ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (1)
"Πραγματικά", σκεφτότανε ο Ρασκόλνικωφ, "πριν από λίγο ακόμα, λογάριαζα να πάω στον Ραζουμίχιν για να του ζητήσω να μου βρει κάτι, καμμιά δουλειά ή τίποτα μαθήματα... Αλλά, σε τι μπορεί να μου φανεί χρήσιμος τώρα; Ας υποθέσουμε πως μου βρίσκει μαθήματα, πως μοιράζεται μαζί μου το τελευταίο του καπίκι – αν υποθέσουμε πως το 'χει σε βαθμό που να μπορεί να μ' αγοράσει τα παπούτσια και τα ρούχα που θα μου επιτρέψουν να δίνω μαθήματα. Κι ύστερα; Τί θα έκανα μ' αυτές τις πενταροδεκάρες; Αυτές μου χρειάζονται εμένα;
Αλήθεια, αυτή η επίσκεψη στον Ραζουμίχιν είναι βλακώδης...".
Το ερώτημα, για ποιο λόγο πήγαινε αυτή τη στιγμή στον Ραζουμίχιν, τον συγκλόνιζε πολύ περισσότερο απ' όσο νόμιζε κι ο ίδιος. Έψαχνε με αγωνία να βρεί κάποιο κακό σημάδι για τον εαυτό του σε τούτο το διάβημα, που φαινότανε ωστόσο από τα πιο συνηθισμένα πράγματα.
"Είναι δυνατό να πιστέψω πως μπορώ να τα ταχτοποιήσω όλα με τη βοήθεια του Ραζουμίχιν; Μπορεί ποτέ να στηρίξω όλες μου τις ελπίδες μόνο στον Ραζουμίχιν;", αναρωτιότανε με κατάπληξη.
Σκεφτότανε κι έτριβε το μέτωπο του. Και, παράξενο, ύστερα από πολλούς δισταγμούς, σχεδόν αυθόρμητα, του κατέβηκε ξαφνικά μια παράξενη ιδέα.
"Χμ... θα πάω στον Ραζουμίχιν," είπε ξαφνικά από μέσα του, πιο ήσυχα τώρα, σα να είχε πάρει μόλις πριν από λίγο μια οριστική απόφαση, "θα πάω στον Ραζουμίχιν, σύμφωνοι... Αλλά όχι τώρα... θα πάω στο σπίτι του... αύριο, μετά απ' αυτό... όταν αυτό θα 'χει τελειώσει και θ' αρχίσουν όλα απ' την αρχή, πάνω σε καινούργιες βάσεις...".
Και ξαφνικά, συνήλθε.
"Μετά απ' αυτό;", φώναξε και πετάχτηκε από το παγκάκι αναπηδώντας. "Ώστε στ' αλήθεια θα γίνει αντό. Μπορεί ποτέ να είναι έτσι;".
Έφυγε απ' το παγκάκι και προχώρησε σχεδόν τρέχοντας. Ήθελε να γυρίσει προς τα πίσω, να ξαναπάει στο σπίτι του, στη σκέψη όμως αυτή, η καρδιά του κατακλύστηκε από αηδία. Εκεί πάνω στη φριχτή του τρώγλη ωρίμασε το σχέδιο του γι' αυτό, εδώ κι ένα μήνα. Κι άρχισε να περπατάει έτσι στην τύχη.
Η νευρική του τρεμούλα έγινε ένα είδος εμπύρετης ταραχής, ένιωθε μάλιστα πως τουρτούριζε. Με τέτοια τρομερή ζέστη, εκείνος κρύωνε! Κάνοντας μια προσπάθεια, και σα να υποχωρούσε σε μια εσωτερική ανάγκη, άρχισε να εξετάζει, σχεδόν συνειδητά, το κάθε τι που συναντούσε μπροστά του, σα να ζητούσε μ' έναν οποιονδήποτε τρόπο κάτι που να του αποσπάσει την προσοχή.
Αλλά δεν τα κατάφερνε και κάθε τόσο ξανάπεφτε στην ονειροπόληση του.
Όταν τον ξανάπιανε η ανατριχίλα, σήκωνε το κεφάλι του για να κοιτάξει τριγύρω του, αλλά αμέσως ύστερα, ξαναξέχναγε κι αυτό που σκεφτότανε και το μέρος ακόμα όπου βρισκότανε. Έτσι, πέρασε ολόκληρο το νησάκι Βασιλιέφσκυ, βγήκε στον Μικρό Νέβα, πέρασε τη γέφυρα κι έστριψε κατά τα Νησιά.
Η πρασινάδα κι η δροσιά απάλυναν στην αρχή την κούραση των ματιών του, που ήτανε συνηθισμένα στη σκόνη των δρόμων, στους ασβέστες και στα πελώρια και βαριά σπίτια που του πλάκωναν την ψυχή. Εδώ, στα νησάκια, δεν υπήρχε ούτε ζέστη αποπνικτική, ούτε βρώμα, ούτε ταβέρνα. Σε λίγο όμως, οι καινούργιες του εντυπώσεις έχασαν τη γοητεία τους και του 'φερναν έναν αρρωστημένο εκνευρισμό.
Στεκόταν μερικές φορές μπροστά σε καμμιά βίλα, χωμένη στην πρασινάδα, κοίταζε μέσα από το φράχτη, έβλεπε στα μπαλκόνια και στις βεράντες γυναίκες με ωραίες τουαλέτες και παιδιά που έτρεχαν στον κήπο. Πιο πολύ απ' όλα όμως πρόσεχε τα λουλούδια - σ' αυτά στηλώνονταν περισσότερο τα βλέμματα του. Κάπου-κάπου, διασταυρωνότανε στο δρόμο με πολυτελέστατα αμάξια, με καβαλάρηδες και αμαζόνες.
Τους κοίταζε με περιέργεια κι αμέσως ύστερα τους ξεχνούσε, πριν ακόμα χαθούν από τα μάτια του.
Σε μια στιγμή σταμάτησε κι άρχισε να μετράει τα λεφτά του. Είδε πως είχε τριάντα καπίκια, πάνω-κάτω: "Είκοσι στον αστυφύλακα και τρία στη Ναστάσια, για το γράμμα της μητέρας, είκοσι τρία. Συνεπώς, έδωσα σαρανταεπτά ή πενήντα καπίκια στους Μαρμελάντωφ", σκέφτηκε, έχοντας, βέβαια, κάποιο λόγο για να λογαριάζει έτσι τα λεφτά που του έμειναν. Ωστόσο, ξέχασε αμέσως για ποιο λόγο τα 'χε βγάλει από την τσέπη του. Το θυμήθηκε μονάχα όταν πέρασε μπροστά από κάποιο εστιατόριο, μαγέρικο μάλλον, κι ένιωσε την επιθυμία να φάει κάτι. Μπήκε μέσα, έφαγε λίγη πίτα γεμιστή κι ήπιε ένα ποτήρι βότκα. Είχε πολύ καιρό να πιει βότκα και, παρ' όλο που μονάχα ένα ποτήρι πήρε, τον έπιασε αμέσως. Τα πόδια του έγιναν βαριά και του ήρθε τρομερή νύστα. Ξαναπήρε το δρόμο για το σπίτι του, όταν όμως έφτασε στο νησάκι Πετρόφσκι, στάθηκε εξαντλημένος απ' την κούραση. Βγήκε τότε απ' το δρόμο, χώθηκε μέσα στους θάμνους, ξάπλωσε στο γρασίδι κι αποκοιμήθηκε αμέσως...
Στις άρρωστες καταστάσεις τα όνειρα διακρίνονται συχνά για την εξαιρετική τους ζωντάνια, για τα δυνατά χρώματα τους και την υπερβολική ομοιότητα τους με την πραγματικότητα. Μερικές φορές, ο πίνακας είναι τερατώδης, ο διάκοσμος όμως και όλη η εξέλιξη της παράστασης έχουν τέτοια αληθοφάνεια, τόσο λεπτές και ανεπάντεχες αποχρώσεις και αγγίζουν τόσο πολύ την καλλιτεχνική τελειότητα, ώστε εκείνος που βλέπει το όνειρο δε μπορεί ποτέ να το αναπλάσει ξύπνιος, έστω κι αν είναι καλλιτέχνης σαν τον Πούσκιν ή τον Τουργκένιεφ. Τα όνειρα αυτού του είδους, τα νοσηρά όνειρα, μένουν πάντοτε πολύ βαθιά στη μνήμη μας και προκαλούν ένα απρόβλεπτο αποτέλεσμα στον, κλονισμένο κιόλας, οργανισμό του ατόμου.
Ο Ρασκόλνικωφ είδε ένα όνειρο τρομαχτικό, από την παιδική του ηλικία, εκεί κάτω, στη μικρή τους πόλη. Είναι εφτά χρονών και κατά το βραδάκι, σε μια μέρα γιορτάσιμη, έχει πάει περίπατο με τον πατέρα του, έξω απ' τη πόλη.
Ο καιρός είναι συννεφιασμένος, η ατμόσφαιρα πνιγηρή, το τοπίο είναι όπως ακριβώς το διατήρησε στη μνήμη του: θα 'λεγες μάλιστα ότι στην ανάμνηση του ήτανε πιο θαμπό απ' όσο είναι τώρα, που το βλέπει στ' όνειρο του. Η μικρή πόλη φαίνεται ολοκάθαρα σα να την έχεις στην παλάμη σου και τριγύρω δεν υπάρχει ούτε ένα δεντράκι. Κάπου, πολύ μακριά, στο βάθος του ορίζοντα, φαίνεται ο μαύρος λεκές ενός μικρού δάσους.
Λίγα μέτρα πιο πέρα απ' τον τελευταίο κήπο της πόλης, βρίσκεται μια ταβέρνα, μια πολύ μεγάλη ταβέρνα, που του 'κάνε, πάντα, άσχημη εντύπωση και μάλιστα τον φόβιζε όταν περνούσε από κει, πηγαίνοντας περίπατο με τον πατέρα του.
Ήτανε πάντοτε γεμάτη κόσμο, φώναζαν εκεί μέσα, γελούσαν, βλαστήμαγαν, έλεγαν τραγούδια άσεμνα και πολλές φορές καυγάδιζαν. Τριγύρω, έβλεπες πάντοτε μεθυσμένους, που βρωμοκοπούσαν και είχανε μια φάτσα τόσο σιχαμένη.
'Όταν τους συναντούσε, σφιγγόταν πάνω στον πατέρα του κι έτρεμε όλο το κορμί του. Κοντά στην ταβέρνα, περνάει ένας δρόμος, πέρασμα μάλλον, που είναι πάντα σκεπασμένος με σκόνη μαυριδερή.
Λίγο μακρύτερα ο δρόμος στρίβει και καμμιά τρακοσαριά βήματα πιο πέρα είναι το κοιμητήρι. Στη μέση του νεκροταφείου υπάρχει μια πέτρινη εκκλησία, με πράσινο τρούλλο, όπου πήγαινε μια-δυο φορές το χρόνο στη λειτουργία, που γινότανε για την ψυχή της γιαγιάς του. Είχε πεθάνει από πολλά χρόνια και δεν τη γνώρισε. Της πήγαιναν τότε πάντα ένα άσπρο πιάτο με κόλλυβα, τυλιγμένο με μια πετσέτα. Τα 'φτιαχναν με ρύζι βρασμένο, τα πασπάλιζαν με ζάχαρη και στη μέση σχημάτιζαν ένα σταυρό με σταφίδες. Του άρεσε πολύ εκείνη η εκκλησία, με τα παλιά της εικονίσματα, χωρίς κορνίζες τα περισσότερα, και με το γερο-παπά της που έτρεμε το κεφάλι του.
Δίπλα στον τάφο της γιαγιάς του, που σκεπαζόταν με μια πλάκα, ήτανε ένας μικρότερος, όπου αναπαυότανε ο νεώτερος αδελφός του, που πέθανε σε ηλικία έξη μηνών. Κι αυτόν επίσης δεν τον είχε γνωρίσει και δεν είχε την παραμικρή ανάμνηση, του είχανε πεί όμως πως είχε ένα μικρότερο αδελφό και κάθε φορά που ερχότανε στο κοιμητήρι, σταυροκοπιότανε πάνω απ' το μνήμα του, έβγαζε το καπέλο του και προσκυνούσε.
Και τώρα, να τί είδε στον ύπνο του: Περπατούνε τώρα κι οι δυο τους, αυτός και ο πατέρας του, στο δρόμο που πάει προς το κοιμητήρι, και περνάνε μπροστά απ' την ταβέρνα. Κρατάει τον πατέρα του απ' το χέρι και κοιτάζει με τρόμο κατά κει. Μια παράξενη λεπτομέρεια του τραβάει την προσοχή:
Καθώς φαίνεται γίνεται αυτή την ώρα πανηγύρι. Μες στο πλήθος υπάρχουν διάφοροι μικροαστοί με τα κυριακάτικα τους, γυναίκες του λαού με τους άντρες τους και κάθε είδους άνθρωποι του σκοινιού και του παλουκιού. Είναι όλοι τους μεθυσμένοι και τραγουδάνε, ενώ μπροστά στην πόρτα της ταβέρνας βρίσκεται ένα κάρο, αλλά κάρο παράξενο: Είναι ένα από κείνα τα πελώρια τετράτροχα, όπου ζέχνουν άλογα πολύ γερά και μεταφέρουν εμπορεύματα και κρασοβάρελα.
Πάντα του άρεσε να βλέπει τα πελώρια άλογα, με τη μακριά χαίτη και τα χοντρά τους πόδια, να προχωράνε ήσυχα-ήσυχα, με βήμα ρυθμικό, σέρνοντας πίσω τους ολόκληρο βουνό, δίχως να δείχνουν την παραμικρή κούραση, λες και το φορτίο τους τα ξεκούραζε αντί να τα κουράζει. Τώρα όμως - παράξενο- έχουν ζέψει στο βαρύ εκείνο κάρο ένα αλογάκι ψαρί, σκελετωμένο, από κείνα τα ψωράλογα που τα 'χε ιδεί πολλές φορές να σκοτώνονται, για να τραβήξουν ένα φορτίο με ξύλα ή σανό και βούλιαζαν οι ρόδες του κάρου ως τον άξονα στις λάσπες του χαλασμένου δρόμου. Τα χτύπαγαν τότε οι μουζίκοι με το καμουτσί, μερικές φορές μάλιστα στη μουσούδα και στα μάτια, και σκιζότανε η καρδιά του μπροστά σ' αυτή τη σκληρότητα, του ερχότανε να βάλει τα κλάματα και τότε η μητέρα του τον αποτράβαγε απ' το παράθυρο.
Ξαφνικά, έγινε μεγάλη φασαρία: Απ' την ταβέρνα, άρχισαν να βγαίνουν με φωνές, με τραγούδια και μπαλαλάικες κάτι ρωμαλέοι μουζίκοι, τύφλα στο μεθύσι, με πουκάμισα κόκκινα και θαλασσιά και με τα κοντογούνια τους ανάρριχτα στους ώμους.
"Ανεβείτε! Ανεβείτε! όλοι σας", φωνάζει ένας απ' αυτούς, κάποιος νέος με δυνατό σβέρκο και κάτι μούτρα χοντρά και κόκκινα σαν καρότο, "Σας πάω όλους! Ανεβείτε! ".
Αλλά τα λόγια του τα υποδέχθηκαν οι άλλοι με γέλια και φωνές.
"Μ' αυτό το ψοφίμι θα μας πας;".
"Ε, σου 'στρίψε, μωρέ Μικόλκα, να ζέψεις αυτή τη φοραδίτσα σε τέτοιο κάρο;".
"Μα το θεό, τούτο το ζωντανό θα 'χει είκοσι χρόνια στην πλάτη του".
"Καθίστε, θα σας πάω όλους", ξαναφώναξε ο Μικόλκα.
Και πηδώντας πάνω στο κάρο πρώτος, άρπαξε τα γκέμια κι έγειρε όλο το κορμί του προς τα μπρος.
"Ο ντορής μας έφυγε νωρίς σήμερα με τον Ματβέι", πρόσθεσε πάνω απ' το κάρο, "και τούτη δω η φοράδα είναι για μένα βάρος, ρε παιδιά. Λέω να τη σκοτώσω, γιατί δεν αξίζει ούτε το χορτάρι που τρώει. Εμπρός, ανεβείτε, θα στην κάνω εγώ να πάει καλπάζοντας! ".
Και παίρνει στα χέρια του το καμουτσί, απολαμβάνοντας προκαταβολικά την ηδονή που θα χτύπαγε τη φοραδίτσα.
"Εμπρός τότε, ας ανεβούμε", φώναξε η παρέα. "Τον ακούσατε; θα την τρέξει!". "Αυτή έχει να τρέξει δέκα χρόνια! ".
"Θα τρέξει τώρα".
"Μην τη λυπόσαστε καθόλου, μωρέ, πάρτε όλοι σας από ένα καμουτσί και ετοιμαστείτε! ".
"Εμπρός, βαράτε! ".
Ανέβηκαν όλοι στο κάρο του Μικόλκα, γελώντας και λέγοντας αστεία. Είχανε κιόλας ανεβεί επάνω έξη κι ήθελαν να βάλουν κι' άλλους. Παίρνουν μαζί και μια χοντρή κοκκινομάγουλη γυναίκα. Φορεί ένα φουστάνι κόκκινο, βαμβακερό, μπόλια κεντημένη με χάντρες και βαριά ποδήματα από κετσέ. Τραγανίζει φουντούκια και γελάει.
Γελάνε κι όλοι γύρω και, πραγματικά, πώς να μη γελάσεις; Ένα ψοφαλογάκι σαν κι αυτό να τραβήξει τέτοιο βάρος καλπάζοντας! Δυο παιδιά, που είχαν ανεβεί στο κάρο, παίρνουν αμέσως από ένα καμουτσί για να βοηθήσουν τον Μικόλκα.
Ακούστηκε το χούγιασμα του αλόγου. Η φοραδίτσα τραβάει με όλες τις δυνάμεις της, αλλά κάθε άλλο παρά καλπάζει. Μόλις που κατορθώνει να κάνει λίγα βήματα! Σέρνει τα πόδια της στο έδαφος, βογγάει απ' τα χτυπήματα, που πέφτουν βροχή στην πλάτη της, καθώς τη δέρνουν με τρία καμουτσίκια. Τα γέλια διπλασιάζονται στο κάρο και στο πλήθος, ο Μικόλκα όμως θυμώνει και μες στο θυμό του χτυπάει με όλη τη δύναμη του τη φοραδίτσα, σα να πίστευε στ' αλήθεια πως ήτανε δυνατό να τρέξει καλπάζοντας.
"Αφήστε, ρε παιδιά, ν' ανεβώ και γω", φωνάζει ένας νέος απ' το πλήθος, που άνοιξε η όρεξη του μ' αυτό το θέαμα.
"Ανέβα, ανεβείτε όλοι σας", φωνάζει ο Μικόλκα, "θα σας πάω όλους, θα την κάνω τ' αλατιού".
Και χτυπάει, χτυπάει με το μαστίγιο. Μες στη λύσσα του, δέρνει πια το ζώο με ό,τι βρεθεί μπροστά του.
"Μπαμπά! μπαμπά! ", φωνάζει το παιδάκι στον πατέρα του, "τι κάνουν εκεί πέρα; Χτυπάνε το κακόμοιρο τ' αλογάκι, μπαμπά! ".
"Πάμε, πάμε από δω", απάντησε ο πατέρας του. "Είναι μεθυσμένοι και κάνουν βλακείες. Άφησε τους τους βλάκες, μην κοιτάς κατά κει".
Και ήθελε να το τραβήξει απ' αυτό το μέρος. Το παιδί όμως ξεφεύγει απ' τα χέρια του πατέρα του και, σα χαμένο, τρέχει προς το αλογάκι. Το δύστυχο το ζώο ήτανε κιόλας σε κακά χάλια.