74. Η λειτουργία
Στη λειτουργία της άλλης μέρας, που ήταν Κυριακή, ξύπνησαν και πήγαν από τη νύχτα ακόμη. Άκουσαν τον όρθρο. Γαλάζιο φως φάνηκε την αυγή από τα παράθυρα κι έδιωξε το σκοτάδι της εκκλησίας.
Όταν ύστερα μπήκε ο ήλιος, η λειτουργία έγινε πιο ωραία. Ο παπα-Γαβριήλ λειτουργούσε αργά, σιγόφωνα και με τάξη. Ο πάτερ Σεραφείμ κι ο πάτερ Αγάπιος κι ο πάτερ Δανιήλ στα στασίδια τους, κρατώντας τα μακριά κομπολόγια, έλεγαν πότε πότε και κανένα τροπάρι. Όταν ο πάτερ Αμβρόσιος έψαλε το χερουβικό, τι γλυκά που ψήλωσε τη φωνή του! Οι καλόγεροι και τα παιδιά, σκύβοντας, προσκυνούσαν τα άγια που έβγαιναν αργά.
Εκείνη τη στιγμή θαρρούσες πως τα εικονίσματα ακούνε χαρούμενα την ψαλμωδία. Ο Φάνης ένιωθε πως η ψυχή του πετούσε μαζί με τα ελαφρά σύννεφα που έβγαιναν από το θυμιατήρι...
Αμέσως, άμα πήραν το αντίδωρο, ο κυρ Στέφανος με τα παιδιά ασπάστηκαν τις εικόνες, φίλησαν το χέρι των πατέρων και ξεκίνησαν.
Είχαν να κάνουν πολύ δρόμο για να γυρίσουν στις καλύβες. Έφευγαν όλα ευχαριστημένα και στον δρόμο θυμούνταν ακόμη τη λυγερή φωνή του πάτερ Αμβρόσιου.
Από πέρα γύρισαν κι είδαν άλλη μια φορά το μοναστήρι. Φαινόταν άσπρο σπιτάκι μέσα σε δέντρα ήσυχα, μακριά από τον κόσμο.