Ο Μακεδονικός Στρατός
Ο Φίλιππος δημιούργησε την τελειότερη πολεμική μηχανή του αρχαίου κόσμου.
Καθιέρωσε την υποχρεωτική στρατολογία, καθώς και τον εθνικό στρατό, και συνέβαλε στην ανάπτυξη ισχυρού πνεύματος εθνικής ενότητας μεταξύ των Μακεδόνων.
Αυτό διαφοροποιεί το μακεδονικό στρατό από τούς στρατούς των. υπόλοιπων ελληνικών πόλεων.
Ο δικός τους στρατός ήταν «πολιτικός», αποτελούμενος από ενόπλους πολίτες, οι όποιοι στρατεύονταν, όταν το επέβαλλε ή ανάγκη.
Ο στρατός του Φιλίππου ήταν κατ' εξοχήν «στρατιωτικός», αποτελούμενος από ένα εθνικό σύνολο εύρωστων
αγροτοποιμένων, πού εξελίχθησαν σταδιακά σ' επαγγελματίες πολεμιστές και διευθύνονταν από ειδικό σώμα επαγγελματιών αξιωματικών.
Οι στρατιώτες αυτοί υποβάλλονταν σε καθημερινές σκληρές ασκήσεις, εθίζονταν σε μακρινές πορείες, είχαν μεγάλη αντοχή και φοβερή πειθαρχία.
Ο στρατός αυτός ήταν το εσωτερικό στήριγμα του Φιλίππου κατά των φυγόκεντρων τάσεων πού παρουσίαζαν πάντοτε οι τοπικοί άρχοντες της Μακεδονίας.
Καλώς ήρθατε στο κανάλι Alpha Ωmega.
Στο σημερινό βίντεο θα αναλύσουμε τη σύνθεση του Μακεδονικού στρατού
κατά τον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ εστιάζοντας λίγο περισσότερο στην περίφημη Μακεδονική φάλαγγα.
Εάν επισκέπτεσθε για πρώτη φορά το κανάλι μας μην ξεχάσετε να κάνετε Εγγραφή
και να πατήσετε στο εικονίδιο με το κουδούνι για να ειδοποιήστε κάθε φορά που ‘ανεβάζουμε' νέο βίντεο.
Τι λέτε, πάμε να ξεκινήσουμε;
Το μακεδονικό ιππικό αποτελούνταν από δύο τμήματα.
Αυτό των Εταίρων, που απαρτιζόταν από ευγενείς μακεδόνες, και αυτό των Θεσσαλών.
Το ιππικό των «Εταίρων» (συντρόφων) ήταν χωρισμένο σε 8 ίλες.
Κάθε ίλη είχε 200 ιππείς, εκτός από αυτήν του βασιλιά που είχε 300 ιππείς.
Οι ιππείς φορούσαν μεταλλική εξάρτυση (θώρακα, περικνημίδες, κράνος) και κρατούσαν μια λόγχη μήκους 3 μέτρων, το «ξυστόν».
Οι Θεσσαλοί ιππείς έφεραν κοντύτερη λόγχη και είχαν χαλαρότερο σχηματισμό.
Οι πολεμικές ίλες του ιππικού περιβάλλονταν από ελαφρύτερο ιππικό, τους «Προδρόμους»,
που έφεραν ίσως ασπίδες και βοηθητικό υλικό για αναγνωριστικές εφόδους.
Σε περίπτωση ανάγκης κατά την επίθεση όμως έπαιρναν και αυτοί μακριές λόγχες.
Ήταν ή μονάδα κρούσης του μακεδονικού στρατού.
Ο οπλισμός των ιππέων περιελάμβανε περικεφαλαία, περιτραχήλιο, θώρακα, κνημίδες και ξίφος.
Επίσης τα άλογα έφεραν προμετωπίδα και προστερνίδια.
Ανάλογα με το επιθετικό όπλο, το ιππικό χωριζόταν σε ιππικό γραμμής, του οποίου οι ιππείς κρατούσαν σάρισα
μικρότερη σε μήκος από εκείνη των φαλαγγιτών, και σε βαρύ Ιππικό, πού ήταν οπλισμένο με λόγχη, τον περίφημο ξυστόν.
Το μακεδονικό ιππικό ενισχύθηκε πολύ, χάρη στην προσθήκη του επίσης εκλεκτού αλλά, πρό του Φιλίππου, ανοργάνωτου θεσσαλικού ιππικού.
Οι «πεζέταιροι» (πεζοί σύντροφοι) του μακεδονικού στρατού προέρχονταν τόσο από την ίδια τη Μακεδονία όσο και από τις προσαρτημένες επαρχίες της.
Κάθε επαρχία όφειλε να δίνει μία τάξη, πεζεταίρων, αποτελούμενη από περίπου 1500 άνδρες, αν και ο αριθμός προφανώς δεν παρέμενε σταθερός.
Θεωρείται ότι τα σώματα των πεζεταίρων προσάρμοζαν τον οπλισμό και την εξάρτυσή τους ανάλογα με την εκάστοτε πολεμική τακτική.
Έτσι, άλλοτε κρατούσαν ακόντια, άλλοτε κοντά δόρατα και άλλοτε τη γνωστή σάρισσα.
Η μακεδονική φάλαγγα είχε την καταγωγή της στην οπλιτική φάλαγγα την οποία ο Φίλιππος Β΄
είχε την ευκαιρία να μελετήσει όταν ζούσε αιχμάλωτος στη Θήβα υπό τον Επαμεινώνδα.
Οι φαλαγγίτες ήταν επαγγελματίες στρατιώτες, που ασκούνταν καθημερινά, και γι' αυτό υπερτερούσαν έναντι των πολιτών-οπλιτών.
Κάθε φάλαγγα αποτελούνταν από 16 επί 16 σειρές στρατιωτών. Στην αρχή και το μέσον κάθε στήλης υπήρχε ένας αρχηγός.
Ο βασικός οπλισμός των στρατιωτών της φάλαγγας ήταν η σάρισσα, ένα δόρυ μήκους 6 περίπου μέτρων,
το οποίο θεωρείται ότι κρατούσαν με τα δύο χέρια κατά την πορεία.
Στη βάση κάθε σάρισσας υπήρχαν ένας ή δύο σαυρωτήρες, δηλαδή αιχμηρά στηρίγματα
για να ακουμπούν με ασφάλεια τη σάρισσα στο έδαφος όταν σταματούσαν.
Κατά την επίθεση οι πέντε πρώτες σειρές στρατιωτών κρατούσαν τις σάρισσες
προτεταμένες προς τον εχθρό, σχηματίζοντας έτσι ένα δάσος από αιχμές δοράτων.
Όπως προκύπτει από τις περιγραφές αλλά και τα αρχαιολογικά δεδομένα,
φαίνεται πως μόνον οι πρώτες σειρές, ή η πρώτη σειρά, φορούσε θώρακα μεταλλικό.
Οι υπόλοιποι στρατιώτες της φάλαγγας φορούσαν θώρακα από δέρμα ή πυκνά υφασμένο λινό.
Η εξάρτυσή τους συμπληρωνόταν με περικνημίδες και μεταλλικά κράνη, ενώ το αν κρατούσαν ασπίδες και τι είδους είναι υπό συζήτηση.
Πιθανόν έφεραν μικρές σχετικά ασπίδες που κρέμονταν από τον ώμο τους,
όπως και τα κοντά και κάπως γυριστά στο άκρο σπαθιά τους.
Οι επίλεκτοι ανάμεσα στους πεζέταιρους αποτελούσαν το σώμα των υπασπιστών,
που αργότερα ονομάζονταν και αργυράσπιδες, οι οποίοι αριθμούσαν 3.000 χωρισμένοι σε σώματα των 1000.
Όπως φανερώνει το όνομά τους το διακριτικό τους ήταν οι στρογγυλές μεγάλες ασπίδες που έφεραν.
Σε διάταξη μάχης τοποθετούνταν στα δεξιά του πεζικού, σε θέση τιμητική και επικίνδυνη, προκειμένου να εξοστρακίζουν τα εχθρικά βέλη.
Επίσης χρησιμοποιούνταν σε ειδικές αποστολές.
Αν η μεγάλη στρατιωτική καινοτομία τού Ναπολέοντα ήταν ή χρήση του πυροβολικού ως τακτικού όπλου,
μια επίσης μεγάλη καινοτομία τού Φιλίππου ήταν ή ευρεία χρήση «πυροβολικού» κατά των οχυρωμένων πόλεων.
Ο Φίλιππος ως στρατιωτικός ήταν υπέρ της ταχύτητας. Ήθελε άμεσο και γρήγορο αποτέλεσμα.
Προκειμένου, λοιπόν, να εκπορθήσει τις αναρίθμητες πόλεις στη Μακεδονία,
τη Χαλκιδική και τη Θράκη ή άλλες πόλεις βαρβαρικές, δεν μπορούσε να περιμένει το αποτέλεσμα με μακρά πολιορκία.
Γι' αυτό έφερε από την υπόλοιπη Ελλάδα τούς καλύτερους μηχανικούς, για να διδάξουν στους Μακεδόνες την κατασκευή και χρήση πολιορκητικών μηχανών.
Κορυφαίοι μηχανικοί ήταν ο Θεσσαλός Πολύειδος, που θεωρείται εφευρέτης ενός πιο ισχυρού και αποτελεσματικού καταπέλτη κατά το σύστημα των «τόνων»
και ο Αινείας, ο επιλεγόμενος τακτικός, που κατασκεύασε μηχανές που εξαπέλυαν «βλήματα». Οι μηχανές αυτές λέγονταν «Ελεπόλεις».
Ο Φίλιππος χώρισε τη Μακεδονία σε δώδεκα στρατιωτικές περιφέρειες.
Κάθε μία ήταν υποχρεούμενη να δίνει μια μονάδα ιππικού, μια μονάδα βαριά οπλισμένου πεζικού και μια μονάδα ελαφρά οπλισμένου πεζικού.
Βάση του μακεδονικού στρατού ήταν η Μακεδονική Φάλαγγα.
Οι φαλαγγίτες έφεραν ειδικό οπλισμό, ήτοι περικεφαλαία, θώρακα, κυκλική ασπίδα και την περίφημη σάρισα,
δόρυ μήκους 6-7 μέτρων, πού σημαίνει πως η σάρισα είχε μήκος τριπλάσιο του κοινού δόρατος κι έδινε στον φαλαγγίτη το πλεονέκτημα του πρώτου κτυπήματος.
Οι φαλαγγίτες παρατάσσονταν κατά στοίχους. Κάθε στοίχος είχε βάθος 16 ανδρών.
Ένα τετράγωνο 16 ανδρών μήκος, και 16 βάθος ήτοι 256 άνδρες, αποτελούσε ένα «λόχο».
Δύο λόχοι, δηλαδή 512 άνδρες, αποτελούσαν την «πεντακοσιαρχία».
Τρεις πεντακοσιαρχίες αποτελούσαν την «τάξιν».
Οι άνδρες των 5 πρώτων γραμμών κρατούσαν με τα δύο χέρια τη σάρισα με τρόπο πού ή σάρισα του πέμπτου στρατιώτη να προεξέχει 5 πόδια από τον πρώτο στρατιώτη.
Έτσι σχηματιζόταν ένα κινούμενο τείχος από σάρισες, πού βάδιζε πρός τα εμπρός σαν χιονοστιβάδα.
Εκτός των φαλαγγιτών το μακεδονικό πεζικό διέθετε και το ειδικό σώμα των «υπασπιστών»,
πού είχαν οργανωθεί κατά το πρότυπο των πελταστών του Ιφικράτη και οι όποιοι χρησιμοποιούνταν σε έκτακτες περιστάσεις,
γιατί ή Φάλαγγα μόνο επί ομαλού εδάφους μπορούσε να δράσει.
Υπάρχει μια αντιγνωμία σχετικά με το αν ο Φίλιππος ή ο Αλέξανδρος σχημάτισαν ειδικό επίλεκτο σώμα. τους «πεζεταίρους».
Ο Φίλιππος ονόμασε πεζεταίρους όλους τους φαλαγγίτες για να τους κολακεύσει και να δείξει ποιος τους εξομοιώνει
προς τους άρχοντες πού εκ παραδόσεως σχημάτιζαν το ιππικό και λέγονταν εταίροι.
Για να πραγματοποιήσει οποιονδήποτε ελιγμό η μακεδονική φάλαγγα απαιτείτο οι σάρισες να κρατούνται όρθιες, κάτι που σήμαινε μεγαλύτερη χρονική διάρκεια του ελιγμού.
Οι στρατιώτες έπρεπε να σηκώσουν τις σάρισες, να πραγματοποιήσουν την κίνηση και να κατεβάσουν-προτάξουν πάλι τα όπλα.
Επί Αλεξάνδρου όλες οι κινήσεις γίνονταν σχετικά γρήγορα και με ακρίβεια, λόγω της συνεχούς εκπαίδευσης
και του καλύτερου ηθικού του στρατεύματος, αλλά επί των διαδόχων του η κατάσταση δεν διατηρήθηκε ίδια.
Η κατάληξη ήταν η φάλαγγα να γίνει ακόμα περισσότερο δύσκαμπτη, συνεπώς ευάλωτη.
Έτσι επανεμφάνισε τα ελαττώματα της οπλιτικής φάλαγγας της οποίας υπήρξε συνεχιστής και διορθωτής.
Η μακεδονική φάλαγγα, εξακολουθούσε να είναι σε χρήση, έως την κατάκτηση της Αιγύπτου,
ενώ τελευταία αναφορά στη χρήση της είναι από τον βασιλιά Μιθριδάτη Στ' του Πόντου τον 1ο π.Χ αιώνα.
Η φάλαγγα, μετά τον 3ο, αλλά κυρίως τον 2ο π.Χ αιώνα, έγινε πιο δυσκίνητη, έπαψαν οι υποδιαιρέσεις της σε τάξεις και πλέον διαιρούνταν σε δύο κέρατα.
Η παράταξη της πύκνωσε και οι σάρισες αυξήθηκαν σε μήκος.
Αποτέλεσμα των παραπάνω, ήταν να περιοριστεί στο ελάχιστο η δυνατότητα ελιγμών
και ως εκ τούτου να μπορεί να αμύνεται ή να επιτίθεται μόνο σε ευθεία παράταξη, όπου και παρέμενε ακαταμάχητη.
Σε περίπτωση όμως διάσπασής της ή πλαγιοκόπησης, ήταν αδύναμη πλέον να αντιδράσει
με αποτέλεσμα την συντριβή της από τους Ρωμαίους στις μάχες των μέσων του 2ου π.Χ αιώνα.
Ήταν πλέον φανερό ότι έδυε η εποχή της Μακεδονικής Φάλαγγας και ανέτειλε η εποχή της Ρωμαϊκής Λεγεώνας.