Τον δρόμο μου τον έδειξαν οι φοβίες μου | Maria Pagkalou | TEDxUniversityofPiraeus - YouTube
Μεταγραφή: Chryssa Rapessi Επιμέλεια: Maria Pericleous
Καλησπέρα σας.
Θέλω να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ για την τιμή
που μου κάνει το TEDx του Πανεπιστημίου Πειραιά
και είμαι εδώ σήμερα.
Είμαι η Μαρία, είμαι ζωγράφος.
Ζω από τη ζωγραφική μου.
Έχω μια επιχείρηση όπου εκεί πουλάω τη δουλειά μου.
Έρχομαι πάντα σε αμηχανία όταν με ρωτάει κάποιος με τι ασχολούμαι.
Προσπαθώ να σκεφτώ επαγγέλματα σχετικά με τη ζωγραφική πιο φιλικά στο αυτί
ώστε να αποφύγω τις ίδιες ερωτήσεις που πάντα ακολουθούν
ή αυτό το βλέμμα της απορίας.
Συνήθως λέω σκιτσογράφος ή εικονογράφος ή illustrator, που είναι και διεθνής όρος.
Στη χειρότερη των περιπτώσεων λέω απλά πως έχω ένα E-shop.
Όταν λέω λοιπόν πως είμαι ζωγράφος γεμίζει το στόμα μου,
Kαι αφού το ξεστομίσω, νιώθω μια απέραντη ανακούφιση και ευχαρίστηση.
Θα ήθελα να το λέω με τόση ευκολία όπως τη σημερινή
σε όποιον με ρωτάει τι δουλειά κάνω.
Θα ήθελα να το λέω και να μη με ρωτάνε αμέσως μετά,
«Ναι, και κανονική σου δουλειά ποια είναι;»
ή «Και βγάζεις χρήματα από αυτό;»
Το βλέμμα πολλών είναι σαν να με λυπούνται λίγο,
ή σαν να μη με παίρνουν πολύ στα σοβαρά.
Σαν η ζωγραφική να μην μπορεί να σταθεί μόνη της,
σαν να είναι κάτι έξτρα,
ένα χαρτζιλίκι, ένα χόμπι, αλλά όχι ένα κανονικό επάγγελμα.
Έχει μια στερεοτυπική μορφή στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων που συναντώ
και δεν πειράζει.
Απλώς έχει έρθει πια ο καιρός
να γίνει μια αναθεώρηση προς το επάγγελμα του ζωγράφου
αλλά και όλα τα καλλιτεχνικά επαγγέλματα, διότι πολλοί είναι αυτοί που νομίζουν
πως επειδή τα αγαπάμε και τους δινόμαστε ψυχή τε και σώματι,
μας επιτρέπουν να κάνουμε παζάρια ή ακόμα χειρότερα να εργαζόμαστε δωρεάν.
Λοιπόν δεν είναι έτσι.
Το επάγγελμα του ζωγράφου υφίσταται, φορολογείται αδρά.
Απαιτεί πολλή ενέργεια, ψυχική, σωματική και εγκεφαλική.
Απαιτεί χρήματα, καθώς έχεις ανάγκη συνεχώς από υλικά.
Χρειάζεσαι φως, χώρο, καθαρό αέρα,
έναν φυσιοθεραπευτή να σου ισιώνει την πλάτη,
έναν οφθαλμίατρο να σου ξεθολώνει τα μάτια,
κάποιον να σου δίνει boost
και πολλά άλλα που, πιστέψτε με, αν ήταν απλώς ένα χόμπι δεν θα τα χρειαζόμουν.
Eίναι μια απαιτητική και σοβαρή δουλειά
γιατί μέσα από τη ζωγραφική δημιουργείς εικόνες
και η εικόνα για μένα είναι κάτι το συγκλονιστικό.
Ένας πίνακας μέσα στο Λούβρο, ένα τεράστιο γκράφιτι σε έναν δρόμο
ένα εξώφυλλο ενός βιβλίου,
μια μονοκοντυλιά σε μια χαρτοπετσέτα καφετέριας.
Όλα έχουν ακριβώς την ίδια δύναμη.
Είναι όλα ικανά να σου δημιουργήσουν δεκάδες συναισθήματα.
Κάτι τέτοιο άλλωστε δεν είναι η τέχνη;
Συναισθήματα που μοιράζονται για να δημιουργήσουν συναισθήματα.
Είμαι αυτοδίδακτη
και κάπως χαίρομαι με αυτό.
Μαθαίνω συνεχώς από τη δουλειά μου
και τους ζωγράφους που θαυμάζω παρατηρώντας τη δουλειά τους.
Σπούδασα ηθοποιός, το είχα καημό.
Η υποκριτική ο καημός μου και η ζωγραφική παρηγοριά μου.
Δεν ήθελα στα 95 μου να λέω, «Τι κρίμα που δεν σπούδασα αυτό που ήθελα».
Το θέατρο όμως δεν ήταν για μένα.
Και αυτό το «δεν ήταν για μένα»,
χρειάστηκε πολύ χρόνο και πολλή δύναμη μέχρι να το παραδεχτώ και να το αποδεχτώ.
Και πάλι δεν πειράζει.
Γιατί μετά από τις σπουδές μου στην υποκριτική
κατάλαβα τελικά τι είναι για μένα.
Το καλοκαίρι του '17 ήρθαν οι πρώτες μαύρες σκέψεις.
Μετά από τρία χρόνια γεμάτα εργασίες, κόσμο γύρω μου, φωνές,
μουσικές, χορούς, γυμναστικές,
ήρθε μια μέρα που η ησυχία ήταν εκκωφαντική.
Ήταν η αρχή μιας περιόδου γεμάτης κρίσεις πανικού,
απύθμενο φόβο για το μέλλον, τρομακτική ανασφάλεια.
Κοινώς μια περίοδος αποπροσωποποίησης.
Ένιωθα πως είχα χάσει τελείως τον εαυτό μου και όντως έτσι ήταν.
Ένιωθα χαμένη και προσπαθούσα να βρω τον δρόμο της επιστροφής.
Στην περίπτωσή μου, τον δρόμο μού τον έδειξαν οι φόβοι μου.
Αυτός ο φόβος της αποτυχίας, της επιβίωσης και το σύνδρομο του καλού παιδιού
με κατεύθυναν προς ένα επάγγελμα που ποτέ έως τότε δεν είχα πιστέψει
και σε μια πρακτικότητα που δεν μπορούσα να δω καθαρά πριν.
Με απομάκρυναν μεν από πράγματα που θεωρούσα εντελώς ριψοκίνδυνα,
όπως το να παίζω σε μια σκηνή θεάτρου,
με ώθησαν δε προς μια ζωή πιο ταιριαστή στα θέλω μου και τα δε θέλω μου.
Με άλλα λόγια πήρα τα ρίσκα, βρήκα το θάρρος, τα έβαλα κάτω
και άρχισα να βγάζω από το τραπέζι ό,τι με δυσαρεστούσε.
Δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου.
Ήξερα τι δεν ήθελα.
Δεν ήθελα αφεντικό και πρωινό ξύπνημα.
Και τα δύο μου προκαλούν ακραίο άγχος και ιδρώτα
και γενικώς όλα αυτά τα του διαβόλου.
Ήθελα να δημιουργώ κόσμους.
Ήθελα να λειτουργώ με το δικό μου προσωπικό ρολόι.
Ήθελα να κινούμαι περισσότερο και να μην κάθομαι σε ένα γραφείο.
Αυτό δυστυχώς δεν μας έκατσε, περνάω ατελείωτες ώρες στο γραφείο.
Ήθελα ας πούμε περισσότερη ελευθερία και ευελιξία.
Κι αυτό φυσικά είναι ουτοπικό.
Γιατί;
Γιατί όση ελευθερία και αν αναζητάς, είσαι εργάτης.
Έχεις ευθύνες, έχεις υποχρεώσεις και έχεις και προθεσμίες.
Αλλά τουλάχιστον δεν έχεις ακριβώς αφεντικό.
Έχουμε την τάση να βλέπουμε τον φόβο σαν ξένο σώμα.
Να μαχόμαστε με τις κρίσεις πανικού, να κρύβουμε τα αυτοάνοσα
λες και πρόκειται για ξένα σώματα που εισβάλλουν στη ζωή μας
και την κάνουν αφόρητη.
Εγώ είμαι όλα αυτά που μου συμβαίνουν.
Κι αν το μυαλό μου δεν έχει τη δύναμη να μου πει
πως κάτι πρέπει να αλλάξω στη ζωή μου,
μου το λέει το σώμα μου.
Είναι ένας συναγερμός που χτυπάει
και που μόνο εγώ ξέρω τον κωδικό για να τον κλείσω.
Η ζωγραφική λοιπόν ήταν πάντα εκεί ως χόμπι.
Μικρή όταν έλεγα πως θα γίνω ζωγράφος, δεν εισέπρατα μεγάλο ενθουσιασμό.
Και μάλιστα μια φορά στα έξι-εφτά μου,
κάποιος μου είχε πει πως θα πεθάνω στην ψάθα αν γίνω ζωγράφος
Και νόμιζα πως εννοεί πως θα πεθάνω πάνω σε μια ψάθα παραλίας
σε κάποιο πολύ ωραίο μέρος κάποιο καλοκαίρι,
και δεν έβρισκα τι το κακό έχει να πεθάνει κανείς στην ψάθα.
Δεν μου πέρναγε καν από το μυαλό πως μπορώ να βγάλω χρήματα από τη ζωγραφική,
σε ρεαλιστική βάση, γιατί στη φαντασία μου υπήρχε ως όνειρο από πολύ μικρή.
Και μάλλον έτσι όπως το ονειρευόμουν,
κάπως το είχα φτιάξει το σενάριο της επιχείρησης στο μυαλό μου.
Γι' αυτό και όταν το τόλμησα, ήταν σαν το πράγμα να πήγε από μόνο του.
Γιατί το ασυνείδητο, το είχε όλο έτοιμο αυτό το πλάνο.
Χωρίς κανένα κεφάλαιο, μοιάζει λίγο με το αμερικάνικο όνειρο
και την κλασική ιστορία τύπου που είχε στην τσέπη του τρία δολάρια.
Κάπως έτσι, περίπου με 30 ευρώ, πήρα κάποια υλικά, είχα ήδη κάποια στο σπίτι.
Οι γονείς μου.
Οι γονείς μου.
Το μόνο που μπορούσαν να μου δώσουν οι άνθρωποι ήταν την ευχή τους
και ξεκίνησα.
Έχει πλάκα να αναφέρω πως έκανα αρχικά ένα σχέδιο σε ένα μπλοκάκι σημειώσεων,
στο εξώφυλλο, ήταν το πρόσωπο μιας φίλης μου.
Της είπα, «Σου έχω ένα δώρο».
Το σκεπτικό ήταν να το δείξει και στις άλλες φίλες της και να θέλουν και εκείνες,
να αρχίσουν οι παραγγελίες από στόμα σε στόμα, από follow σε follow.
Bρισκόμαστε λοιπόν για καφέ, της το δίνω και τότε μας πλησιάζει ένας κύριος,
το παίρνει ευγενικά, το κοιτάει,
και μου λέει, «Μπορείς να μου κάνεις και μένα ένα;»
Και αυτό ήταν.
Έτσι ξεκίνησε όλο, χωρίς σταματημό.
Κάπως τυχαίο αλλά και όχι τυχαίο.
Κάπως αυτός ο κύριος σαν να κρατούσε μια τεράστια ταμπέλα που έγραφε,
«Φτάσατε στον προορισμό σας».
Και από τότε δε σήκωσα κεφάλι.
Δούλεψα και δουλεύω σκληρά,
ειδικά μέχρι να βρω μια γραμμή, μπορώ να πω πως δυσκολεύτηκα αρκετά.
Το αφιερώθηκα πλήρως και αμετανόητα
και μετά από τρία χρόνια ακατάπαυστης δουλειάς,
κάπως τον τελευταίο χρόνο βρήκα μια ισορροπία
ανάμεσα σε δουλειά, ανάγκες και κοινωνική ζωή.
Πλέον μπορώ να πω πως το ελέγχω καλύτερα,
όχι από θέμα προγράμματος.
Αυτό νομίζω πως δεν θα το καταφέρω ποτέ,
αλλά τουλάχιστον έχω γίνει πολύ επιλεκτική στις δουλειές που αναλαμβάνω
ώστε να απολαμβάνω περισσότερο τη διαδικασία
αλλά και να προσφέρω περισσότερη ποιότητα.
Θέλω αυτό που ζωγραφίζω, την ώρα που το κάνω,
να μου δίνει πίσω αυτό που του δίνω κι εγώ.
Να είναι ένα αλισβερίσι δηλαδή, ανάμεσα σε μένα και το σχέδιό μου στο χαρτί.
Αν του δίνω αγάπη και πάθος και συγκίνηση και φώτα και σκοτάδια,
να μου δίνει και αυτό πίσω τα ίδια και περισσότερα.
Εμποτισμένη λοιπόν με δεκάδες συναισθήματα αυτή η δουλειά,
και κάθε αν θέλετε καλλιτεχνική δουλειά,
χρειάζεται πρώτα από όλα τη βαθειά και ακατανίκητη επιθυμία μας για να πετύχει.
Πρέπει να είσαι διαθέσιμος να δείξεις το μέσα σου σε όλο τον κόσμο.
Να είσαι ο εαυτός σου.
Άλλωστε δεν πρόκειται για μια μηχανή παραγωγής.
Πρόκειται για μια δουλειά που εμπλέκεσαι άμεσα συναισθηματικά.
Σίγουρα θα ακολουθήσεις μια γραμμή που προστάζουν οι καιροί και η μόδα,
αλλά στο μεγαλύτερο ποσοστό της, αυτή δουλειά έχει να κάνει
με τη συναισθηματική σου κατάσταση και με τη ματιά σου στα γεγονότα.
Γιατί αν δεν δει κανείς εσένα σε όλο αυτό, ποιο το ενδιαφέρον.
Kαι όταν λέω εσένα, δεν εννοώ μόνο την ομορφάδα σου.
Εννοώ και όλα σου τα στραβά και τα ανάποδα και τα πιο ευαίσθητα.
Όχι μόνο τα μαύρα σου, θα προτιμούσα να πω τα γκρίζα σου.
Γιατί όπως κι αν αισθάνεσαι,
αν νιώθεις πως δεν έχει κανένα χρώμα η ζωή σου
μην ξεχνάς πως είσαι επαγγελματίας
και ο κόσμος δεν θέλει να βλέπει μόνο το μαύρο σου ή το άσπρο σου.
Θέλει να βλέπει την αλήθεια σου.
Και αποκλείεται η αλήθεια μας να είναι μονόχρωμη από την αρχή ως το τέλος.
Δεν ξεκίνησα κάτι σκεπτόμενη τα κέρδη που θα μου επιφέρει.
Ξεκίνησα κάτι γιατί πάντα το ήθελα,
γιατί το αγαπώ και γιατί το πιστεύω.
Δεν απογοητεύτηκα όταν απέτυχα στο θέατρο.
Βασικά δεν έμαθα καν αν απέτυχα ή όχι,
γιατί πολύ απλά δεν το κυνήγησα όσο μαγικό κι αν είναι.
Ίσως αυτό που δεν πετύχαμε όμως,
να μας δείξει τον δρόμο γι' αυτό που τελικά θα πετύχει.
Αν δεν πετύχει ούτε το επόμενο του επόμενου,
ας έχουμε τη δύναμη να πούμε, «Αυτό δεν ήταν για μένα».
Τουλάχιστον το δοκιμάσαμε,
και στα 95 μας δεν θα λέμε, «Τι κρίμα που δεν το κάναμε».
Ίσως στη ζωή μας να πετύχουμε κάτι ελάχιστες φορές.
Ακόμη και μία και μοναδική.
Θεωρώ πως πρέπει να είμαστε ευγνώμονες για όσα καταφέραμε,
τη στιγμή που τα καταφέραμε και για πάντα.
Αν κάτι πέτυχε, έγινε το τικ, δεν μπορεί να αποτύχει.
Tο μόνο που μπορεί να συμβεί, είναι να σταματήσει να υπάρχει.
Και τελικά έλυσα εγώ όλα μου τα ζητήματα;
Οι φόβοι μου υποχώρησαν;
Όχι σε όλα.
Ποτέ δεν επαναπαύθηκα και ποτέ δεν θα το κάνω.
Βλέπω τη δουλειά μου σαν ζωντανό οργανισμό και μάλιστα πολύ πεινασμένο.
Συνεχώς πρέπει να τον ταΐζω και να τον ποτίζω.
Ο φόβος πάντα θα επιστρέφει και νομίζω πως πάντα θα είναι ο ίδιος.
Ο φόβος της επιβίωσης.
Δεν έχω όμως την πολυτέλεια να αφήσω αυτόν τον φόβο να με απασχολήσει για πολύ.
Γιατί αν το κάνω, θα χάσω πολύτιμο χρόνο.
Μπορεί όσο εγώ φοβάμαι να κάνω το επόμενο βήμα
ο κόσμος που με στηρίζει και περιμένει με ανυπομονησία το επόμενο έργο μου
να έχει ήδη βαρεθεί την αναμονή
και απλά να σταματήσει να αγοράζει ή να χαζεύει τη δουλειά μου.
Το καλύτερο λοιπόν που έχω να κάνω είναι αυτόν τον φόβο
να τον μετουσιώσω σε κινήσεις εξελικτικές,
να επινοώ συνεχώς και να μην του αφήνομαι.
Να κάτι που έμαθα στη σχολή.
Kάθε εργασία ή παράσταση που έπαιξα στα πλαίσια των σπουδών,
είχα άγχος μήνες πριν την τελική παρουσίαση.
Κι ο μόνος τρόπος για να κοπάσει αυτό το άγχος ήταν να μάθω τα λόγια μου τέλεια.
Να δουλέψω πολύ σκληρά ώστε όταν θα βγω στη σκηνή να είμαι άψογη
και το μόνο που μπορεί να πάει λάθος να είναι κάτι εντελώς απροσδόκητο.
Κι εκεί, μπροστά στα μάτια του κόσμου,
όταν συμβεί κάτι που δεν το περιμένεις,
θα πεις από μέσα σου ένα The show must go on
και θα παίξεις, θες δε θες.
Kάπως έτσι θέλω να αντιμετωπίζω ολόκληρη τη ζωή μου.
Φοβάμαι την αποτυχία;
Άρα επινοώ.
Αγχώνομαι με το αποτέλεσμα;
Άρα δουλεύω πιο σκληρά.
Συμβαίνει κάτι αναπάντεχο;
Συνεχίζω από εκεί που είχα μείνει και επινοώ περισσότερο,
δουλεύω περισσότερο.
Καταλήγω λοιπόν.
Κάποτε με τρόμαζε το ποιον επαγγελματικό δρόμο θα ακολουθήσω.
Τώρα όμως, που κάνω αυτό που λατρεύω,
αναρωτιέμαι αν θα το κάνω για πάντα.
Όσο επινοώ και το εξελίσσω, θεωρώ πως θα το κάνω.
Αν πάλι όχι,
θα λέω πως κάποτε το έκανα.
(Χειροκρότημα)