ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (2)
Αν αυτή τη στιγμή βρισκότανε σε κατάσταση να βλέπει και να καταλαβαίνει καλύτερα τη θέση του, αν μπορούσε να ιδεί, έστω και από μακριά, όλες τις δυσκολίες, όλη την απελπισία κι όλα τα εμπόδια που απέμεναν ακόμη να ξεπεράσει, ίσως και τα εγκλήματα που είχε ακόμα να διαπράξει, ώσπου να μπορέσει να ξεγλιστρήσει από δω και να γυρίσει στο σπίτι του, τότε σίγουρα θα παρατούσε' απ' τα τώρα κάθε απόπειρα και θα πήγαινε από μόνος του να παραδοθεί, όχι από φόβο, αλλά από φρίκη και αηδία γι' αυτό που έκανε. Η αηδία προ πάντων μεγάλωνε μέσα του και την ένιωθε όλο και περισσότερο, από λεπτό σε λεπτό. Με κανένα τρόπο δεν ήθελε πια να πλησιάσει στην κασέλα. Ούτε καν στην κρεβατοκάμαρα. Σιγά-σιγά όμως το μυαλό του βυθιζότανε σε μια αφηρημάδα, σα μια ονειροπόληση σχεδόν. Μερικές στιγμές αποξεχνιόταν ή, για να το πούμε καλύτερα, ξεχνούσε το ουσιώδες και απασχολιότανε με ασήμαντες λεπτομέρειες.
Κοιτάζοντας κατά την κουζίνα είδε σ' ένα σκαμνί έναν κουβά με νερό και σκέφτηκε να πλύνει τα χέρια του και τον μπαλντά.
Τα χέρια του ήτανε γλιτσιασμένα απ' το αίμα. Βούτηξε την κόψη του μπαλντά μες στο νερό, πήρε ένα κομμάτι σαπούνι, που ήτανε σ' ένα ραγισμένο πιατελάκι ακουμπισμένο στο παράθυρο, κι άρχισε να πλένει τα χέρια του και τον ίδιο τον κουβά.
Όταν καθαρίστηκε καλά, τράβηξε τον μπαλντά, έπλυνε πρώτα το σίδερο, κι ύστερα κάθισε κι έτριβε τρία ολόκληρα λεπτά το ξύλο του, που ήτανε καταματωμένο, χρησιμοποιώντας το ίδιο σαπούνι. Ύστερα τα σκούπισε όλα μ' ένα πανί που στέγνωνε κρεμασμένο σ' ένα σκοινί, τεντωμένο σ' όλο το μάκρος της κουζίνας. Αφού έγινε κι αυτό, πήγε κοντά στο παράθυρο και για κάμποση ώρα εξέταζε προσεχτικά τον μπαλντά. Δεν είχε κανένα ίχνος, το ξύλο όμως ήτανε υγρό ακόμα.
Ύστερα, επιθεώρησε το παλτό του, το παντελόνι και τις μπότες του, όσο του επέτρεπε το λιγοστό φως της κουζίνας. Με την πρώτη ματιά, τίποτα δε φαινότανε απέξω. Μόνο οι μπότες του είχανε λίγες κηλίδες. Έβρεξε ένα πανί και τίς καθάρισε. Καταλάβαινε άλλωστε ότι δεν μπορούσε να ιδεί καλά, ότι ίσως να υπήρχαν μερικές λεπτομέρειες εντελώς εξόφθαλμες, που δεν τίς έβλεπε εκείνος. Στην αμηχανία του, στάθηκε μια στιγμή καταμεσίς στο δωμάτιο. Μια σκοτεινή σκέψη τον πλημμύριζε βυθίζοντας τον σε αγωνία: Η σκέψη πως τρελλαινότανε και πως αυτή τη στιγμή δεν είχε τη δύναμη ούτε να σκεφθεί λογικά, ούτε να υπερασπίσει τον εαυτό του, πως δεν έκανε, ίσως, καθόλου, ό,τι έπρεπε να κάνει σε μια τέτοια στιγμή, "θεέ μου! Πρέπει να φύγω' Να φύγω'. ", μουρμούρισε τρέχοντας κατά την πόρτα. Εκεί όμως τον περίμενε μια τρομάρα τέτοια, που δεν την είχε ξανανιώσει ως τώρα στη ζωή του.
Στεκότανε ακίνητος και κοίταζε μη πιστεύοντας στα μάτια του: Η πόρτα, η εξώπορτα απ' όπου έμπαινε κανείς στο χωλ, αυτή η ίδια πόρτα που είχε χτυπήσει και κείνος κι απ' όπου είχε μπεί μέσα, ήτανε μισάνοιχτη, αφήνοντας μια χαραμάδα πλατιά σαν την παλάμη ενός χεριού! Όλη αυτή την ώρα έμενε ξεκλείδωτη, δίχως συρτή! Η γριά δεν την ξανάκλεισε πίσω της επίτηδες, ίσως, για κάθε ενδεχόμενο. Αλλά, θεέ μου!
Δεν είδε ύστερα την Ελισάβετ; Πώς δεν του πέρασε λοιπόν απ' το μυαλό πως από κάπου θα είχε μπεί για να βρίσκεται μέσα; Γιατί δε μπορεί να μπήκε, βέβαια, από τους τοίχους. Όρμησε κατά την πόρτα κι έβαλε το συρτή. "Όχι, δε χρειάζεται αυτό! Να φύγω πρέπει! Να φύγω!". Τράβηξε πάλι το συρτή και, ανοίγοντας την πόρτα, έστησε τ' αυτί του πάνω απ' τη σκάλα.
Αφουγκράστηκε κάμποση ώρα. Εκεί κάτω, στο βάθος, κάτω απ' την εξώπορτα, καθώς φαίνεται, δυο άνθρωποι φώναζαν δυνατά και μάλωναν με βρισιές: "Ποιοί να 'ναι αυτοί;". Περίμενε με υπομονή. Στο τέλος, έπαψαν απότομα... Είχανε χωρίσει εκείνοι οι δύο. Ετοιμάστηκε τότε να βγεί, όταν, ξαφνικά, μια πόρτα άνοιξε στο επάνω πάτωμα με πάταγο και κάποιος άρχισε να κατεβαίνει σιγ ο μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι.
"Τι πάθανε όλοι τους και κάνουν τόση φασαρία;", σκέφτηκε απότομα. Ξανάκλεισε την πόρτα και περίμενε. Τέλος, όλα σώπασαν, δε φαινότανε ψυχή. Τη στιγμή όμως που έβαζε το πόδι του στο πρώτο σκαλί, άκουσε κάτι βήματα, Έρχονταν από πολύ μακριά ακόμα, απ' το κάτω μέρος της σκάλας ίσως.
Αργότερα θυμήθηκε ξεκάθαρα ότι απ' την πρώτη κιόλας στιγμή που τ' άκουσε, προαισθάνθηκε αμέσως ότι ο άνθρωπος αυτός ερχότανε εδώ, στο τέταρτο πάτωμα, στη γριά! Πώς το μάντεψε; Τι ήτανε κείνο το τόσο ιδιαίτερα σημαντικό που είχανε αυτά τα βήματα; Ήτανε βαριά, όμοια, μάλλον αργά. Ο άνθρωπος αυτός έφτασε στο πρώτο πάτωμα. Να 'τον όμως που ανεβαίνει ακόμα και ο θόρυβος γίνεται πιο δυνατός, πιο δυνατός..Ακούγεται η λαχανιασμένη του ανάσα.
Έφτασε τώρα στο τρίτο πάτωμα! Ο Ρασκόλνικωφ ένιωσε ξαφνικά να κοκκαλώνει, έτσι όπως γίνεται στα εφιαλτικά όνειρα όταν μας κυνηγούν εχθροί: Είναι πολύ κοντά μας, θα μας σκοτώσουν, κι ωστόσο μένουμε σαν καρφωμένοι στη θέση μας, μη μπορώντας να σαλέψουμε τα πόδια ή τα χέρια μας. Ο επισκέπτης άρχισε ν' ανεβαίνει το τέταρτο πάτωμα. Ο Ρασκόλνικωφ μπόρεσε επί τέλους να κάνει ένα πήδημα και να χωθεί βιαστικά στο διαμέρισμα, κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Ύστερα έπιασε το συρτή και, αργά-αργά, δίχως θόρυβο σύρτωσε.
Όταν τέλειωσε μ' αυτό, μαζεύτηκε αμέσως πίσω απ' την πόρτα κι έστησε αυτί, κρατώντας την ανάσα του. Ο άγνωστος είχε φτάσει κι αυτός μπροστά στην πόρτα.
Ήτανε τώρα ο ένας αντίκρυ στον άλλο, όπως βρισκότανε κι αυτός πριν από λίγο με τη γριά, όταν τους χώριζε μονάχα το πάχος της πόρτας και αφουγκραζότανε. Ο επισκέπτης ανάσανε πολλές φορές με δυσκολία... "θα πρέπει να είναι χοντρός και ψηλός", σκέφτηκε ο Ρασκόλνικωφ, σφίγγοντας στο χέρι του τον μπαλντά. Στ' αλήθεια, όλα αυτά έμοιαζαν με όνειρο. Ο επισκέπτης έπιασε το κορδόνι και το τράβηξε με δύναμη. Μόλις αντήχησε ο μεταλλικός ήχος του κουδουνιού, του φάνηκε σα να σάλεψε κάτι στο δωμάτιο. Έστησε τ' αυτί για λίγα δευτερόλεφτα, ακούγοντας με προσοχή.
Ο άγνωστος χτύπησε και δεύτερη φορά, περίμενε λίγο και, ξαφνικά, νευριάζοντας άρχισε να χτυπάει με όλη του τη δύναμη το χερούλι της πόρτας. Ο Ρασκόλνικωφ κοίταζε με τρόμο το συρτή να χοροπηδάει και, έχοντας παραλύσει απ' τον τρόμο, έλεγε πως από στιγμή σε στιγμή θα γλίστραγε πραγματικά. Δεν ήτανε καθόλου απίθανο, ύστερα από τέτοιο τράνταγμα.
Σκέφτηκε για μια στιγμή να στηρίξει το συρτή με το χέρι του, αλλά ο άλλος θα το καταλάβαινε. Άρχισε πάλι να τα χάνει, ζαλιζότανε, "θα πέσω", συλλογίστηκε. Ο άγνωστος όμως άρχισε να μιλάει κι έτσι ο Ρασκόλνικωφ ξα-ναβρήκε ξαφνικά τις αισθήσεις του.
"Τί διάβολο! Κοιμούνται ή μήπως τίς στραγγάλισαν τις καρακάξες", ούρλιαξε βραχνιασμένα. "Ε, Αλιόνα Ιβάνοβνα, γριά-στρίγκλα! Ελισάβετ Ιβάνοβνα! Ασύγκριτη ομορφιά, ανοιχτέ! Α, τις καταραμένες! θα τον έχουν πάρει για καλά!". Και, στη λύσσα του, άρχισε να τραβάει το κορδόνι δέκα φορές συνέχεια, όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ο άνθρωπος αυτός, δε θα 'τανε, σίγουρα, ξένος και θα ερχότανε εδώ να την αράζει πολύ συχνά.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν κάτι βήματα βιαστικά και ανάλαφρα. Κάποιος άλλος πλησίαζε. Ο Ρασκόλνικωφ δεν τον άκουσε αμέσως που ήρθε. "Είναι δυνατό να μην είναι κανένας μέσα;", φώναξε ο νεοφερμένος καμπανιστά και πρόσχαρα, προχωρώντας κατά τον πρώτο επισκέπτη, που εξακολουθούσε να χτυπάει το κουδούνι. "Καλησπέρα Κοχ! ".
"Κρίνοντας απ' τη φωνή του, αυτός εδώ θα πρέπει να είναι πολύ νέος", είπε μέσα του ο Ρασκόλνικωφ.
"Τί διάολο πάθανε; Κοντεύω να σπάσω την κλειδαριά", απάντησε ο Κοχ. "Εσύ, όμως, πού με ξέρεις;".
"Ε, καλά τώρα! Δε σου πήρα τρεις παρτίδες συνέχεια στο μπιλιάρδο χθές, στο καφενείο "Γκαμπρίνους";".
"Α-ααα! ",
"Ώστε δεν είναι μέσα, ε; Παράξενο! θα 'πρεπε μάλιστα να πω πως είναι τρομερά ανόητο. Πού στην οργή να πήγε η γριά; Την ήθελα".
"Κι εγώ την ήθελα, αγαπητέ μου".
"Τί να κάνω τώρα; Δε μένει άλλο παρά να φύγω και να ξαναγυρίσω..Αλλά, γιατί τότε να μου δώσει ραντεβού; Η γριά-στρίγκλα μου είχε ορίσει και την ώρα. Κι έκανα τόσο δρόμο! Μα, πού στο διάβολο να πήγε; Δεν μπορώ να καταλάβω. Όλο το χρόνο δε σαλεύει καθόλου, την πονάνε τα πόδια της, μουχλιάζει εδώ μέσα.
Και να την ξαφνικά που μας το στρίβει! ".
"Δε ρωτάμε το θυρωρό;".
"Τί να τον ρωτήσουμε;".
"Πού πήγε και πότε θα γυρίσει".
"Χμ!... Διάβολε_... να ρωτήσουμε!... Μα, αφού δεν πάει ποτέ της πουθενά;".
Και κούνησε ακόμα μια φορά το πόμολο της πόρτας.
"Να πάρει ο διάβολος! Δε γίνεται τίποτα. Πάμε να φύγουμε".
"Στάσου! ", φώναξε ξαφνικά ο νέος. "Για κοίτα δω! Βλέπεις πως παίζει η πόρτα με το σπρώξιμο;".
"Ε, λοιπόν;".
"Αυτό σημαίνει πως δεν είναι κλειδωμένη, αλλά απλώς συρτωμένη. Ακούς το τρίξιμο που κάνει ο συρτής;".
"Ε, λοιπόν;"
"Πώς! Δεν καταλαβαίνεις; Πάει να πεί ότι μια τουλάχιστον από τις δυο είναι μέσα στο σπίτι. Αν έβγαιναν και οι δυο θα είχανε κλείσει απέξω την πόρτα με το κλειδί και όχι από μέσα με το συρτή. Να! Ακούς το θόρυβο που κάνει ο συρτής; Αλλά, για να 'χουνε κλείσει από μέσα με το συρτή, πρέπει να , είναι και μέσα. Καταλαβαίνεις; Συνεπώς, είναι εδώ και δεν ανοίγουν".
"Αλήθεια! ", έκανε ο Κόχ κατάπληκτος. "Ώστε μέσα είναι! ".
Κι άρχισε να τραντάζει την πόρτα μανιασμένα.
"Στάσου! ", ξανάπε ο νέος, "Μη χτυπάς! Κάτι το ύποπτο συμβαίνει. Χτύπησες το κουδούνι, τράνταξες την πόρτα και δεν άνοιξαν. Συνεπώς ή έχουν και οι δυο λιποθυμήσει ή...".
"Τί;".
"Πάμε να βρούμε το φύλακα πιο καλά, να 'ρθει να τίς ξυπνήσει εκείνος".
"Καλά λες, πάμε! ".
Άρχισαν να κατεβαίνουν και οι δυο.
"Στάσου! Μείνε συ εδώ και πάω εγώ να τον φωνάξω".
"Γιατί να μείνω εγώ;".
"Δεν ξέρεις καμμιά φορά τί γίνεται...".
"Ας γίνει κι έτσι".
"Εγώ, ξέρεις, πάω για ανακριτής. Εδώ συμβαίνει οπωσδήποτε κάτι το ύποπτο, ο- πω-σδή-πο-τε", φώναξε πολύ ζωηρά ο νέος και κατέβηκε τη σκάλα τρέχοντας. Ο Κοχ έμεινε μόνος του, τράβηξε ακόμα μια φορά το κορδόνι πολύ σιγά, κι ακούστηκε ένας μονάχα χτύπος του κουδουνιού. Ύστερα άρχισε να κουνάει την πόρτα απ' την πετούγια, απαλά-απαλά, προσεχτικά και φρόνιμα. Την κούναγε πέρα-δώθε, απ' τ' αριστερά προς τα δεξιά, για να βεβαιωθεί ότι ήτανε κλεισμένη μόνο με το συρτή. Τέλος, ξεφυσώντας σα βόδι, έσκυψε να κοιτάξει απ' την κλειδαρότρυπα, αλλά το κλειδί βρισκότανε από μέσα και δεν μπορούσε να ιδεί τίποτα.
Ο Ρασκόλνικωφ στεκότανε όρθιος κι ασάλευτος, σφίγγοντας τον μπαλντά. Τα είχε ολότελα χαμένα και μάλιστα ετοιμαζότανε να χτυπηθεί μαζί τους, όταν θα 'μπαιναν μέσα. Την ώρα που χτυπούσαν την πόρτα και κουβέντιαζαν, σκέφτηκε πολλές φορές να τελειώνει μια και καλή και να τους φωνάξει απ' το άλλο μέρος της πόρτας. Μερικές φορές έτσι του ερχότανε να τους βρίσει. "Όσο γρηγορότερα, τόσο το καλύτερο", είπε για μια στιγμή.
Πέρναγε η ώρα, λεπτό το λεπτό και κανένας δεν ερχότανε. Ο Κοχ άρχισε να νευριάζει.
"Ρε, δε πάει στο διάβολο, στο κάτω-κάτω", φώναξε, χάνοντας την υπομονή του. Κι εγκαταλείποντας τη θέση του, άρχισε να κατεβαίνει και κείνος βιαστικά, κάνοντας μεγάλο σαματά με τις μπότες του στη σκάλα. Τα βήματα του έσβησαν. "Τί να κάνω, θεέ μου! ".
Ο Ρασκόλνικωφ τράβηξε το συρτή και μισάνοιξε την πόρτα. Ησυχία! Ξαφνικά, δίχως να σκεφθεί τίποτ' άλλο ξανάκλεισε όσο μπορούσε καλύτερα πίσω του την πόρτα και όρμησε προς τη σκάλα.
Είχε κιόλας κατεβεί δυο-τρία πλατύσκαλα, όταν ακούστηκε μεγάλη φασαρία στο κάτω πάτωμα. Πού να τρυπώσει; Δεν υπήρχε πουθενά κανένα μέρος να κρυφτεί. Ετοιμάστηκε να γυρίσει πίσω και να ξαναμπεί στο διαμέρισμα.
"Α, το δαιμονισμένο! Πιάστε τον! ".
Κάποιος πετάχτηκε από ένα διαμέρισμα του κάτω πατώματος μπήγοντας μια κραυγή κι άρχισε να κατρακυλάει στη σκάλα ξεσκούφωτος: "Μίτκα! Μίτκα! Μίτκα! Μίτκα! Α, που να σε πάρει ο διάβολος! ".
Οι κραυγές τέλειωσαν με κάτι σα στριγκλιά και οι τελευταίοι θόρυβοι ακούγονταν πια στην αυλή. Και σε λίγο, έγινε ησυχία. Την ίδια όμως στιγμή, πολλοί άνθρωποι άρχισαν ν' ανεβαίνουν με μεγάλο θόρυβο τη σκάλα, κουβεντιάζοντας μεταξύ τους δυνατά, θα ήτανε τρεις-τέσσερις. Ο Ρασκόλνικωφ ξεχώρισε την καμπανιστή φωνή του νεαρού. "Αυτοί είναι! ".
Ολότελα απελπισμένος πια προχώρησε ίσα κατά πάνω τους. , "Ας γίνει ό,τι θέλει! Αν με σταματήσουν, όλα χάθηκαν! Αν μ' αφήσουν να περάσω, και πάλι είναι όλα χαμένα, γιατί θα θυμηθούν πως με είδανε! ".
Κόντευαν τώρα να συναντηθούν, και δεν απόμενε παρά μονάχα ένα πάτωμα.
Ξαφνικά, να η σωτηρία! Μερικά σκαλιά μπροστά του, στα δεξιά, βρισκόταν ένα διαμέρισμα άδειο με την πόρτα ανοιχτή. Ήτανε το διαμέρισμα εκείνο όπου δούλευαν οι μπογιατζήδες που, αυτή τη στιγμή, σα να το 'καναν επίτηδες, είχανε φύγει. Σίγουρα, αυτοί θα βγήκανε πριν από λίγο έξω ξεφωνίζοντας. Το πάτωμα φαινότανε φρεσκοβαμμένο και καταμεσίς στο δωμάτιο βρισκότανε ένας κουβάς, δίπλα σ' ένα δοχείο με μπογιά και σε μια γωνιά μια μεγάλη ταβανόβουρτσα.
Ο Ρασκόλνικωφ όρμησε μέσα απ' την ανοιχτή πόρτα σαν αστραπή και κόλλησε στον τοίχο. Ήτανε καιρός. Γιατί οι άλλοι είχανε φτάσει κιόλας στο πλατύσκαλο. Ύστερα, έστριψαν και ανέβηκαν στο τέταρτο πάτωμα μιλώντας δυνατά. Περίμενε μερικές στιγμές και ύστερα, πατώντας στα νύχια του, κατέβηκε γρήγορα- γρήγορα.
Ψυχή στη σκάλα! Ούτε και στην εξώπορτα υπήρχε κανείς! Δρασκέλισε βιαστικά το κατώφλι και μόλις βγήκε στο δρόμο έστριψε αριστερά.