55. Ο Θύμιος ο κουδουνάς από τα Σάλωνα
|Thymios the bell||the bell ringer|||Salona
55. Thymios der Glöckner von Salona
55. Thymios the bell ringer from Salona
55. Thymios el campanero de Salona
55. Thymios, dzwonnik z Salony
55. Tímios, o sineiro de Salona
55. Тимиос - звонарь из Салоны
Απόψε μετά το φαγητό κάθισαν έξω κι άναψαν μια μεγάλη φωτιά, γιατί έκανε ψύχρα.
Tonight|after||dinner|they sat|outside||they lit||big|fire|because|it was chilly|coolness
Tonight after dinner they sat outside and built a big fire, because it was chilly.
Άργησαν να κοιμηθούν απόψε· ήθελαν να χαρούν τον Φάνη.
They were late||sleep|tonight|they wanted||enjoy||Fani
They were late to sleep tonight; they wanted to enjoy Fanny.
Είπαν ένα τραγούδι, είπαν δεύτερο και τρίτο.
they sang||song|they sang|||third
They said one song, they said a second and a third.
Είπαν κι ένα παραμύθι.
|||a tale
They told a story.
Με το παραμύθι και με τη φωτιά σαν χειμώνας ήταν.
||the story||||fire||winter|it was
With the fairy tale and the fire it was like winter.
—Απόψε έχετε μεγάλη χαρά, είπε ο Θύμιος ο κουδουνάς από τα Σάλωνα.
Tonight|||joy|||Thymios the bell||the bell ringer|||Salona
"Tonight you have great joy," said Thymios the bell-ringer from Salona.
Σταθείτε να σας παίξω κι εγώ μια μουσική.
Stand|||play||||piece of music
Wait, let me play you some music.
Να πούμε την αλήθεια, δεν ήταν εκεί ο Θύμιος ο κουδουνάς· ήταν στα Σάλωνα.
|let's say||the truth|||||Thymios the bell||the bell ringer|||
To tell the truth, Thymios the bell ringer was not there; he was in Salona.
Μα έπαιζε τη μουσική του σαν να ήταν εκεί.
|was playing||music|||||
But he played his music as if he were there.
Γιατί ακούστηκε μακριά ένα κοπάδι πρόβατα με τα κουδούνια του κι αυτά τα κουδούνια ήταν όλα από το εργαστήρι του Θύμιου.
|was heard|far away||flock|sheep||the|bells|||||bells|||||workshop||Thymios
For a flock of sheep was heard in the distance with its bells, and these bells were all from Thymios' workshop.
Από ‘κεί ψωνίζει ο Γεροθανάσης.
|there|shops||Old Man Thanasis
That's where Old Man Athanasius shops from.
---
—Άκου, άκου!
Listen|Listen listen
-Listen, listen!
είπε ο Δημητράκης κι ο Γιώργος μαζί.
Dimitrakis and George said together.
Κι άκουγαν όλοι τα κουδούνια.
|were listening|||bells
And they all heard the bells.
Από τον χτύπο των κουδουνιών καταλαβαίνουν πώς περπατούν τα πρόβατα, πώς τινάζουν το κεφάλι για να κόψουν το χορταράκι, πώς πάνε λίγα βήματα και στέκουν· πώς βόσκουν, όλο βόσκουν.
||sound||bells|they understand||they walk||sheep||shake||head|||cut||grass||they go|a few|steps||they stand||they graze|always grazing|they graze
From the ringing of the bells they understand how the sheep walk, how they shake their heads to cut the grass, how they go a few steps and stand; how they graze, they graze all the time.
Τραγουδούσαν τα βαθιά κουδούνια, τραγουδούσαν και τα ψιλά, όπως τους είχε πει ο κουδουνάς.
were singing||deep|bells|were singing|||high-pitched||||told||bell ringer
They sang the deep bells, they also sang the small ones, as the bell-ringer had told them.
Κι άκουγαν τα βουνά...
|they listened||mountains
And the mountains listened...
---
Έτσι τα έφτιαξε τα κουδούνια ο μαστρο-Θύμιος.
||made||bells||master|
That's how mastro-Thymius made the bells.
Καθένα με τη φωνή του.
Each one|||voice|
Each with his own voice.
Μέρες πολλές, εβδομάδες δούλευε στο εργαστήρι του γι' αυτά τα κουδούνια.
||weeks|he worked||workshop|||||bells
For days and weeks he worked in his workshop on these bells.
Τα έβαζε μέσα στο καμίνι του ώσπου να γίνουν κόκκινα σαν κάρβουνα· τα σφυροκοπούσε στο αμόνι, πάλι τα έκαιγε, πάλι τα δούλευε με το σφυρί.
|he put|inside||||until||become|red||coals||hammering||anvil|again||he burned them|again||worked|||hammer
He put them in his furnace until they were as red as coals; he hammered them on the anvil, he burned them again, he worked them again with the hammer.
—Όχι, όχι, ακόμη δεν τραγούδησες, έλεγε.
||yet||you sang|he said
-No, no, you haven't sung yet, he said.
Κι όλο τα χτυπούσε, ώσπου τα έφτιαχνε όπως ήθελε.
|||hit|until||he made|as|he wanted
And he kept knocking them around until he got them just the way he wanted them.
Εσύ θα 'χεις τη φωνή σου και συ τη φωνούλα σου.
||you will have||voice|||||little voice|
You'll have your voice and you'll have your little voice.
Εσύ θα τραγουδείς σαν κούκος, εσύ σαν σταλαματιές νερό.
||||cuckoo|||drips of water|
You'll sing like a cuckoo, you'll sing like water droplets.
Κι όλα μαζί θα λέτε το τραγούδι που ξέρω εγώ.
||||you will sing|||that||
And all together you'll sing the song I know.
Όποιος πέρασε από τα Σάλωνα είδε τον Θύμιο σκυμμένο στο εργαστήρι του.
whoever|passed through|||Salona|||Thymios|bent over||workshop|
Anyone who passed by Salona saw Thymio crouched in his workshop.
Τίμησε την τέχνη του· κανένας δεν τον πέρασε στη μαστοριά.
He honored||||nobody|||surpassed him||craftsmanship
He honored his art; no one passed him by in the craft.
Έχει πολλούς καλφάδες.
|many|workers
He has many calves.
Στέλνει κουδούνια στον Παρνασσό, στο Βελούχι, στον Όλυμπο.
|bells||Parnassus||Velouchi||Olympus
It sends bells to Parnassus, Velouchi, Olympus.
Ποιος βιολιτζής μπορεί να μετρηθεί με τον μαστρο-Θύμιο που κάνει και τραγουδούν οι ράχες;
who|violinist|||measure up|||master||who|plays||sing||the rafters
What fiddler can be measured by the mastiff-thyme that makes and sings the ridges?