7. Μέρος δεύτερο
«ΟΤΑΝ Ο ΧΡΟΝΟΣ βαδίζει γρήγορα, τρέχουν τα καραβάνια», σκέφτηκε ο αλχημιστής, βλέποντας εκατοντάδες πρόσωπα και ζώα να καταφτάνουν στην όαση. Ο κόσμος φώναζε πίσω από τους νεοφερμένους, η σκόνη έκρυβε τον ήλιο της ερήμου και τα παιδιά χοροπηδούσαν από χαρά βλέποντας τους ξένους. Ο αλχημιστής πρόσεξε ότι οι αρχηγοί των φυλών πλησίασαν τον αρχηγό του καραβανιού και κουβέντιασαν πολλή ώρα μαζί του.
Όμως τίποτε απ' αυτά δεν ενδιέφερε τον αλχημιστή. Είχε ξαναδεί πολύ κόσμο να καταφτάνει και να αναχωρεί, ενώ η όαση και η έρημος παρέμεναν αμετάβλητες. Είχε δει βασιλιάδες και ζητιάνους να πατούν εκείνη την άμμο, που όλο άλλαζε μορφή εξαιτίας του ανέμου, ήταν όμως η ίδια που είχε γνωρίσει από μικρό παιδί. Όπως κι αν ήταν, όμως, δεν μπορούσε να κρύψει, βαθιά στην καρδιά του, λίγη από τη χαρά της ζωής που αισθανόταν κάθε ταξιδιώτης όταν, μετά το κίτρινο χώμα της άμμου και τον μπλε ουρανό, εμφανίζονταν μπροστά στα μάτια του το πράσινο των φοινικιών. «Μπορεί ο Θεός να δημιούργησε την έρημο, για να μπορεί να χαίρεται ο άνθρωπος βλέποντας τις φοινικιές», σκέφτηκε εκείνος.
Κατόπιν στράφηκε σε πιο πρακτικά ζητήματα. Ήξερε ότι μ' εκείνο το καραβάνι θα ερχόταν ο άνθρωπος στον οποίο επρόκειτο να διδάξει μέρος των μυστικών του. Τα σημάδια του το είχαν ανακοινώσει. Ακόμη δε γνώριζε εκείνο τον άνθρωπο, αλλά τα έμπειρα του μάτια θα τον αναγνώριζαν μόλις τον αντίκριζαν. Μακάρι να ήταν κάποιος τόσο ικανός όσο ο προηγούμενος μαθητευόμενός του.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτά τα πράγματα πρέπει να μεταδίδονται από το στόμα στο αφτί», σκεφτόταν. Δε συνέβαινε επειδή αυτά τα πράγματα ήταν πραγματικά μυστικά· ο Θεός αποκάλυπτε γενναιόδωρα τα μυστικά του σε όλα τα πλάσματα.
Μόνο μια εξήγηση υπήρχε για το γεγονός αυτό: τα πράγματα έπρεπε να μεταδίδονται μ' αυτό τον τρόπο, γιατί είχαν φτιαχτεί μάλλον από τη ζωή στην καθαρή μορφή της και μια τέτοιου είδους ζωή δύσκολα αποδίδεται με ζωγραφιές ή λέξεις.
Γιατί οι άνθρωποι γοητεύονται από τη ζωγραφική και τις λέξεις και στο τέλος ξεχνάνε τη Γλώσσα του Κόσμου.
Οι ΝΕΟΦΕΡΜΕΝΟΙ οδηγήθηκαν αμέσως στους αρχηγούς των φυλών της Αλ-Φαγιούμ. Το αγόρι δεν πίστευε στα μάτια του: αντί ν' αποτελείται από ένα πηγάδι περικυκλωμένο από φοινικιές -όπως είχε διαβάσει κάποια φορά σ' ένα βιβλίο παραμυθιών- η όαση ήταν πολύ μεγαλύτερη κι από μερικά χωριά της Ισπανίας. Είχε τριακόσια πηγάδια, πενήντα χιλιάδες φοινικιές με πολλές σκόρπιες πολύχρωμες σκηνές ανάμεσά μας.
- Θυμίζει τις Χίλιες και Μία Νύχτες, είπε ο Άγγλος, που ανυπομονούσε να συναντήσει τον αλχημιστή.
Αμέσως τους περικύκλωσαν τα παιδιά, που κοιτούσαν με περιέργεια τα ζώα, τις καμήλες και τους ανθρώπους που κατέφταναν. Οι άντρες ήθελαν να μάθουν αν είχαν δει καμιά μάχη και οι γυναίκες φιλονικούσαν μεταξύ τους για τα υφάσματα και τους λίθους που είχαν φέρει οι έμποροι. Η σιωπή της ερήμου φαινόταν ένα μακρινό όνειρο· οι άνθρωποι μιλούσαν ασταμάτητα, γελούσαν και φώναζαν, σαν να είχαν μόλις βγει από έναν κόσμο πνευμάτων για να ξαναβρεθούν ανάμεσα στους ανθρώπους. Ήταν ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.
Μετά τις προφυλάξεις των προηγουμένων ημερών ο καμηλιέρης εξήγησε στο αγόρι ότι στην έρημο οι οάσεις θεωρούνταν πάντα ουδέτερο έδαφος, γιατί οι περισσότεροι κάτοικοί τους ήταν γυναικόπαιδα. Και τα δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα είχαν οάσεις· έτσι, οι πολεμιστές πολεμούσαν στην άμμο της ερήμου και κρατούσαν τις οάσεις σαν καταφύγιο.
Ο αρχηγός του καραβανιού κατάφερε με κάποια δυσκολία να τους συγκεντρώσει όλους κι άρχισε να δίνει οδηγίες. Θα έμεναν εκεί ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος μεταξύ των φυλών. Επειδή ήταν επισκέπτες, θα φιλοξενούνταν στις σκηνές των κατοίκων της όασης, οι οποίοι θα τους παραχωρούσαν τις καλύτερες θέσεις.
Ήταν η καθιερωμένη από το νόμο φιλοξενία. Στη συνέχεια, παρακάλεσε όλους, συμπεριλαμβανομένων και των δικών του φρουρών, να παραδώσουν τα όπλα στους άντρες που είχαν καθοριστεί από τους αρχηγούς των φυλών.
- Είναι οι κανόνες του πολέμου, εξήγησε ο αρχηγός του καραβανιού. Μ' αυτό τον τρόπο δε γίνονται οι οάσεις καταφύγιο στρατού ή πολεμιστών. Προς μεγάλη του έκπληξη, το αγόρι είδε τον Άγγλο να βγάζει ένα περίστροφο επενδυμένο με χρώμιο από το σακάκι του και να το παραδίδει στον άνθρωπο που μάζευε τα όπλα.
- Τι το θέλατε το περίστροφο; ρώτησε.
- Με βοηθάει να εμπιστεύομαι τους ανθρώπους, απάντησε ο Άγγλος. Χαιρόταν που η αναζήτησή του είχε τελειώσει. Το αγόρι όμως σκεφτόταν το θησαυρό του. Όσο πιο πολύ πλησίαζε στο όνειρό του, τόσο πιο δύσκολα γίνονταν τα πράγματα. Δεν υπήρχε πια αυτό που ο γέρος βασιλιάς είχε αποκαλέσει «τύχη του πρωτάρη». Τώρα πια, το ήξερε, αντιμετώπιζε τη δοκιμασία της επιμονής και του θάρρους όσων ψάχνουν για τον Προσωπικό τους Μύθο. Γι' αυτό, δεν έπρεπε ούτε να βιαστεί ούτε να χάσει την υπομονή του, αλλιώς δε θα έβλεπε τελικά τα σημάδια που ο Θεός είχε βάλει στο δρόμο του.
«Που ο Θεός έβαλε στο δρόμο μου», σκέφτηκε το αγόρι και απόρησε με τον ίδιο τον εαυτό του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσε τα σημάδια σαν κάτι το επίγειο. Σαν να τρως ή να κοιμάσαι, κάτι σαν να ψάχνεις μια αγάπη ή να βρίσκεις μια δουλειά. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι επρόκειτο για την ειδική γλώσσα του Θεού, που του έδειχνε τι να κάνει.
«Μη χάσεις την υπομονή σου», επανέλαβε το αγόρι στον εαυτό του. «Όπως είπε ο καμηλιέρης, να τρως την ώρα του φαγητού. Και να βαδίζεις την ώρα του βαδίσματος».
Την πρώτη μέρα όλοι κοιμήθηκαν εξαντλημένοι, ακόμη και ο Άγγλος. Το αγόρι έμενε μακριά από κείνον, σε μια σκηνή με άλλα πέντε αγόρια της ίδιας σχεδόν ηλικίας. Ήταν άνθρωποι της ερήμου και ήθελαν να μάθουν ιστορίες για τις μεγάλες πόλεις.
Το αγόρι μίλησε για τη ζωή του ως βοσκού, κι εκεί που πήγαινε να διηγηθεί την εμπειρία του στο μαγαζί κρυστάλλων, μπήκε ο Άγγλος στη σκηνή.
- Σ' έψαχνα όλο το πρωί, είπε οδηγώντας το αγόρι έξω. Χρειάζομαι τη βοήθεια σου για να βρω που μένει ο αλχημιστής. Στην αρχή προσπάθησαν να τον βρουν μόνοι τους. Ένας αλχημιστής θα είχε διαφορετικό τρόπο ζωής από τους άλλους ανθρώπους της όασης και κατά πάσα πιθανότητα στη σκηνή του θα υπήρχε ένας μόνιμα αναμμένος φούρνος. Βάδισαν αρκετά, ώσπου πείστηκαν ότι η όαση ήταν μεγαλύτερη απ' ό,τι είχαν φανταστεί, με εκατοντάδες σκηνές.
- Χάσαμε σχεδόν όλη τη μέρα, είπε ο Άγγλος και κάθισε με το αγόρι δίπλα σ' ένα από τα πηγάδια της όασης.
- Μήπως είναι καλύτερα να ρωτήσουμε; είπε το αγόρι. Ο Άγγλος δεν ήθελε να γίνει αντιληπτή η παρουσία του στην όαση και ήταν διστακτικός. Τελικά όμως συμφώνησε και παρακάλεσε το αγόρι να το κάνει, επειδή εκείνο μιλούσε καλύτερα τα αραβικά. Το αγόρι πήγε κοντά σε μια γυναίκα που είχε πλησιάσει το πηγάδι για να γεμίσει με νερό ένα ασκί.
- Καλησπέρα, κυρία μου. Θα ήθελα να μάθω πού ζει ένας αλχημιστής σ' αυτή την όαση, ρώτησε το αγόρι. Η γυναίκα είπε ότι δεν είχε ποτέ ξανακούσει για κάτι τέτοιο κι έφυγε αμέσως. Προηγουμένως, όμως, προειδοποίησε το αγόρι ότι δεν έπρεπε να μιλήσει με μαυροντυμένες γυναίκες, γιατί ήταν παντρεμένες. Όφειλε να σεβαστεί την παράδοση.
Ο Άγγλος ήταν τρομερά απογοητευμένος. Είχε κάνει όλο εκείνο το ταξίδι για το τίποτε. Και το αγόρι στενοχωρήθηκε: έψαχνε και ο σύντροφός του για τον Προσωπικό του Μύθο. Κι όταν κάποιος το κάνει αυτό, όλο το σύμπαν βοηθάει στο να γίνει αυτό που επιθυμεί, είχε πει ο γέρος βασιλιάς. Αποκλείεται να είχε κάνει λάθος.
- Εγώ δεν είχα ξανακούσει για αλχημιστές, είπε το αγόρι. Αλλιώς θα προσπαθούσα να σε βοηθήσω. Μια αστραπή πέρασε από το βλέμμα του Άγγλου.
- Αυτό είναι! Ίσως να μην ξέρει κανείς εδώ τι θα πει αλχημιστής! Ρώτα για τον άνθρωπο που θεραπεύει όλες τις αρρώστιες του χωριού. Μερικές μαυροντυμένες γυναίκες ήρθαν να πάρουν νερό από το πηγάδι, αλλά το αγόρι δεν τους απηύθυνε το λόγο, παρά την επιμονή του Άγγλου. Τελικά, πλησίασε ένας άντρας.
- Ξέρετε κανέναν που να θεραπεύει τις αρρώστιες του χωριού; ρώτησε το αγόρι.
- Ο Αλάχ θεραπεύει όλες τις αρρώστιες, είπε ο άντρας, φανερά τρομοκρατημένος από τους ξένους. Εσείς ψάχνετε για μάγους. Κι αφού απήγγειλε μερικούς στίχους του Κορανίου, τράβηξε το δρόμο του.
Εμφανίστηκε ένας άλλος άντρας. Ήταν πιο ηλικιωμένος και κρατούσε μόνο ένα μικρό κουβά. Το αγόρι επανέλαβε την ερώτηση.
- Γιατί θέλετε να γνωρίσετε έναν τέτοιο άνθρωπο; απάντησε ο Άραβας με άλλη ερώτηση.
- Γιατί ο φίλος μου ταξίδεψε πολλούς μήνες για να τον συναντήσει, είπε το αγόρι.
- Αν αυτός ο άνθρωπος υπάρχει στην όαση, θα πρέπει να είναι πολύ ισχυρός, είπε ο γέρος, αφού έμεινε για λίγο σκεφτικός. Ούτε οι αρχηγοί των φυλών θα κατάφερναν να τον δουν. Μόνο όταν θα το όριζε ο ίδιος. Περιμένετε ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος. Και τότε να φύγετε με το καραβάνι. Μην προσπαθείτε να εισχωρήσετε στη ζωή της όασης, συμπλήρωσε φεύγοντας. Ο Άγγλος όμως ενθουσιάστηκε. Βρισκόταν στα ίχνη του.
Τελικά, εμφανίστηκε μια κοπέλα που δεν ήταν ντυμένη στα μαύρα. Κουβαλούσε μια στάμνα στον ώμο και το κεφάλι της ήταν καλυμμένο μ' ένα πέπλο· όμως το πρόσωπο της ήταν ακάλυπτο. Το αγόρι πλησίασε για να τη ρωτήσει για τον αλχημιστή.
Λες ότι ο χρόνος σταμάτησε και η Ψυχή του Κόσμου εμφανίστηκε ορμητικά μπροστά στο αγόρι. Όταν κοίταξε τα μαύρα της μάτια, τα χείλη της, που ταλαντευόταν μεταξύ χαμόγελου και σιωπής, αντιλήφθηκε το πιο σημαντικό και πιο σοφό μέρος της γλώσσας που μιλούσε ο κόσμος και που όλοι οι άνθρωποι πάνω στη γη μπορούσαν να αισθάνονται στην καρδιά τους. Ονομαζόταν αγάπη και ήταν πιο αρχαία κι απ' τους ανθρώπους κι από την ίδια την έρημο και που παρ' όλα αυτά θα ξαναεμφανιζόταν πάντα με την ίδια ορμή, οπουδήποτε δυο βλέμματα συναντιόνταν, όπως είχαν συναντηθεί εκείνα τα δυο βλέμματα μπροστά σ' ένα πηγάδι. Τελικά, τα δυο χείλη αποφάσισαν να χαμογελάσουν κι αυτό ήταν ένα σημάδι, το σημάδι που εκείνος περίμενε στη ζωή του εδώ και τόσο καιρό, χωρίς να το ξέρει, που το είχε αναζητήσει στα πρόβατα και στα βιβλία, στα κρύσταλλα και στη σιωπή της ερήμου.
Μπροστά του ήταν η γνήσια Γλώσσα του Κόσμου, χωρίς εξηγήσεις, γιατί το σύμπαν δε χρειαζόταν εξηγήσεις για να συνεχίσει την πορεία του στο απέραντο διάστημα. Εκείνη τη στιγμή, το αγόρι κατάλαβε ένα και μόνο πράγμα, ότι βρισκόταν μπροστά στη γυναίκα της ζωής του και ότι μάλλον το ήξερε κι εκείνη χωρίς να χρειάζεται να της το πει. Για τίποτε στον κόσμο δεν ήταν τόσο σίγουρος, έστω κι αν έλεγαν οι γονείς του και οι γονείς των γονιών του ότι πρέπει κανείς να έχει ένα δεσμό, να αρραβωνιαστεί, να γνωρίσει τον άλλο και να έχει λεφτά πριν παντρευτεί. Όποιος τα έλεγε αυτά μάλλον δε θα είχε γνωρίσει ποτέ την παγκόσμια γλώσσα, γιατί, όταν βυθίζεται κανείς σ' αυτή, είναι εύκολο να συμπεράνει ότι υπάρχει πάντα στον κόσμο ένας άνθρωπος που περιμένει έναν άλλο, είτε αυτό γίνεται μέσα στην έρημο είτε στις μεγάλες πόλεις. Κι όταν συναντιούνται και ανταλλάζουν βλέμματα, το παρελθόν και το μέλλον χάνουν τη σημασία τους και το μόνο που υπάρχει εκείνη τη στιγμή είναι αυτή η απίστευτη βεβαιότητα ότι τα πάντα κάτω από τον ήλιο γράφτηκαν από το ίδιο Χέρι. Το Χέρι που γεννάει την αγάπη και δημιουργεί μια δίδυμη ψυχή για τον κάθε άνθρωπο που εργάζεται, ξεκουράζεται και ψάχνει θησαυρούς κάτω από τον ήλιο. Γιατί, χωρίς αυτό, τα όνειρα της ανθρώπινης φύσης δε θα είχαν κανένα νόημα.
«Μακτούμπ», σκέφτηκε το αγόρι.
Ο Άγγλος σηκώθηκε από τη θέση του και σκούντησε το αγόρι.
- Έλα, ρώτα τη! Το αγόρι πλησίασε την κοπέλα. Εκείνη χαμογέλασε ξανά. Κι εκείνος χαμογέλασε.
- Πώς σε λένε; ρώτησε.
- Με λένε Φατιμά, είπε η κοπέλα χαμηλώνοντας το βλέμμα της. Τέτοιο όνομα έχουν και μερικές γυναίκες στη χώρα απ' όπου έρχομαι.
- Έτσι λέγεται η κόρη του προφήτη, είπε η Φατιμά. Οι πολεμιστές μας πήγαν εκεί αυτό το όνομα. Η ευγενική κοπέλα μιλούσε με περηφάνια για τους πολεμιστές. Δίπλα της ο Άγγλος επέμενε και το αγόρι ρώτησε για τον άνθρωπο που θεράπευε όλες τις αρρώστιες.
- Είναι ένας άνθρωπος που γνωρίζει τα μυστικά του κόσμου. Συζητά με τα τζίνι της ερήμου, είπε εκείνη. Τα τζίνι ήταν οι δαίμονες. Και η κοπέλα έδειξε προς το νότο, προς το μέρος όπου κατοικούσε εκείνος ο παράξενος άνθρωπος.
Μετά γέμισε τη στάμνα της κι έφυγε. Έφυγε κι ο Άγγλος σε αναζήτηση του αλχημιστή. Και το αγόρι κάθισε πολλή ώρα ακόμη δίπλα στο πηγάδι, βυθισμένο σε σκέψεις: ότι μια μέρα ο λεβάντες είχε αφήσει στο πρόσωπό του το άρωμα εκείνης της γυναίκας, ότι την αγαπούσε πριν μάθει την ύπαρξη της κι ότι η αγάπη του για εκείνη θα τον ωθούσε να βρει όλους τους θησαυρούς του κόσμου.
Την επομένη, το αγόρι ξαναπήγε στο πηγάδι για να συναντήσει την κοπέλα. Προς μεγάλη του έκπληξη, βρήκε εκεί και τον Άγγλο, ο οποίος, για πρώτη φορά, αγνάντευε την έρημο.
- Περίμενα όλο το απόγευμα και τη νύχτα, είπε ο Άγγλος. Εκείνος έφτασε με τα πρώτα αστέρια. Του εξήγησα τι αναζητούσα. Εκείνος με ρώτησε αν είχα ξαναμετατρέψει μολύβι σε χρυσάφι. Εγώ είπα ότι αυτό ακριβώς ήθελα να μάθω. Μου είπε να προσπαθήσω. Αυτό ήταν όλο: «Πήγαινε να προσπαθήσεις». Το αγόρι δε μίλησε. Ο Άγγλος είχε κάνει ένα τόσο μεγάλο ταξίδι για ν' ακούσει αυτό που ήδη ήξερε. Τότε θυμήθηκε ότι κι εκείνο για τον ίδιο λόγο είχε δώσει έξι πρόβατα στο γέρο βασιλιά.
- Να προσπαθήσεις, λοιπόν, είπε στον Άγγλο.
- Αυτό θα κάνω. Και θ' αρχίσω από τώρα. Ο Άγγλος έφυγε· σε λίγο έφτασε η Φατιμά για να γεμίσει τη στάμνα της.
- Ήρθα να σου πω ένα πολύ απλό πράγμα, είπε το αγόρι, θέλω να γίνεις γυναίκα μου. Σ' αγαπώ. Η κοπέλα άφησε τη στάμνα της να ξεχειλίσει.
- Θα σε περιμένω εδώ κάθε μέρα. Διέσχισα την έρημο σε αναζήτηση ενός θησαυρού που βρίσκεται κοντά στις πυραμίδες. Ο πόλεμος ήταν για μένα κατάρα. Τώρα όμως είναι ευλογία, γιατί με κρατά κοντά σου.
- Ο πόλεμος θα τελειώσει μια μέρα, είπε η κοπέλα.
Το αγόρι κοίταξε τις φοινικιές της ερήμου. Κάποτε ήταν βοσκός. Κι εκεί υπήρχαν πολλά πρόβατα. Η Φατιμά ήταν πιο σημαντική κι απ' το θησαυρό.
- Οι πολεμιστές ψάχνουν για τους θησαυρούς τους, είπε η κοπέλα, σαν να μάντευε τις σκέψεις του αγοριού. Και οι γυναίκες της ερήμου είναι περήφανες για τους πολεμιστές τους. Πήρε τη γεμάτη στάμνα κι έφυγε.
Το αγόρι πήγαινε στο πηγάδι κάθε μέρα για να συναντήσει τη Φατιμά. Της είπε για τη ζωή του όταν ήταν βοσκός, για το βασιλιά, για το μαγαζί κρυστάλλων. Έγιναν φίλοι και, εκτός από τα δεκαπέντε λεπτά που περνούσε μαζί της, η υπόλοιπη μέρα του φαινόταν ατέλειωτη.
Αφού είχε περάσει σχεδόν ένας μήνας στην όαση, ο αρχηγός του καραβανιού τους κάλεσε όλους για μια συνέλευση.
- Δεν ξέρουμε πότε θα τελειώσει ο πόλεμος και δεν μπορούμε να συνεχίσουμε το ταξίδι, είπε. Οι μάχες μάλλον θα συνεχιστούν για πολύ καιρό ακόμη, ίσως και για χρόνια. Και στις δυο πλευρές υπάρχουν δυνατοί και θαρραλέοι πολεμιστές, και για τους δύο στρατούς η μάχη είναι ζήτημα τιμής. Δεν πρόκειται για έναν πόλεμο μεταξύ καλών και κακών αλλά για έναν πόλεμο μεταξύ δυνάμεων που παλεύουν για την ίδια εξουσία, κι όταν αρχίζει μια τέτοιου είδους διαμάχη, κρατά πιο πολύ από τις άλλες, γιατί ο Αλάχ είναι και με τις δυο πλευρές. Ο κόσμος διασκορπίστηκε. Το ίδιο απόγευμα, το αγόρι ξανασυνάντησε τη Φατιμά και της είπε για τη συνέλευση.
- Τη δεύτερη μέρα που συναντηθήκαμε, είπε η Φατιμά, μου μίλησες για την αγάπη σου. Αργότερα μου έμαθες ωραία πράγματα, σαν τη Γλώσσα και την Ψυχή του Κόσμου. Με όλα αυτά γίνομαι σιγά σιγά ένα μέρος από σένα. Το αγόρι άκουγε τη φωνή της και την έβρισκε πιο ωραία κι από το θρόισμα στα κλαδιά των φοινικιών.
- Πέρασε πολύς καιρός από τότε που σε πρωτοσυνάντησα κοντά σ' αυτό το πηγάδι. Δεν μπορώ να θυμηθώ το παρελθόν μου, την παράδοση, τον τρόπο που οι άντρες θέλουν να συμπεριφέρονται οι γυναίκες της ερήμου. Από μικρό παιδί ονειρευόμουνα ότι η έρημος θα μου 'φερνε το μεγαλύτερο δώρο της ζωής μου. Αυτό το δώρο έφτασε τελικά και είσαι εσύ. Το αγόρι σκέφτηκε να της αγγίξει το χέρι. Η Φατιμά κρατούσε όμως τα χερούλια της στάμνας.
Μου μίλησες για τα όνειρά σου, για το γέρο βασιλιά και για το θησαυρό. Μου μίλησες για τα σημάδια. Δε φοβάμαι λοιπόν τίποτε, γιατί αυτά τα σημάδια σε έφεραν. Είμαι και εγώ μέρος του ονείρου σου, του Προσωπικού Μύθου σου, όπως συνηθίζεις να λες.
»Γι' αυτό θέλω να επιμείνεις στο στόχο σου. Αν αναγκαστείς να περιμένεις μέχρι το τέλος του πολέμου, έχει καλώς. Αν όμως πρέπει να φύγεις πιο νωρίς, προχώρα προς το μύθο σου. Οι αμμόλοφοι αλλάζουν μορφή με τον άνεμο, αλλά η έρημος παραμένει αμετάβλητη. Το ίδιο θα γίνει με την αγάπη μας.
»Μακτούμπ, είπε. Αν πραγματικά είμαι μέρος του μύθου σου, θα επιστρέψεις μια μέρα.
ΤΟ ΑΓΟΡΙ έφυγε στενοχωρημένο από τη συνάντηση με τη Φατιμά. θυμήθηκε πολλούς ανθρώπους που είχε γνωρίσει. Οι παντρεμένοι βοσκοί με δυσκολία έπειθαν τις γυναίκες τους ότι έπρεπε να περιδιαβαίνουν τους κάμπους. Η αγάπη απαιτούσε να είσαι δίπλα στο αγαπημένο πρόσωπο.
Την επομένη τα διηγήθηκε όλα αυτά στη Φατιμά.
- Η έρημος παίρνει τους άντρες μας και δεν τους φέρνει πάντα πίσω, είπε εκείνη. Κι εμείς το παίρνουμε απόφαση. Κι από μια στιγμή και πέρα εκείνοι υπάρχουν στα χωρίς βροχή σύννεφα, στα ζώα που κρύβονται στις πέτρες, στο νερό που αναβλύζει γενναιόδωρα από τη γη. Γίνονται ένα μέρος των πάντων, γίνονται η Ψυχή του Κόσμου. «Μερικοί επιστρέφουν. Και τότε όλες οι άλλες γυναίκες χαίρονται, γιατί μπορεί και οι άντρες που περιμένουν να επιστρέψουν κάποια μέρα. Στην αρχή έβλεπα αυτές τις γυναίκες και ζήλευα την ευτυχία τους. Τώρα, κι εγώ θα περιμένω κάποιον.
»Είμαι γυναίκα της ερήμου και αισθάνομαι υπερήφανη γι' αυτό. Κι εγώ θέλω τον άντρα μου να βαδίζει ελεύθερα σαν τον άνεμο που μετακινεί τους αμμόλοφους. Θέλω επίσης να μπορώ να βλέπω τον άντρα μου στα σύννεφα, στα ζώα και στο νερό.
Το αγόρι πήγε και βρήκε τον Άγγλο. Ήθελε να του πει για τη Φατιμά. Ξαφνιάστηκε όταν είδε ότι ο Άγγλος είχε φτιάξει ένα μικρό φούρνο δίπλα στη σκηνή του. Ήταν ένας παράξενος φούρνος, μ' ένα διαφανές δοχείο επάνω. Ο Άγγλος τροφοδοτούσε το φούρνο με ξύλα και κοιτούσε την έρημο. Τα μάτια του έλαμπαν πιο πολύ από τότε που περνούσε όλη την ώρα διαβάζοντας βιβλία.
- Αυτό είναι το πρώτο στάδιο της εργασίας μου, είπε ο Άγγλος. Πρέπει να απομονώσω το ακάθαρτο θειάφι. Για να γίνει αυτό, πρέπει να μη φοβάμαι την αποτυχία. Ο φόβος της αποτυχίας ήταν αυτό που μέχρι σήμερα μ' εμπόδιζε να τολμήσω το μεγάλο έργο. Μόνο τώρα αρχίζω κάτι που θα μπορούσα να το είχα αρχίσει πριν από δέκα χρόνια. Είμαι ευτυχής όμως που δεν περίμενα είκοσι χρόνια γι' αυτό. Και συνέχισε να τροφοδοτεί τη φωτιά και να κοιτάζει την έρημο. Το αγόρι έμεινε κοντά του για λίγο, μέχρι που η έρημος άρχισε να κοκκινίζει από το φως του δειλινού. Αισθάνθηκε τότε μια ακατανίκητη επιθυμία να πάει προς τα εκεί, μήπως και μπορούσε η σιωπή να δώσει απάντηση στα ερωτήματά του.
Βάδισε στην τύχη για λίγο, χωρίς να χάσει τις φοινικιές της όασης από τα μάτια. Αφουγκραζόταν τον άνεμο και αισθανόταν τις πέτρες κάτω από τα πόδια του. Πότε πότε συναντούσε κάποιο βράχο και τότε καταλάβαινε ότι στα πολύ παλιά χρόνια εκείνη η έρημος ήταν μια μεγάλη θάλασσα. Κάθισε μετά πάνω σε μια πέτρα και αφέθηκε στη μαγεία του ορίζοντα μπροστά του.
Δεν μπορούσε να εννοήσει την αγάπη χωρίς το αίσθημα της κατοχής· η Φατιμά ήταν όμως γυναίκα της ερήμου και, αν κάτι μπορούσε να τον βοηθήσει να καταλάβει, αυτό ήταν η έρημος.
Έμεινε εκεί χωρίς σκέψεις, μέχρι που αντιλήφθηκε μια κίνηση πάνω από το κεφάλι του. Κοιτάζοντας τον ουρανό είδε δυο γεράκια που πετούσαν πολύ ψηλά.
Το αγόρι άρχισε να παρατηρεί τα γεράκια και τους ελιγμούς τους στον ουρανό. Οι γραμμές που σχημάτιζαν πετώντας φαίνονταν ακατανόητες κι όμως για το αγόρι είχαν κάποιο νόημα. Απλούστατα δεν μπορούσε να το συλλάβει. Αποφάσισε λοιπόν ότι έπρεπε να παρακολουθήσει με το βλέμμα την κίνηση των πουλιών, μήπως και βγάλει κάποιο συμπέρασμα. Ίσως να του εξηγούσε η έρημος τη χωρίς κατοχή αγάπη.
Αισθάνθηκε να νυστάζει. Η καρδιά του παρακαλούσε να μην τον πάρει ο ύπνος, έπρεπε να συγκεντρωθεί. Εισχωρούσε στη γλώσσα του κόσμου, όπου όλα έχουν ένα νόημα, ακόμη και το πέταγμα των γερακιών, σκέφτηκε. Και τη στιγμή εκείνη ευχαριστήθηκε που ήταν γεμάτος αγάπη για μια γυναίκα. «Όταν αγαπά κανείς, τα πράγματα αποκτούν ακόμη μεγαλύτερο νόημα», σκέφτηκε.