52. Ο Αραπόβραχος
|Aravopraxos
52. Der Arapobrachus
52. The Arapobrachus
52. El Arapobrachus
52. O Arapobrachus
Η ωραιότερη μέρα που πέρασαν ως τώρα είναι αυτή.
|most beautiful|day||they have spent|so far|so far|is|this one
The best day they have had so far is this one.
Ποτέ δεν αγάπησαν τον Φάνη όσο σήμερα που τον ξαναβρήκαν.
never||loved|||as|today|||found again
They never loved Fanny as much as they did today when they found him again.
Δε χωρίζονται σήμερα.
|they separate|
They are not separated today.
Για να δουν το νερό που αναβρύζει από τον βράχο, πήγαν όλοι μαζί· στα πλατάνια κατέβηκαν όλοι μαζί.
||see||||springs out|||rock|they went||||the plane trees|they went down||
To see the water gushing from the rock, they all went together; they all went down to the sycamore trees together.
Ο ένας θα έδινε για τον άλλον τη ζωή του.
|||would give||||||
One would give his life for the other.
---
Ήταν απόγευμα, όταν ξεκίνησαν να φύγουν.
|afternoon|when|they started||leave
It was afternoon when they started to leave.
—Πες μας, Φάνη, ρώτησε ο Αντρέας, ανέβηκες χτες σε κανένα βράχο;
Tell|||asked|||climbed|yesterday||any|
-"Tell us, Fanny," asked Andreas, "did you climb a rock yesterday?
—Ναι, είπε ο Φάνης κι έδειξε τον βράχο.
|said||||pointed to||
-Yes, said Fanis and pointed to the rock.
Όλοι γύρισαν και κοίταξαν αυτό το παράξενο ύψωμα· τους έπιασε φόβος.
Everyone|turned||looked|||strange|mound||caught|fear
They all turned and looked at this strange hill; fear gripped them.
Αυτός λοιπόν είναι ο Αραπόβραχος!
|therefore|||
So that's the Arapobrachus!
Τον κοίταξαν καλά ως την κορφή.
|they looked|well|to||top
They took a good look at him all the way to the top.
—Ανέβηκες ως απάνω; ρώτησε ο Αντρέας.
you went up||up|asked||
-"Did you go upstairs?" asked Andreas.
—Όχι, στάθηκα χαμηλά.
|I stood|low
-No, I stood low.
Δεν μπορούσα ν' ανεβώ.
|||climb up
I couldn't get up.
Ο Αντρέας είπε τότε:
|||then
Andreas then said:
—Πάμε όλοι μαζί ν' ανέβουμε.
let's go||||climb up
-Let's all go up together.
—Αντρέα!
-Andrea!
είπε ο Κωστάκης φοβισμένος.
||Kostakis|scared
Kostakis said fearfully.
—Εσύ, είπε ο Αντρέας, θυμάσαι τα λόγια της γρια-Χάρμαινας και φοβάσαι.
You|said||Andreas|you remember||words|||old woman Χάρμαι||you are afraid
-"You," said Andreas, "remember the words of the old woman Charmina and you are afraid.
Μα, για πες μου, ο Φάνης δεν τον πάτησε τον Αραπόβραχο; Κι όμως είναι εδώ μαζί μας.
||tell||||did not|him|stepped on||Arab Rock||||here||
But tell me, didn't Fanis run over that nigger? And yet he's here with us.
Δεν έπαθε τίποτα.
|didn't suffer|
Nothing happened to him.
Είναι ντροπή μας να φοβούμαστε σαν τις γριές.
|shame|||we are afraid|||old women
It is a shame for us to be afraid like old women.
—Κι αν πάθουμε τίποτα;
||we suffer|
-What if something happens to us?
—Είμαστε πέντε, είπε ο Αντρέας.
we are|five|||
-"We are five," said Andreas.
Ακολούθησαν όλοι.
followed|everyone
They all followed.
---
Ανέβαιναν τον βράχο δύσκολα πολύ· τους πιάστηκε η αναπνοή και στάθηκαν δυο φορές για ν' ανασάνουν.
they were climbing||rock|with difficulty|||caught||breath||they stopped|||||catch their breath
They climbed the rock with great difficulty; their breath caught and they stood twice to breathe.
Όταν έφτασαν στα κοτρόνια, χρειάστηκε να περπατήσουν γύρω γύρω για να βρουν ανάμεσα πέρασμα· τόσο σφιχτά οι πελώριες αυτές πέτρες έζωναν τον βράχο.
|they arrived||boulders|it was necessary||walk|||||find|among|passage||tightly||huge||rocks|surrounded||rock
When they reached the stones, they had to walk round and round to find a passage between them; so tightly did these huge stones grip the rock.
Νόμιζες πως έστεκαν επίτηδες εκεί, για να εμποδίζουν.
You thought||were standing|on purpose||||block
You thought they were standing there on purpose, to get in the way.
Πουρνάρια φύτρωναν αναμεταξύ.
oak trees|were sprouting|in between
Purnaria were growing in between.
Άγρια πουλιά με γυριστή μύτη πετούσαν από τις τρύπες στον αέρα.
wild|birds||curved|beak|were flying|||holes||the air
Wild birds with twisted noses flew through the holes in the air.
—Πάμε, είπε ο Κωστάκης, δεν μπορούμε να περάσουμε.
let's go|||||||pass
-"Let's go," said Kostakis, "we can't go through.
Ο Κωστάκης φοβόταν για το στοιχειό.
|Kostakis|was afraid|||ghost
Kostakis was afraid for the ghost.
Τα λόγια της γρια-Χάρμαινας για τον Αράπη τα θυμάται σαν τώρα δα.
||||old woman Charmina|||||he remembers|||just now
He remembers the old woman's words about the nigger as if he remembers them now.
Θυμάται τον γέρο κοντά στον μύλο, που έκανε για τον Αραπόβραχο τον σταυρό του.
He remembers|the|old man||||||||Arabos Rock||cross|
He remembers the old man near the mill, who made his cross for Arapovrachos.
Και καθώς περπατάει, συλλογίζεται: «Τι θέλουμε ‘δώ; Φαίνεται τόπος στοιχειωμένος!
And|as|he walks|he thinks||||it seems||haunted place
And as he walks, he ponders, "What do we want here? It seems a haunted place!
Να η κλεισούρα γύρω, η απάτητη κατηφοριά, οι μεγάλες πέτρες που φυλάγουν τον Αράπη.
||the gorge|around||untraversed|descent||||that|guard||
There's the enclosure around, the treacherous downhill, the big stones guarding the Nigger.
Ο Αράπης θα είναι στην κορφή· θα κοιμάται... Θα μας ακούσει που ανεβαίνουμε... Θα τιναχτεί.
|the Arab|will|||top||will sleep|||hear us||we are climbing||jump up
The nigger will be on top, sleeping... He'll hear us coming up... He'll be shaken.
Θα μας αρπάξει, θα μας ρίξει κάτω σε καμιά σπηλιά κατασκότεινη.
||grab|||throw||||cave|pitch dark
He'll grab us, throw us down in some cave of darkness.
Για χρόνια και χρόνια...».
|years||years
For years and years...".
—Πάμε, είπε ο Κωστάκης, δεν μπορούμε να περάσουμε.
|||||||pass
-"Let's go," said Kostakis, "we can't go through.
—Θα μπορέσουμε, είπε ο Αντρέας.
|we will be able|||
-"We will be able to," said Andreas.
Ο Κωστάκης δε μίλησε.
|||did not speak
Kostakis did not speak.
Από την αρχή που ήρθαν στο δάσος, προσέχει τα λόγια του Αντρέα.
|the|beginning||they arrived||forest|he pays attention||words||
From the moment they came to the woods, he heeds Andrea's words.
Μα σήμερα τον κοίταζε σαν μεγαλύτερο.
|||||bigger
But today she looked at him as an older man.
Σήμερα ο λόγος του Αντρέα είναι σαν προσταγή.
||speech|||||command
Today Andrea's speech is like a commandment.
Ποιος βρήκε τον Φάνη; Ο Κωστάκης ακολούθησε.
|found||||Kostakis|followed
Who found Fanny? Kostakis followed.
---
---
Ο Αντρέας βρήκε ανάμεσα σε δυο πέτρες μια σκισμάδα γεμάτη μικρούς θάμνους.
||found|between|||stones||crack|full of||bushes
Andreas found between two stones a crack full of small bushes.
Την έψαξε πρώτα καλά με το ραβδί του, έβαλε το πόδι του μέσα, ανέβηκε σε μεγαλύτερη πέτρα, κι από ‘κεί πήδησε πίσω.
|searched|||||stick||he put|||||climbed up||larger|||||jumped|
He first searched it well with his stick, put his foot in it, climbed up to a larger stone, and from there he jumped back.
—Ελάτε, ελάτε, φώναξε, από ‘δώ βγαίνουν.
Come|come|shouted|||they come out
-Come on, come on, he shouted, this way they're coming out.
Ανέβηκε πάλι στην πέτρα κι έδωσε βοήθεια στους άλλους.
climbed|||rock||gave|help||
He climbed back up on the stone and gave help to the others.
Σκαρφάλωσαν ένας ένας.
They climbed|one|
They climbed up one by one.
Από ‘κεί πια βάδισαν ελεύθερα προς την κορφή.
|||walked|freely|||summit
From there they walked freely towards the top.
Μα στην κορφή είδαν πάλι κάτι μεγάλες πέτρες.
||top|they saw|again|||stones
But at the top they saw again some big stones.
Αυτές εδώ ήταν πολύ αλλιώτικες.
These||||different
These were very different.
Ήταν μαύρες...
|black
They were black...
«Δεν είναι αυτή τάχα η σπηλιά του Αράπη; Στην κορφή θα κάθεται, για να βλέπει όλους τους τόπους.
|||perhaps||cave||the Arab||top||sits||||||
"Is this not the cave of the Arab? He shall sit on the top, that he may see all places.
Τι ασυλλόγιστοι που είμαστε!
|thoughtless||we are
How uncompromising we are!
Τι θέλουμε ‘δώ;» είπαν μέσα τους δυο τρεις από τους μικρούς ταξιδιώτες.
|||they said||||||||travelers
What do we want here?" said two or three of the little travellers to themselves.
Αν μπορούσαν, θα γύριζαν πίσω· τώρα νιώθουν τον μεγάλο φόβο.
|they could||they would return|back||feel|||fear
If they could, they would turn back; now they feel the great fear.
Οι μικρές τους καρδιές χτυπούσαν δυνατά, σαν του λαγού.
|||hearts|were beating|loudly|||the hare
Their little hearts were beating loudly, like a rabbit's.
Δε θέλουν να παν' εμπρός.
|they don't want||go|forward
They don't want to go forward.
Περπατούν δύσκολα.
they walk|with difficulty
They walk with difficulty.
Κάθε στιγμή περιμένουν πως μια πέτρα θα σηκωθεί σιγά σιγά.
Every|moment|they wait|||stone||will rise||
Every moment they expect that a stone will slowly rise.
---
Όταν ήρθαν πιο κοντά και στάθηκαν στην κορφή, τίποτα δε βρήκαν.
|they came||closer||stood||top|||they found
When they came closer and stood at the top, they found nothing.
Οι πέτρες εκείνες ήταν πέτρες όπως όλες οι άλλες.
|those stones|those||stones|like|||
Those stones were stones like any other stones.
Τις κοίταξαν καλά, τις άκουσαν, έμειναν πέτρες.
|they looked|well||they listened|they remained|stone statues
They looked at them well, they heard them, they were left stones.
Πού, λοιπόν, είναι ο Αράπης;
Where|then|is||
So where is the nigger?
Αντί να δουν τον Αράπη, τα παιδιά είδαν από ‘κεί απάνω ένα λαμπρό θέαμα.
instead||see||||||||up there||brilliant|sight
Instead of seeing the Arab, the children saw from above a glorious sight.
Κάτω εκεί στο βάθος, πολύ πολύ μακριά, η πλατιά θάλασσα περίμενε τον ήλιο, τον ήλιο του Φάνη.
Down there|||depth|||far away||wide|sea|awaited|||the|||Phan's
Down there in the distance, far, far away, the wide sea waited for the sun, the sun of Fanis.
Ο ήλιος κατέβαινε στο νερό, μεγάλωνε και κοκκίνιζε.
||was setting|||was growing||was reddening
The sun was coming down on the water, getting bigger and redder.
Τα βουνά είχαν τις κορυφές κόκκινες.
|mountains|had||peaks|red
The mountains had red peaks.
Τα σύννεφα έλαμπαν από φως.
|clouds|were shining||light
The clouds shone with light.
Αν είναι συννεφάκια εκείνα τα μικρά που στέκουν στον αέρα ή αγγελούδια με χρυσά φτερά, δεν ξέρει κανείς.
||little clouds|||||are floating||||little angels||golden|wings||knows|nobody
Whether they are clouds, those little ones standing in the air, or angels with golden wings, no one knows.
Ο ήλιος μεγάλωσε περισσότερο, κατακοκκίνισε, άγγιξε το νερό.
||grew larger||turned bright red|touched||
The sun grew longer, reddened, touched the water.
Κι αφού κοίταξε λίγο την πλάση, βυθίστηκε.
|after|looked|||surface|he sank
And after looking at the creation for a while, he sank.
Γι' αυτή την ομορφιά είχε χαθεί ο Φάνης.
|||beauty||lost himself||
It was for this beauty that Fanis was lost.