XVIII. Ο Θάνατος του Τούριν (1)
Καθώς τώρα η Νίνιελ έτρεχε μακριά, ο Τούριν αναδεύτηκε και του φάνηκε ότι μέσα στο βαθύ σκοτάδι του την άκουσε να τον φωνάζει από μακριά. Αλλά μόλις πέθανε ο Γκλάουρουνγκ, η μαύρη λιποθυμία τον άφησε και ανάσανε πάλι βαθιά και αναστέναξε και βυθίστηκε σε ύπνο από μεγάλη εξάντληση. Όμως πριν από τα χαράματα έβαλε κρύο βαρύ και στον ύπνο του στριφογύρισε και η λαβή του Γκούρθανγκ χώθηκε στο πλευρό του και ξαφνικά ξύπνησε. Η νύχτα έφευγε και υπήρχε μια ανάσα πρωινού στον αέρα. Και πετάχτηκε όρθιος και θυμήθηκε τη νίκη του και το καυτό δηλητήριο στο χέρι του. Το σήκωσε και το κοίταξε κι απόρησε. Γιατί ήταν δεμένο με μια λωρίδα λευκό ύφασμα, αλλά υγρό, και δεν τον πονούσε. Και είπε στον εαυτό του: “Γιατί να με περιποιηθεί κάποιος έτσι και ύστερα να με αφήσει εδώ σωριασμένο στο κρύο μέσα στην καταστροφή και τη δυσωδία του Δράκοντα; Τι παράξενα πράγματα έγιναν;”
Τότε φώναξε δυνατά, αλλά απάντηση δεν πήρε. Όλα ήταν μαύρα και ζοφερά γύρω του και υπήρχε η δυσωδία του θανάτου. Έσκυψε και σήκωσε το σπαθί του και ήταν ακέραιο και το φως στις κόψεις του ασκίαστο.
“Αδηφάγο ήταν το δηλητήριο του Γκλάουρουνγκ”, είπε, “αλλά εσύ είσαι πιο δυνατός από μένα, Γκούρθανγκ. Πίνεις κάθε αίμα. Δική σου είναι η νίκη. Έλα όμως! Πρέπει να πάω να ζητήσω βοήθεια, γιατί το κορμί μου είναι κατάκοπο και έχω παγώσει ως το κόκαλο”.
Τότε γύρισε την πλάτη του στον Γκλάουρουνγκ και τον άφησε να σαπίσει. Αλλά καθώς έφευγε από κείνο το μέρος, κάθε βήμα έμοιαζε πιο βαρύ και σκέφτηκε: "Στο Νεν Γκίριθ μπορεί να βρω κάποιον από τους ανιχνευτές να με περιμένει. Αλλά μακάρι να γύριζα γρήγορα στο σπίτι μου και να ένιωθα τα απαλά χέρια της Νίνιελ και την επιδεξιότητα του Μπράντιρ!" Και έτσι επιτέλους, περπατώντας κουρασμένα, ακουμπώντας στο Γκούρθανγκ, έφτασε μέσα στο γκρίζο φως της αυγής στο Νεν Γκίριθ, και καθώς ο κόσμος ετοιμαζόταν να πάει να αναζητήσει το νεκρό του σώμα, αυτός εμφανίστηκε μπροστά τους.
Τότε έντρομοι υποχώρησαν πιστεύοντας ότι ήταν το πνεύμα του, και οι γυναίκες στρίγκλισαν και σκέπασαν τα μάτια. Αλλά αυτός είπε:
“Όχι, μην κλαίτε, αλλά να χαίρεστε! Δείτε! Δεν είμαι ζωντανός; Και δεν σκότωσα τον Δράκοντα που φοβόσαστε;”
Τότε γύρισαν στον Μπράντιρ, και φώναξαν:
“Ανόητε, με τις ψεύτικες ιστορίες σου, να λες ότι είναι νεκρός. Δεν το είπαμε ότι είσαι τρελός;” Τότε ο Μπράντιρ έμεινε άναυδος και κοίταζε τον Τούριν με φόβο στα μάτια του και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.
Αλλά ο Τούριν του είπε:
“Εσύ, λοιπόν, ήρθες εκεί και φρόντισες το χέρι μου; Σ' ευχαριστώ. Αλλά η δεξιοσύνη σου δεν σε βοηθά αν δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την αναισθησία από το θάνατο”. Τότε γύρισε στον κόσμο: “Μην του μιλάτε έτσι, ανόητοι όλοι σας. Ποιος από σας θα τα κατάφερνε καλύτερα; Τουλάχιστον είχε το θάρρος να κατεβεί στο μέρος της μάχης, ενώ εσείς καθόσαστε εδώ θρηνώντας! Όμως τώρα, γιε του Χάντιρ, έλα! Υπάρχουν κι άλλα που θέλω να μάθω. Γιατί είσαι εδώ, κι εσύ και όλος αυτός ο κόσμος που άφησα στο Έφελ; Αν πηγαίνω στον κίνδυνο του θανάτου για σας, δεν μπορείτε να με υπακούσετε όσο λείπω; Και πού είναι η Νίνιελ; Τουλάχιστον ελπίζω να μην τη φέρατε εδώ, αλλά να την αφήσατε εκεί όπου της όρισα, στο σπίτι μου, με γενναίους άνδρες να το φρουρούν;” Και όταν κανείς δεν του απάντησε, “Εμπρός, πείτε, πού είναι η Νίνιελ;” φώναξε. “Γιατί αυτήν θέλω πρώτα να δω. Και πρώτα σ' αυτήν θα πω την ιστορία των κατορθωμάτων της νύχτας”.
Αλλά αυτοί απέστρεψαν το πρόσωπό τους και ο Μπράντιρ τελικά είπε:
“Η Νίνιελ δεν είναι εδώ”.
“Αυτό τότε είναι καλό”, είπε ο Τούριν. “Θα πάω στο σπίτι μου. Υπάρχει άλογο να με μεταφέρει; Ή ένα νεκροκρέβατο θα ήταν καλύτερα. Σχεδόν λιποθυμώ από τον κόπο”.
“Όχι, όχι!” είπε ο Μπράντιρ με αγωνία στην καρδιά. “Το σπίτι σου είναι άδειο. Η Νίνιελ δεν είναι εκεί. Είναι νεκρή”.
Αλλά μία από τις γυναίκες -η γυναίκα του Ντόρλας, που καθόλου δεν συμπαθούσε τον Μπράντιρ- φώναξε στριγκά:
“Μην του δίνεις σημασία, άρχοντα! Γιατί είναι τρελός. Ήρθε λέγοντας ότι είσαι νεκρός και είπε ότι αυτό είναι καλό νέο. Αλλά εσύ ζεις. Γιατί, λοιπόν, να πιστέψουμε ότι η ιστορία του για τη Νίνιελ πως είναι νεκρή και άλλα χειρότερα είναι αληθινή;”
Τότε ο Τούριν πήγε με μεγάλες δρασκελιές στον Μπράντιρ:
“Ώστε ο θάνατός μου ήταν καλό νέο;” φώναξε. “Ναι, πάντα την ήθελες για σένα, το ξέρω. Τώρα είναι νεκρή λες. Και άλλα ακόμη χειρότερα; Τι ψέματα γέννησες μέσα στην κακία σου, Στραβοπόδη; Θέλεις, λοιπόν, να μας σκοτώσεις με φαύλα λόγια, αφού δεν καταφέρνεις να έχεις άλλο όπλο;”
Τότε ο θυμός έδιωξε τον οίκτο από την καρδιά του Μπράντιρ και φώναξε:
“Τρελός; Όχι, τρελός είσαι εσύ, Μαύρο Σπαθί της μαύρης κατάρας! Και όλος αυτός ο ξεμωραμένος λαός. Δεν λέω ψέματα! Η Νίνιελ είναι νεκρή, νεκρή, νεκρή! Αναζήτησέ την μέσα στον Τέιγκλιν!”
Τότε ο Τούριν έμεινε ακίνητος και παγερός.
“Πώς το ξέρεις;” είπε σιγά. “Πώς μηχανεύτηκες κάτι τέτοιο;”
“Το ξέρω γιατί την είδα να πηδάει” , απάντησε ο Μπράντιρ. “Αλλά εκείνος που το κατάφερε είσαι εσύ. Το έσκασε από σένα, Τούριν, γιε του Χούριν, κι έπεσε στο Κάμπεντ-εν-Άρας για να μην σε ξαναδεί ποτέ. Νίνιελ! Νίνιελ; Όχι Νίνιελ, αλλά Νίενορ, κόρη του Χούριν”.
Τότε ο Τούριν τον άρπαξε και τον τράνταξε, γιατί μ' εκείνα τα λόγια άκουσε τα βήματα της κατάρας του να τον ζυγώνουν, αλλά από φρίκη και οργή η καρδιά του δεν τα δεχόταν, σαν ένα αγρίμι θανάσιμα πληγωμένο, που πριν πεθάνει θέλει να πληγώσει όλα όσα βρίσκονται δίπλα του.
“Ναι, είμαι ο Τούριν, ο γιος του Χούριν”, φώναξε. “Το είχες μαντέψει αυτό από καιρό. Αλλά τίποτα δεν ξέρεις για τη Νίενορ την αδελφή μου. Τίποτα! Ζει στο Κρυμμένο Βασίλειο και είναι ασφαλής. Είναι ψέμα που το έβγαλες από το δικό σου άθλιο μυαλό για να οδηγήσεις στην τρέλα τη γυναίκα μου και τώρα κι εμένα. Δόλιε κουτσέ, θέλεις να μας σπρώξεις και τους δυο στο θάνατο;”
Αλλά ο Μπράντιρ αποτίναξε το άγγιγμά του.
“Μη με αγγίζεις!” είπε. “Και κράτα το μένος σου. Αυτή που ονομάζεις γυναίκα σου ήρθε και σε περιποιήθηκε και δεν απάντησες στο κάλεσμά της. Αλλά απάντησε κάποιος άλλος για σένα. Ο Γκλάουρουνγκ ο Δράκοντας, που πιστεύω ότι σας μάγεψε και τους δύο για να σας οδηγήσει στην καταστροφή. Αυτά είπε πριν πεθάνει: "Νίενορ, κόρη του Χούριν, να ο αδελφός σου: προδοτικός για τους εχθρούς, άπιστος στους φίλους, μια κατάρα για το γένος του, ο Τούριν γιος του Χούριν”.
Τότε ξαφνικά ένα τρελό γέλιο κυρίεψε τον Μπράντιρ. “Λένε ότι οι ετοιμοθάνατοι άνθρωποι λένε αλήθεια”, είπε γελώντας. “Ακόμη και οι Δράκοι το ίδιο κάνουν, φαίνεται. Τούριν, γιε του Χούριν, κατάρα στο γένος σου και σ' όλους όσοι σε φιλοξενούν!”
Τότε ο Τούριν άρπαξε το Γκούρθανγκ και ένα ολέθριο φως υπήρχε στα μάτια του.
“Και τι να πει κανείς για σένα, Στραβοπόδη; “ είπε αργά. “Ποιος της είπε κρυφά πίσω από την πλάτη μου το πραγματικό μου όνομα; Ποιος την έφερε στην κακία του Δράκοντα; Ποιος στάθηκε άπραγος και την άφησε να πεθάνει; Ποιος ήρθε εδώ για να διατυμπανίσει αυτήν τη φρίκη όσο πιο γρήγορα μπορούσε; Ποιος χαίρεται τώρα για το κακό μου; Λένε οι άνθρωποι την αλήθεια προ του θανάτου; Τότε πες την τώρα γρήγορα”.
Τότε ο Μπράντιρ, βλέποντας το θάνατό του στο πρόσωπο του Τούριν, απόμεινε ακίνητος και δεν δείλιασε, αν και δεν είχε όπλο εκτός από το μπαστούνι του. Και είπε:
“Όλες οι συγκυρίες που συνέβησαν αποτελούν μεγάλη ιστορία για να την πω και σ' έχω βαρεθεί. Όμως με συκοφαντείς, γιε του Χούριν. Σε συκοφάντησε ο Γκλάουρουνγκ; Αν με σκοτώσεις, τότε όλοι θα δουν ότι είπε την αλήθεια. Όμως δεν φοβάμαι να πεθάνω, γιατί τότε θα πάω να αναζητήσω τη Νίνιελ που την αγαπούσα και μπορεί να τη βρω πάλι πέρα από τη Θάλασσα”.
“Να βρεις τη Νίνιελ!” φώναξε ο Τούριν. “Όχι, τον Γκλάουρουνγκ θα βρεις και θα γεννάτε ψέματα μαζί. Θα κοιμηθείς με το Σκουλήκι, τον σύντροφο της ψυχής σου, και θα σαπίσετε στο ίδιο σκοτάδι!” Τότε σήκωσε το Γκούρθανγκ και χτύπησε τον Μπράντιρ και τον σκότωσε. Αλλά ο κόσμος απέστρεψε το πρόσωπό του από την πράξη και, καθώς ο Τούριν έκανε στροφή και έφυγε από το Νεν Γκίριθ, σκόρπισαν από μπρος του έντρομοι.
Ύστερα ο Τούριν πήγε αλλόφρων μέσα στο άγριο δάσος και πότε καταριόταν τη Μέση-γη και όλη τη ζωή των Ανθρώπων και πότε φώναζε τη Νίνιελ. Αλλά όταν επιτέλους τον άφησε η τρέλα της θλίψης του, κάθισε για λίγο και αναλογίστηκε όλες τις πράξεις του και άκουσε τον εαυτό του να φωνάζει:
“Ζει στο Κρυμμένο Βασίλειο και είναι σώα και αβλαβής!” Και σκέφτηκε ότι τώρα, αν και όλη του η ζωή ήταν κατεστραμμένη, πρέπει να πάει κι αυτός εκεί, γιατί όλα τα ψέματα του Γκλάουρουνγκ τον είχαν παραπλανήσει. Έτσι σηκώθηκε και πήγε στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν και καθώς περνούσε δίπλα από το Χάουδ-εν-Έλλεθ, φώναξε:
“Πλήρωσα πικρά, ω Φιντούιλας, που έδωσα πίστη στον Δράκοντα. Τώρα θέλω τη συμβουλή σου!”
Αλλά τη στιγμή που φώναζε, είδε δώδεκα κυνηγούς καλά οπλισμένους, που περνούσαν τις Διαβάσεις και ήταν Ξωτικά. Και καθώς πλησίασαν, γνώρισε τον ένα: ήταν ο Μάμπλουνγκ, ο αρχικυνηγός του Θίνγκολ. Και ο Μάμπλουνγκ τον χαιρέτησε φωνάζοντας:
“Τούριν! Επιτέλους σε συναντώ. Σε ψάχνω και χαίρομαι που σε βλέπω ζωντανό, αν και τα χρόνια κύλησαν βαριά πάνω σου”.
“Βαριά!” είπε ο Τούριν. “Ναι, όπως τα πόδια του Μόργκοθ. Αλλά αν χαίρεσαι που με βλέπεις ζωντανό, τότε θα είσαι ο τελευταίος στη Μέση-γη. Γιατί αυτό;”
“Γιατί σε τιμούσαμε πάντα όλοι μας”, απάντησε ο Μάμπλουνγκ. “Και παρόλο που διέφυγες από πολλούς κινδύνους, φοβόμουν για σένα στο τέλος. Είδα την έξοδο του Γκλάουρουνγκ και νόμισα ότι είχε εκπληρώσει το δόλιο σκοπό του και επέστρεφε στον Αφέντη του. Αλλά έστριψε προς το Μπρέθιλ και ταυτόχρονα έμαθα από περιπλανώμενους ότι το Μαύρο Σπαθί του Νάργκοθροντ είχε εμφανιστεί πάλι εκεί και οι Ορκ απέφευγαν τα σύνορά του σαν το θάνατο. Τότε με γέμισε τρόμος, και είπα: "Αλίμονο! Ο Γκλάουρουνγκ πηγαίνει εκεί όπου οι Ορκ του δεν τολμούν να πάνε, για να αναζητήσει τον Τούριν". Έτσι ήρθα εδώ όσο πιο γρήγορα γινόταν, για να σε προειδοποιήσω και να σου προσφέρω τη βοήθειά μου”.