49. Μεγάλη ανησυχία στις καλύβες
great|concern||the huts
49. Great concern in the huts
49. Wielki niepokój w chatach
49. Grande preocupação nas cabanas
49. Большое беспокойство в бараках
Όταν έφτασαν οι άλλοι το βράδυ από τον μύλο στις καλύβες κι είπαν πως έχασαν τον Φάνη, λύπη μεγάλη έπεσε στα παιδιά.
|they arrived||||evening|||mill||huts||they said||lost|||great sadness|great sadness|fell upon||
When the others arrived in the evening from the mill to the huts and said that they had lost Fanis, great sorrow fell on the children.
Τα πιο αδύνατα δάκρυσαν.
||weakest|wept
The weaker ones wept.
Ο Σπύρος κι ο Γιώργος ήθελαν να πάνε κρυφά να κλάψουν.
|Spyros||||wanted|||in secret||cry
Spyros and George wanted to go secretly to cry.
Τα πιο δυνατά συλλογίστηκαν τι θα κάνουν.
||loudest|thought|||
The loudest ones pondered what to do.
Ο Αντρέας έκρυψε την ταραχή του κι άρχισε να τα ρωτά με λεπτομέρεια όλα.
||hid||agitation|||began to|||ask||detail|everything
Andreas hid his agitation and began to ask in detail everything.
Του είπε ο Κωστάκης το πού, το πότε και το πώς.
|||||where|||||how
Kostakis told him where, when and how.
«Πρώτα τον εζήτησε ο Πάνος κι ο Μαθιός εκεί τριγύρω, λέει ο Κωστάκης.
||looked for|||||||around there|says||
"First Panos and Mathios around there asked for him, says Kostakis.
Έπειτα κατεβήκαμε όλοι από ‘κεί.
Then|we came down|||
Then we all came down from there.
Συλλογιστήκαμε, αν πρέπει να πάμε πίσω στον μύλο ή να τραβήξουμε προς την κλεισούρα.
we thought|||||back|the|mill|||head towards||the|the gorge
We pondered whether we should go back to the mill or pull towards the lock.
Τραβήξαμε κατά την κλεισούρα, μα δεν είχε δρόμο.
we pulled|toward||the gorge||||road
We pulled out at the close, but there was no way out.
«Ανεβήκαμε σε ψηλώματα, φωνάξαμε, φωνάξαμε, τίποτα.
we climbed||high places|we shouted|we shouted|
"We went up on high rises, we shouted, we shouted, nothing.
Προχωρήσαμε, μα είδαμε πως ο ήλιος κόντευε να βασιλέψει.
we proceeded||we saw|that||sun|was about||set
We moved on, but we saw that the sun was about to set.
Πότε να πάμε στον μύλο, πότε να γυρίσουμε;»
|||||||we return
When to go to the mill, when to return?"
«Θα ξεκινήσουμε από ‘δώ στο χάραμα», είπε ο Αντρέας.
will|we will start||||dawn|||
"We'll start here at dawn," said Andreas.
«Πάμε γρήγορα να πέσουμε».
|quickly||we fall
"Let's go down fast."
---
—Μα δε σου είπαμε και τ' άλλο, Αντρέα, είπε ο Μαθιός.
|||we said||the|||said||
-"But we didn't tell you the other thing, Andrea," said Mathius.
—Είναι τίποτ' άλλο;
-Is there anything else?
—Ναι, είναι κάτι άλλο που δεν το ξέρεις.
||something|something else||||know
-Yes, it's something else you don't know.
Και με χαμηλή και φοβισμένη φωνή πρόσθεσε: «Ο Φάνης πήγε στον Αραπόβραχο.»
||low||scared|voice|added|||went|to|Arab Rock
And in a low and scared voice, she added: 'Phanis went to Arapovrachos.'
—Ποιον Αραπόβραχο; ρώτησε ο Αντρέας.
Whom|Aravopracho|asked||
Which Arapovrachos? Andreas asked.
Είναι ο βράχος που μας έλεγε η γριά;
||rock|||told||old woman
Is it the rock that the old woman was telling us about?
—Εδώ κοντά στον μύλο βρήκαμε έναν γέρο με σκούφο μαύρο στο κεφάλι.
|||mill|we found||old man||black hat|||head
-Here near the mill we found an old man with a black cap on his head.
Έτσι σαν καλόγερος φαινόταν, μα φορούσε παλιά και σκισμένα ρούχα.
||monk|he seemed||wore|||torn|
So he looked like a monk, but he wore old and torn clothes.
«Μπάρμπα» του λέμε «μήπως πέρασες από την κλεισούρα;»
Uncle||we say|perhaps|you passed|||the gorge
"Uncle," we ask him, "did you pass through the narrow passage?"
«Ναι» μας είπε.
||he said
"Yes," he told us.
«Μήπως είδες κανένα παιδί;»
perhaps|||
"Did you see any children?"
«Είδα ένα παιδί από μακριά» είπε.
"I saw a child in the distance," he said.
«Πού;»
"Where?"
Ο γέρος δε μας το 'λεγε αμέσως.
|the old man||||told|immediately
The old man didn't tell us right away.
Συλλογίστηκε όμως κάμποσο και μας κοίταξε.
He thought|however|for a while|||looked at us
But he pondered for a while and looked at us.
«Το πού» είπε «φοβάμαι να σας το πω.
the|where||I fear||||I
"Where," he said, "I am afraid to tell you.
Να, στον Αραπόβραχο το είδα».
I||Arab Rock||I saw
Here, in the Arabian Nights I saw it."
«Τι είναι ο Αραπόβραχος;» ρωτήσαμε.
|||Arab Rock|we asked
"What's the Arapobrachos?" we asked.
«Είναι ο βράχος του Αράπη» απάντησε «να μη ρωτήσετε περισσότερα.
is||||Arapis|he replied|||ask|
"It is the rock of Arapis" he replied "don't ask more.
Κι έφυγε κάνοντας τον σταυρό του».
|he left|making||cross|
And he left, making his cross."
Μίλησε τότε ο Κωστάκης:
spoke then|||
Kostakis spoke then:
—Θυμάσαι, Αντρέα, τι μας είπε η γρια-Χάρμαινα; Μας είπε πως εδώ κάπου κοντά σε κάποιο βράχο είναι ένα στοιχειό, ένας αράπης· και πήρε πολλούς ανθρώπους.
Do you remember||||||old woman|Charmina|||||somewhere|near||some|rock|||spirit||black man||took many people|many|people
-Do you remember, Andrea, what the old lady Charmaine told us? She told us that here somewhere near a rock there is a ghost, a nigger; and she took many people.
Κάπως έτσι μας το είπε.
somehow||||
That's how he told us.
Τότε σώπασαν όλοι.
|became silent|
Then they all fell silent.
Σηκώθηκαν σε λίγο και πήγαν να πλαγιάσουν.
They got up||||they went||lie down
They got up shortly and went to bed.
Μα κανένας τους δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι καλά.
|nobody|||could||close an eye||well
But none of them could sleep well.
Ο Αντρέας γύριζε στο στρώμα.
||was turning||mattress
Andreas was turning on the mattress.
Δυο τρεις φορές βγήκε έξω και κοίταξε.
|||went out|||looked
Two or three times he went outside and looked.
Περίμενε ανήσυχα το φως που έφερνε την αυγή απάνω από τα βουνά.
waited|anxiously||||brought||dawn|above|||mountains
He waited anxiously for the light that brought the dawn over the mountains.