×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Παραμύθι χωρίς όνομα, Η'. Η ΚΟΡΩΝΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

Η'. Η ΚΟΡΩΝΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

Η'. Η ΚΟΡΩΝΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

Ο βασιλιάς πήγαινε κι έρχουνταν με νευρικά άτακτα βήματα, και χοντρά δάκρυα κυλούσαν στα παχουλά τριανταφυλλιά του μάγουλα.

Καθώς είδε το γιο του, έβγαλε μια φωνή:

- Αχ, παιδί μου! Πλάκωσε η αντάρα!

Και πέφτοντας σε μια καρέγλα, έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια του κι έκλαψε με λυγμούς.

Πλάγι του, ήσυχος και αδιάφορος, στέκουνταν ο κυρ-Κατρακυλάκος, με τα χέρια διπλωμένα και ακουμπισμένα στο στομάχι του, και περίμενε τις διαταγές του Άρχοντα με τη συνηθισμένη του απάθεια. Το Βασιλόπουλο σίμωσε το Βασιλιά.

- Πατέρα, είπε, προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνηση του, πατέρα, μην κλαις. Έχομε ανάγκη από όλο μας το θάρρος και τη δύναμη. Πες μου, τι τρέχει; Δεν ξέρω ακόμα τίποτα!

Ο Βασιλιάς έκανε νόημα του πρωτοβεστιάριου να πει τις ειδήσεις.

- Είναι λίγη ώρα που έφθασαν τρομαγμένοι χωρικοί, άρχισε ο κυρ-Κατρακυλάκος, και μας διηγήθηκαν πως ο εχθρός πέρασε τα σύνορα και εισβάλλει στο βασίλειο μας…

- Ποιος εχθρός; διέκοψε το Βασιλόπουλο.

- Ο Βασιλιάς ο θείος σου, αποκρίθηκε ο κυρ-Κατρακυλάκος.

- Το περίμενα. Λέγε παρακάτω.

- …Και σταμάτησαν οι εχθροί σα να φοβούνται να προχωρήσουν. Μαζί τους είναι και ο δικαστής ο Λαγόκαρδος που τους οδηγεί, και γυρεύει να τους πείσει πως ο δρόμος είναι ανοιχτός, και μπορούν να προχωρήσουν ως το ποτάμι. Μα αυτοί φοβούνται και στρατοπέδευσαν. Έστειλαν μερικούς προσκόπους προς το ποτάμι, να βεβαιωθούν αν αλήθεια είναι ελεύθερος ο τόπος και αμέσως να προχωρήσουν και να πιάσουν όλον εκείνο τον κάμπο. Αυτές είναι οι ειδήσεις, πρόσθεσε ο κυρ-Κατρακυλάκος, και ξανάπεσε στη συνηθισμένη του αταραξία.

Ο Βασιλιάς ανασηκώθηκε.

- Κατάλαβες, γιε μου; Τ' άκουσες; είπε αποκαμωμένος. - Τ' άκουσα. Και τώρα, πατέρα, ήλθε η ώρα να ενεργήσομε. Τι προτείνεις;

- Εσένα ρωτώ, γιε μου. Τι προτείνεις εσύ; Σου το είπα, στο μέλλον εσύ θα διευθύνεις μαζί μου.

- Λοιπόν, πατέρα μου και Βασιλιά μου, προτείνω να πάγω αμέσως, να γυρίσω από τη μιαν άκρη του βασιλείου ως την άλλη, να σηκώσω όποιο νέο, γέρο ή παιδί μπορεί να βαστάξει λόγχη ή σπαθί, να τους φέρω εδώ, να τους δώσομε ό,τι σίδερο βρεθεί στις χώρες και στα χωριά, να τους ρίξομε αμέσως πέρα από το ποτάμι και να τους οδηγήσω στον εχθρό. Προτείνω κι ένα άλλο. Την κορώνα σου, πατέρα, να τη δώσεις αμέσως να πουληθεί στα ξένα.

Με τρομάρα την άρπαξε ο Βασιλιάς.

- Όχι, γιε μου, μη μου την πάρεις, φώναξε ταραγμένος, μη την πουλήσεις, τη θέλω!

- Είναι απαραίτητο, πατέρα, επέμεινε το Βασιλόπουλο. Έχομε πρώτα απ' όλα ανάγκη από φλουριά, και η κορώνα σου είναι το μόνο πολύτιμο πράμα που βρίσκεται στο παλάτι. Ήλθε η ώρα όπου όλοι μας θα κάνομε θυσίες. Κάνε συ αυτή. Δώσε μου την κορώνα σου, πατέρα, τη ζητώ στ' όνομα της Πατρίδας! Ο Βασιλιάς έκλαιγε.

- Μα εγώ, ωστόσο, πώς θα μείνω χωρίς στέμμα; είπε. Μου παίρνεις τη δύναμη μου παίρνοντας το σύμβολο μου!

- Σου τη δίνω, απεναντίας, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Δίνοντας τη κορώνα σου για ν' αγοράσεις όπλα, αποκτάς το δικαίωμα να ζητήσεις θυσίες από κείνους που θα τα μεταχειριστούν για να ελευθερώσουν τον τόπο μας. Δώσε μου την κορώνα σου, πατέρα, σε παρακαλώ γονατιστός, δώσε μου την!

Έβγαλε ο Βασιλιάς το χρυσό του στέμμα και, γυρνώντας το πρόσωπο του για να κρύψει τα δάκρυα που κατρακυλούσαν στα μάγουλα του, το έδωσε του γονατισμένου γιου του.

Το Βασιλόπουλο σηκώθηκε με ορμή.

- Και τώρα, φώναξε, ένα παλικάρι ζητώ, κάποιον που, με κάθε θυσία και γρήγορα σαν αστραπή, θα περάσει στα ξένα, θα την πουλήσει και θα μου φέρει πίσω το αντίτιμο σε φλουριά.

Ο Πολύδωρος, από την πόρτα όπου στέκουνταν, είχε παρακολουθήσει όλη αυτή τη σκηνή με πολλή συγκίνηση.

Η πρώτη του έξαψη είχε γίνει ακράτητος ενθουσιασμός.

Έκανε ένα βήμα κι έπεσε στα γόνατα εμπρός στο Βασιλόπουλο.

- Για χάρη ανεκτίμητη, είπε, σου ζητώ, Αφέντη, να μου εμπιστευθείς εμένα την κορώνα και να με αφήσεις να φύγω, να την πουλήσω, και να σου φέρω το αντίτιμο ή να χάσω τη ζωή μου.

- Φύγε λοιπόν, είπε το Βασιλόπουλο, πετάξου και γύρισε! Ο Θεός μαζί σου!

Ο Πολύδωρος πήρε το στέμμα, φίλησε το χέρι που του το έδινε, και βγήκε τρεχάτος.

Ίσια στο ποτάμι διευθύνθηκε, με την πολύτιμη κορώνα κρυμμένη κάτω από το επανωφόρι του, κι έτρεξε, χωρίς να σταματήσει, στο μέρος όπου ήταν δεμένες οι δυο παλιοφελούκες, ενωμένες με την καρφωμένη σανίδα.

- Πατριώτη! ξεφώνισε. Ε!… Πατριώτη!…

Ο κουλός, που ξαπλωμένος στη ράχη, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι του, χαίρονταν την πρωινή λιακάδα, ανασηκώθηκε.

- Παρών! φώναξε.

- Τι θέλεις να σου δώσω για να με περάσεις αντίκρυ; ρώτησε ο Πολύδωρος. Μόνο φλουριά μη μου ζητάς γιατί δεν έχω.

- Τι πας να κάνεις αντίκρυ; ρώτησε ο κουλός.

- Μυστική υπηρεσία του Κράτους, αποκρίθηκε ο υπασπιστής.

Χωρίς βία, πήρε ο κουλός το κοντάρι του, και βουτώντας το στο νερό ως τον πάτο, έσπρωξε τις φελούκες του στην ακροποταμιά.

- Έμπα, είπε, και ο υπασπιστής πήδηξε στη βάρκα. Για πού;

- Για την πέρα όχθη. Βγάλε με όπου θες ή όπου μπορείς, φθάνει να με περάσεις γρήγορα.

Ο κουλός έλυσε το σκοινί και ξανάπιασε το κοντάρι του, το έμπηξε στον πάτο του ποταμού, και περπατώντας αργά-αργά, από την πλώρη στην πρύμη, και σπρώχνοντας το κοντάρι, απομάκρυνε τις φελούκες του από την όχθη.

- Και πας μακριά; ρώτησε.

- Ναι, πολύ μακριά!

Ο κουλός έφθασε στην άκρη της φελούκας και γύρισε πίσω στην πλώρη, σέρνοντας πίσω του το κοντάρι. Το ξανάμπηξε, και ξα- νάρχισε τον περίπατο του προς την πρύμη.

- Και πας έτσι, για το κέφι του Κράτους, με άλλα λόγια του κυρ-Αστόχαστου, να δοκιμάσεις τι λογής τσιμπούν οι λόγχες του θείου μας του Βασιλιά; Ή μήπως και δεν ξέρεις πως ξεμπαρκάρησε ο θειος μας στα χώματα μας, χωρίς καν να μας πάρει άδεια;

- Το ξέρω, αποκρίθηκε ήσυχα ο Πολύδωρος.

- Και δε γυρνάς πίσω; ρώτησε τραγουδιστά ο κουλός, εξακολουθώντας τον περίπατο του. Σε καλό σου, παλικάρι.

Λίγη ώρα δε μίλησε ούτε ο ένας ούτε ο άλλος.

Ο κουλός έσυρε πάλι το κοντάρι του από το νερό και γύρισε στην πλώρη.

- Και τι σε πληρώνει η Αφεντιά του, για να πας ν' αφήσεις εκεί κάτω τα κόκαλα σου; ρώτησε. - Δε ζήτησα πληρωμή.

- Μπα; Από το φεγγάρι πρέπει να μας έπεσες εσύ. Και πας έτσι; Για τα μαύρα μάτια του κυρ-Αστόχαστου;

- Όχι, αλλά για τα καστανά μάτια του γιου του.

- Μπα; Μπα; είπε ο κουλός και το φαρδύ του χαμόγελο χώρισε το στόμα του από το ένα αυτί ως το άλλο.

Λίγη ώρα πάλι δε μίλησαν. Ο κουλός εξακολουθούσε να σπρώχνει τις φελούκες του.

- Και με τι σε άναψε λοιπόν ο γιόκας του; ρώτησε σε λίγο.

- Έτσι! Μ' εκείνα που είπε. Τον άκουσα… τον είδα… αποκρίθηκε ο υπασπιστής. Και με τράνταξε, εξακολούθησε, με πήρε όλον και μ' έκανε δικό του. Και σα μου πει: «Ρίξου στη φωτιά», θα ριχθώ στη φωτιά.

- Και τώρα σου είπε: «Ρίξου στις λόγχες», και ρίχνεσαι στις λόγχες, είπε ο κουλός με τον ίδιο ατάραχο τρόπο του.

- Ναι, αποκρίθηκε απλά ο Πολύδωρος.

Και δε μίλησαν πια ώσπου έφθασαν αντίκρυ και άραξαν οι φελούκες.

Ο υπασπιστής πήδηξε στην ξηρά.

- Τι ζητάς λοιπόν για τον κόπο σου; ρώτησε.

- Την αγάπη σου, αποκρίθηκε ο κουλός μαζεύοντας πάλι το κοντάρι του.

- Πες μου τουλάχιστον τ' όνομα σου. Δε θέλω να σε ξεχάσω.

- Μονοχέρης.

- Ευχαριστώ.

Και ο υπασπιστής γύρισε να φύγει.

- Ε, πατριώτη, αμέ το δικό σου; φώναξε ο κουλός.

- Ποιο δικό μου;

- Τ' όνομα σου! - Πολύδωρος.

- Καλά… Για άκουσε ακόμα. Σα γυρίσεις… γιατί θα γυρίσεις βέβαια…

- Ναι!

- Θα με βρεις μπροστά σου, αν πας στο σωστό μέρος· ειδεμή, - και με το χέρι έκανε σχήμα μακροβουτιού -, πλουφ, στο ποτάμι.

Ο υπασπιστής, που είχε απομακρυνθεί, ξαναπλησίασε.

- Ποιο είναι το σωστό μέρος;

- Όχι εδώ, βέβαια! είπε ο κουλός. Γιατί, ως τότε, θα μας έχουν έλθει και οι μουσαφιρέοι, και θα γίνουνταν κόσκινο το κορμί σου πριν βρεις την «Τρομάρα» και την «Αντάρα». Θα με βρεις όμως, - και με το χέρι έδειξε τ' απάνω του ποταμού -, εκεί που το Τρελόρεμα σμίγει με το ποτάμι. - Μα είναι κακό το μέρος, πώς θα πας εκεί; Το ρεύμα είναι πολύ δυνατό, είπε ο Πολύδωρος.

- Γι' αυτό ίσα-ίσα δε θα συλλογιστούν να έλθουν ως εκεί να μας χαιρετήσουν οι μουσαφιρέοι, αποκρίθηκε ήσυχα ο κουλός και με μια σπρωξιά απομάκρυνε τις φελούκες του. Στο καλό, πατριώτη!

- Στο καλό!

Και με αργά βήματα, σπρώχνοντας το κοντάρι του, ξαναπήρε ο κουλός τη διεύθυνση της αντικρινής όχθης, τραγουδώντας σιγανά:

Πέντε χρό-νια, πε-ερ-πα-α-τούσα, πέντε χρό-νια, πε-ερ-πα-α-τούσα στα βου-ουνά, βου-ον-ου-ου-νά, αγάπη μ', στα-α βου-ου-νά, βουνά.

Η'. Η ΚΟΡΩΝΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ THE'. THE CROWN OF THE KING Η'. LA CORONA DEL REY Η'. KORONA KRÓLA 这'。国王的王冠

Η'. Η ΚΟΡΩΝΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

Ο βασιλιάς πήγαινε κι έρχουνταν με νευρικά άτακτα βήματα, και χοντρά δάκρυα κυλούσαν στα παχουλά τριανταφυλλιά του μάγουλα. The king came and went with nervous naughty steps, and thick tears rolled down his plump cheeks.

Καθώς είδε το γιο του, έβγαλε μια φωνή: When he saw his son, he shouted:

- Αχ, παιδί μου! Πλάκωσε η αντάρα! The riot broke out!

Και πέφτοντας σε μια καρέγλα, έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια του κι έκλαψε με λυγμούς. And falling into a chair, he hid his face in his hands and cried with tears.

Πλάγι του, ήσυχος και αδιάφορος, στέκουνταν ο κυρ-Κατρακυλάκος, με τα χέρια διπλωμένα και ακουμπισμένα στο στομάχι του, και περίμενε τις διαταγές του Άρχοντα με τη συνηθισμένη του απάθεια. Side by side, quiet and indifferent, stood Mr. Katrakylakos, with his arms folded and leaning on his stomach, and waited for the Lord's orders with his usual apathy. Το Βασιλόπουλο σίμωσε το Βασιλιά.

- Πατέρα, είπε, προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνηση του, πατέρα, μην κλαις. Έχομε ανάγκη από όλο μας το θάρρος και τη δύναμη. We need all our courage and strength. Πες μου, τι τρέχει; Δεν ξέρω ακόμα τίποτα! Tell me, what's up? I do not know anything yet!

Ο Βασιλιάς έκανε νόημα του πρωτοβεστιάριου να πει τις ειδήσεις. The King made sense of the first cloakroom to tell the news.

- Είναι λίγη ώρα που έφθασαν τρομαγμένοι χωρικοί, άρχισε ο κυρ-Κατρακυλάκος, και μας διηγήθηκαν πως ο εχθρός πέρασε τα σύνορα και εισβάλλει στο βασίλειο μας…

- Ποιος εχθρός; διέκοψε το Βασιλόπουλο.

- Ο Βασιλιάς ο θείος σου, αποκρίθηκε ο κυρ-Κατρακυλάκος.

- Το περίμενα. Λέγε παρακάτω. Say it below.

- …Και σταμάτησαν οι εχθροί σα να φοβούνται να προχωρήσουν. -… And the enemies stopped as if afraid to move on. Μαζί τους είναι και ο δικαστής ο Λαγόκαρδος που τους οδηγεί, και γυρεύει να τους πείσει πως ο δρόμος είναι ανοιχτός, και μπορούν να προχωρήσουν ως το ποτάμι. With them is Judge Lagocardos who leads them, and tries to convince them that the road is open, and they can go to the river. Μα αυτοί φοβούνται και στρατοπέδευσαν. But they are scared and they camped. Έστειλαν μερικούς προσκόπους προς το ποτάμι, να βεβαιωθούν αν αλήθεια είναι ελεύθερος ο τόπος και αμέσως να προχωρήσουν και να πιάσουν όλον εκείνο τον κάμπο. They sent some scouts to the river, to make sure the place was really free, and immediately to go and catch all that plain. Αυτές είναι οι ειδήσεις, πρόσθεσε ο κυρ-Κατρακυλάκος, και ξανάπεσε στη συνηθισμένη του αταραξία. This is the news, added Mr. Katrakilakos, and he fell back into his usual restlessness.

Ο Βασιλιάς ανασηκώθηκε.

- Κατάλαβες, γιε μου; Τ' άκουσες; είπε αποκαμωμένος. - Do you understand, my son? Did you hear that? he said dejectedly. - Τ' άκουσα. Και τώρα, πατέρα, ήλθε η ώρα να ενεργήσομε. Τι προτείνεις;

- Εσένα ρωτώ, γιε μου. Τι προτείνεις εσύ; Σου το είπα, στο μέλλον εσύ θα διευθύνεις μαζί μου. What do you suggest? I told you, in the future you will run with me.

- Λοιπόν, πατέρα μου και Βασιλιά μου, προτείνω να πάγω αμέσως, να γυρίσω από τη μιαν άκρη του βασιλείου ως την άλλη, να σηκώσω όποιο νέο, γέρο ή παιδί μπορεί να βαστάξει λόγχη ή σπαθί, να τους φέρω εδώ, να τους δώσομε ό,τι σίδερο βρεθεί στις χώρες και στα χωριά, να τους ρίξομε αμέσως πέρα από το ποτάμι και να τους οδηγήσω στον εχθρό. - Well, my father and my King, I propose to freeze immediately, to turn from one end of the kingdom to the other, to pick up any young, old or child who can carry a spear or sword, to bring them here, to give them everything , what iron is found in the countries and villages, to throw them immediately across the river and lead them to the enemy. Προτείνω κι ένα άλλο. I suggest another. Την κορώνα σου, πατέρα, να τη δώσεις αμέσως να πουληθεί στα ξένα. Give your crown, father, for sale immediately to foreigners.

Με τρομάρα την άρπαξε ο Βασιλιάς. The King grabbed her in terror.

- Όχι, γιε μου, μη μου την πάρεις, φώναξε ταραγμένος, μη την πουλήσεις, τη θέλω!

- Είναι απαραίτητο, πατέρα, επέμεινε το Βασιλόπουλο. Έχομε πρώτα απ' όλα ανάγκη από φλουριά, και η κορώνα σου είναι το μόνο πολύτιμο πράμα που βρίσκεται στο παλάτι. Ήλθε η ώρα όπου όλοι μας θα κάνομε θυσίες. The time has come for all of us to make sacrifices. Κάνε συ αυτή. Do it. Δώσε μου την κορώνα σου, πατέρα, τη ζητώ στ' όνομα της Πατρίδας! Give me your crown, father, I ask for it in the name of the Homeland! Ο Βασιλιάς έκλαιγε.

- Μα εγώ, ωστόσο, πώς θα μείνω χωρίς στέμμα; είπε. - But I, however, how will I be left without a crown? he said. Μου παίρνεις τη δύναμη μου παίρνοντας το σύμβολο μου! You take my power by taking my symbol!

- Σου τη δίνω, απεναντίας, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - I give it to you, on the contrary, replied Vasilopoulos. Δίνοντας τη κορώνα σου για ν' αγοράσεις όπλα, αποκτάς το δικαίωμα να ζητήσεις θυσίες από κείνους που θα τα μεταχειριστούν για να ελευθερώσουν τον τόπο μας. By giving your crown to buy weapons, you gain the right to ask for sacrifices from those who will use them to liberate our place. Δώσε μου την κορώνα σου, πατέρα, σε παρακαλώ γονατιστός, δώσε μου την! Give me your crown, father, please kneel, give it to me!

Έβγαλε ο Βασιλιάς το χρυσό του στέμμα και, γυρνώντας το πρόσωπο του για να κρύψει τα δάκρυα που κατρακυλούσαν στα μάγουλα του, το έδωσε του γονατισμένου γιου του. The King took out his golden crown and, turning his face to hide the tears falling on his cheeks, gave it to his kneeling son.

Το Βασιλόπουλο σηκώθηκε με ορμή. Vasilopoulos got up with momentum.

- Και τώρα, φώναξε, ένα παλικάρι ζητώ, κάποιον που, με κάθε θυσία και γρήγορα σαν αστραπή, θα περάσει στα ξένα, θα την πουλήσει και θα μου φέρει πίσω το αντίτιμο σε φλουριά.

Ο Πολύδωρος, από την πόρτα όπου στέκουνταν, είχε παρακολουθήσει όλη αυτή τη σκηνή με πολλή συγκίνηση.

Η πρώτη του έξαψη είχε γίνει ακράτητος ενθουσιασμός. His first excitement was unbridled excitement.

Έκανε ένα βήμα κι έπεσε στα γόνατα εμπρός στο Βασιλόπουλο.

- Για χάρη ανεκτίμητη, είπε, σου ζητώ, Αφέντη, να μου εμπιστευθείς εμένα την κορώνα και να με αφήσεις να φύγω, να την πουλήσω, και να σου φέρω το αντίτιμο ή να χάσω τη ζωή μου. - For invaluable sake, he said, I ask you, Master, to trust me with the crown and let me go, to sell it, and to bring you the price or to lose my life.

- Φύγε λοιπόν, είπε το Βασιλόπουλο, πετάξου και γύρισε! Ο Θεός μαζί σου! God bless you!

Ο Πολύδωρος πήρε το στέμμα, φίλησε το χέρι που του το έδινε, και βγήκε τρεχάτος.

Ίσια στο ποτάμι διευθύνθηκε, με την πολύτιμη κορώνα κρυμμένη κάτω από το επανωφόρι του, κι έτρεξε, χωρίς να σταματήσει, στο μέρος όπου ήταν δεμένες οι δυο παλιοφελούκες, ενωμένες με την καρφωμένη σανίδα. He went straight to the river, with the precious crown hidden under his coat, and ran, without stopping, to the place where the two old bells were tied, joined with the nailed plank.

- Πατριώτη! ξεφώνισε. Ε!… Πατριώτη!… Ε!… Πατριώτη!…

Ο κουλός, που ξαπλωμένος στη ράχη, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι του, χαίρονταν την πρωινή λιακάδα, ανασηκώθηκε. The ass, lying on his back, with his head resting on his hand, enjoying the morning sun, rose.

- Παρών! φώναξε.

- Τι θέλεις να σου δώσω για να με περάσεις αντίκρυ; ρώτησε ο Πολύδωρος. - What do you want me to give you to face me? Polydoros asked. Μόνο φλουριά μη μου ζητάς γιατί δεν έχω. Only do not ask me for a penny because I do not have.

- Τι πας να κάνεις αντίκρυ; ρώτησε ο κουλός. - What are you going to do in return? asked the ass.

- Μυστική υπηρεσία του Κράτους, αποκρίθηκε ο υπασπιστής. - Secret service of the State, replied the lieutenant.

Χωρίς βία, πήρε ο κουλός το κοντάρι του, και βουτώντας το στο νερό ως τον πάτο, έσπρωξε τις φελούκες του στην ακροποταμιά. Without force, the ass took his pole, and dipping it in the water to the bottom, pushed his feluccas into the creek.

- Έμπα, είπε, και ο υπασπιστής πήδηξε στη βάρκα. "Come on," he said, and the supporter jumped into the boat. Για πού; To where;

- Για την πέρα όχθη. - For the other bank. Βγάλε με όπου θες ή όπου μπορείς, φθάνει να με περάσεις γρήγορα. Take me out wherever you want or wherever you can, it is enough to pass me quickly.

Ο κουλός έλυσε το σκοινί και ξανάπιασε το κοντάρι του, το έμπηξε στον πάτο του ποταμού, και περπατώντας αργά-αργά, από την πλώρη στην πρύμη, και σπρώχνοντας το κοντάρι, απομάκρυνε τις φελούκες του από την όχθη. The ass untied the rope and grabbed his pole again, thrust it into the bottom of the river, and walking slowly, from the bow to the stern, and pushing the pole, removed its feluccas from the bank.

- Και πας μακριά; ρώτησε. - And you go away? asked.

- Ναι, πολύ μακριά!

Ο κουλός έφθασε στην άκρη της φελούκας και γύρισε πίσω στην πλώρη, σέρνοντας πίσω του το κοντάρι. Το ξανάμπηξε, και ξα- νάρχισε τον περίπατο του προς την πρύμη. He re-entered it, and resumed his walk to the stern.

- Και πας έτσι, για το κέφι του Κράτους, με άλλα λόγια του κυρ-Αστόχαστου, να δοκιμάσεις τι λογής τσιμπούν οι λόγχες του θείου μας του Βασιλιά; Ή μήπως και δεν ξέρεις πως ξεμπαρκάρησε ο θειος μας στα χώματα μας, χωρίς καν να μας πάρει άδεια; - And so you go, for the pleasure of the State, in other words of Mr. Astochastos, to try what kind of sting the spears of our uncle the King? Or do you not know that our uncle unloaded on our soil, without even taking our permission?

- Το ξέρω, αποκρίθηκε ήσυχα ο Πολύδωρος.

- Και δε γυρνάς πίσω; ρώτησε τραγουδιστά ο κουλός, εξακολουθώντας τον περίπατο του. - And you do not go back? asked the ass, continuing his walk. Σε καλό σου, παλικάρι. Good on you, lad.

Λίγη ώρα δε μίλησε ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Neither spoke for a while.

Ο κουλός έσυρε πάλι το κοντάρι του από το νερό και γύρισε στην πλώρη. The ass pulled his pole out of the water again and turned to the bow.

- Και τι σε πληρώνει η Αφεντιά του, για να πας ν' αφήσεις εκεί κάτω τα κόκαλα σου; ρώτησε. - And what does his Master pay you to go and leave your bones down there? asked. - Δε ζήτησα πληρωμή. - I did not ask for payment.

- Μπα; Από το φεγγάρι πρέπει να μας έπεσες εσύ. - Nah; You must have fallen from the moon. Και πας έτσι; Για τα μαύρα μάτια του κυρ-Αστόχαστου; And you go like that? For the black eyes of Mr. Astochastos?

- Όχι, αλλά για τα καστανά μάτια του γιου του. - No, but for his son's brown eyes.

- Μπα; Μπα; είπε ο κουλός και το φαρδύ του χαμόγελο χώρισε το στόμα του από το ένα αυτί ως το άλλο. - Nah; Nah; said the ass and his wide smile parted his mouth from one ear to the other.

Λίγη ώρα πάλι δε μίλησαν. They did not speak again for a while. Ο κουλός εξακολουθούσε να σπρώχνει τις φελούκες του. The ass was still pushing its feluccas.

- Και με τι σε άναψε λοιπόν ο γιόκας του; ρώτησε σε λίγο. - And with what did his yogi light you up? he asked shortly.

- Έτσι! Μ' εκείνα που είπε. With those he said. Τον άκουσα… τον είδα… αποκρίθηκε ο υπασπιστής. Και με τράνταξε, εξακολούθησε, με πήρε όλον και μ' έκανε δικό του. And he shook me, he continued, he took me all and made me his own. Και σα μου πει: «Ρίξου στη φωτιά», θα ριχθώ στη φωτιά. And if he says to me: "Throw in the fire", I will throw myself into the fire.

- Και τώρα σου είπε: «Ρίξου στις λόγχες», και ρίχνεσαι στις λόγχες, είπε ο κουλός με τον ίδιο ατάραχο τρόπο του. - And now he said to you: "Throw in the spears", and you throw in the spears, said the ass in the same restless way.

- Ναι, αποκρίθηκε απλά ο Πολύδωρος.

Και δε μίλησαν πια ώσπου έφθασαν αντίκρυ και άραξαν οι φελούκες. And they did not speak any more until they came face to face and the feluccas pulled out.

Ο υπασπιστής πήδηξε στην ξηρά.

- Τι ζητάς λοιπόν για τον κόπο σου; ρώτησε. - So what do you ask for your effort? asked.

- Την αγάπη σου, αποκρίθηκε ο κουλός μαζεύοντας πάλι το κοντάρι του. - Your love, the ass responded, picking up his pole again.

- Πες μου τουλάχιστον τ' όνομα σου. - At least tell me your name. Δε θέλω να σε ξεχάσω. I do not want to forget you.

- Μονοχέρης.

- Ευχαριστώ.

Και ο υπασπιστής γύρισε να φύγει.

- Ε, πατριώτη, αμέ το δικό σου; φώναξε ο κουλός. - E, patriot, ame yours? cried the ass.

- Ποιο δικό μου;

- Τ' όνομα σου! - Πολύδωρος.

- Καλά… Για άκουσε ακόμα. - Good… For still heard. Σα γυρίσεις… γιατί θα γυρίσεις βέβαια… When you come back… because you will come back of course…

- Ναι!

- Θα με βρεις μπροστά σου, αν πας στο σωστό μέρος· ειδεμή, - και με το χέρι έκανε σχήμα μακροβουτιού -, πλουφ, στο ποτάμι. - You will find me in front of you, if you go to the right place; eidemes, - and with his hand he made the shape of a longboat -, plouf, in the river.

Ο υπασπιστής, που είχε απομακρυνθεί, ξαναπλησίασε. The supporter, who had left, approached again.

- Ποιο είναι το σωστό μέρος; - What is the right place?

- Όχι εδώ, βέβαια! - Not here, of course! είπε ο κουλός. Γιατί, ως τότε, θα μας έχουν έλθει και οι μουσαφιρέοι, και θα γίνουνταν κόσκινο το κορμί σου πριν βρεις την «Τρομάρα» και την «Αντάρα». Because, until then, the musafirs will have come to us, and your body would become a sieve before you find "Tromara" and "Andara". Θα με βρεις όμως, - και με το χέρι έδειξε τ' απάνω του ποταμού -, εκεί που το Τρελόρεμα σμίγει με το ποτάμι. But you will find me, - and he pointed with his hand at the top of the river - where the Madness mixes with the river. - Μα είναι κακό το μέρος, πώς θα πας εκεί; Το ρεύμα είναι πολύ δυνατό, είπε ο Πολύδωρος.

- Γι' αυτό ίσα-ίσα δε θα συλλογιστούν να έλθουν ως εκεί να μας χαιρετήσουν οι μουσαφιρέοι, αποκρίθηκε ήσυχα ο κουλός και με μια σπρωξιά απομάκρυνε τις φελούκες του. - That is why they will not even consider coming to greet the musafirs, the ass answered quietly and with a push he removed his feluccas. Στο καλό, πατριώτη!

- Στο καλό!

Και με αργά βήματα, σπρώχνοντας το κοντάρι του, ξαναπήρε ο κουλός τη διεύθυνση της αντικρινής όχθης, τραγουδώντας σιγανά: And with slow steps, pushing his pole, the ass took the direction of the opposite bank again, singing slowly:

Πέντε χρό-νια, πε-ερ-πα-α-τούσα, πέντε χρό-νια, πε-ερ-πα-α-τούσα στα βου-ουνά, βου-ον-ου-ου-νά, αγάπη μ', στα-α βου-ου-νά, βουνά. Five years, pe-er-pa-a-tousa, five years, pe-er-pa-a-tousa in the mountains, vou-on-ou-ou-na, love me, in- a bu-ou-na, mountains.