μου: όχι, δεν είμαι έτοιμος! Δεν έχω τη δύναμη να το δεχτώ! Ήθελα να τραγουδήσω «ύμνο» και δεν μπορώ να καταπιώ το «συ» του φύλακα! Για τη Γκρούσα όλα θα τα υπόφερα, όλα... εκτός απ' το ξύλο, για να λέμε την αλήθεια... Όμως αυτήν δε θα την αφήσουν να 'ρθει εκεί.

Ο Αλιόσα χαμογέλασε αχνά.

— Άκουσε, αδερφέ μου, μια για πάντα, είπε αυτός· θα σου πω τι σκέφτομαι γι' αυτό το ζήτημα. Και το ξέρεις εσύ πως δε θα σου πω ψέματα. Άκου λοιπόν: Δεν είσαι έτοιμος και δεν είναι για σένα ένας τέτοιος σταυρός. Κι όχι μονάχα αυτό: Κι ούτε σου χρειάζεται, έτσι ανέτοιμος που είσαι, ένας τέτοιος σταυρός μεγαλομάρτυρα. Αν είχες σκοτώσει τον πατέρα θα λυπόμουνα που θες ν' αποφύγεις το σταυρό σού. Μα είσαι αθώος κι ένας τέτοιος σταυρός είναι παρά πολύ για σένα. Ήθελες με το μαρτύριο ν' αναγεννήσεις μέσα σου έναν άλλον άνθρωπο. Για μένα φτάνει να θυμάσαι μονάχα πάντοτε, σ' όλη σου τη ζωή κι όπου κι αν δραπετεύσεις, αυτόν τον άλλον άνθρωπο, κι αυτό είναι αρκετό για σένα. Το ότι δε δέχτηκες το μεγάλο μαρτύριο του σταυρού, θα σε κάνει να νιώσεις ακόμα πιο βαθιά το χρέος σου, και η αδιάκοπη συναίσθηση αυτού του χρέους από δω και μπρος, σ' όλη σου τη ζωή, θα σε βοηθήσει περισσότερο ν' αναγεννηθείς παρ' όσο αν πήγαινες εκεί. Γιατί εκεί δε θα μπορέσεις να τα υποφέρεις και θ' αγανακτήσεις κι ίσως και στ' αλήθεια πεις στο τέλος: «Έχουμε ξοφλήσει πια». Ο δικηγόρος σ' αυτή την περίπτωση είπε την αλήθεια. Τα βαριά φορτία δεν είναι για όλες τις πλάτες... Να τι σκέφτομαι, αν σου χρειάζεται τόσο πολύ να το μάθεις. Αν για την απόδρασή σου θα 'χαν να δώσουν λόγο άλλοι, αξιωματικοί, στρατιώτες, τότε εγώ δε θα σου «επέτρεπα» ν' αποδράσεις, χαμογέλασε ο Αλιόσα. Μα λένε και βεβαιώνουν (ο ίδιος ο διοικητής του σταθμού το 'λεγε στον Ιβάν), πως με λίγη καπατσοσύνη δεν πρόκειται ν' επιβληθούν σοβαρές κυρώσεις και πως μπορεί να ξεμπερδέψει κανείς με' μικροπράματα. Βέβαια το να δωροδοκεί κανείς δεν είναι τίμιο ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση, μα εγώ πια για κανένα λόγο δε θα καταπιαστώ να κρίνω, κι αυτό γιατί αν ο Ιβάν και η Κάτια μού εμπιστεύονταν λόγου χάρη αυτή τη δουλειά, θα πήγαινα και θα δωροδοκούσα. Οφείλω να σου το ομολογήσω. Και γι' αυτό δεν μπορώ να γίνω κριτής σου για το πώς θα φερθείς. Μα ξέρε πως ποτέ δε θα σε καταδικάσω. Μα και θα 'ταν παράξενο να γινόμουνα κριτής σου σ' αυτή την υπόθεση. Λοιπόν τώρα φαίνεται πως τα εξέτασα όλα.

—Ναι, μα εγώ θα καταδικάσω τον εαυτό μου! αναφώνησε ο Μίτια. Θ' αποδράσω- αυτό και χωρίς εσένα ήταν αποφασισμένο: ο Μίτκα Καραμάζοβ μπορεί τάχα να μην αποδράσει; Μα γι' αυτό θα καταδικάσω τον εαυτό μου και κει θα εξαγοράζω αιωνίως το αμάρτημά μου! Έτσι δε μιλάνε οι Ιησουίτες; Έτσι; Έτσι όπως τα λέμε τώρα εμείς οι δυο;

— Έτσι, χαμογέλασε ήρεμα ο Αλιόσα.

—Σ' αγαπώ επειδή πάντα θα πεις όλη την αλήθεια και τίποτα δε θα κρύψεις! αναφώνησε ο Μίτια γελώντας χαρούμενα. Θα πει λοιπόν πως τον Αλιόσκα μου τον έπιασα επ' αυτοφώρω να 'ναι Ιησουίτης! Σου αξίζει να σε φιλήσω ύστερ' απ' αυτό, να! Άκου λοιπόν τώρα και το άλλο, θα σου ανοίξω και το άλλο μισό της ψυχής μου. Να τι σκέφτηκα κι αποφάσισα: Κι αν ακόμα δραπετεύσω, και με λεφτά ακόμα και με διαβατήριο για την Αμερική, και τότε μου δίνει κουράγιο η σκέψη πως δε θ' αποδράσω για να βρω τη χαρά, την ευτυχία μα πραγματικά για να βρω άλλο κάτεργο χειρότερο ίσως απ' αυτό! Χειρότερο, Αλεξέι, χειρότερο, αλήθεια σου το λέω! Αυτή την Αμερική που ο διάβολος να την πάρει, από τώρα δεν την χωνεύω. Ας είναι η Γκρούσα μαζί μου, μα κοίτα την: μοιάζει με Αμερικάνα; Είναι Ρωσίδα, όλη ως το μεδούλι Ρωσίδα είναι, θα νοσταλγήσει τη μητρική της γη, και γω θα τη βλέπω διαρκώς να υποφέρει εξαιτίας μου βαστάζοντας έναν τέτοιο σταυρό, και σε τι έφταιξε; Μα εγώ τάχα θα μπορώ να υποφέρω εκείνους εκεί τους βρομιάρηδες; Κι ας είναι ίσως όλοι τους ως τον τελευταίο καλύτεροι από μένα. Τη μισώ αυτή την Αμερική από τώρα κιόλας κι ας είναι όλοι τους εκεί ασύγκριτοι μηχανικοί ή ό,τι άλλο —άσ' τους να πάν' στο διάολο, δεν είναι δικοί μου άνθρωποι, δεν είναι της δικιάς μου ψυχής! Τη Ρωσία αγαπώ, Αλεξέι, το Ρώσο Θεό αγαπάω, κι ας είμαι ο ίδιος παλιάνθρωπος! Θα ψοφήσω κει κάτω! αναφώνησε και ξάφνου τα μάτια του λάμψανε.

Η φωνή του άρχισε να τρέμει απ' τα δάκρυα.

—Το λοιπόν να τι αποφάσισα, Αλεξέι, άκου! άρχισε πάλι πνίγοντας την ταραχή του. Θα φτάσουμε κει με την Γκρούσα και κει αμέσως θ' αρχίσουμε να οργώνουμε, να δουλεύουμε ανάμεσα στις άγριες αρκούδες, στη μοναξιά, κάπου απόμερα. Θα βρεθεί δα και κει κανένα μέρος απόμακρο! Εκεί, λένε, υπάρχουν ακόμα ερυθρόδερμοι, εκεί κάπου στην άκρη του ορίζοντα, εκεί λοιπόν θα πάμε, σε κείνη τη μεριά, στους τελευταίους των Μοϊκανών. Ε, κι αμέσως θα ριχτούμε στη γραμματική κι η Γκρούσα και γω. Δουλειά και γραμματική, κι έτσι κάπου τρία χρόνια. Σ' αυτά τα τρία χρόνια θα μάθουμε τα εγγλέζικα και θα τα μιλάμε καλύτερα από Εγγλέζους. Και μόλις τα μάθουμε, —χαίρε, Αμερική! Θα γυρίσουμε εδώ, στη Ρωσία, Αμερικανοί πολίτες. Μην ανησυχείς, εδώ στην πολιτειούλα μας δε θα 'ρθούμε. Θα κρυφτούμε κάπου πιο μακριά, στο Βορρά ή στο Νότο. Εγώ ως τα τότε θ' αλλάξω, και κείνη το ίδιο, κει στην Αμερική κάνας γιατρός θα μου βάλει καμιά ψεύτικη ελιά, δεν είναι δα έτσι τζάμπα μηχανικοί. Κι αν όχι, τότε θα βγάλω το ένα μου μάτι, θ' αφήσω μια πήχη γένεια άσπρα (θ' ασπρίσω απ' τη νοσταλγία μου για τη Ρωσία) —ίσως και δε με γνωρίσουν. Κι αν με γνωρίσουν, ας με εξορίσουν, το ίδιο κάνει, θα πω πως το 'χε η μοίρα μου! Εδώ το ίδιο θα οργώνουμε σε κανένα απόμερο μέρος τη γη, και γω σ' όλη μου τη ζωή θα παριστάνω τον Αμερικάνο. Κι έτσι θα πεθάνουμε στην πατρίδα. Να το σχέδιό μου και δεν τ' αλλάζω· το εγκρίνεις;

—Το εγκρίνω, είπε ο Αλιόσα μη θέλοντας να του αντιμιλήσει.

Ο Μίτια σώπασε για λίγο και ξάφνου πρόφερε:

—Και πώς μου τη φέρανε στη δίκη. Βρε, πώς μου τη φέρανε!

—Και να μη σου τη φέρνανε, πάλι θα σε καταδικάζανε, πρόφερε αναστενάζοντας ο Αλιόσα.

—Ναι, με βαρέθηκε ο κόσμος δω πέρα! Ο Θεός μαζί τους, όμως αυτό είναι βαρύ για μένα! στέναξε όλο πόνο ο Μίτια. Πάλι σώπασαν για λίγο.

—Αλιόσα, σφάξε με τώρα, αναφώνησε ξαφνικά: θα 'ρθει τώρα ή όχι; Λέγε! Τι σου είπε; Πώς σου το 'πε;

—Μου είπε πως θα 'ρθει, μα δεν ξέρω αν θα 'ρθει σήμερα, πολύ δύσκολο της πέφτει! κοίταξε δειλά τον αδερφό του ο Αλιόσα.

—Αυτό έλειπε να μην της είναι δύσκολο, να μην της είναι δύσκολο! Αλιόσα, εγώ πάνω σ' αυτό θα τρελαθώ. Η Γκρούσα όλο με κοιτάζει. Καταλαβαίνει. Θεέ μου, Κύριε, ημέρωσέ με: Τι είναι αυτό που γυρεύω; Την Κάτια γυρεύω! Ξέρω τάχα τι θέλω; Ασεβής καραμαζοβική ασυγκρατησιά! Όχι, δεν είμαι ικανός για το μαρτύριο! Παλιάνθρωπος είμαι, και τίποτ' άλλο!

—Να τηνε! αναφώνησε ο Αλιόσα.

Κείνη τη στιγμή στο κατώφλι φάνηκε ξάφνου η Κάτια. Για λίγο κοντοστάθηκε, κοιτάζοντας το Μίτια με κάποιο χαμένο βλέμμα. Αυτός τινάχτηκε αμέσως όρθιος, το πρόσωπό του έδειξε τρόμο, χλόμιασε, μα αμέσως ένα δειλό, ικετευτικό χαμόγελο αχνοφάνηκε στα χείλη του και ξάφνου ασυγκράτητα έτεινε στην Κάτια και τα δυο του χέρια. Βλέποντάς το αυτό εκείνη όρμησε προς το μέρος του. Τον άρπαξε απ' τα χέρια και τον κάθισε σχεδόν με τη βία στο κρεβάτι, κάθισε κι αυτή δίπλα, και μην παρατώντας τα χέρια του τα έσφιγγε σπασμωδικά. Κάμποσες φορές έκαναν κι οι δυο κάτι να πουν μα συγκρατιόνταν και πάλι σωπαίνανε επίμονα, σα να 'ταν καρφωμένος ο ένας στον άλλον και κοιτάζονταν μ' ένα παράξενο χαμόγελο. Έτσι πέρασαν κάπου δυο λεπτά.

—Με συγχώρεσες ή όχι; πρόφερε επιτέλους ο Μίτια και την ίδια στιγμή γύρισε στον Αλιόσα και με παραμορφωμένο απ' τη χαρά πρόσωπο, του φώναξε:

—Ακούς τι ρωτάω, ακούς!

—Γι' αυτό και σ' αγαπούσα, γιατί έχεις μεγάλη καρδιά! της ξέφυγε ξάφνου της Κάτιας. Μα κι ούτε σου χρειάζεται η συγνώμη μου, ούτε εμένα η δική σου. Το ίδιο κάνει, με συγχωρέσεις ή όχι, για όλη μου τη ζωή θα μείνεις στην ψυχή μου σα μια ανοιχτή πληγή και γω στη δική σου —έτσι και πρέπει...

Σταμάτησε να πάρει ανάσα.

—Γιατί ήρθα; παράφορα και βιαστικά άρχισε πάλι. Ήρθα να σου αγκαλιάσω τα πόδια, να σου σφίξω τα χέρια, να, έτσι ώσπου να πονέσεις, θυμάσαι, όπως σου τα ' σφίγγα στη Μόσχα, να σου ξαναπώ πως είσαι ο Θεός μου, η χαρά μου, πως σ' αγαπώ τρελά.

Σα ν' αναστέναξε με σπαραγμό και ξάφνου ακούμπησε άπληστα τα χείλη της στο χέρι του. Δάκρυα ανάβλυσαν απ' τα μάτια της. Ο Αλιόσα στεκόταν ακίνητος και σα χαμένος. Με κανέναν τρόπο δεν περίμενε αυτό που 'βλεπε.

—Η αγάπη πέρασε, Μίτια! άρχισε πάλι η Κάτια-μα μου είναι ακριβό μέχρι πόνου αυτό που πέρασε. Αυτό μάθε το για πάντα. Μα τώρα, για μια στιγμούλα, ας γίνει αυτό που θα μπορούσε να είναι.

Με συσπασμένο χαμόγελο πρόφερε πάλι χαρούμενα κοιτώντας τον στα μάτια.

Και συ τώρα αγαπάς άλλη και γω άλλον, μα παρ' όλ' αυτά θα σ' αγαπώ παντοτινά και συ εμένα, το 'ξερες τάχα αυτό; Ακούς, αγάπα με, σ' όλη σου τη ζωή να μ' αγαπάς! αναφώνησε με κάποιο απειλητικό σχεδόν τρεμούλιασμα στη φωνή της.

—Θα σ' αγαπώ και... ξέρεις, Κάτια, άρχισε να μιλάει κι ο Μίτια κοντανασαίνοντας σε κάθε λέξη- ξέρεις, εγώ εδώ και πέντε μέρες, κείνο το βράδυ, σ' αγαπούσα... όταν έπεσες και σε πήρανε... σ' όλη μου τη ζωή. Έτσι και θα 'ναι, έτσι θα 'ναι αιώνια...

Έτσι ψέλλισαν κι οι δυο και λέγανε πράματα σχεδόν παράλογα και παράφορα, ίσως μάλιστα και ψεύτικα, μα κείνη τη στιγμή όλα ήταν αλήθεια, και οι ίδιοι πιστεύανε απόλυτα στον εαυτό τους.

—Κάτια, αναφώνησε ξάφνου ο Μίτια, πίστευες πως σκότωσα; Ξέρω πως τώρα δεν το πιστεύεις, μα τότε... όταν έκανες την κατάθεση... μπορεί λοιπόν να το πίστευες;

—Και τότε δεν το πίστευα. Ποτέ δεν το πίστευα! Σε μισούσα και ξάφνου έπεισα τον εαυτό μου, να, για κείνη τη στιγμή... όταν έδινα την κατάθεσή μου... τον έπεισα και πίστευα... μα όταν τέλειωσα την κατάθεση αμέσως έπαψα να το πιστεύω. Να τα ξέρεις όλ' αυτά. Ξέχασα πως ήρθα να τιμωρήσω τον εαυτό μου! πρόφερε ξάφνου με κάποια εντελώς νέα έκφραση που δεν έμοιαζε καθόλου με την προηγούμενη ερωτική της φλυαρία.

—Υποφέρεις, γυναίκα! κάπως εντελώς ασυγκράτητα ξέφυγε ξάφνου του Μίτια.

— Άφησέ με, ψιθύρισε αυτή· θα ξανάρθω, μου είναι αβάσταχτο τώρα!...

Σηκώθηκε κιόλας απ' τη θέση της μα ξάφνου έβγαλε μια κραυγή και οπισθοχώρησε. Στο δωμάτιο είχε μπει εντελώς αναπάντεχα κι αθόρυβα η Γκρούσενκα. Κανένας δεν την περίμενε. Η Κάτια έκανε ένα βήμα κατά την πόρτα, μα, φτάνοντας κοντά στη Γκρούσενκα, σταμάτησε ξαφνικά, άσπρισε όλη σαν κιμωλία, και σιγά, σχεδόν ψιθυριστά, της είπε στενάζοντας:

—Συγχωρέστε με!

Εκείνη την κοίταζε επίμονα και, αργώντας λίγο, με φωνή φαρμακωμένη απ' το μίσος, απάντησε:

—Κακές είμαστε, κυρά μου, κι οι δυο μας! Πώς να συγχωρνάμε συ και γω; Να, σώσε τον και τότε θα προσεύχομαι για σένα σ' όλη μου τη ζωή.

—Μα να συγχωρέσεις δε θέλεις! φώναξε ο Μίτια στη Γκρούσενκα με παράφορη μομφή.

—Μείνε ήσυχη, θα σου τον σώσω! ψιθύρισε γρήγορα η Κάτια κι έφυγε τρέχοντας απ' το δωμάτιο.

—Και συ μπόρεσες να μην τη συγχωρέσεις, αφού σου είπε η ίδια «συγχώρα με»; αναφώνησε και πάλι πικρά ο Μίτια.

—Μίτια, μην την κατηγορείς, δεν έχεις το δικαίωμα! φώναξε με θέρμη ο Αλιόσα στον αδερφό του.

—Τα περήφανα χείλια της το λέγανε κι όχι η καρδιά της, πρόφερε με κάποια σιχαμάρα η Γκρούσενκα. Αν σε γλιτώσει, όλα θα της τα συγχωρέσω...

Σώπασε σαν κάτι να 'θελε να πνίξει στην ψυχή της. Δεν μπορούσε ακόμα να συνέλθει. Μπήκε, όπως αποδείχτηκε αργότερα, εντελώς τυχαία, χωρίς να υποψιάζεται τίποτα, και μην περιμένοντας να συναντήσει αυτό που συνάντησε.

—Αλιόσα, τρέξε ξοπίσω της! γύρισε βιαστικά ο Μίτια στον αδερφό του. Πες της... δεν ξέρω τι... μα μην την αφήσεις να φύγει έτσι!

—Θα 'ρθω πάλι τ' απόγεμα! φώναξε ο Αλιόσα κι έτρεξε πίσω απ' την Κάτια.

Την έφτασε έξω απ' τον περίβολο του νοσοκομείου. Αυτή περπατούσε γρήγορα, βιαζόταν, μα μόλις την έφτασε ο Αλιόσα, του πρόφερε γρήγορα:

— Όχι, μπροστά σ' αυτήν δεν μπορώ να τιμωρήσω τον εαυτό μου! Της είπα: «συγχώρα με» γιατί ήθελα να τιμωρήσω τον εαυτό μου ως το τέλος. Αυτή δε με συγχώρεσε... Την αγαπώ γι' αυτό! πρόφερε η Κάτια με αλλοιωμένη φωνή, και τα μάτια της άστραψαν από άγριο μίσος.

—Ο αδερφός μου καθόλου δεν το περίμενε, μουρμούρισε ο Αλιόσα· ήταν βέβαιος πως αυτή δε θα 'ρθει...

—Ασφαλώς. Ας τ' αφήσουμε αυτά, είπε κοφτά εκείνη. Ακούστε! Τώρα δεν μπορώ να πάω κει μαζί σας, στην κηδεία. Τους έστειλα λουλούδια για το φέρετρο. Λεφτά έχουν ακόμα, μου φαίνεται. Αν θα χρειαστούν, πέστε τους πως ποτέ δε θα τους εγκαταλείψω... Μα τώρα αφήστε με, αφήστε με, παρακαλώ. Αργήσατε κιόλας για κει... Αφήστε με, παρακαλώ!

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

13. II. Για μια στιγμή το ψέμα γίνεται αλήθεια 13. II. For a moment a lie becomes truth 13 II. pour un instant, le mensonge devient vérité

Βιάστηκα να πάει στο νοσοκομείο όπου βρισκόταν τώρα ο Μίτια. I hurried to go to the hospital where Mitia was now. Την επομένη της απόφασης του δικαστηρίου αρρώστησε από νευρικό πυρετό και τον μετέφεραν στο Δημοτικό Νοσοκομείο μας, στο τμήμα των καταδίκων. The day after the court's decision, he fell ill with a nervous fever and was transferred to our Municipal Hospital, in the section for convicts. Μα ο γιατρός Βαρβίνσκη, ύστερ' από παράκληση του Αλιόσα και πολλών άλλων (της Χοχλάκοβας, της Λίζας κ.τ.λ.) But Dr. Barvinsky, after the request of Alyosha and many others (Khokhlakova, Liza, etc.) τοποθέτησε το Μίτια όχι μαζί με τους καταδίκους μα χωριστά, στο ίδιο κείνο δωματιάκι όπου ήταν πρώτα ο Σμερντιακόβ. |||||||convicts||||||||||| he placed Mitia not with the convicts but separately, in that same little room where Smrdyakov used to be. Είναι αλήθεια πως στην άκρη του διαδρόμου στεκόταν ένας φρουρός και το παράθυρο ήταν καγκελόφραχτο κι ο Βαρβίνσκη μπορούσε να 'ναι ήσυχος για την παραχώρηση που έκανε, που δεν ήταν εντελώς νόμιμη μα αυτός ήταν καλός και σπλαχνικός νέος. ||||||||||||||barred|||||||||||||||||||||||compassionate| It is true that at the end of the hallway stood a guard and the window was barred, and Barvinsky could be at ease about the concession he made, which was not entirely legal, but he was a kind and compassionate young man. Καταλάβαινε πόσο σκληρό θα 'ταν για έναν άνθρωπο σαν το Μίτια να βρεθεί αμέσως με φονιάδες και λωποδύτες και πως γι' αυτό χρειαζόταν πρώτα να συνηθίσει. He understood how hard it would be for a man like Mitia to be immediately surrounded by murderers and thieves and that he needed to get used to it first. Οι επισκέψεις των συγγενών και γνωστών είχαν επιτραπεί κι απ' το γιατρό και τον επιστάτη των φυλακών και απ' το διοικητή της Αστυνομίας, ανεπίσημα όμως όλ' αυτά. ||||||||||||||||of the prisons|||||||unofficially||| The visits of relatives and acquaintances had been allowed by the doctor, the prison warden, and the police chief, but all this unofficially. Μα αυτές τις μέρες επισκέφθηκαν το Μίτια μονάχα ο Αλιόσα κι η Γκρούσενκα. But during these days, only Alyosha and Grushenka visited Mitia. Προσπάθησε δυο φορές να τον δει ο Ρακίτιν. Rakitin tried to see him twice. Μα ο Μίτια παρακάλεσε επίμονα το Βαρβίνσκη να μην τον αφήσει να μπει. But Mitia insisted to Barvinski not to let him in.

Ο Αλιόσα τον βρήκε να κάθεται στο κρεβάτι, με τα ρούχα του νοσοκομείου, έχοντας πυρετό, με το κεφάλι τυλιγμένο σε μια πετσέτα βρεγμένη με νερό και ξίδι. ||||||||||||||||||||||||||vinegar Aliosha found him sitting on the bed, wearing hospital clothes, with a fever, his head wrapped in a towel wet with water and vinegar. Κοίταζε μ' ένα αόριστο βλέμμα τον Αλιόσα που μπήκε, μα στο βλέμμα του σα να φάνηκε ωστόσο κάποιος φόβος. He looked at Aliosha who entered with a vague gaze, but in his gaze, there seemed to be some fear.

Γενικά, απ' την ημέρα της δίκης, ο Μίτια φαινόταν απορροφημένος. Generally, since the day of the trial, Mitia seemed absorbed. Μερικές φορές σώπαινε μισή ώρα ολόκληρη, έλεγε κανείς πως κάτι σκεφτότανε δύσκολα και βασανιστικά, ξεχνώντας κείνον που ήταν μπροστά του. Sometimes he would remain silent for a whole half hour, one could say that he was thinking about something difficult and tormenting, forgetting the person in front of him. Κι όταν έβγαινε απ' τη συλλογή του κι άρχιζε να μιλάει, τότε άρχιζε να κουβεντιάζει κάπως αναπάντεχα κι οπωσδήποτε όχι για κείνο που πραγματικά έπρεπε να μιλήσει. And when he would come out of his thoughts and start to talk, then he would begin to converse somewhat unexpectedly and certainly not about what he really needed to talk about. Μερικές φορές κοίταζε με πόνο τον αδερφό του. Sometimes he looked at his brother with pain. Με τη Γκρούσενκα φαινόταν να νιώθει πιο άνετα παρά με τον Αλιόσα. With Grushenka, he seemed to feel more at ease than with Alyosha. Η αλήθεια είναι πως μαζί της σχεδόν δε μίλαγε καθόλου, μα μόλις έμπαινε, το πρόσωπό του φωτιζόταν από χαρά. The truth is that he hardly spoke at all with her, but as soon as she entered, his face lit up with joy. Ο Αλιόσα κάθισε σιωπηλός κοντά του, στο κρεβάτι. Alyosha sat silently near him, on the bed. Αυτή τη φορά περίμενε με ταραχή τον Αλιόσα μα δεν τόλμησε να ρωτήσει τίποτα. This time, he waited anxiously for Alyosha but did not dare to ask anything. Θεωρούσε αδύνατο να δεχτεί η Κάτια να 'ρθει, και ταυτόχρονα αισθανόταν πως αν δεν έρθει, θα γίνει κάτι που δε θα μπορούσε να το αντέξει. He considered it impossible for Katya to come, and at the same time felt that if she didn't come, something would happen that he couldn't endure. Ο Αλιόσα καταλάβαινε τα συναισθήματά του. Alyosha understood his feelings.

—Ο Τρύφωνας, ξέρεις, άρχισε να λέει σπασμωδικά ο Μίτια, ο Μπορίσιτς δα, λένε πως ξήλωσε όλο το χάνι του: βγάζει τα σανίδια του πατώματος, ξεκαρφώνει τους τοίχους, όλη τη γαλαρία τη διάλυσε, όλο και ψάχνει για το θησαυρό, για κείνα τα χίλια πεντακόσα ρούβλια που είπε ο εισαγγελέας πως τα 'κρυψα κει πέρα. ||||||||||||||||||||||||removes nails|||||||he destroyed|||||||||||||||||||I hid them|| —Trifon, you know, began to say spasmodically Mitia, Borisyich they say that he has dismantled his entire inn: he is pulling up the floorboards, unscrewing the walls, he has demolished the whole gallery, and keeps searching for the treasure, for those one thousand five hundred rubles that the prosecutor said I hid over there. Μόλις γύρισε, λέει, άρχισε αμέσως να ψάχνει. As soon as he returned, he says, he immediately began to search. Καλά να πάθει ο λωποδύτης! Good for the thief! Μου τα διηγήθηκε χτες ο φύλακας. The guard told me about it yesterday. Είναι από κει. He is from there.

— Άκου, πρόφερε ο Αλιόσα· αυτή θα 'ρθει μα δεν ξέρω πότε, μπορεί και σήμερα, μπορεί μια απ' αυτές τις μέρες, αυτό δεν το ξέρω, μα θα 'ρθει, θα 'ρθει, αυτό είναι σίγουρο. — Listen, said Alyosha; she will come but I don't know when, maybe today, maybe one of these days, I don't know that, but she will come, she will come, that's for sure.

Ο Μίτια ανασκίρτησε- κάτι θέλησε να πει μα σώπασε. Mitya flinched—he wanted to say something but fell silent. Η είδηση επέδρασε τρομερά απάνω του. The news affected him terribly. Ήταν φανερό πως θα το 'θελε βασανιστικά να μάθει τις λεπτομέρειες της κουβέντας μα πως φοβάται απ' την άλλη μεριά να ρωτήσει: κάτι σκληρό και περιφρονητικό απ' την Κάτια θα του ήταν σα μαχαιριά αυτή τη στιγμή. It was clear that he would painfully want to learn the details of the conversation, but on the other hand, he was afraid to ask: something harsh and contemptuous from Katia would feel like a stab wound at this moment.

—Να τι είπε μέσα στ' άλλα: Να ησυχάσω το δίχως άλλο τη συνείδησή σου για την απόδραση. —Here’s what she said among other things: To certainly ease your conscience about the escape. Κι αν ακόμα δε γίνει καλά ως τα τότε ο Ιβάν, τότε αυτή η ίδια θ' αναλάβει τη δουλειά. And if Ivan still isn't better by then, she herself will take on the job.

—Αυτό μου το 'πες πια, παρατήρησε σκεφτικά ο Μίτια. —You've told me this already, Mitya observed thoughtfully.

—Και συ το μετέδωσες στη Γκρούσα, παρατήρησε ο Αλιόσα. —And you passed it on to Grusha, Alyosha observed.

—Ναι, παραδέχτηκε ο Μίτια. —Yes, Mitya admitted. Αυτή δε θα 'ρθει σήμερα το πρωί, —κοίταξε δειλά τον αδερφό του. She won't come this morning, —she looked shyly at her brother. Θα 'ρθει μονάχα το βράδυ. She will only come in the evening. Μόλις της είπα χτες πως ενεργεί η Κάτια, δεν είπε τίποτα μα τα χείλια της στράβωσαν. As soon as I told her yesterday how Katia behaves, she said nothing but her lips curled. Ψιθύρισε μονάχα: «άστηνε!» Κατάλαβε πως είναι κάτι σπουδαίο. ||leave her||||| He just whispered: 'Leave her!' He understood that it is something important. Δεν τόλμησα να τη δοκιμάσω περισσότερο. I didn't dare to try it any further. Το καταλαβαίνει μου φαίνεται ότι εκείνη αγαπάει όχι εμένα μα τον Ιβάν. It seems to me that she loves not me but Ivan.

— Έτσι είναι τάχα; του ξέφυγε του Αλιόσα. — Is that so? Alyosha slipped out.

— Ίσως και να μην είναι έτσι. — Perhaps it’s not like that. Μονάχα, τώρα το πρωί δε θα 'ρθει, βιάστηκε να ξαναπεί ο Μίτια- της ανάθεσα μια δουλειά... Άκου, αδερφέ μου, ο Ιβάν όλους θα τους ξεπεράσει. |||||||||||||assigned||||||||||| Only, he won’t come this morning; Mitya was quick to say again - I assigned him a task... Listen, my brother, Ivan will surpass them all. Αυτός είναι να ζήσει κι όχι εμείς. This one is to live and not us. Θα γίνει καλά. He will get better.

—Φαντάσου, η Κάτια αν και τρέμει γι' αυτόν, σχεδόν δεν αμφιβάλλει πως θα γίνει καλά, είπε ο Αλιόσα. —Imagine, Katia, even though she trembles for him, hardly doubts that he will get better, said Alyosha.

—Θα πει λοιπόν πως είναι βέβαιη ότι θα πεθάνει. —So she will say that she is certain that she will die. Απ' το φόβο της είναι σίγουρη πως θα γίνει καλά. From her fear, she is sure that she will get better.

—Ο αδερφός μας έχει δυνατή κράση. |||||constitution —Our brother has a strong constitution. Και γω το ελπίζω πολύ πως θα γίνει καλά, παρατήρησε ανήσυχα ο Αλιόσα. And I hope very much that he will get better, observed Alyosha anxiously.

—Ναι, θα γίνει καλά. - Yes, he will get better. Μα κείνη είναι βέβαιη πως θα πεθάνει. But she is certain that she will die.

Υποφέρει πολύ... He suffers a lot...

Έγινε σιωπή. There was silence. Το Μίτια τον βασάνιζε κάτι πολύ σπουδαίο. The Mitia was tormenting him with something very important.

—Αλιόσα, αγαπώ τρομερά τη Γκρούσα, πρόφερε ξάφνου με τρεμάμενη, γεμάτη δάκρυα φωνή. —Alyosha, I love Grusha terribly, he suddenly said with a trembling, tearful voice.

—Δε θα την αφήσουν να 'ρθει εκεί μαζί σου, βρήκε αμέσως ευκαιρία να πει ο Αλιόσα. —They won't let her come there with you, Alyosha immediately found an opportunity to say.

—Και να τι ήθελα να σου πω ακόμα, συνέχισε με κάποια παλλόμενη φωνή ο Μίτια. |||||||||||pulsating||| —And here's what I wanted to tell you too, Mitia continued with a somewhat pulsating voice. Αν αρχίσουν να με χτυπάνε στο δρόμο ή εκεί, τότε εγώ δε θα τους αφήσω, θα σκοτώσω και θα με τουφεκίσουν. If they start hitting me on the street or there, then I won’t let them, I will kill and they will shoot me. Και είναι είκοσι χρόνια αυτά! And it's been twenty years now! Από δω κιόλας αρχίζουν να μου μιλάνε με το συ. From here on, they start talking to me informally. Οι φύλακες όλο με το συ μου μιλάνε. The guards keep talking to me with my sound. Σήμερα όλη τη νύχτα εξέτασα τον εαυτό μου: όχι, δεν είμαι έτοιμος! Tonight I examined myself all night: no, I'm not ready! Δεν έχω τη δύναμη να το δεχτώ! I don't have the strength to accept it! Ήθελα να τραγουδήσω «ύμνο» και δεν μπορώ να καταπιώ το «συ» του φύλακα! I wanted to sing a "hymn" and I can't swallow the "you" of the guard! Για τη Γκρούσα όλα θα τα υπόφερα, όλα... εκτός απ' το ξύλο, για να λέμε την αλήθεια... Όμως αυτήν δε θα την αφήσουν να 'ρθει εκεί. For Grusha, I would endure everything, everything... except for the beating, to tell the truth... But they won't let her come there.

Ο Αλιόσα χαμογέλασε αχνά. Alyosha smiled faintly.

— Άκουσε, αδερφέ μου, μια για πάντα, είπε αυτός· θα σου πω τι σκέφτομαι γι' αυτό το ζήτημα. — Listen, my brother, once and for all, he said; I will tell you what I think about this issue. Και το ξέρεις εσύ πως δε θα σου πω ψέματα. And you know that I will not lie to you. Άκου λοιπόν: Δεν είσαι έτοιμος και δεν είναι για σένα ένας τέτοιος σταυρός. So listen: You are not ready and such a cross is not for you. Κι όχι μονάχα αυτό: Κι ούτε σου χρειάζεται, έτσι ανέτοιμος που είσαι, ένας τέτοιος σταυρός μεγαλομάρτυρα. |||||||||||||||great martyr And not only that: You don't even need such a great martyr's cross, being so unprepared as you are. Αν είχες σκοτώσει τον πατέρα θα λυπόμουνα που θες ν' αποφύγεις το σταυρό σού. If you had killed your father, I would feel sorry that you want to avoid your cross. Μα είσαι αθώος κι ένας τέτοιος σταυρός είναι παρά πολύ για σένα. But you are innocent, and such a cross is far too much for you. Ήθελες με το μαρτύριο ν' αναγεννήσεις μέσα σου έναν άλλον άνθρωπο. |||||rebirths||||| You wanted to resurrect another person within you through martyrdom. Για μένα φτάνει να θυμάσαι μονάχα πάντοτε, σ' όλη σου τη ζωή κι όπου κι αν δραπετεύσεις, αυτόν τον άλλον άνθρωπο, κι αυτό είναι αρκετό για σένα. ||||||||||||||||escapes|||||||||| For me, it is enough that you always remember, throughout your life and wherever you might escape, this other person, and that is enough for you. Το ότι δε δέχτηκες το μεγάλο μαρτύριο του σταυρού, θα σε κάνει να νιώσεις ακόμα πιο βαθιά το χρέος σου, και η αδιάκοπη συναίσθηση αυτού του χρέους από δω και μπρος, σ' όλη σου τη ζωή, θα σε βοηθήσει περισσότερο ν' αναγεννηθείς παρ' όσο αν πήγαινες εκεί. |||you accepted||||||||||||||||||||||||||||||||||||||reborn||||| The fact that you did not accept the great martyrdom of the cross will make you feel even more deeply your debt, and the continuous awareness of this debt from now on, throughout your life, will help you more to be reborn than if you had gone there. Γιατί εκεί δε θα μπορέσεις να τα υποφέρεις και θ' αγανακτήσεις κι ίσως και στ' αλήθεια πεις στο τέλος: «Έχουμε ξοφλήσει πια». ||||||||||will be exasperated||||||||||| Because there you won't be able to bear it and you'll become exasperated, and maybe in truth you'll finally say: 'We are done for now.' Ο δικηγόρος σ' αυτή την περίπτωση είπε την αλήθεια. The lawyer in this case told the truth. Τα βαριά φορτία δεν είναι για όλες τις πλάτες... Να τι σκέφτομαι, αν σου χρειάζεται τόσο πολύ να το μάθεις. ||loads||||||||||||||||| The heavy burdens are not meant for all backs... That's what I'm thinking, if you really need to know it so much. Αν για την απόδρασή σου θα 'χαν να δώσουν λόγο άλλοι, αξιωματικοί, στρατιώτες, τότε εγώ δε θα σου «επέτρεπα» ν' αποδράσεις, χαμογέλασε ο Αλιόσα. |||escape|||||||||||||||||escape||| If others, officers, soldiers, had to account for your escape, then I would not 'allow' you to escape, smiled Alyosha. Μα λένε και βεβαιώνουν (ο ίδιος ο διοικητής του σταθμού το 'λεγε στον Ιβάν), πως με λίγη καπατσοσύνη δεν πρόκειται ν' επιβληθούν σοβαρές κυρώσεις και πως μπορεί να ξεμπερδέψει κανείς με' μικροπράματα. |||||||||||||||||||||be imposed||sanctions|||||||| But they say and assure (the station commander himself was telling Ivan) that with a little cleverness, serious penalties will not be imposed and that one can get away with small matters. Βέβαια το να δωροδοκεί κανείς δεν είναι τίμιο ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση, μα εγώ πια για κανένα λόγο δε θα καταπιαστώ να κρίνω, κι αυτό γιατί αν ο Ιβάν και η Κάτια μού εμπιστεύονταν λόγου χάρη αυτή τη δουλειά, θα πήγαινα και θα δωροδοκούσα. |||bribe||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||bribe Of course, bribing someone is not honorable even in such a case, but I no longer have any reason to judge, and that's because if Ivan and Katya entrusted me with this job, I would go and bribe. Οφείλω να σου το ομολογήσω. I must confess it to you. Και γι' αυτό δεν μπορώ να γίνω κριτής σου για το πώς θα φερθείς. And for that, I cannot be your judge on how you will behave. Μα ξέρε πως ποτέ δε θα σε καταδικάσω. But know that I will never condemn you. Μα και θα 'ταν παράξενο να γινόμουνα κριτής σου σ' αυτή την υπόθεση. Well, it would be strange for me to become your judge in this matter. Λοιπόν τώρα φαίνεται πως τα εξέτασα όλα. Well, now it seems that I have examined everything.

—Ναι, μα εγώ θα καταδικάσω τον εαυτό μου! —Yes, but I will condemn myself! αναφώνησε ο Μίτια. Mitya exclaimed. Θ' αποδράσω- αυτό και χωρίς εσένα ήταν αποφασισμένο: ο Μίτκα Καραμάζοβ μπορεί τάχα να μην αποδράσει; Μα γι' αυτό θα καταδικάσω τον εαυτό μου και κει θα εξαγοράζω αιωνίως το αμάρτημά μου! |||||||||||||||||||||||||||redeem|||my sin| I will escape - this was decided even without you: can Mitka Karamazov possibly not escape? But for this, I will condemn myself and there I will eternally redeem my sin! Έτσι δε μιλάνε οι Ιησουίτες; Έτσι; Έτσι όπως τα λέμε τώρα εμείς οι δυο; Isn't that how the Jesuits speak? Like this? Like how we are saying it now, the two of us?

— Έτσι, χαμογέλασε ήρεμα ο Αλιόσα. — So, Alyosha smiled calmly.

—Σ' αγαπώ επειδή πάντα θα πεις όλη την αλήθεια και τίποτα δε θα κρύψεις! — I love you because you will always tell the whole truth and hide nothing! αναφώνησε ο Μίτια γελώντας χαρούμενα. Mitya exclaimed, laughing joyfully. Θα πει λοιπόν πως τον Αλιόσκα μου τον έπιασα επ' αυτοφώρω να 'ναι Ιησουίτης! So it will mean that I caught my Alyoshka red-handed being a Jesuit! Σου αξίζει να σε φιλήσω ύστερ' απ' αυτό, να! You deserve to be kissed after this, you know! Άκου λοιπόν τώρα και το άλλο, θα σου ανοίξω και το άλλο μισό της ψυχής μου. Now listen to this too, I will open to you the other half of my soul. Να τι σκέφτηκα κι αποφάσισα: Κι αν ακόμα δραπετεύσω, και με λεφτά ακόμα και με διαβατήριο για την Αμερική, και τότε μου δίνει κουράγιο η σκέψη πως δε θ' αποδράσω για να βρω τη χαρά, την ευτυχία μα πραγματικά για να βρω άλλο κάτεργο χειρότερο ίσως απ' αυτό! |||||||||||||||passport|||||||||||||||||||||||||||||||| Here is what I thought and decided: Even if I escape, with money and even with a passport for America, still the thought that encourages me is that I won't escape to find joy, happiness, but really to find another prison perhaps worse than this one! Χειρότερο, Αλεξέι, χειρότερο, αλήθεια σου το λέω! Worse, Alexei, worse, I truly tell you! Αυτή την Αμερική που ο διάβολος να την πάρει, από τώρα δεν την χωνεύω. This America that the devil can take, I can't stand it from now on. Ας είναι η Γκρούσα μαζί μου, μα κοίτα την: μοιάζει με Αμερικάνα; Είναι Ρωσίδα, όλη ως το μεδούλι Ρωσίδα είναι, θα νοσταλγήσει τη μητρική της γη, και γω θα τη βλέπω διαρκώς να υποφέρει εξαιτίας μου βαστάζοντας έναν τέτοιο σταυρό, και σε τι έφταιξε; Μα εγώ τάχα θα μπορώ να υποφέρω εκείνους εκεί τους βρομιάρηδες; Κι ας είναι ίσως όλοι τους ως τον τελευταίο καλύτεροι από μένα. |||||||||||American woman||||||bone||||long for|||||||||||||||holding|||||||||||||||||||||||||||||| May Grusha be with me, but look at her: does she resemble an American? She is Russian, all to the bone she is Russian, she will long for her motherland, and I will constantly see her suffering because of me bearing such a cross, and what has she done to deserve this? But can I possibly endure those filthy ones? And maybe they are all better than me up to the last one. Τη μισώ αυτή την Αμερική από τώρα κιόλας κι ας είναι όλοι τους εκεί ασύγκριτοι μηχανικοί ή ό,τι άλλο —άσ' τους να πάν' στο διάολο, δεν είναι δικοί μου άνθρωποι, δεν είναι της δικιάς μου ψυχής! ||||||||||||||incomparable|mechanics||||||||||||||||||my own|| I hate this America from now on and even if they are all unparalleled engineers or whatever else — let them go to hell, they are not my people, they are not of my soul! Τη Ρωσία αγαπώ, Αλεξέι, το Ρώσο Θεό αγαπάω, κι ας είμαι ο ίδιος παλιάνθρωπος! I love Russia, Alexei, I love the Russian God, even if I am the same scoundrel! Θα ψοφήσω κει κάτω! I will die down there! αναφώνησε και ξάφνου τα μάτια του λάμψανε. he exclaimed, and suddenly his eyes shone.

Η φωνή του άρχισε να τρέμει απ' τα δάκρυα. His voice began to tremble from the tears.

—Το λοιπόν να τι αποφάσισα, Αλεξέι, άκου! —So here's what I decided, Alexei, listen! άρχισε πάλι πνίγοντας την ταραχή του. He started again, choking back his agitation. Θα φτάσουμε κει με την Γκρούσα και κει αμέσως θ' αρχίσουμε να οργώνουμε, να δουλεύουμε ανάμεσα στις άγριες αρκούδες, στη μοναξιά, κάπου απόμερα. We will get there with Grusha and then immediately we will start plowing, working among the wild bears, in solitude, somewhere secluded. Θα βρεθεί δα και κει κανένα μέρος απόμακρο! There will be found there a remote place! Εκεί, λένε, υπάρχουν ακόμα ερυθρόδερμοι, εκεί κάπου στην άκρη του ορίζοντα, εκεί λοιπόν θα πάμε, σε κείνη τη μεριά, στους τελευταίους των Μοϊκανών. ||||redskins|||||||||||||||||| There, they say, there are still redskins, somewhere at the edge of the horizon, so there we will go, to that side, to the last of the Mohicans. Ε, κι αμέσως θα ριχτούμε στη γραμματική κι η Γκρούσα και γω. ||||we will dive||||||| Well, and immediately we will throw ourselves into grammar, both Grusa and I. Δουλειά και γραμματική, κι έτσι κάπου τρία χρόνια. Work and grammar, and so about three years. Σ' αυτά τα τρία χρόνια θα μάθουμε τα εγγλέζικα και θα τα μιλάμε καλύτερα από Εγγλέζους. In these three years we will learn English and speak it better than the English. Και μόλις τα μάθουμε, —χαίρε, Αμερική! And as soon as we learn it, —hello, America! Θα γυρίσουμε εδώ, στη Ρωσία, Αμερικανοί πολίτες. We will return here, to Russia, American citizens. Μην ανησυχείς, εδώ στην πολιτειούλα μας δε θα 'ρθούμε. Don't worry, we won't come to our little town here. Θα κρυφτούμε κάπου πιο μακριά, στο Βορρά ή στο Νότο. |we will hide|||||||| We will hide somewhere further away, in the North or the South. Εγώ ως τα τότε θ' αλλάξω, και κείνη το ίδιο, κει στην Αμερική κάνας γιατρός θα μου βάλει καμιά ψεύτικη ελιά, δεν είναι δα έτσι τζάμπα μηχανικοί. ||||||||||||||||||||mole|||||| I will change by then, and she will too, there in America some doctor will give me a fake olive, it's not like engineers are free. Κι αν όχι, τότε θα βγάλω το ένα μου μάτι, θ' αφήσω μια πήχη γένεια άσπρα (θ' ασπρίσω απ' τη νοσταλγία μου για τη Ρωσία) —ίσως και δε με γνωρίσουν. |||||||||||||||||I will whiten|||||||||||| And if not, then I will take out one of my eyes, I will let a span of white beard grow (I will turn white from my nostalgia for Russia) — perhaps they will not recognize me. Κι αν με γνωρίσουν, ας με εξορίσουν, το ίδιο κάνει, θα πω πως το 'χε η μοίρα μου! ||||||exile||||||||||| And if they recognize me, let them exile me, it makes no difference, I will say it was my fate! Εδώ το ίδιο θα οργώνουμε σε κανένα απόμερο μέρος τη γη, και γω σ' όλη μου τη ζωή θα παριστάνω τον Αμερικάνο. |||||||||||||||||||will pretend to be||American Here we will plow the land in some remote place, and I will pretend to be an American all my life. Κι έτσι θα πεθάνουμε στην πατρίδα. And so we will die in our homeland. Να το σχέδιό μου και δεν τ' αλλάζω· το εγκρίνεις; This is my plan and I won't change it; do you approve?

—Το εγκρίνω, είπε ο Αλιόσα μη θέλοντας να του αντιμιλήσει. |approve|||||||| I approve of it, said Alyosha, not wanting to contradict him.

Ο Μίτια σώπασε για λίγο και ξάφνου πρόφερε: Mitya was silent for a moment and suddenly uttered:

—Και πώς μου τη φέρανε στη δίκη. And how did they bring it to trial? Βρε, πώς μου τη φέρανε! Wow, how did they do this to me!

—Και να μη σου τη φέρνανε, πάλι θα σε καταδικάζανε, πρόφερε αναστενάζοντας ο Αλιόσα. —And even if they hadn’t done this to you, they would still have condemned you, Aliosha said with a sigh.

—Ναι, με βαρέθηκε ο κόσμος δω πέρα! —Yes, I'm tired of this world over here! Ο Θεός μαζί τους, όμως αυτό είναι βαρύ για μένα! God be with them, but this is heavy for me! στέναξε όλο πόνο ο Μίτια. Mitya sighed with all his pain. Πάλι σώπασαν για λίγο. They fell silent again for a while.

—Αλιόσα, σφάξε με τώρα, αναφώνησε ξαφνικά: θα 'ρθει τώρα ή όχι; Λέγε! —Aliosha, kill me now, he suddenly exclaimed: will he come now or not? Speak! Τι σου είπε; Πώς σου το 'πε; What did he tell you? How did he say it to you?

—Μου είπε πως θα 'ρθει, μα δεν ξέρω αν θα 'ρθει σήμερα, πολύ δύσκολο της πέφτει! —He told me he would come, but I don't know if he will come today, it's very difficult for him! κοίταξε δειλά τον αδερφό του ο Αλιόσα. Alyosha looked shyly at his brother.

—Αυτό έλειπε να μην της είναι δύσκολο, να μην της είναι δύσκολο! — It would have been too much if it weren't difficult for her, if it weren't difficult for her! Αλιόσα, εγώ πάνω σ' αυτό θα τρελαθώ. ||||||I'll go crazy Alyosha, I'm going to lose my mind over this. Η Γκρούσα όλο με κοιτάζει. Gkrousa keeps looking at me. Καταλαβαίνει. She understands. Θεέ μου, Κύριε, ημέρωσέ με: Τι είναι αυτό που γυρεύω; Την Κάτια γυρεύω! |||tame me||||||||| My God, Lord, tame me: What is it that I am looking for? I am looking for Katia! Ξέρω τάχα τι θέλω; Ασεβής καραμαζοβική ασυγκρατησιά! ||||unholy|| Do I know what I want? Irreverent, Karamazovian impulsiveness! Όχι, δεν είμαι ικανός για το μαρτύριο! No, I am not capable of martyrdom! Παλιάνθρωπος είμαι, και τίποτ' άλλο! I am a scoundrel, and nothing else!

—Να τηνε! —There she is! αναφώνησε ο Αλιόσα. Alyosha exclaimed.

Κείνη τη στιγμή στο κατώφλι φάνηκε ξάφνου η Κάτια. At that moment, Katya suddenly appeared in the doorway. Για λίγο κοντοστάθηκε, κοιτάζοντας το Μίτια με κάποιο χαμένο βλέμμα. For a moment, he paused, looking at Mitya with a lost expression. Αυτός τινάχτηκε αμέσως όρθιος, το πρόσωπό του έδειξε τρόμο, χλόμιασε, μα αμέσως ένα δειλό, ικετευτικό χαμόγελο αχνοφάνηκε στα χείλη του και ξάφνου ασυγκράτητα έτεινε στην Κάτια και τα δυο του χέρια. ||||||||||||||||faintly appeared|||||||||||||| He immediately jumped up, his face showing terror, he turned pale, but immediately a timid, pleading smile faintly appeared on his lips, and suddenly, uncontrollably, he extended both his hands towards Katya. Βλέποντάς το αυτό εκείνη όρμησε προς το μέρος του. Seeing this, she rushed towards him. Τον άρπαξε απ' τα χέρια και τον κάθισε σχεδόν με τη βία στο κρεβάτι, κάθισε κι αυτή δίπλα, και μην παρατώντας τα χέρια του τα έσφιγγε σπασμωδικά. He grabbed him by the arms and almost forcibly sat him on the bed, she also sat down next to him, and without letting go of his hands, she gripped them spasmodically. Κάμποσες φορές έκαναν κι οι δυο κάτι να πουν μα συγκρατιόνταν και πάλι σωπαίνανε επίμονα, σα να 'ταν καρφωμένος ο ένας στον άλλον και κοιτάζονταν μ' ένα παράξενο χαμόγελο. ||||||||||they held back|||||||||||||||||| Several times, both of them tried to say something but held back and again fell silent persistently, as if one was pinned to the other and they looked at each other with a strange smile. Έτσι πέρασαν κάπου δυο λεπτά. Thus, about two minutes passed.

—Με συγχώρεσες ή όχι; πρόφερε επιτέλους ο Μίτια και την ίδια στιγμή γύρισε στον Αλιόσα και με παραμορφωμένο απ' τη χαρά πρόσωπο, του φώναξε: —Did you forgive me or not? finally said Mitia, and at the same moment turned to Alyosha and, with a face contorted by joy, shouted at him:

—Ακούς τι ρωτάω, ακούς! —Do you hear what I'm asking, do you hear!

—Γι' αυτό και σ' αγαπούσα, γιατί έχεις μεγάλη καρδιά! —That's why I loved you, because you have a big heart! της ξέφυγε ξάφνου της Κάτιας. It suddenly slipped away from Katia. Μα κι ούτε σου χρειάζεται η συγνώμη μου, ούτε εμένα η δική σου. But you neither need my apology, nor do I need yours. Το ίδιο κάνει, με συγχωρέσεις ή όχι, για όλη μου τη ζωή θα μείνεις στην ψυχή μου σα μια ανοιχτή πληγή και γω στη δική σου —έτσι και πρέπει... It makes no difference; whether you forgive me or not, for all my life you will remain in my soul like an open wound and I in yours — that's how it should be...

Σταμάτησε να πάρει ανάσα. He stopped to catch his breath.

—Γιατί ήρθα; παράφορα και βιαστικά άρχισε πάλι. —Why did I come? passionately and hurriedly he started again. Ήρθα να σου αγκαλιάσω τα πόδια, να σου σφίξω τα χέρια, να, έτσι ώσπου να πονέσεις, θυμάσαι, όπως σου τα ' σφίγγα στη Μόσχα, να σου ξαναπώ πως είσαι ο Θεός μου, η χαρά μου, πως σ' αγαπώ τρελά. I came to embrace your legs, to squeeze your hands, yes, so that you feel pain, do you remember, just like I squeezed them in Moscow, to tell you again that you are my God, my joy, that I love you madly.

Σα ν' αναστέναξε με σπαραγμό και ξάφνου ακούμπησε άπληστα τα χείλη της στο χέρι του. As if she sighed with anguish and suddenly pressed her lips greedily to his hand. Δάκρυα ανάβλυσαν απ' τα μάτια της. |flowed|||| Tears streamed from her eyes. Ο Αλιόσα στεκόταν ακίνητος και σα χαμένος. Alyosha stood still and as if lost. Με κανέναν τρόπο δεν περίμενε αυτό που 'βλεπε. In no way did he expect what he was seeing.

—Η αγάπη πέρασε, Μίτια! —Love has passed, Mitia! άρχισε πάλι η Κάτια-μα μου είναι ακριβό μέχρι πόνου αυτό που πέρασε. Katya began again - it pains me to remember what has passed. Αυτό μάθε το για πάντα. Learn this forever. Μα τώρα, για μια στιγμούλα, ας γίνει αυτό που θα μπορούσε να είναι. But now, for a moment, let this be what it could be.

Με συσπασμένο χαμόγελο πρόφερε πάλι χαρούμενα κοιτώντας τον στα μάτια. With a strained smile, she happily spoke again looking him in the eyes.

Και συ τώρα αγαπάς άλλη και γω άλλον, μα παρ' όλ' αυτά θα σ' αγαπώ παντοτινά και συ εμένα, το 'ξερες τάχα αυτό; Ακούς, αγάπα με, σ' όλη σου τη ζωή να μ' αγαπάς! And you now love another and I another, but despite all this, I will love you forever and you me, did you perhaps know this? Listen, love me, to love me throughout your life! αναφώνησε με κάποιο απειλητικό σχεδόν τρεμούλιασμα στη φωνή της. she exclaimed with a somewhat threatening tremor in her voice.

—Θα σ' αγαπώ και... ξέρεις, Κάτια, άρχισε να μιλάει κι ο Μίτια κοντανασαίνοντας σε κάθε λέξη- ξέρεις, εγώ εδώ και πέντε μέρες, κείνο το βράδυ, σ' αγαπούσα... όταν έπεσες και σε πήρανε... σ' όλη μου τη ζωή. —I will love you and... you know, Katia, began Mitya, breathing heavily with each word— you know, for the last five days, that night, I loved you... when you fell and they took you... for all my life. Έτσι και θα 'ναι, έτσι θα 'ναι αιώνια... And so it will be, so it will be forever...

Έτσι ψέλλισαν κι οι δυο και λέγανε πράματα σχεδόν παράλογα και παράφορα, ίσως μάλιστα και ψεύτικα, μα κείνη τη στιγμή όλα ήταν αλήθεια, και οι ίδιοι πιστεύανε απόλυτα στον εαυτό τους. So both whispered and said things that were almost absurd and passionate, perhaps even false, but at that moment everything was truth, and they themselves believed completely in themselves.

—Κάτια, αναφώνησε ξάφνου ο Μίτια, πίστευες πως σκότωσα; Ξέρω πως τώρα δεν το πιστεύεις, μα τότε... όταν έκανες την κατάθεση... μπορεί λοιπόν να το πίστευες; —Katya, suddenly exclaimed Mitia, did you believe I killed? I know you don't believe it now, but then... when you made the statement... could you then have believed it?

—Και τότε δεν το πίστευα. —And then I didn't believe it. Ποτέ δεν το πίστευα! I never believed it! Σε μισούσα και ξάφνου έπεισα τον εαυτό μου, να, για κείνη τη στιγμή... όταν έδινα την κατάθεσή μου... τον έπεισα και πίστευα... μα όταν τέλειωσα την κατάθεση αμέσως έπαψα να το πιστεύω. I hated you and suddenly I convinced myself, yes, for that moment... when I was giving my testimony... I convinced myself and believed... but when I finished the testimony I immediately stopped believing it. Να τα ξέρεις όλ' αυτά. You should know all this. Ξέχασα πως ήρθα να τιμωρήσω τον εαυτό μου! I forgot that I came to punish myself! πρόφερε ξάφνου με κάποια εντελώς νέα έκφραση που δεν έμοιαζε καθόλου με την προηγούμενη ερωτική της φλυαρία. she suddenly pronounced with a completely new expression that did not resemble at all her previous romantic chatter.

—Υποφέρεις, γυναίκα! —You are suffering, woman! κάπως εντελώς ασυγκράτητα ξέφυγε ξάφνου του Μίτια. Somewhat completely uncontrollably, Mitia suddenly blurted out.

— Άφησέ με, ψιθύρισε αυτή· θα ξανάρθω, μου είναι αβάσταχτο τώρα!... —Let me go, she whispered; I will come back, it is unbearable for me right now!...

Σηκώθηκε κιόλας απ' τη θέση της μα ξάφνου έβγαλε μια κραυγή και οπισθοχώρησε. She had already gotten up from her seat, but suddenly she let out a cry and stepped back. Στο δωμάτιο είχε μπει εντελώς αναπάντεχα κι αθόρυβα η Γκρούσενκα. Grushenka had entered the room completely unexpectedly and silently. Κανένας δεν την περίμενε. No one was expecting her. Η Κάτια έκανε ένα βήμα κατά την πόρτα, μα, φτάνοντας κοντά στη Γκρούσενκα, σταμάτησε ξαφνικά, άσπρισε όλη σαν κιμωλία, και σιγά, σχεδόν ψιθυριστά, της είπε στενάζοντας: Katya took a step towards the door, but upon nearing Grushenka, she suddenly stopped, turned white as chalk, and softly, almost whispering, said to her with a sigh:

—Συγχωρέστε με! —Forgive me!

Εκείνη την κοίταζε επίμονα και, αργώντας λίγο, με φωνή φαρμακωμένη απ' το μίσος, απάντησε: |||||||||poisoned|||| She looked at her intently and, after a moment's hesitation, with a voice poisoned by hate, replied:

—Κακές είμαστε, κυρά μου, κι οι δυο μας! —We are both bad, my lady! Πώς να συγχωρνάμε συ και γω; Να, σώσε τον και τότε θα προσεύχομαι για σένα σ' όλη μου τη ζωή. How can you and I forgive? Save him, and then I will pray for you for all my life.

—Μα να συγχωρέσεις δε θέλεις! —But you don't want to forgive! φώναξε ο Μίτια στη Γκρούσενκα με παράφορη μομφή. Mitya called out to Grushenka with fervent accusation.

—Μείνε ήσυχη, θα σου τον σώσω! —Stay calm, I will save him for you! ψιθύρισε γρήγορα η Κάτια κι έφυγε τρέχοντας απ' το δωμάτιο. Katya whispered quickly and ran out of the room.

—Και συ μπόρεσες να μην τη συγχωρέσεις, αφού σου είπε η ίδια «συγχώρα με»; αναφώνησε και πάλι πικρά ο Μίτια. —And you were able not to forgive her, after she herself said 'forgive me'? Mitya exclaimed again bitterly.

—Μίτια, μην την κατηγορείς, δεν έχεις το δικαίωμα! —Mitia, don't blame her, you don't have the right! φώναξε με θέρμη ο Αλιόσα στον αδερφό του. Alyosha shouted warmly to his brother.

—Τα περήφανα χείλια της το λέγανε κι όχι η καρδιά της, πρόφερε με κάποια σιχαμάρα η Γκρούσενκα. —Her proud lips said it, not her heart, Grušenka pronounced with some disgust. Αν σε γλιτώσει, όλα θα της τα συγχωρέσω... If it saves you, I will forgive her everything...

Σώπασε σαν κάτι να 'θελε να πνίξει στην ψυχή της. She was silent as if there was something she wanted to drown in her soul. Δεν μπορούσε ακόμα να συνέλθει. She still couldn't recover. Μπήκε, όπως αποδείχτηκε αργότερα, εντελώς τυχαία, χωρίς να υποψιάζεται τίποτα, και μην περιμένοντας να συναντήσει αυτό που συνάντησε. She entered, as was later proved, completely by chance, without suspecting anything, and not expecting to encounter what she did.

—Αλιόσα, τρέξε ξοπίσω της! —Aliosha, run after her! γύρισε βιαστικά ο Μίτια στον αδερφό του. Mitia hastily turned to his brother. Πες της... δεν ξέρω τι... μα μην την αφήσεις να φύγει έτσι! Tell her... I don't know what... but don't let her leave like this!

—Θα 'ρθω πάλι τ' απόγεμα! —I'll come again in the afternoon! φώναξε ο Αλιόσα κι έτρεξε πίσω απ' την Κάτια. yelled Alyosha and ran after Katia.

Την έφτασε έξω απ' τον περίβολο του νοσοκομείου. He reached her outside the hospital's enclosure. Αυτή περπατούσε γρήγορα, βιαζόταν, μα μόλις την έφτασε ο Αλιόσα, του πρόφερε γρήγορα: She was walking quickly, in a hurry, but as soon as Alyosha caught up to her, she quickly offered him:

— Όχι, μπροστά σ' αυτήν δεν μπορώ να τιμωρήσω τον εαυτό μου! — No, in front of her I cannot punish myself! Της είπα: «συγχώρα με» γιατί ήθελα να τιμωρήσω τον εαυτό μου ως το τέλος. I told her: 'forgive me' because I wanted to punish myself until the end. Αυτή δε με συγχώρεσε... Την αγαπώ γι' αυτό! But she didn't forgive me... I love her for that! πρόφερε η Κάτια με αλλοιωμένη φωνή, και τα μάτια της άστραψαν από άγριο μίσος. ||||altered||||||||| Katia said with a distorted voice, and her eyes sparkled with fierce hatred.

—Ο αδερφός μου καθόλου δεν το περίμενε, μουρμούρισε ο Αλιόσα· ήταν βέβαιος πως αυτή δε θα 'ρθει... —My brother didn't expect it at all, Alyosha murmured; he was sure she wouldn't come...

—Ασφαλώς. —Of course. Ας τ' αφήσουμε αυτά, είπε κοφτά εκείνη. Let's leave these things, she said briskly. Ακούστε! Listen! Τώρα δεν μπορώ να πάω κει μαζί σας, στην κηδεία. I can't go there with you to the funeral right now. Τους έστειλα λουλούδια για το φέρετρο. I sent them flowers for the coffin. Λεφτά έχουν ακόμα, μου φαίνεται. They still have money, it seems to me. Αν θα χρειαστούν, πέστε τους πως ποτέ δε θα τους εγκαταλείψω... Μα τώρα αφήστε με, αφήστε με, παρακαλώ. If they need it, tell them that I will never abandon them... But now leave me, leave me, please. Αργήσατε κιόλας για κει... Αφήστε με, παρακαλώ! You are already late for that... Leave me, please!