Μια φορά κι έναν καιρό... | Lena Chaidouti | TEDxUniversityofMacedonia - YouTube
Μετάφραση: Maria Karagianni Επιμέλεια: Chryssa R. Takahashi
Χαίρομαι που σας γνωρίζω, έστω κι έτσι από μακριά.
Κι αυτό είναι το μαγικό μου κουτί, αυτό εδώ.
Κι αποκλείεται να βρείτε τι δουλειά κάνω. Είναι σίγουρο.
Ένα λεπτάκι.
Τι σου είπα; Δε σου είπα να κάτσεις ήσυχο; Περίμενε!
Ένα λεπτό. Πού είχαμε μείνει;
Α, ναι! Στο όνομά μου.
Ναι είμαι η Λένα, αυτό είναι το μαγικό μου κου...
Ρεζίλι θα με κάνεις! Περίμενε λίγο!
Ένα λεπτό.
Κάτσε εδώ και μην κουνηθείς!
Λοιπόν... τώρα που το λύσαμε το πρόβλημα,
λοιπόν ναι, αποκλείεται να βρείτε τι δουλειά κάνω.
Βέβαια αν θέλετε μπορώ να σας βοηθήσω λίγο
και έτσι να το παίξουμε σαν το παιχνίδι με τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις.
Θέλετε;
Κοινό: Ναι.
Ωραία. Λοιπόν.
Διάλεξα να κάνω αυτή τη δουλειά γιατί...
Να! Γιατί όταν κάνω αυτή τη δουλειά,
αυτό το χαρτί, το λευκό χαρτί, μπορώ να το κάνω πατίνι
κι άμα θέλω να ταξιδέψω και να πάω στα πέρατα του κόσμου.
Γιατί όταν κάνω αυτή τη δουλειά μπορώ...
μπορώ να αλλάζω μορφές
κι εκεί που είμαι όμορφο κορίτσι στον καιρό μου,
να γίνομαι γριά πονήρω!
(Γέλια)
Κι άλλες φορές μπορώ, άμα θέλω, να γίνομαι λαγός
και να βουτήξω μες στο χωράφι σου να σου πάρω και πέντε καρότα
και να δεις μετά εσύ, θα φουσκώσει η κοιλίτσα μου, θα τα φάω όλα!
(Γέλια)
Κι άλλες φορές, μπορώ άμα θέλω...
(Τραγουδά) να σε κάνω να κοιμηθείς,
να σε κάνω να ονειρευτείς,
να σε κάνω να ταξιδέψεις..
Το βρήκατε; Ή θα τραγουδάω κι άλλο;
Να το πάρει το ποτάμι;
Κοινό: Ναι.
Λοιπόν. Είμαι η Λένα κι είμαι παραμυθού.
Λέω παραμύθια και σε παιδιά και σε μεγάλους
κι είμαι παραμυθού
γιατί μ' αρέσει τα μάτια της φαντασίας μου να 'ναι πάντα ανοιχτά.
Γιατί μ' αρέσει να σκέφτομαι πάντα όπως σκέφτονται τα μικρά παιδιά.
Γιατί... αχ χίλια δυο γιατί μπορώ να σας λέω!
Επειδή όμως τα λέω λίγο καλύτερα όταν λέω παραμύθια,
θέλετε να σας πω ένα παραμυθάκι;
Έτσι να το πάρετε και στην τσέπη σας, έτσι φεύγοντας.
(Γέλια)
Λοιπόν θα κάτσω κι εγώ λίγο να 'μαι πιο άνετη, δε σας πειράζει;
Ωραία.
Λοιπόν...
Μια φορά κι έναν καιρό, που λέτε, ήταν ένα παλικαράκι, ο Γιωργής.
Ο Γιωργής, που λέτε, λοιπόν είχε μονάχα τη μάνα του.
Τον πατέρα του τον είχανε χάσει από καιρό,
κι είχε και τον μικρό του αδερφό.
Ε, λοιπόν, ζούσανε μαζί, αντάμα, ζούσαν σε ένα χωριό ψηλά στο βουνό
κι ήταν αγαπημένη οικογένεια παρόλο που είχανε πολλές δυσκολίες.
Αφού χάσανε, βλέπετε, τον πατέρα τους, έπρεπε να δουλεύει η μάνα.
Μοδίστρα ήταν η γυναίκα, ό,τι μπορούσε να κάνει, έκανε.
Ε, κι ο Γιωργής, όσο μεγάλωνε κι αυτός, σιγά σιγά προσπαθούσε.
Πότε βοηθούσε από δω, πότε από κει,
πότε έκανε θελήματα, όπου τον ζητούσανε,
πήγαινε ο καημένος ο Γιωργής να βγάλει καμιά δεκάρα.
Ε, λοιπόν, δύσκολα μεγαλώσαν τα δυο αγόρια.
Ευτυχώς, βέβαια, βοηθούσε και το χωριό, βοηθούσαν οι συγγενείς,
πότε τους δίναν και κάνα ρούχο τα ξαδέρφια και κανά παπούτσι.
Μεγαλώναν τα δυο αγόρια.
Ο Γιωργής, λοιπόν, όσο μεγάλωνε
κι όσο περνούσε ο καιρός του και καταλάβαινε όλο και πιο πολλά πράγματα,
είχε ένα όνειρο.
Ήθελε να αγοράσει ένα ολόδικό του κουστούμι.
Ένα κοστούμι που να μην το έχει φορέσει ποτέ κανείς,
να 'ταν ο πρώτος που θα το φορούσε.
Και πράγματι, βρε παιδιά, σαν έχεις στόχο, λέει, κάνεις τα πάντα!
Κι αυτό έκανε κι ο Γιωργής.
Φρόντιζε και δούλευε και πήγαινε κι από δω στα χωράφια,
και πήγαινε κι από κει, και πήγαινε κι αλλού,
όπου τον φωνάζανε ό,τι μπορούσε έκανε το παλικάρι.
Και σιγά σιγά, δεκάρα τη δεκάρα,
τις έβαλε όλες τις δεκάρες τη μία πάνω στην άλλη
κι έφτιαξε έναν πύργο ψηλά, ίσα με το όνειρο!
Και μια άλλη μέρα, επήρε στο σακούλι του όλες αυτές τις δεκάρες
και κατέβηκε στην πόλη να δει τα μαγαζιά.
Κι όπως είδε τα μαγαζιά, πώς κάνει και βλέπει το μάτι του μια βιτρίνα
και βλέπει το κοστούμι του ονείρου του.
Μπαίνει μέσα, που λέτε, να το προβάρει,
το φοράει, κοιτάζεται στον καθρέφτη,
και τι να δει;
Θαύμασε κι ο ίδιος την ομορφιά του.
Ήτανε ολόιδιος μ' αυτό που φανταζόταν κι είχε μες την καρδιά του.
Πήγε, που λέτε, γρήγορα, το πλήρωσε,
το αγόρασε και πήγε στο χωριό του.
Κι από κείνη την ημέρα, το φορούσε ο Γιωργής ολημερίς κι οληνυχτίς!
Δε πάει να πήγαινε στα χωράφια, το κοστούμι φορούσε.
Δε πάει να γυρνούσε στο σπιτικό του,
μέχρι και τη νύχτα, το κοστούμι φορούσε και μ' αυτό κοιμότανε!
Κι όλοι, βέβαια, στο χωριό τον καμαρώνανε
και λέγανε «Πω, πω ο Γιωργής, τι ωραίο κοστούμι που είναι αυτό που φορεί!»
Μα γιαγιάδες, μα νέες κοπέλες, μα αγόρια,
όλοι λέγανε για το κοστούμι του Γιωργή.
Κι αυτός καμάρι, εκεί να δείτε. Καμάρωνε σαν το γύφτικο σκεπάρνι.
Το φορούσε λοιπόν, που λέτε, το κοστούμι καιρό πολύ,
μέρες πολλές και μήνες.
Αλλά, φυσικά, όσο περνούσε ο καιρός
και το φορούσε το κοστούμι,
άρχισε κι αυτό το ύφασμα, τι να κάνει άρχισε να τρίβεται και να χαλάει.
Έλα, όμως, που δεν ήθελε να το βγάλει από πάνω του ο Γιωργής.
Πήγε, που λέτε, λοιπόν, μια ημέρα στη μάνα του, μοδίστρα αυτή,
σου λέει, κάτι θα ξέρει να μου κάνει.
Πηγαίνει, λοιπόν, και της λέει: «Μάνα, πάρε τούτο το κοστούμι
και μ' αυτό φτιάξε μου κάτι τις, δεν ξέρω, φτιάξε μου ό,τι θες!
Μονάχα να μην το πετάξουμε, μάνα. Το θέλω τούτο το κοστούμι».
Κι η μάνα του η δόλια, που τον αγαπούσε
κι έναν τον είχε τον Γιωργή της,
του λέγει, «Αχ βρε λεβέντη μου, τι να σε κάνω;»
«Σκέψου, μάνα, κάτι θα σκεφτείς εσύ», της λέει ο Γιωργής.
Και πράγματι, εκείνη τον φρόντισε τον γιόκα της.
Και πήρε, που λέτε, μέσα σε μια νύχτα
κι έκοψε κι έραψε και πέταξε τα χαλασμένα τα κομμάτια,
επήρε τα καλά και του έφτιασε μ' αυτό, ένα γιλέκο.
Ένα γιλέκο όμορφο
που σαν έβγαινε, που λέτε, να πάει στην πλατεία ο Γιωργής
τον κοιτάζαν οι κοπελιές που τινάζαν τα σεντόνια τους πρωί πρωί και λέγαν,
«Καλέ κοιτάξτε τον Γιωργή!
Καλέ ποια θα τον πάρει αυτόν που είναι όμορφο παλικάρι και λεβέντης».
Και καμάρωνε ο Γιωργής.
Και δώστου να το φοράει το γιλέκο, μέρα και νύχτα.
Δε πάει να πήγαινε στα χωράφια, στην πλατεία, στο καφενείο,
ο Γιωργής φορούσε το γιλέκο!
Το φορούσε, δηλαδή, τόσο πολύ καιρό,
που σιγά σιγά άρχισε κι αυτό να τρίβεται και να χαλάει.
Ένα βράδυ, λοιπόν, πήγε στη μάνα του
κι όπως ήταν κι εκείνη η δόλια, δίπλα απ' την γαζόλαμπα και μάνταρε εκεί πέρα
και δώστου να ράβει και να κεντάει,
της λέγει «Μάνα, πάρτο τούτο το γιλέκο. Φτιάξε μου κάτι άλλο».
«Αχ βρε παλικάρι μου, τι να σου φτιάξω;
Τι να σου φτιάξω, που κοίτα εδώ,
το πιάνεις από δω κι εκεί σκίζεται».
«Κάτι θα σκεφτείς, μάνα εσύ, σου 'χω εμπιστοσύνη. Φτιάξε μου κάτι τις».
«Αχ γιόκα μου, το ξέρεις πως σ'αγαπάω.
Κάτι θα σκεφτώ και θα σου φτιάξω».
Και την άλλη μέρα το πρωί,
έκατσε η γυναίκα όλη τη νύχτα
και του έφτιαξε που λέτε, με τα καλά τα κομμάτια, ένα καπέλο πλατύγυρο.
Το είδε την άλλη μέρα ο Γιωργής,
το φόρεσε, βγήκε να πάει στο καφενείο, το καμάρωνε,
ποιος ξέρει τι καπέλο ήταν αυτό.
Τον κοιτούσαν κι οι άλλοι άνδρες και λέγαν, «Πω, πω,
ωραίο καπέλο είναι αυτό που 'χει ο Γιωργής. Πού το βρήκε τέτοιο καπέλο».
Και καμάρωνε δυο και τρεις φορές ο Γιωργής.
Αλλά έλα, που ο καιρός περνάει
και κυλάει σαν το νερό
και σιγά σιγά άρχισε κι αυτό το καπέλο να φθείρεται και να τρυπάει.
Το πήρε ο Γιωργής, πήγε στη μάνα του, της λέει το και το.
Τον κοιτάει πάλι αυτή, τι να κάνει;
Ράγιζε η καρδιά της κάθε φορά που τον έβλεπε να στενοχωριέται.
Το παίρνει, λοιπόν, που λέτε, και μέσα σε μια νύχτα,
πήρε το καπέλο, έκοψε τα κομμάτια τα χαλασμένα,
πήρε το καλό το ύφασμα, ό,τι είχε απομείνει
και μ' ένα κομματάκι, χωρούσε δε χωρούσε στην παλάμη,
σκέφτηκε η δόλια τι να το κάνει.
Τι να το κάνει; Τι να το κάνει; Της ήρθε η ιδέα η καλή.
Κι ακούστε τι έκανε.
Τι κάνει η μάνα σαν θέλει το παιδί της ευτυχισμένο.
Πήρε, που λέτε, κι έφτιαξε μ' αυτό το ύφασμα ένα κουμπί.
Και του το έραψε δω μπροστά, στο καλό του το λευκό το πουκάμισο.
Και το φορούσε ο Γιωργής
και πήγαινε στην εκκλησιά
και καμάρωνε για το κουμπί λες κι ήταν από χρυσάφι το κουμπί.
Και το φορούσε μέρα νύχτα το πουκάμισο.
Τόσο το καμάρωνε το κουμπί.
Και φυσικά,
άρχισε κι αυτό να χαλάει και να φθείρεται και να τρυπάει το ύφασμα
και τι να μείνει από τούτο δω;
Το πήρε, που λέτε, ο Γιωργής
το 'βαλε στο χέρι του και το κοιτούσε, τι ήτανε;
Ένα ύφασμα, μια ακίδα μικρή ήταν, σαν κόκκος ρυζιού.
Και τώρα πια δεν ήξερε τι να το κάνει τούτο.
Το κοιτούσε και σκεφτότανε.
Το έσφιξε στα χέρια του.
Και κείνο το βράδυ δεν πήγε στη μάνα του.
Πήρε, που λέτε, αυτό το μικρό, μικρό, μικρούτσικο κομματάκι από ύφασμα
που είχε απομείνει και πήγε στο πιο ψηλό σημείο του χωριού.
Κι έκατσε εκεί κάτω στο χώμα.
Κι από κει σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε όλα τα αστέρια, ένα ένα!
Κι αποφάσισε τι θα κάνει
αυτό το μικρό, μικρό, μικρούτσικο κομματάκι από ύφασμα.
Και ξέρετε τι το 'κανε;
Το 'κανε παραμύθι.
Κι εγώ έτσι κάνω, λοιπόν, σαν τον Γιωργή,
κι ό,τι παίρνω στα χέρια μου
μα μικρό, μα μεγάλο, μα ασήμαντο, μα σημαντικό
το κάνω παραμύθι.
Γιατί όταν κάτι γίνεται παραμύθι,
ξέρετε τα παραμύθια μπορεί να μην είναι πραγματικά αλλά είναι αληθινά,
κρύβουν όλη την αλήθεια της ζωής
και τα παραμύθια είναι η δική μου αλήθεια, όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο αυτό.
Και εύχομαι και 'σεις,
να μπορείτε να βρείτε το δικό σας παραμύθι
και το κάθετι στη ζωή σας να μπορείτε να το κάνετε παραμύθι.
Γιατί στη ζωή, αν τη δούμε σαν παραμύθι, γίνεται.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
(Χειροκρότημα)