11. Ο Σπουδαίος Θησαυρός των Άνγκρα
Ο αιχμάλωτος μας καθόταν στην καμπίνα απέναντι στο σιδερένιο κουτί για το οποίο είχε κάνει τόσο πολλά και περίμενε τόσο πολύ να αποκτήσει. Ήταν ένας ηλιοκαμένος τύπος με ριψοκίνδυνα μάτια, με ένα δίκτυο από αυλακιές και ρυτίδες επί των εβένινων χαρακτηριστικών του, τα οποία μιλούσαν για μια σκληρή, υπαίθρια ζωή. Υπήρχε μια μοναδική προεξοχή γύρω από το γενειοφόρο σαγόνι του η οποία επισήμαινε άνθρωπο που δεν αποτρεπόταν από τον σκοπό του. Η ηλικία του ίσως να ήταν πενήντα ή κάπου εκεί, γιατί τα μαύρα, σγουρά του μαλλιά ήταν πυκνά χρωματισμένα με τούφες γκρίζου. Το πρόσωπο του σε ηρεμία δεν ήταν δυσάρεστο, μολονότι τα βαριά φρύδια του και το επιθετικό του σαγόνι του προσέδιδαν, όπως είχα δει πρόσφατα, μια τρομερή έκφραση όταν γέμιζαν με θυμό. Καθόταν τώρα με τα δεμένα από χειροπέδες χέρια του πάνω στην ποδιά του, και το κεφάλι βυθισμένο στο στήθος του, καθώς κοίταζε με τα έντονα, γυαλιστερά μάτια του προς το κουτί που είχε αποτελέσει την αφορμή των (ill-doing - ???). Μου δινόταν η εντύπωση πως υπήρχε περισσότερο θλίψη παρά θυμός στην παγερή και συγκρατημένη μορφή του. Κάποια στιγμή με κοίταξε με μια λάμψη από κάτι που έμοιαζε με χιούμορ στα μάτια του.
«Λοιπόν, Τζόναθαν Σμολ,» είπε ο Χολμς, ανάβοντας ένα πούρο. «Λυπάμαι που κατέληξε έτσι.»
«Κι εγώ το ίδιο, κύριε,» απάντησε ειλικρινά. «Δεν πιστεύω πως θα γλιτώσω από αυτή την ιστορία. Σας δίνω το λόγο μου πάνω στο καλό βιβλίο πως ποτέ δεν σήκωσα χέρι ενάντια στον κ. Σόλτο. Ήταν εκείνο το μικρόσωμο κολασμένο σκυλί, ο Τόνγκα, εκείνος του ‘ριξε ένα από τα καταραμένα βέλη του. Δεν πήρα μέρος σ' αυτό, κύριε. Ήμουν τόσο θλιμμένος σα να ‘ταν συγγενής εξ αίματος. Μαστίγωσα τον μικρό διάβολο με την άκρη του σκοινιού για αυτό, αλλά είχε γίνει, και δε μπορούσα να το ξεκάνω πάλι.»
«Πάρε ένα πούρο,» είπε ο Χολμς, «και καλά θα κάνεις να πιεις μια γουλιά από το φλασκί μου, γιατί είσαι πολύ μουσκεμένος. Πως περίμενες από ένα τόσο μικρό κι αδύναμο άνθρωπο όπως αυτός ο μαύρος τύπος να υπερνικήσει τον κ. Σόλτο και να τον κρατήσει ώσπου να σκαρφαλώσεις το σκοινί;»
«Φαίνεται να γνωρίζετε πολλά σχετικά λες και βρισκόσασταν εκεί, κύριε. Η αλήθεια είναι πως έλπιζα να βρω το δωμάτιο άδειο. Γνώριζα τις συνήθειες της οικίας αρκετά καλά, και ήταν η ώρα που ο κ. Σόλτο συνήθως κατέβαινε για το δείπνο του. Δε θα κρατήσω κανένα μυστικό σχετικά με την υπόθεση. Η καλύτερη υπεράσπιση που μπορώ να έχω είναι μόνο και μόνο η αλήθεια. Τώρα, αν επρόκειτο για το γέρο ταγματάρχη θα τον είχα κρεμάσει ελαφρά τη καρδία. Δεν θα είχα σκεφθεί περισσότερο το να τον μαχαιρώσω από το να καπνίσω αυτό το πούρο. Όμως είναι καταραμένα σκληρό που έπρεπε να καθυστερήσω εξαιτίας του νεαρού Σόλτο, με τον οποίο δεν είχα καμία διαφωνία για οτιδήποτε.»
«Είστε υπό την εποπτεία του κ. Άθελνυ Τζόουνς, της Σκότλαντ Γιάρντ. Θα σας μεταφέρει στο διαμέρισμα μου, και εγώ θα σας ζητήσω μια ειλικρινή κατάθεση του ζητήματος. Θα πρέπει να αποκαλύψετε τα πάντα, γιατί αν το κάνετε ελπίζω πως θα μπορέσω να σας φανώ χρήσιμος. Πιστεύω πως μπορώ να αποδείξω ότι το δηλητήριο ενεργεί τόσο γρήγορα ώστε ο άντρας ήταν νεκρός πριν καν φτάσετε στο δωμάτιο.»
«Έτσι ήταν, κύριε. Ποτέ μου δεν πήρα τέτοια τρομάρα στην ζωή μου όπως όταν τον είδα να μου χαμογελά με το κεφάλι του στον ώμο καθώς σκαρφάλωσα μέσα από το παράθυρο. Αρκετά με ταρακούνησε, κύριε. Θα είχα σχεδόν σκοτώσει τον Τόνγκα αν δεν την είχε κοπάναγε. Έτσι έφτασε να αφήσει το μπαστούνι του, και μερικά από τα βέλη του επίσης, όπως μου είπε, το οποίο τολμώ να πω συνέβαλε στο να σας βάλει στα ίχνη μας, μολονότι πως συνεχίσατε είναι κάτι που δεν μπορώ να καταλάβω. Δεν αισθάνομαι καθόλου κακία ενάντια σας για αυτό. Όμως όντως δείχνει πολύ αλλόκοτο,» πρόσθεσε με ένα πικρό χαμόγελο, «πως εγώ, που έχω μια δίκαιη απαίτηση σε μισό εκατομμύριο χρημάτων, να περάσω το πρώτο μισό της ζωής μου χτίζοντας ένα κυματοθραύστη στα Andamans, και πιθανότατα να περάσω το άλλο μισό σκάβοντας αποχετεύσεις στο Ντάρτμουρ. Ήταν κακή η μέρα όταν έριξα τα μάτια μου πάνω στον έμπορο Αχμέτ και μπλέχτηκα με τον Θησαυρό του Άνγκρα, ο οποίος ποτέ δεν έφερε άλλο τίποτα παρά κατάρα στον άνθρωπο που άνηκε. Σε εκείνον έφερε το φόνο, στον Ταγματάρχη Σόλτο έφερε τον φόβο και την ενοχή, για μένα προόριζε σκλαβιά εφ' όρου ζωής.»
Εκείνη τη στιγμή ο Άθελνυ Τζόουνς έχωσε το φαρδύ του πρόσωπο και τους γεμάτους του ώμους στη μικροσκοπική καμπίνα.
«Μια ωραία οικογενειακή συγκέντρωση,» σχολίασε. «Πιστεύω πως θα πάρω μια γουλιά από εκείνο το φλασκί, Χολμς. Βασικά, νομίζω πως μπορούμε να συγχαρούμε ο ένας τον άλλο. Κρίμα που δεν πιάσαμε τον άλλο ζωντανό, αλλά δεν υπήρχε επιλογή. Οφείλω να πω, Χολμς, πως πρέπει να ομολογήσεις ότι την ξάκρισες σχετικά καλά. Ήταν το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε για να μην την αναποδογυρίσουμε.»
«Τέλος καλό όλα καλά,» είπε ο Χολμς. «Όμως σίγουρα δεν γνώριζα πως η Χαραυγή ήταν ένα τέτοιο κλίπερ.»
«Ο Σμιθ λέει πως είναι μια από τις ταχύτερες λάντσες στον ποταμό, και πως αν είχε άλλον έναν άντρα να τον βοηθά με τις μηχανές δεν τους είχαμε προλάβει ποτέ. Ορκίζεται πως δεν ξέρει τίποτα για την υπόθεση του Νόργουντ.»
«Ούτε κι ήξερε,» φώναξε ο κρατούμενος μας—«ούτε λέξη. Επέλεξα τη λάντσα επειδή άκουσα πως ήταν ταχύτατη. Δεν του είπαμε τίποτα, όμως τον πληρώσαμε καλά, κι επρόκειτο να πάρει κάτι γενναίο αν φτάναμε στο σκάφος μας, το Εσμεράλδα, στο Γκρέιβσεντ, που μπαρκάρει με προορισμό για τις Βραζιλίες.»
«Λοιπόν, αν δεν έχει κάνει κανένα κακό, θα φροντίσουμε κανένα κακό να μην τον βρει. Αν κι είμαστε γρήγοροι στο να πιάνουμε τους ανθρώπους μας, δεν είμαστε τόσο γρήγοροι στο να τους καταδικάζουμε.» Ήταν διασκεδαστικό να προσέχω πως ο μεγαλόσχημος Τζόουνς είχε ήδη αρχίσει να δίνει στον εαυτό του αέρα επί της επιτυχίας της σύλληψης. Από το ελαφρύ χαμόγελο το οποίο παιχνίδισε στο πρόσωπο του Σέρλοκ Χολμς, έβλεπα πως το λογύδριο δεν είχε χαθεί πάνω του.
«Θα είμαστε στη Γέφυρα Βόξολ σύντομα,» είπε ο Τζόουνς, «και θα σας κατεβάσουμε Δρ. Γουώτσον, με το κουτί του θησαυρού. Δεν χρειάζεται να σας πω ότι παίρνω μεγάλη ευθύνη απάνω μου κάνοντας το. Είναι ιδιαίτερα ασύνηθες, αλλά φυσικά μια συμφωνία είναι πάντοτε συμφωνία. Οφείλω, ωστόσο, ως ζήτημα καθήκοντος, να στείλω έναν επιθεωρητή μαζί σας, αφότου έχετε ένα τόσο πολύτιμο φορτίο. Θα οδηγήσετε εσείς, αναμφίβολα;»
«Μάλιστα, θα οδηγήσω.»
«Είναι κρίμα που δεν υπάρχει κλειδί, ώστε να κάνουμε πρώτα μια καταγραφή. Θα πρέπει να το σπάσετε. Που είναι το κλειδί, άνθρωπε μου;»
«Στον πάτο του ποταμού,» είπε ο Σμολ κοφτά.
«Χμ! Δεν υπήρχε λόγος να μας βάλεις σε άσκοπες φασαρίες, Είχαμε αρκετή δουλειά ήδη με εσένα. Ωστόσο, Γιατρέ, δεν χρειάζεται να σε προειδοποιήσω να είσαι προσεκτικός. Φέρε το κουτί πίσω μαζί σου στα διαμερίσματα της οδού Μπέϊκερ. Θα μας βρεις εκεί, καθοδόν για το τμήμα.»
Με κατέβασαν στο Βόξολ με το βαρύ σιδερένιο κουτί, και με ένα ντόμπρο, καλοσυνάτο επιθεωρητή ως συνοδό μου. Ένα τέταρτο της ώρας οδήγηση μας έφερε στης κ. Σέσιλ Φόρεστερ. Η υπηρέτρια έδειξε έκπληκτη σε έναν τόσο αργοπορημένο επισκέπτη. Η κ. Σέσιλ Φόρεστερ είχε βγει έξω για το βράδυ, μας εξήγησε, και πιθανό να επέστρεφε πολύ αργά. Η δεσποινίδα Μόρσταν, ωστόσο, βρισκόταν, στο καθιστικό, έτσι στο καθιστικό πήγα, με το κουτί ανά χείρας, αφήνοντας τον εξυπηρετικό επιθεωρητή στην άμαξα.
Ήταν καθισμένη πλάι στο ανοικτό παράθυρο, ντυμένη με κάποιου είδους διάφανο ύφασμα, με μια ιδέα από άλικο στο λαιμό και στη μέση. Το απαλό φως μια σκιασμένης λάμπας έπεφτε πάνω της καθώς έγερνε πίσω στη καλαμένια πολυθρόνα, παίζοντας πάνω από το γλυκά σοβαρό πρόσωπο της, και χρωματίζοντας με μια αμυδρή, μεταλλική γυαλάδα τις πλούσιες μπούκλες των πληθωρικών μαλλιών της. Ένα λευκό μπράτσο και χέρι ήταν πεσμένο στο πλάι της καρέκλας, κι όλη της η στάση και η μορφή μιλούσε για μια βαθιά μελαγχολία. Στον ήχο των βημάτων μου τινάχτηκε στα πόδια της, ωστόσο, κι ένα ελαφρύ κοκκίνισμα έκπληξης κι ευχαρίστησης χρωμάτισε τα χλωμά της μάγουλα.
«Άκουσα μια άμαξα να ανηφορίζει,» είπε. «Σκέφτηκα πως η κ. Φόρεστερ είχε επιστρέψει πολύ νωρίς, όμως ούτε που διανοήθηκα πως μπορεί να ήσουν εσύ. Τι νέα μου έφερες;»
«Έφερα κάτι καλύτερο από νέα,» είπα, αφήνοντας το κιβώτιο πάνω στο τραπέζι και μιλώντας πρόσχαρα και ζωηρά, μολονότι η καρδιά μου ήταν βαριά μέσα μου. «Σου έφερα κάτι το οποίο αξίζει όλα τα νέα του κόσμου. Σου έφερα μια περιουσία.»
Εκείνη κοίταξε το σιδερένιο κιβώτιο.
«Πρόκειται για το θησαυρό τότε;» ρώτησε αρκετά ψύχραιμα.
«Ναι, αυτό είναι ο σπουδαίος θησαυρός του Άνγκρα. Μισός από αυτόν είναι δικός σου και μισός του Θαντέους Σόλτο. Θα έχετε κάπου από διακόσιες χιλιάδες ο καθένας. Σκέψου το! Ένα ετήσιο εισόδημα δέκα χιλιάδων λιρών. Θα υπάρχουν ελάχιστες πλουσιότερες νεαρές κυρίες στην Αγγλία. Δεν είναι υπέροχο;»
Πιστεύω πως πρέπει μάλλον να είχα προσποιηθεί υπερβολικά την ευχαρίστηση μου, και πως εντόπισε ένα κενό στα συγχαρητήρια μου, γιατί είδα τα φρύδια της να ανασηκώνονται λιγάκι, και με κοίταξε περίεργα.
«Αν τα έχω,» είπε, «το οφείλω σε σένα.»
«Όχι, όχι,» απάντησα, «όχι σε μένα αλλά στο φίλο μου το Σέρλοκ Χολμς. Με όλη την θέληση του κόσμου, δεν θα είχα ποτέ ακολουθήσει ένα στοιχείο που εξάντλησε ακόμη και την αναλυτική ευφυΐα του. Όπως είχε, λίγο έλειψε να το χάσουμε την τελευταία στιγμή.»
«Παρακαλώ κάθισε και πες τα μου όλα σχετικά, Δρ. Γουώτσον,» είπε εκείνη.
Αφηγήθηκα σύντομα ότι είχε συμβεί από την τελευταία φορά που την είδα. Την νέα μέθοδο έρευνας του Χολμς, την ανακάλυψη της Χαραυγής, την εμφάνιση του Άθελνυ Τζόουνς, την αποστολή μας το βράδυ, και το άγριο κυνηγητό στον Τάμεση. Άκουγε με μισάνοιχτα χείλη και λαμπερά μάτια στο ρεσιτάλ των περιπετειών μας. Όταν μίλησα για το βέλος το όποιο τόσο λίγο έλειψε να μας χτυπήσει, χλόμιασε τόσο που φοβήθηκα πως επρόκειτο να λιποθυμήσει.
«Δεν είναι τίποτα,» είπε καθώς έτρεξα να της βάλω λίγο νερό. «Είμαι και πάλι καλά. Αναστατώθηκα ακούγοντας πως έθεσα τους φίλους μου σε ένα τόσο φριχτό κίνδυνο.»
«Τελείωσαν όλα,» απάντησα. «Δεν ήταν τίποτα. Δεν θα σου πω άλλες καταθλιπτικές λεπτομέρειες. Ας στραφούμε σε κάτι ελαφρύτερο. Ορίστε ο θησαυρός. Τι θα ήταν πιο ευχάριστο από αυτό; Πήρα άδεια να τον φέρω μαζί μου, σκεπτόμενος πως θα σε ενδιέφερε να είσαι η πρώτη που θα τον έβλεπε.»
«Θα μου ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον,» είπε εκείνη. Δεν υπήρχε διόλου προθυμία στην φωνή της, ωστόσο. Είχε θεωρήσει αναμφίβολα, πως ίσως να έδειχνε αγενές εκ μέρους της να είναι αδιάφορη προς το έπαθλο το οποίο είχε κοστίσει τόσο πολλά για να κερδισθεί.
«Τι όμορφο κουτί!» είπε σκύβοντας από πάνω του. «Είναι Ινδική δουλειά, να υποθέσω;»
«Ναι, πρόκειται για μεταλλοτεχνία της Μπενάρες.»
«Και τόσο βαρύ!» αναφώνησε, επιχειρώντας να το σηκώσει. «Το κουτί από μόνο του θα πρέπει να έχει κάποια αξία. Που είναι το κλειδί;»
«Ο Σμολ το πέταξε στον Τάμεση,» απάντησα. «Θα πρέπει να δανειστώ το σκάλευθρο της κ. Φόρεστερ.»
Υπήρχε εμπρός ένα παχύ και πλατύ μάνδαλο, διαμορφωμένο στην εικόνα ενός καθιστού Βούδα. Κάτω από αυτό έχωσα την άκρη του σκάλευθρου και το έστρεψα προς τα έξω σαν μοχλό. Το μάνδαλο έσπασε με ένα δυνατό ήχο. Με τρεμάμενα χέρια άνοιξα το καπάκι. Και οι δυο σταθήκαμε παρατηρώντας έκπληκτοι. Το κουτί ήταν άδειο!
Δεν υπήρχε απορία γιατί ήταν βαρύ. Η σιδηροκατασκευή ήταν περί τα δυο τρίτα της ίντσας σε πάχος ολόγυρα. Ήταν συμπαγές, καλοφτιαγμένο και ατόφιο, σαν κουτί κατασκευασμένο για να μεταφέρεις αντικείμενα μεγάλης αξίας, αλλά ούτε ίχνος ούτε ένα ψήγμα μετάλλου ή κοσμήματος δεν υπήρχε εντός του. Ήταν απολύτως και εντελώς άδειο.
«Ο θησαυρός χάθηκε,» είπε η δεσποινίδα Μόρσταν ήρεμα.
Καθώς άκουσα τα λόγια της και συνειδητοποίησα τι σήμαιναν, μια μεγάλη σκιά φάνηκε να περνά από την ψυχή μου. Δεν ήξερα πόσο αυτό ο θησαυρός του Άνγκρα με είχε καταβάλει μέχρι τώρα που είχε τελικά εξαφανιστεί. Ήταν εγωιστικό, αναμφίβολα, δόλιο, λάθος, αλλά δεν μπορούσα να αντιληφθώ τίποτα εκτός του ότι το χρυσό φράγμα είχε χαθεί μεταξύ μας.
«Δόξα σοι ο Θεός!» Αναφώνησα από το βάθος της καρδιάς μου.
Με κοίταξε με ένα σύντομο, απορημένο χαμόγελο. «Γιατί το λες αυτό;» ρώτησε.
«Επειδή πλέον είσαι εντός των δυνατοτήτων μου ξανά,» είπα, παίρνοντας το χέρι της. Δεν το τράβηξε. «Επειδή σε αγαπώ, Μαίρη, όσο ειλικρινά όσο μπορεί ένας άντρας να αγαπήσει μια γυναίκα. Επειδή αυτός ο θησαυρός, αυτά τα πλούτη σφράγιζαν τα χείλη μου. Τώρα που χάθηκαν μπορώ να σου πω πόσο σε αγαπώ. Για αυτό και είπα, ‘Δόξα σοι ο Θεός,'»
«Τότε κι εγώ λέω ‘Δόξα σοι ο Θεός,' επίσης,» ψιθύρισε καθώς τραβήχτηκε πλάι μου.
Όποιος κι αν είχε χάσει ένα θησαυρό, ήξερα πως εκείνο το βράδυ εγώ είχα κερδίσει έναν.