ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (3)
Ήξερε καλά, ήτανε απόλυτα σίγουρος, πως αυτή τη στιγμή, εκείνοι θα είχανε φτάσει στο διαμέρισμα, πως θα τα 'χασαν βλέποντας την πόρτα ανοιχτή, ενώ μόλις πριν από λίγες στιγμές ήτανε κλεισμένη, πως θα κοίταζαν τώρα τα πτώματα, πως θα καταλάβαιναν αμέσως ότι ο δολοφόνος βρισκότανε πριν από λίγο εκεί μέσα και πως τα κατάφερε να κρυφτεί κάπου και να το σκάσει κάτω απ' τη μύτη τους. Ίσως μάλιστα να το υποψιάζονταν πως τρύπωσε στο άδειο διαμέρισμα, την ώρα που εκείνοι ανέβαιναν τη σκάλα.
Κι ωστόσο, δεν τολμούσε να βαδίσει πιο γρήγορα, παρ' όλο που είχε να κάνει ακόμα καμμιά εκατοστή βήματα ως τη στροφή... "Αν χωνόμουνα σε καμμιά πόρτα και περίμενα εκεί, στη σκάλα; Όχι! Μπορεί να μ' έβρισκε καμμιά συφορά! Κι αν πέταγα κάπου τον μπαλντά κι έπαιρνα κανένα αμάξι;
Όχι! όχι! Κακό! κακό! ".
Τα είχε χαμένα. Επί τέλους, παρουσιάστηκε μπροστά του ένα σοκάκι και χώθηκε κει μέσα, μισοπεθαμένος. Κατάλαβε τότε πως είχε μισοσωθεί, πως δε θα τον υποψιάζονταν πάρα πολύ. 'Άλλωστε, ήτανε γεμάτο κόσμο εκείνο το δρομάκι και χάθηκε σαν κόκκος άμμου μες στο πλήθος. Όλες όμως αυτές οι αγωνίες τον είχανε εξαντλήσει τόσο πολύ, ώστε μόλις που στεκότανε στα πόδια του. Ο ιδρώτας έπεφτε στο πρόσωπο του σε χοντρές σταγόνες. Ο λαιμός του ήτανε μούσκεμα. "Ε, σου 'στρίψε;", του φώναξε κάποιος καθώς έβγαινε στο κανάλι. Εκείνη την ώρα δεν είχε σχεδόν συναίσθηση τι του γίνεται. Κι όσο προχωρούσε τόσο χειροτέρευε η κατάσταση του. Ωστόσο, φτάνοντας στην αποβάθρα, συνήλθε. Τρόμαξε βλέποντας εκεί πέρα λίγο κόσμο, θα μπορούσανε να τον προσέξουν ευκολότερα.
Σκέφτηκε να ξαναγυρίσει πίσω στο ίδιο δρομάκι, ύστερα όμως, παρ' όλο που μόλις στεκότανε στα πόδια του, έκανε έναν κύκλο και γύρισε στο δωμάτιο του από άλλο δρόμο.
Όταν δρασκέλισε το κατώφλι της εξώπορτας του σπιτιού, δεν είχε καλά-καλά συνέλθει. Βρισκότανε κιόλας στη σκάλα, όταν ξαφνικά θυμήθηκε τον μπαλντά. Και όμως αυτό ήτανε ένα απ' τα σοβαρότερα προβλήματα που είχε να λύσει: 'Έπρεπε να ξαναβάλει τον μπαλντά στη θέση του, χωρίς να τον πάρει κανένας μυρουδιά. Δεν είχε τη δύναμη να σκεφτεί: "Αντί να τον ξαναβάλω στην παλιά του θέση, καλύτερα θα είναι να τον ξεφορτωθώ, και μάλιστα, αργότερα, πετώντας τον στην αυλή ενός οποιουδήποτε σπιτιού".
Όλα όμως πήγανε καλά. Η πόρτα του θυρωρείου ήτανε κλειστή, όχι κλειδωμένη. Συνεπώς, ο φύλακας, θα ήτανε καθώς φαίνεται μέσα στο σπίτι του. Αλλά είχε χάσει τόσο πολύ την ικανότητα να σκέφτεται λογικά, ώστε προχώρησε και άνοιξε την πόρτα. Αν ο θυρωρός τον ρώταγε: "Τί θέλετε;", ίσως ν' άπλωνε ήσυχα-ήσυχα το χέρι του και να του 'δίνε τον μπαλντά.
Αλλά ο θυρωρός, ούτε κι αυτή τη φορά ήτανε μέσα. Έτσι, μπόρεσε να ξαναβάλει τον μπαλντά στη θέση του, κάτω απ' τον πάγκο, και να τον κρύψει ανάμεσα στα κούτσουρα, όπως ακριβώς τον είχε βρει. Ύστερα, ανέβηκε στην κάμαρα του δίχως να συναντήσει κανέναν. Η πόρτα της σπιτονοικοκυράς του ήτανε κλειστή. Μπαίνοντας στην κάμαρα του, ρίχτηκε στο ντιβάνι του με τα ρούχα. Δεν αποκοιμήθηκε, αλλά έμεινε βυθισμένος σε μια χαύνωση. Αν έμπαινε κείνη τη στιγμή κανένας μες στην κάμαρα του, θα πεταγότανε επάνω βάζοντας τις φωνές...
Μέσα στο κεφάλι του σάλευαν σκιές και κομματιασμένες σκέψεις. Δε μπορούσε όμως να ολοκληρώσει καμμιά, δε μπορούσε να σταθεί σε καμμιά, όσες προσπάθειες κι αν έκανε γι' αυτό...