2.5 Οι Άγγελοι της Εκδίκησης (2)
Για πέντε ημέρες περπάτησε με κόπο και με πόδια που πονούσαν μέσα από τα στενά μονοπάτια τα οποία είχε ήδη διασχίσει ιππεύοντας. Την νύχτα θα ξάπλωνε ανάμεσα στα βράχια και θα κοιμόταν για μερικές ώρες· μα πριν το χάραμα θα ήταν και πάλι καθοδόν. Την έκτη μέρα, έφτασε το Φαράγγι του Αετού, από το οποίο είχαν ξεκινήσει το κακότυχο ταξίδι τους. Από εκεί έβλεπε την πατρίδα των αγίων. Καταβεβλημένος και εξουθενωμένος, έγειρε πάνω στο τουφέκι του και κούνησε το λιπόσαρκο χέρι του αγριεμένα προς την σιωπηλή πόλη που απλωνόταν από κάτω του. Καθώς την κοίταξε, παρατήρησε πως υπήρχαν σημαίες σε κάποιους από τους κεντρικούς δρόμους, και άλλα ίχνη εορτασμού. Σκεφτόταν ακόμη τι θα μπορούσαν να σημαίνουν όλα αυτά όταν άκουσε το κροτάλισμα από οπλές αλόγου, και είδε έναν έφιππο άντρα να καλπάζει προς το μέρος του. Καθώς πλησίαζε, τον αναγνώρισε σαν τον Μορμόνο που ονομαζόταν Κόουπερ, και για τον οποίο είχε κάνει κάποιες δουλειές κατά καιρούς. Οπότε και μόλις έφτασε κοντά του, τον πλεύρισε, έχοντας ως στόχο να μάθει ποια ήταν η μοίρα της Λούσυ Φερριέρ.
«Είμαι ο Τζέφερσον Χόουπ», είπε. «Με θυμάσαι.»
Ο Μορμόνος τον κοίταξε με απροκάλυπτη έκπληξη— πράγματι, ήταν δύσκολο να αναγνωρίσει σε εκείνον τον κουρελιασμένο, αφρόντιστο οδοιπόρο, με το αποτρόπαια ωχρό πρόσωπο και τα έντονα, αγριεμένα μάτια, τον περιποιημένο νεαρό κυνηγό του παλιού καιρού. Έχοντας, ωστόσο, ικανοποιηθεί όσον αφορά την ταυτότητα του, η έκπληξη του άντρα μεταβλήθηκε σε ανησυχία.
«Είσαι τρελός για να έρθεις εδώ», φώναξε. «Όσο αξία έχει η ζωή σου τόση θα ‘χει και η δικιά μου αν με δουν να μιλάω μαζί σου. Υπάρχει ένταλμα για σένα από τους Τέσσερις Αγίους για την συμβολή σου στην διαφυγή των Φερριέρ.»
«Δεν τους φοβάμαι, ούτε και το ένταλμα τους», είπε ο Χόουπ, μέσα από την καρδιά του. «Πρέπει να γνωρίζεις κάτι σχετικά με το ζήτημα, Κόουπερ. Σε ορκίζω σε ότι έχεις ιερό να απαντήσεις μερικές ερωτήσεις. Πάντοτε ήμασταν φίλοι. Για όνομα του Θεού, μην αρνηθείς να μου απαντήσεις.»
«Τι είναι;» ρώτησε ο Μορμόνος ανήσυχα. «Κάνε γρήγορα. Ακόμη και οι πέτρες έχουν αυτιά και τα δέντρα μάτια.»
«Τι απόγινε η Λούσυ Φερριέρ;»
«Παντρεύτηκε χθες με τον νεαρό Ντρέμπερ. Ηρέμησε, άνθρωπε, ηρέμησε, δεν έχεις το κουράγιο.»
«Μην σε νοιάζει για μένα», είπε ο Χόουπ ξεψυχισμένα. Ήταν κάτωχρος μέχρι και τα χείλη του, και είχε βουλιάξει στον βράχο πάνω στον οποίο έγερνε. «Παντρεύτηκε, είπες;»
«Παντρεύτηκε χθες—για αυτό και υπάρχουν όλες εκείνες οι σημαίες στον Οίκο της Χάρης (Endowment House). Ειπώθηκαν μερικές κουβέντες μεταξύ του νεαρού Ντρέμπερ και του νεαρού Στάνγκερσον σχετικά με το ποιος θα την έπαιρνε. Είχαν ακολουθήσει και οι δυο τους την ομάδα που τους είχε ακολουθήσει, και ο Στάνγκερσον πυροβόλησε τον πατέρα της, γεγονός που φαινόταν να προσφέρει τις καλύτερες αξιώσεις· άλλα όταν το έθεσαν ενώπιον του συμβουλίου, η ομάδα του Ντρέμπερ ήταν ισχυρότερη, έτσι ο προφήτης την έδωσε σε εκείνον. Κανείς δεν θα την έχει για πολύ, γιατί είδα τον θάνατο στη ματιά της χθες. Μοιάζει περισσότερο με φάντασμα παρά με γυναίκα. Θα φύγεις, λοιπόν;»
«Ναι, θα φύγω», είπε ο Τζέφερσον Χόουπ, που είχε σηκωθεί από το σημείο που είχε καθίσει. Το πρόσωπο του κάλλιστα θα μπορούσε να είχε σκαλιστεί σε μάρμαρο, τόσο σκληρή και αποφασισμένη ήταν η έκφραση του, ενώ τα μάτια του έλαμπαν με ένα απειλητικό φως.
«Που πηγαίνεις;»
«Δεν έχει σημασία», απάντησε, και, ρίχνοντας το όπλο του πάνω στο ώμο, κατηφόρισε βιαστικά το χάσμα και ακόμη μακρύτερα μέσα στην καρδιά των βουνών στα λημέρια των άγριων θηρίων. Ανάμεσα τους δεν υπήρχε πιο μανιασμένο και πιο επικίνδυνο από όσο ο ίδιος.
Η πρόβλεψη του Μορμόνου εκπληρώθηκε πλήρως. Κατά πόσο έφταιγε ο φρικτός θάνατος του πατέρα της ή τα αποτελέσματα ενός μισητού γάμου στον οποίο είχε συναινέσει δια της βίας, η φτωχή η Λούσυ δεν ξανασήκωσε κεφάλι, αλλά μαράζωσε και πέθανε μέσα στον μήνα. Ο μέθυσος άντρας της, ο οποίος την είχε παντρευτεί κυρίως χάρη της περιουσίας του Τζων Φερριέρ, δεν έδειξε να φέρει βαρέως την απώλεια της συζύγου του· μα οι άλλες γυναίκες του την θρήνησαν, και κάθισαν μαζί της την νύχτα πριν από την ταφή, όπως αποτελεί έθιμο των Μορμόνων. Ήταν μαζεμένες γύρω από το νεκροκρέβατο τις μικρές ώρες του πρωινού, όταν, με ανείπωτο φόβο και έκπληξη, η πόρτα άνοιξε, και ένας αγριεμένος, βασανισμένος άντρας με κομματιασμένα ενδύματα μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Δίχως μια ματιά ή μια λέξη προς τις φοβισμένες γυναίκες, περπάτησε μέχρι την ωχρή σιωπηλή φιγούρα που κάποτε περιείχε την αχνή ψυχή της Λούσυ Φερριέρ. Σκύβοντας από πάνω της, πίεσε τα χείλη του με σεβασμό πάνω στο παγωμένο της μέτωπο, και κατόπιν, ανασηκώνοντας το χέρι της, έβγαλε την βέρα από το δάκτυλο της. «Δεν θα κηδευτεί μαζί του», φώναξε με μια εξαγριωμένη κραυγή, και πριν σημάνει συναγερμός και να ειδοποιηθεί κανείς κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες και χάθηκε. Τόσο παράδοξο και τόσο σύντομο ήταν το επεισόδιο, που οι φρουροί ίσως να το έβρισκαν δύσκολο να το πιστέψουν και οι ίδιοι ή ακόμη και να πείσουν άλλους για αυτό, αν δεν υπήρχε το αδιάψευστο γεγονός της εξαφανισμένης χρυσής βέρας η οποία την σημάδευε ως νύφη.
Για μερικούς μήνες ο Τζέφερσον Χόουπ παρέμεινε μέσα στα βουνά, ζώντας μια περίεργη άγρια ζωή, και τρέφοντας στην καρδιά του τη μανιασμένη επιθυμία της εκδίκησης η οποία τον διακατείχε. Ιστορίες λέγονταν στην Πόλη για την αλλόκοτη μορφή που είχε φανεί να τριγυρνά στα προάστια, και που στοίχειωνε τις μοναχικές χαράδρες των βουνών. Κάποτε μια σφαίρα πέρασε σφυρίζοντας μέσα από το παράθυρο του Στάνγκερσον και χτύπησε στον τοίχο ούτε μισό μέτρο μακριά του. Σε μια άλλη περίσταση, καθώς ο Ντρέμπερ περνούσε κάτω από έναν γκρεμό ένας βράχος έπεσε προς το μέρος του, και διέφυγε έναν τρομερό θάνατο πέφτοντας κάτω με τα μούτρα. Οι δυο νεαροί Μορμόνοι δεν άργησαν να ανακαλύψουν τον λόγο των αποπειρών εκείνων, και οδήγησαν επανειλημμένως αποστολές μέσα στα βουνά με την ελπίδα να αιχμαλωτίσουν ή να σκοτώσουν τον εχθρό τους, αλλά πάντοτε ανεπιτυχώς. Κατόπιν υιοθέτησαν την προφύλαξη να μην βγαίνουν ποτέ μόνοι ή μετά το ηλιοβασίλεμα, και να έχουν πάντοτε φρουρά στα σπίτια τους. Έπειτα από καιρό μπόρεσαν να χαλαρώσουν τα μέτρα εκείνα, γιατί ο αντίπαλος τους είχε γίνει άφαντος, ούτε φωνή ούτε ακρόαση, και έλπισαν πως ο καιρός είχε κατευνάσει την θέληση του για εκδίκηση.
Απείχε μακράν από το να τη μαλακώσει, αν μη τι άλλο, την είχε εντείνει. Το μυαλό του κυνηγού ήταν από μια σκληρή, ανένδοτη στόφα, και η κυρίαρχη ιδέα της εκδίκησης το είχε καταλάβει σε τέτοιο βαθμό που δεν υπήρχε χώρος για κανένα άλλο συναίσθημα. Ήταν, ωστόσο, υπεράνω όλων πρακτικός. Σύντομα συνειδητοποίησε πως ακόμη και η σιδερένια του κράση δεν θα άντεχε την ακατάπαυστη πίεση στην οποία υπέβαλε τον εαυτό του. Η έκθεση στα στοιχεία της φύσης και η ανάγκη για ένα πλήρες φαγητό τον εξουθένωναν. Αν πέθαινε σαν το σκυλί μέσα σε τούτα τα βουνά, τι θα γινόταν ύστερα με την εκδίκηση του; Και όμως ένας τέτοιος θάνατος ήταν βέβαιο πως θα τον έβρισκε αν επέμενε. Ένοιωθε πως έτσι θα έπαιζε το παιχνίδι του εχθρού του, έτσι απρόθυμα επέστρεψε στα παλιά ορυχεία στην Νεβάδα, μένοντας εκεί για να ξαναβρεί την υγεία του και να συγκεντρώσει αρκετά χρήματα που να του επιτρέψουν να επιδιώξει τον σκοπό του δίχως στερήσεις.
Πρόθεση του ήταν να λείψει για έναν χρόνο το πολύ, αλλά ένας συνδυασμός από απρόβλεπτες περιστάσεις απέτρεψε την αποχώρηση του από τα ορυχεία για σχεδόν πέντε. Στο τέλος της περιόδου εκείνης, όμως, η μνήμη των αδικιών του και η λαχτάρα του για εκδίκηση ήταν τόσο έντονες όπως εκείνη την αλησμόνητη μέρα όταν είχε σταθεί πλάι στον τάφο του Τζων Φερριέρ. Μεταμφιεσμένος και υπό άλλο όνομα, επέστρεψε στην Πόλη του Σαλτ Λέηκ, δίχως να νοιάζεται για την ζωή του, υπό τον όρο πως θα επιτύγχανε ότι γνώριζε ως δίκαιο. Εκεί βρήκε κακά μαντάτα να τον περιμένουν. Ένα σχίσμα είχε λάβει χώρα μεταξύ των Εκλεκτών μερικούς μήνες νωρίτερα, με κάποια από τα νεώτερα μέλη της Εκκλησίας να έχουν επαναστατήσει ενάντια στην εξουσία των Πρεσβυτέρων, και το αποτέλεσμα ήταν η απόσχιση ενός αριθμού δυσαρεστημένων, οι οποίοι είχαν αφήσει την Γιούτα και είχαν γίνει Άπιστοι. Μεταξύ αυτών ήταν οι Ντρέμπερ και Στάνγκερσον· και κανείς δεν γνώριζε που είχαν πάει. Φήμες ανέφεραν πως ο Ντρέμπερ είχε καταφέρει να μετατρέψει ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του σε χρήματα, και πως είχε αναχωρήσει ένας πλούσιος άνθρωπος, ενώ ο σύντροφος του, ο Στάνγκερσον, ήταν εν συγκρίσει φτωχός. Δεν υπήρχε το παραμικρό στοιχείο, εντούτοις, σχετικά με το που βρίσκονταν.
Πολλοί, όσο και εκδικητικοί να ήταν, θα είχαν εγκαταλείψει κάθε σκέψη εκδίκησης αντικρίζοντας μια τέτοια δυσκολία, όμως ο Τζέφερσον Χόουπ δεν δίστασε ούτε στιγμή. Με το μικρό εισόδημα που κατείχε, τα έβγαζε βόλτα με όποια δουλειά έβρισκε, ταξιδεύοντας από πόλη σε πόλη μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες σε αναζήτηση των εχθρών του. Ο ένας χρόνος πέρασε κατόπιν του άλλου, τα μαύρα μαλλιά του γκριζάρισαν, αλλά ακόμη περιπλανιόταν, ένα ανθρώπινο λαγωνικό, με το μυαλό του αφοσιωμένο εντελώς πάνω στον σκοπό που είχε αφιερώσει την ζωή του. Τελικά η εμμονή του ανταμείφθηκε. Δεν ήταν παρά μια ματιά σε ένα πρόσωπο σε κάποιο παράθυρο, αλλά αυτή η μοναδική ματιά του είπε πως το Κλήβελαντ του Οχάιο κρατούσε τους άντρες τους οποίους καταδίωκε. Επέστρεψε στο άθλιο κατάλυμα του με το σχέδιο της εκδίκησης πλήρως διευθετημένο. Από τύχη, ωστόσο, ο Ντρέμπερ, κοιτώντας από το παράθυρο του, είχε αναγνωρίσει τον πλανόδιο στον δρόμο, και είχε διαβάσει τον φόνο στα μάτια του. Πήγε βιαστικά μέχρι έναν ειρηνοδίκη, συνοδευόμενος από τον Στάνγκερσον, ο οποίος είχε γίνει ο γραμματέας του, και του δήλωσε πως κινδύνευε η ζωή τους από την ζήλια και το μίσος ενός παλιού αντίζηλου. Εκείνο το απόγευμα ο Τζέφερσον Χόουπ συνελήφθη, και μην δυνάμενος να βρει εγγυήσεις, κρατήθηκε για μερικές εβδομάδες. Όταν ο τελευταίος αφέθηκε ελεύθερος, μπόρεσε μονάχα να βρει πως το σπίτι του Ντρέμπερ ήταν εγκαταλελειμμένο, και πως εκείνος και ο γραμματέας του είχαν αναχωρήσει για την Ευρώπη.
Για μια ακόμη φορά ο εκδικητής είχε αποτραπεί, και ξανά το εντονότατο μίσος του τον ανάγκασε να συνεχίσει την καταδίωξη του. Τα κεφάλαια του ήταν ελάχιστα, όμως, και για κάποιο διάστημα χρειάστηκε να επιστρέψει στην δουλειά, αποταμιεύοντας κάθε δολάριο για το επερχόμενο ταξίδι του. Εν τέλει, έχοντας συλλέξει αρκετά για να συντηρηθεί στη ζωή, αναχώρησε για την Ευρώπη, και έψαξε για τους εχθρούς του από πόλη σε πόλη, εργαζόμενος σε κάθε χαμαλήδικη δουλειά, μα δίχως ποτέ να προλαβαίνει τους φυγάδες. Όταν έφτασε στην Αγία Πετρούπολη είχαν αναχωρήσει για το Παρίσι· και όταν τους ακολούθησε ως εκεί έμαθε πως είχαν μόλις φύγει για την Κοπεγχάγη. Στην πρωτεύουσα της Δανίας έφθασε για άλλη μια φορά αργοπορημένα, γιατί είχαν ταξιδεύσει στο Λονδίνο, όπου τελικά κατόρθωσε να τους ξετρυπώσει. Όσο για το τι συνέβη εκεί, τίποτα δεν θα ήταν καλύτερο από το να παραθέσουμε την εξιστόρηση του γέρου κυνηγού, όπως ως αρμόζει κατεγράφη στα Πρακτικά του Δρ. Γουώτσον, στα οποία είμαστε ήδη υπόχρεοι.