Οne lifetime; many lives | Maya Tsoclis | TEDxThessaloniki
Μετάφραση: Andreas Tzekas Επιμέλεια: Mary Keramida
[Κάθε τέλος είναι μια αρχή]
[Παρουσιάζουμε στη σκηνή]
[τη Μάγια Τσόκλη]
Ουπς.
Καλημέρα.
(Χειροκρότημα)
Χθες κάναμε την πρόβα, δεν ήταν τόσος κόσμος. Μεγάλη μου τιμή που βρίσκομαι εδώ, σε μια κούκλα Θεσσαλονίκη,
θέλω να σας πω, πραγματικά.
Έκανα αυτή τη βόλτα στην παραλία, είσαστε πάρα πολύ τυχεροί.
Ευχαριστώ πάρα πολύ τους ανθρώπους
που μου εμπιστεύτηκαν αυτήν την πρώτη παρουσίαση.
Συνήθως όπως ξέρετε, παρουσιάζω τις ζωές άλλων.
Σήμερα θα σας παρουσιάσω τη δική μου τη ζωή.
Αυτό, γιατί πιστεύω ότι εικονογραφεί με ενδιαφέρον την εφαρμογή στην πράξη,
του σημερινού θέματος του TEDxThessaloniki.
Θα ξεκινήσω από πολύ μικρή.
Εδώ με βλέπετε με τη μαμά μου.
Είμαι πεντέμισι χρονών περίπου.
Ζούμε στη Γαλλία.
Κάτι συνέβη και οι γονείς μου
με στέλνουν στην Αθήνα, στη θεία Ελένη.
Μετά από δύο μήνες έρχεται ο πατέρας μου,
με παίρνει, πηγαίνουμε στο δωμάτιό μου,
ανεβαίνω πάνω στο κρεβάτι, για να έχω το ίδιο ύψος (με αυτόν),
για να με πάρει αγκαλιά,
και μου λέει: «Μάγια, η μαμά πέθανε».
Του λέω:
«Δεν είναι πλάκες, που κάνουν σε παιδιά, αυτά».
Μου λέει: «Δεν είναι πλάκα, η μαμά πέθανε».
Εγώ, μέσα σε πολύ λίγη ώρα, πηγαίνω στη θεία Ελένη
και της λέω πολύ σοβαρά: «Να σε λέω μαμά;»
Τη θεία Ελένη
και τη γυναίκα που με μεγάλωσε, την Ελένη δεν την είπα ποτέ μαμά.
Όμως νομίζω ότι η αντίδρασή μου ήταν πάρα πολύ υγιής
και καθόρισε, θα έλεγα, και τον μετέπειτα χαρακτήρα μου.
Το υπόλοιπο της παιδικής μου ηλικίας θα το περάσω ακολουθώντας
τις επαγγελματικές δραστηριότητες του πατέρα μου, σε όλο τον κόσμο.
Θα ζήσω σε πολλές χώρες, σε πολλές πόλεις, σε πολλές γλώσσες,
θα πάω σε πολλά σχολεία, θα γνωρίσω πολλές δασκάλες,
θα κάνω και θα χάσω πολλούς φίλους.
Έτσι θα εκπαιδευτώ στην προσαρμοστικότητα,
στους αποχαιρετισμούς και στην κοινωνικότητα.
Από τον πρόωρο θάνατο της μάνας μου και από τις πολλές μετακινήσεις,
παίρνω κάποια μαθήματα.
Το πρώτο είναι ότι η ζωή είναι εξαιρετικά εύθραυστη
και μπορεί να αλλάξει εν μία νυκτί.
Το δεύτερο είναι ότι κάθε τέλος εμπεριέχει αλλά και συνεπάγεται μια αρχή.
Και το τρίτο είναι, ότι τελικά μια πλάκα είναι η ζωή
και για να κοροϊδέψεις τη μοίρα σου,
ίσως ο μόνος τρόπος είναι να κάνεις πολλές ζωές,
να παίξεις πολλούς ρόλους.
Είχα και μια γιαγιά, φοβερή γιαγιά, τη γιαγιά Γλυκερία.
Την βλέπετε εδώ, δεύτερη από δεξιά.
Η οποία γιαγιά Γλυκερία ήταν Πολίτισσα,
είχε ζήσει διωγμούς, ξεριζωμούς,
ανταλλαγές πληθυσμών, αιφνίδιους θανάτους συγγενών,
και έλεγε η γιαγιά Γλυκερία το γνωστό, το ξέρουμε όλοι μας:
«Κάθε εμπόδιο για καλό, παιδί μου».
Με το κάθε εμπόδιο για καλό, λοιπόν έτσι πορεύτηκα και εγώ.
Στην εφηβεία μου,
να λοιπόν,
αποφασίζω να ξεφύγω
από το «ασχολήσου με το πνεύμα σου» του πατέρα μου
και να ασχοληθώ με τον πρωταθλητισμό.
Γίνομαι λοιπόν κολυμβήτρια.
Γίνομαι σοβαρή κολυμβήτρια, κολυμπάω στον Παναθηναϊκό,
κολυμπάω στην Εθνική ομάδα, έχω κάποιες επιτυχίες,
οι οποίες είναι προφανές ότι είχαν να κάνουν με την επιμονή μου.
Διότι όπως βλέπετε στο 1,55
δεν είχα και τα προσόντα να πάω και πολύ ψηλά.
Εν πάσει περιπτώσει, το έζησα πολύ έντονα
με 5 ώρες προπόνηση την ημέρα, βάρη, γυμναστικές,
γίνομαι κάτι σε Καρπόζηλο, μπορείτε να με φανταστείτε.
Το θετικό όλης αυτής της ιστορίας είναι ότι μαθαίνω κάτι πάρα πολύ σημαντικό,
την έννοια της υπέρβασης,
την οποία τη μαθαίνουν μόνο όσοι κάνουν πρωταθλητισμό.
Εκεί δηλαδή που νομίζεις ότι έχεις πεθάνει, δεν έχεις καμία δύναμη,
κάτι συμβαίνει και μια καινούργια ορμή ξυπνάει μέσα σου,
και ξαναγεννιέσαι και μπορείς συνεχίζεις και ενδυναμώνεσαι.
Αυτό μόνο όσοι κάνουν πρωταθλητισμό μπορούν να το βιώσουν βέβαια,
γιατί ένας φυσιολογικός άνθρωπος που κάνει αθλητισμό κουράζεται,
σταματάει, ξαποσταίνει και ξεκινάει πάλι.
Περνάνε 4-5 χρόνια από έτσι πολύ γερή δουλειά
και κάποια στιγμή πηγαίνω στην προπόνησή μου, την κάνω
και βγαίνω από το νερό και λέω στον προπονητή μου: «Νομίζω ότι αυτά μπορούσα να κάνω».
Είχα πάει σε δύο Βαλκανιάδες, είχα πάει και κάπου στην Ευρώπη, και του είπα ότι θα σταματήσω,
δεν μπορώ άλλο, τελειώνω.
Έβαλε τα γέλια γιατί το άκουγε κάθε μέρα
και δεν ξαναπάτησα ποτέ στο κολυμβητήριο.
Μετά πάλι σε μια προσπάθεια να ξεφύγω από την τέχνη, καταλαβαίνετε ότι με είχε μαρκάρει από μικρή.
Αντί να με πηγαίνουν στην παιδική χαρά,
με πηγαίναν σε γκαλερί και σε μουσεία, είχα απηυδήσει πλέον.
Αποφάσισα να ασχοληθώ, με τις θετικές επιστήμες.
Έτσι βρίσκομαι στο Παρίσι και αποφασίζω να κάνω ιατρική. Ξεκινάω λοιπόν, μαθαίνω ενδελεχώς -να το βρήκα χθες-
την ανατομία του ποδιού,
πηγαίνω σε εργαστήρια ανατομίας,
με αποτέλεσμα να τελειώσω κοινωνιολογία και να ασχοληθώ με την μόδα.
(Γέλια)
Τώρα, τι να σας πω - ναι.
Ξεκινάω λοιπόν τη σχέση μου με αυτόν τον χώρο,
με τον Γιάννη Τσεκλένη.
Καλά να είναι, με βοήθησε πάρα πολύ.
Μετά από λίγο καιρό απογαλακτίζομαι και δηλώνω σχεδιάστρια μόδας.
Είναι η δεκαετία του ΄80, πάρτι, φωτογράφοι, μοντέλα,
πάρα πολύ ωραία, στην Αθήνα.
Η εποχή, να σας θυμίσω, της βάτας, των μαλλιών, Flashdance, Τζέιν Φόντα κι όλα αυτά.
Αλλά έχουμε και τους Ιάπωνες εκείνη την εποχή, που προτείνουν μια αποδόμηση του ρούχου και μονοχρωμίες.
Ίσως να τα θυμόσαστε.
Εμένα βέβαια η έμπνευσή μου έρχεται, από την Ύδρα των παιδικών μου χρόνων
γιατί εκεί πηγαίναμε κάθε καλοκαίρι, όπου με έχουν μαρκάρει οι εικόνες των ορθόδοξων παπάδων με τα μαύρα ράσσα να κυκλοφορούν μέσα στα στενά,
με φόντο αυτούς τους ασπρισμένους τοίχους.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτή η ανάμνηση του υφάσματος που φεύγει,
με συγκινεί πάρα πολύ.
Έτσι ξεκινάω και εγώ την πορεία μου σαν σχεδιάστρια,
δουλεύοντας αυτό,
αυτή τη σχέση του υφάσματος με το σώμα, με τις διαφάνειες,
και οφείλω να ομολογήσω ότι αποκτώ ένα όνομα, ένα επώνυμο,
και τελικά μια επιτυχία.
Να τονίσω βέβαια ότι δεν ήταν το θρησκευτικό κομμάτι που με ενδιέφερε στους παπάδες, αλλά το αισθητικό.
Δειλά δειλά, στις αρχές του ΄90,
επειδή με καλούν συχνά στην τηλεόραση να μιλήσω για τα ρούχα μου
και κάτι κοστούμια που έφτιαχνα για το θέατρο, μου δίνεται μια ευκαιρία να μπω στον χώρο της τηλεόρασης,
από την εκπομπή της ΕΤ2 το «Συν και Πλην».
Είναι η πρώτη φορά που έρχομαι σε επαφή με την τηλεόραση
και πραγματικά μαγεύομαι.
Φώτα, κάμερες, στούντιο,
και φυσικά μαγεύομαι και από τη δύναμη του μέσου, την οποία συνειδητοποιώ.
Έτσι αποφασίζω να κλείσω το κεφάλαιο ρούχα - οφείλω να πω ότι με είχε απογοητεύσει λίγο η κατάσταση στην Ελλάδα,
ένας νεοπλουτισμός που υπήρχε.
Γενικά ένιωθα ενδόμυχα μια περιφρόνηση για την καθημερινότητα των πελατών μου.
Αυτοί που μπορούσαν να αγοράσουν ρούχα μου,
ήταν άνθρωποι, που δεν μου ταίριαζαν πολύ.
Οπότε το κλείνω.
Άλλο κεφάλαιο.
Κλείνω το μαγαζί, το ατελιέ μου κλείνω τα βιβλία μου
και στα 36 μου, στα 37 μου,
είμαι μια νεόκοπη δημοσιογράφος.
Ξεκινάω λοιπόν πάλι από την αρχή.
Είναι ενδιαφέρον αυτό, γιατί ποτέ δεν είναι αργά
για να ξεκινήσει κάτι κανένας.
Με τον τότε σύζυγό μου, τον Χρόνη Πεχλιβανίδη ξεκινάμε το «Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα», μπορεί να το θυμόσαστε.
Αυτή είναι η Αστυπάλαια - άσχετο, αλλά ήθελα να βάλω μια φωτογραφία που να βρίσκομαι κάπου στην Ελλάδα.
Εκεί ξεκινάει και σπάει μια γυάλα που αισθανόμουν ότι είχα γύρω μου.
Έρχομαι σε επαφή με τον πραγματικό κόσμο.
Γυρνάμε με ένα τζιπ που είχαμε, όλη την επικράτεια.
Από τα χρωματιστά Ιόνια, πάμε στα πέτρινα Τζουμέρκα,
ανεβαίνουμε στον Όλυμπο,
σαλαγάμε πρόβατα στη Σαμαρίνα,
χωνόμαστε στα σπήλαια της Αλιστράτης,
μιλάμε με τους Πεχλιβάνιδες τους λαδωμένους, της Θράκης.
Ένας καινούργιος κόσμος ανοίγεται στα μάτια μου
και αισθάνομαι ότι αποκτώ έναν λόγο ύπαρξης.
Η φωνή μου αρχίζει να ακούγεται στην Ελλάδα
και θέλω να πιστεύω ότι μέσα από την τηλεόραση,
τα περιοδικά, τις εφημερίδες, την παρουσία μου,
κάπως και εγώ συμβάλω σε αυτήν την πρόταση
μιας βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης στη χώρα.
Τελειώνει το «Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα»
και ξεκινάνε «Τα Ταξίδια στον Κόσμο».
Τότε πραγματικά και πάλι ο κόσμος μου αλλάζει.
Καταρρέουν οι συντεταγμένες μου
και γνωρίζω πραγματικά έναν άλλο κόσμο.
Τον κόσμο που ξέρετε και έχετε δει στην τηλεόραση.
[Μουσική]
[Ταξιδεύοντας]
[με τη Μάγια Τσόκλη]
Αυτό πάντα έχει το ίδιο εφέ.
Μέσα σε δέκα χρόνια, ταξιδεύω σε 60 χώρες
και πραγματικά αλλάζει η κοσμοθεωρία μου.
Πολύ σημαντική είναι η επαφή με την Ινδία.
Μην με φαντάζεστε ότι πήγα σε κάποιο Άσραμ - καμία σχέση.
Εκεί συνειδητοποιώ ότι τον χρόνο,
μπορείς να τον διαβάσεις διαφορετικά.
Δεν είναι απαραιτήτως γραμμικός, όπως τον ξέρουμε.
Θα μπορούσε να ήτανε επαναλαμβανόμενοι κύκλοι στη ζωή.
Αυτό με βοηθάει πάρα πολύ.
Βρίσκω λοιπόν το ταξίδι σαν την ιδανική συνταγή
για να ξεγελάσω τη μοίρα μου, δηλαδή να κάνω πολλές ζωές.
Αυτό, αν το σκεφτείτε,
το ταξίδι επιμηκύνει τον όγκο των αναμνήσεων που έχετε μέσα σας.
Θυμηθείτε ένα σαββατοκύριακο που πήγατε κάπου
και δύο μήνες που είστε στη Θεσσαλονίκη.
Έχει πολύ μεγαλύτερο χώρο μέσα σας αυτό το σαββατοκύριακο, αν ήτανε καλό.
Έτσι το 2009 αποφασίζω και πάλι να αλλάξω τη ζωή μου
και υιοθετώ τον Νικόλα.
Μόνη μου.
Μονογονεϊκή υιοθεσία, που προτείνω στις κυρίες που το θέλουνε.
Αυτός είναι ο Νικόλας.
Είναι ένας πολύ συμπαθής τύπος.
Κάνω και αυτήν τη ζωή λοιπόν.
Τη ζωή της μητέρας.
Ξέρετε, τα παιδικά πάρτι, τα «ξύπνα, παιδί μου» το πρωί,
το λεωφορείο, το «φάε διότι στην Αφρική πεινάνε».
Αυτό το λέω συνέχεια, αλλά συνειδητοποιώ ότι δεν πείθω καθόλου.
Μετά ακριβώς από αυτήν την απόφαση,
η οποία είναι μια δύσκολη απόφαση,
παίρνω και μια άλλη,
να δεχθώ να γίνω βουλευτής επικρατείας.
Να μπλεχτώ με την πολιτική.
Δεν έχω καμία σχέση μέχρι τότε, με τον κομματικό μηχανισμό.
Αυτό που θέλω είναι να είμαι χρήσιμη στη χώρα μου,
στους μοναδικούς τομείς που θεωρώ ότι έχω μια γνώση.
Δηλαδή στον τουρισμό και τον πολιτισμό.
Έτσι γίνομαι βουλευτής στην πιο άγρια εποχή της μεταπολίτευσης.
Η πρώτη μου πολιτική θέση, στάση, κίνηση, για την οποία είμαι περήφανη,
είναι ότι δεν κάνω τον σταυρό μου στην ορκωμοσία. Διότι θεωρώ ότι είναι διαφορετικό να ορκιστείς στο Σύνταγμα
και διαφορετικό στο Ευαγγέλιο.
Δεν έχει καμία θέση το Ευαγγέλιο στη Βουλή.
(Χειροκρότημα)
Με όλο τον σεβασμό κάνω τον σταυρό μου στην εκκλησία όταν πηγαίνω.
Όπως θυμόσαστε,
η θητεία αυτής της κυβέρνησης ξεκινάει με μεγάλο ενθουσιασμό,
και ολοκληρώνεται με εκβιαστικά διλήμματα απέναντι στους κυβερνητικούς βουλευτές.
Την ίδια στιγμή που εμείς είμαστε νέοι, άφθαρτοι και με καινούργιες ιδέες,
έξω από τη Βουλή γίνεται ο κακός χαμός -όπως θα θυμάστε- πόλεμος κανονικός.
Με κροτίδες και άλλα πολλά,
χιλιάδες κόσμου να βρίζει εμάς που είμαστε μέσα
και εμείς οι νέοι να εκπροσωπούμε όλα τα δεινά της πολιτικής ζωής
αυτής της χώρας.
Τα ιστορικά δεινά.
Καταλαβαίνετε ότι είναι μια πολύ άγρια περίοδος,
η οποία με αφήνει κυριολεκτικά τραυματισμένη.
Τραυματισμένη και επαγγελματικά,
αλλά τραυματισμένη και σωματικά.
Εκεί που όλα είναι καλά και προσπαθώ να πάρω μια αναπνοή,
από εκεί που είσαι μια χαρά
-ξυπνάς το πρωί και θεωρείς πως όλα πάνε καλά-
μαθαίνεις ότι δεν είσαι καλά.
Περνάς στο κομμάτι των ασθενών.
Σου λένε ότι βγήκε η βιοψία, ότι υπάρχει μια κακοήθεια στον μαστό,
ότι χρειάζεται να κάνεις μιας επέμβαση και κάθεσαι και σκέφτεσαι,
αυτό το «κάθε εμπόδιο για καλό» της γιαγιάς πού μπορώ να το χώσω τώρα;
Τι καλό μπορεί να βγει από αυτήν την ιστορία;
Αυτό νομίζω ότι το βρήκα μιλώντας για την υπόθεση του καρκίνου του μαστού,
προσπαθώντας να ευαισθητοποιήσω τον κόσμο, όσο γίνεται.
Μην πολυλογώ (έκανα) εγχειρίσεις, εξετάσεις, χημειοθεραπείες.
Ένα πολύ μοναχικό μονοπάτι.
Πολλοί φίλοι, καλοί γιατροί, αγαπημένο σύντροφο, αγαπημένη οικογένεια,
αλλά ένα πολύ μοναχικό μονοπάτι,
και ένα μονοπάτι, που καλώς ή κακώς οδηγεί σε έναν απολογισμό.
Σκέφτομαι ότι εκείνη την εποχή αισθανόμουν σαν μέσα μου να είχα
ένα τεράστιο ξύλινο κουτί το οποίο μέσα είχε όλες τις στιγμές της ζωής μου,
το οποίο ταρακουνούσε ο καρκίνος και μου πέταγε μπροστά μου
τις στιγμές και τις εμπειρίες μου
και όλα αυτά πέρνανε μια άλλη σειρά.
Πράγματα στα οποία δεν έδινα σημασία,
το αεράκι, ένα νόστιμο πορτοκάλι, το άγγιγμα του Αλέξανδρου,
το δοντάκι του Νικόλα,
πήρανε ένα άλλο νόημα.
Έτσι το πρόσωπο που είναι όπως το βλέπετε,
καταβεβλημένο, κουρασμένο, προσπαθεί να μοιάσει φυσιολογική,
μια καινούργια δύναμη, αυτή η δύναμη που γνώρισα ως κολυμβήτρια,
με σπρώχνει ξανά.
Υπάρχει μια αναγέννηση.
Αυτό γιατί κάνω ειρήνη,
όπως κάθε άνθρωπος που περνάει από αυτή την ιστορία,
με το τέλος.
Το πραγματικό τέλος, τον θάνατο,
και ξαναπιάνεις τη ζωή από τα κέρατα.
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Δεν έχεις κι άλλο δρόμο.
(Χειροκρότημα)
Ξεκινάω πάλι τις εκπομπές.
Τελευταία εκπομπή πριν αρρωστήσω και πρώτη μετά είναι η Κέρκυρα.
Δεν είναι δυνατόν να κλείσει έτσι ο κύκλος και ανοίγω καινούργιο.
Έτρεχα με χημιοθεραπείες και βρογχοσπασμούς στην Κερκίνη,
να κάνω εκπομπή από την αρχή.
Να ανοίξω έναν καινούργιο κύκλο,
γιατί πραγματικά αυτό ήτανε που με απασχολούσε.
Ακριβώς μετά, όταν παίρνουμε μια ανάσα,
ξεκινάμε μια άλλη ιστορία με τον σύντροφό μου, Αλέξανδρο Κουρή,
μια μικροζυθοποιία στην Τήνο, γιατί είμαστε τρελοί.
Γιατί θέλουμε να βάλουμε σε πράξη όλες μας τις ιδέες.
Αυτή η μπύρα που έχουμε φτιάξει στο νησί, κυκλοφορεί τώρα στις Κυκλάδες,
τη Θεσσαλονίκη, την Αγγλία και την Αυστραλία.
Είναι μια πάρα πολύ μεγάλη συγκίνηση
και πολύ μεγάλη χαρά, πρωτόγνωρη,
να δημιουργείς ένα προϊόν από το τίποτα και να δημιουργείς αξία.
Θα σας έλεγα ότι λίγο-πολύ αυτή είναι η ζωή μου.
Ποτέ δεν θέλησα να πω τι επάγγελμα κάνω.
Λέω ότι η ζωή μου είμαι εγώ.
Είναι οι δρόμοι που πήρα, κάθε τέλος και αρχή που έχω αποφασίσει.
Εξάλλου ποιος ξέρει τι θα κάνω αύριο.
Θα έλεγα λοιπόν ότι είναι μια ζωή γεμάτη κεφάλαια, γεμάτη ρόλους,
γεμάτη καταστάσεις, που πιστεύω ότι θα μπορούσε να είναι
μια εναλλακτική συνταγή για τη ζωή μας,
σε αυτήν την εποχή της κάθετης εξειδίκευσης.
Εγώ προτίμησα να ζήσω αναγεννησιακά,
πλατιά, να κάνω πάρα πολλά πράγματα.
Και νομίζω ότι πραγματικά πέτυχα να ξεγελάσω τη μοίρα μου.
Έζησα μια πλούσια ζωή, που έχει διαρκέσει πολύ.
Χτυπάω ξύλο βέβαια, αλλά λέω να πάω και πιο πέρα.
Το συμπέρασμα από όλη αυτήν την ιστορία θα ήτανε,
ότι τελικά κάθε τέλος είναι ένα θείο δώρο.
Το κακό είναι ότι συνήθως μας επιβάλλεται εξωγενώς,
ενώ θα έπρεπε το τέλος να το επιλέγουμε εμείς.
Γιατί αυτό θα σημαίνει ότι θα επιλέξουμε και την καινούργια αρχή.
Γιατί αν το σκεφτούμε, η επιλογή του τέλους μας,
είναι από τα ελάχιστα όπλα που τελικά έχουμε για να αντισταθούμε στη μοίρα μας
και να ζήσουμε με χαμόγελο, δημιουργικά,
μέχρι τελικά να κλείσουμε τα μάτια μας.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
(Χειροκρότημα)