4. VII. Και στον καθαρό αέρα
Εδώ ο αέρας είναι καθαρός. Μα στο μέγαρό μου είναι στ' αλήθεια πνιχτικά, από κάθε άποψη μάλιστα. Ας προχωρήσουμε σιγά, καλέ μου κύριε. Πολύ θα το 'θελα να σας κάνω να ενδιαφερθείτε για το άτομό μου.
— Μα ήρθα σπίτι σας ακριβώς γιατί έπρεπε να σας μιλήσω για μια σημαντική υπόθεση..., παρατήρησε ο Αλιόσα. Δεν ξέρω μονάχα πώς πρέπει ν' αρχίσω.
— Αυτό φάνηκε από την πρώτη στιγμή, πως κάτι έχετε να μου πείτε. Αν δεν ήταν αυτό ποτέ δε θα ρχόσασταν να με δείτε. Ή, μήπως ήρθατε τάχα μόνο και μόνο να παραπονεθείτε για το παιδί; Όμως αυτό είναι απίθανο. Και, μια και το 'φερε η κουβέντα, θα σας εξηγήσω για το παιδί: εκεί μέσα δεν μπορούσα να σας τα εξηγήσω όλα, μα τώρα δω πέρα θα σας περιγράψω όλη εκείνη τη σκηνή. Πρέπει λοιπόν να ξέρετε πως το ξέφτι ήταν πιο πυκνό μόλις εδώ και μια βδομάδα, εννοώ το γενάκι μου, το γενάκι μου το είπαν ξέφτι. Τα μαθητούδια το σκαρφίστηκαν πρώτα. Λοιπόν με τραβάει τότε ο αδερφούλης σας, ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, απ' το γενάκι μου— έτσι στα καλά καθούμενα δημιούργησε σκάνδαλο και γω βρέθηκα μπροστά του μ' έβγαλε απ' την ταβέρνα στην πλατεία και εκείνη ακριβώς την ώρα σχολούσαν τα παιδιά και μαζί τους ήταν κι ο Ηλιούσα. Μόλις με είδε εις αυτήν την κατάσταση, όρμησε πάνω μου : «Μπαμπά, φωνάζει, μπαμπά!». Μ' αρπάζει απ' τα ρούχα, μ' αγκαλιάζει, θέλει να με γλιτώσει, φωνάζει στον υβριστή μου: «Αφήστε τον, αφήστε τον, είναι ο μπαμπάς μου, ο μπαμπάς, συγχωρέστε τον...» Έτσι ακριβώς το φώναξε: «συγχωρέστε τον». Τον άρπαξε και εκείνον με τα χεράκια του και φιλούσε το χέρι του, το χέρι εκείνου... Θυμάμαι το προσωπάκι του εκείνη τη στιγμή, δεν το ξέχασα κι ούτε θα το ξεχάσω!
— Σας ορκίζομαι, αναφώνησε ο Αλιόσα, πως ο αδερφός μου θα σας εκφράσει με τον πιο ειλικρινή τρόπο τη μεταμέλειά του, έστω κι αν θα πρέπει να γονατίσει μπροστά σας σε κείνη την ίδια πλατεία... Θα τον αναγκάσω, αλλιώς δε θα μου είναι πια αδερφός!
—Αχά, θα πει λοιπόν πως όλα αυτά βρίσκονται ακόμα «εν σχεδίω». Δεν είναι δική του υπόσχεση μα προέρχεται απ' τη δική σας γενναιόφρονα και φλογερή καρδιά. Από κει έπρεπε να 'χατε αρχίσει. Εν τοιαύτη περιπτώσει ευσεβάστως επιτρέψατέ μου να συμπληρώσω τα όσα περί ιπποτικής αρετής και ευγενούς μεγαλοψυχίας του αδερφού σας έχω αναφέρει. Όταν έπαψε να με τραβάει απ' τα γένια, μ' άφησε λεύτερο, και μου είπε: «Είσαι, μου λέει, αξιωματικός και γω είμαι αξιωματικός, αν μπορείς να βρεις έναν ευυπόληπτο άνθρωπο για μάρτυρα να μου τον στείλεις, θα σου δώσω ικανοποίηση κι ας είσαι ένας αχρείος!» Νά τι μου είπε. Πραγματικά ιπποτική συμπεριφορά! Φύγαμε τότε με τον Ηλιούσα, μα στην ψυχή του παιδιού έμεινε για πάντα χαραγμένος αυτός ο οικογενειακός πίναξ. Όχι, δεν μπορούμε πια να κάνουμε τους ευγενείς. Κρίνατε και μόνος: τώρα μόλις είχατε την καλοσύνη να επισκεφτείτε το μέγαρό μου, και τι είδατε; Τρεις κυρίες να κάθονται, η μια χωρίς πόδια και με σαλεμένο το λογικό, η άλλη δεν μπορεί να περπατήσει και είναι και καμπούρα, η τρίτη έχει τα πόδια της μα παραείναι έξυπνη, φοιτήτρια, δε βλέπει την ώρα να ξαναπάει στην Πετρούπολη για να αναζητήσει τα δικαιώματα της γυναίκας εις τας όχθας του Νέβα. Για τον Ηλιούσα δε λέω τίποτα, είναι μόλις εννιά χρονώ. Λοιπόν, όταν πεθάνω γω, τι θ' απογίνει όλο αυτό το τσούρμο; Αυτό μονάχα σας ρωτάω. Κι αφού είναι έτσι, αν τον καλέσω σε μονομαχία κι αν με σκοτώσει αυτός, τι θα γίνει τότε; Τι θα γίνουν όλοι τους τότε; Ακόμα χειρότερα αν δεν με σκοτώσει μα με σακατέψει μονάχα; Δε θα μπορώ να δουλεύω, το στόμα όμως θα μείνει. Ποιος θα με ταΐσει λοιπόν τότε εμένα και ποιος θα τους ταΐσει τότε όλους τους άλλους; Ή, μην τάχα θα στέλνω τον Ηλιούσα να ζητιανεύει κάθε μέρα αντί να πηγαίνει σχολείο; Νά τι σημαίνει λοιπόν για μένα να τον καλέσω σε μονομαχία. Μια ανόητος λέξη και τίποτε άλλο.
— Θα σας ζητήσει συγνώμη, θα πέσει στα πόδια σας στη μέση της πλατείας, ξεφώνισε και πάλι ο Αλιόσα και τα μάτια του φλογίστηκαν.
— Ήθελα να του κάνω μήνυση, εξακολούθησε ο λοχαγός: μα, σας παρακαλώ ευσεβάστως, ανοίξτε τον Κώδικά μας, μήπως θα 'χω να περιμένω μεγάλη ικανοποίηση για την προσωπική μου ταπείνωση απ' τον υβριστή; Και τότε ξαφνικά με φωνάζει η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα και μου λέει: «Ούτε να το σκέφτεσαι! Αν τον πας στο δικαστήριο, θα τ' αποκαλύψω όλα κι όλος ο κόσμος θα μάθει πως σε χτύπησε για τις παλιανθρωπιές σου και τότε σένα είναι που θα δικάσουν». Όμως ο Θεός ξέρει τι παλιανθρωπιά ήταν αυτή και με τις διαταγές τίνος ενεργούσα σαν απλό πιόνι σ' όλη την υπόθεση. Μήπως τάχα δεν έδινε αυτή η ίδια κι ο Φιοντόρ Παύλοβιτς τις διαταγές; «Μα εκτός απ' αυτό, μου λέει, θα σε διώξω για πάντα και δε θα βγάλεις πεντάρα από μένα από δω και μπρος. Θα το πω και στον έμπορά μου (έτσι τον λέει τον γέρο: ο έμποράς μου) και θα σε διώξει κι εκείνος». Λοιπόν σκέφτομαι κι εγώ: Αν με διώξει κι ο έμπορας, τι θα γίνει τότε; Πού θα δύναμαι πλέον να εξοικονομώ χρήματα; Γιατί μονάχα αυτοί οι δυο μου απέμειναν, μια κι ο πατερούλης σας, ο Φιόντορ Παύλοβιτς, όχι μόνον έπαψε να μου έχει εμπιστοσύνη εξαιτίας κάποιας άλλης υποθέσεως, μα θέλει κι ο ίδιος, έχων εξασφαλίσει ορισμένας αποδείξεις μου, να με τραβήξει στα δικαστήρια. Ύστερα απ' όλα αυτά κάθισα κι εγώ στ' αυγά μου. Και τώρα επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω: Σας δάγκωσε άσχημα το χέρι ο Ηλιούσα; Στο σπίτι δεν τόλμησα να σας κάνω λόγο μπροστά του.
— Ναι, πολύ με πόνεσε· ήταν πολύ ερεθισμένος. Εκδικήθηκε πάνω μου γιατί ήμουν Καραμάζοβ, τώρα είναι φανερό. Όμως να βλέπατε πώς πετροβολούσε τους συμμαθητές του και πώς του ρίχνανε κι εκείνοι! Είναι πολύ επικίνδυνο, μπορούν να τον σκοτώσουν: είναι παιδιά, ανόητα, ρίχνουν την πέτρα και μπορεί να του σπάσουν και το κεφάλι.
— Ναι, και τον πέτυχαν ήδη, όχι στο κεφάλι μα στο στήθος, λίγο πιο πάνω απ' την καρδιά· μελάνιασε σε κείνο το μέρος, ήρθε κι έκλαιγε, αναστέναζε και νά, τώρα αρρώστησε.
— Ξέρετε όμως; Αυτός πρώτος ρίχνεται σ' όλους τους άλλους· είναι θυμωμένος γι' αυτό που έγινε με σας— λένε πως ένα παιδί, τον Κρασότκιν, τον χτύπησε με σουγιά στο πλευρό...
— Το άκουσα κι αυτό, αλήθεια είναι επικίνδυνο: ο Κρασότκιν είναι σπουδαίος υπάλληλος, εδώ πέρα μπορούμε να 'χουμε και τίποτα φασαρίες...
— Θα σας συμβούλευα, εξακολούθησε με ζέση ο Αλιόσα, να μην τον στείλετε καθόλου στο σχολείο για κάμποσον καιρό, ώσπου να ησυχάσει... και να του περάσει αυτή η οργή...
— Οργή! Ακριβώς αυτό είναι. Οργή. Τούτο το μικρό πλάσμα κλείνει μέσα του μεγάλο θυμό. Σεις δεν τα ξέρετε όλα.
Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω ευσεβάστως μερικά πράγματα. Συνέβη τούτο: ύστερα από εκείνο το επεισόδιο όλοι οι μαθητές άρχισαν να τον κοροϊδεύουν και να τον λένε ξέφτι. Τα παιδιά του σχολείου είναι άκαρδα πλάσματα: το καθένα χωριστά είναι άγγελος, όμως σαν βρίσκονται μαζί, ιδιαίτερα στο σχολείο, πολλές φορές δε λυπούνται κανέναν. Αρχίσανε να τον κοροϊδεύουν, εθίγη η περηφάνεια του Ηλιούσα. Ένα συνηθισμένο αγόρι, ένα αδύναμο παιδί θα 'χε υποκύψει, θα ντρεπότανε για τον πατέρα του, και όμως αυτός ορθώθη μόνος έναντι όλων δια τον πατέρα του, και την δικαιοσύνη, δια την αλήθεια. Διότι εκείνο το οποίον ησθάνθη όταν ησπάζετο τας χείρας του αδερφού σας κραυγάζοντας: «Συγχωρέστε τον μπαμπάκα, συγχωρέστε τον μπαμπάκα», αυτό μόνον ο Θεός και γω το γνωρίζουμε. Έτσι λοιπόν τα παιδιά μας, δηλαδή όχι τα δικά σας, μα τα δικά μας, τα παιδιά των καταφρονεμένων μα ευγενών ανθρώπων, μαθαίνουν την αλήθεια απ' τα εννιά τους χρόνια. Πού να το νιώσουν αυτό οι πλούσιοι; Εκείνοι σ' όλη τους τη ζωή δε θα δουν ποτέ τούτο το βάθος των πραγμάτων, μα ο Ηλιούσα εκείνη τη στιγμή, στην πλατεία, εκείνην ακριβώς τη στιγμή που του φιλούσε τα χέρια, συνέλαβε όλη την αλήθεια. Τούτη η αλήθεια εισέδυσε εις την καρδιάν του και την συνέτριψε δια παντός, είπε με ζέση κι εκτός εαυτού ο λοχαγός και χτύπησε με τη δεξιά του γροθιά την αριστερή του παλάμη, σαν να 'θελε να δείξει παραστατικά πώς χτύπησε τον Ηλιούσα η «αλήθεια». Εκείνη την ίδια μέρα είχε πυρετό, όλη τη νύχτα παραμιλούσε. Όλη εκείνη τη μέρα μιλούσε λίγο μαζί μου, όλο σώπαινε, μόνον που παρατήρησα πώς με κοίταζε, όλο με κοίταζε απ' τη γωνιά του και όλο και στριμωγνόταν πιο κοντά στο παράθυρο κι έκανε τάχα πως διάβαζε τα μαθήματα, κι όμως έβλεπα πως δεν ήταν τα μαθήματα που τον απασχολούσαν. Την επομένη ήπια αρκετά, δε θυμάμαι καλά-καλά, απ' τη θλίψη μου, σαν αμαρτωλός άνθρωπος που είμαι. Η μητερούλα άρχισε κι αυτή να κλαίει —τη μητερούλα την αγαπάω πολύ— λοιπόν και γω κατέβασα μερικά ποτηράκια, ξόδεψα τα τελευταία μου χρήματα. Μη με κατακρίνετε, καλέ μου κύριε: στη Ρωσία οι μεθυσμένοι είναι οι καλύτεροι άνθρωποι. Οι πιο καλοί μας· άνθρωποι είναι μεθύστακες. Έμεινα λοιπόν στο κρεβάτι και τον ξέχασα σχεδόν τον Ηλιούσκα. Και εκείνη την ίδια μέρα άρχισαν τα παλιόπαιδα να τον κοροϊδεύουν απ' το πρωί. «Ξέφτι, του φωνάζανε· τον πατέρα σου τον αρπάξανε απ' το ξέφτι του και τον σύρανε έξω απ' την ταβέρνα και συ έτρεχες δίπλα του και φώναζες να τον συγχωρέσουν». Την τρίτη μέρα ήρθε απ' το σχολείο και βλέπω το πρόσωπό του αναστατωμένο, κατάχλωμο. Τι έχεις; του λέω. Σωπαίνει. Βέβαια μέσα στο δωμάτιο δεν μπορούσα να κουβεντιάσω μαζί του, γιατί αμέσως θα μπαίνανε στη μέση η μητερούλα και οι κοπέλες, οι κοπέλες τα ξέραν όλα, απ' την πρώτη κιόλας μέρα. Η Βαρβάρα Νικολάγιεβνα άρχισε να γκρινιάζει: «Γελωτοποιοί, παλιάτσοι! Μήπως κάνετε και τίποτα της προκοπής;» Έτσι είναι, της λέω, Βαρβάρα Νικολάγιεβνα, μήπως μπορούμε να κάνουμε και τίποτα της προκοπής; Έτσι ξεμπέρδεψα για εκείνη τη φορά. Το λοιπόν, το βραδάκι πήρα το παιδί να κάνουμε έναν περίπατο. Βγαίναμε και πριν απ' αυτό το περιστατικό κάθε βράδι και παίρναμε αυτόν ακριβώς τον δρόμο που πάμε τώρα, απ' την εξώπορτά μας ως εκείνη εκεί τη μεγάλη κοτρόνα, —βλέπετε; Εκείνη που κοίτεται ξεμοναχιασμένη κοντά στο φράχτη, εκεί που αρχίζουν τα βοσκοτόπια. Ερημικό και πολύ όμορφο μέρος. Πηγαίνουμε λοιπόν με τον Ηλιούσα· το χεράκι του είναι μες στο χέρι μου, έτσι γινόταν πάντοτε. Λεπτό είναι το χεράκι του, λεπτούτσικα τα δάχτυλά του, κρύα· υποφέρει κι απ' το στήθος του το καημενούλι μου. «Μπαμπά, λέει, μπαμπά!» «Τι είναι;» του λέω. Βλέπω τα ματάκια του ν' αστράφτουν. «Μπαμπά, τι σου 'κανε τότε, μπαμπά!»
«Τι να γίνει Ηλιούσα», λέω. «Μην τα ξαναφτιάξεις μαζί του, μπαμπά, μην τα ξαναφτιάξεις. Τα παιδιά λένε πως σου 'δωσε δέκα ρούβλια γι' αυτό». «Όχι, του λέω, Ηλιούσα, τώρα με κανένα τρόπο δε θα πάρω λεφτά απ' αυτόν». Άρχισε να τρέμει ολόκληρος, άρπαξε το χέρι μου με τα δυο του χεράκια και το φιλούσε. «Μπαμπά λέει, μπαμπά, κάλεσέ τον σε μονομαχία, στο σχολείο με κοροϊδεύουν και μου λένε πως είσαι φοβιτσιάρης και δεν τον καλείς σε μονομαχία, και πως θα πάρεις δέκα ρούβλια απ' αυτόν». «Σε μονομαχία, Ηλιούσα, δεν μπορώ να τον καλέσω», απαντάω εγώ, και του εκθέτω εν συντομία όλα εκείνα που είπα και σε σας. Τ' άκουσε εκείνος και μου λέει: «Μπαμπά, μην τα ξαναφτιάξεις όμως μαζί του. Θα μεγαλώσω και θα τον καλέσω εγώ και θα τον σκοτώσω μονάχος μου!» Τα ματάκια του σπίθιζαν και καίγανε. Λοιπόν, είμαι κοντά στ' άλλα και πατέρας, έπρεπε βέβαια να του πω και την αλήθεια: είναι αμαρτία, του λέω, να σκοτώνει κανείς, έστω και σε μονομαχία. «Μπαμπά, λέει, μπαμπά θα τον ρίξω κάτω σαν μεγαλώσω, θα του πετάξω μακριά το σπαθί με το σπαθί μου, θα ορμήσω πάνω του, θα τον ρίξω κάτω, θα στριφογυρίσω από πάνω του το σπαθί και θα του πω: Θα μπορούσα, τούτη κιόλας τη στιγμή, να σε σκοτώσω, μα σε συγχωράω· νά τι σου κάνω!» Βλέπετε, βλέπετε, καλέ μου κύριε, τι διεργασία συνετελέσθη εκείνες τις δυο μέρες στο μικρό του κεφαλάκι· μέρα νύχτα τη σκεφτόταν τούτη την εκδίκηση με το σπαθί και τη νύχτα γι' αυτό θα παραμιλούσε. Μονάχα που άρχισε να 'ρχεται απ' το σχολείο πολύ δαρμένος, αυτό το 'μαθα εδώ και τρεις μέρες, έχετε δίκιο σ' όσα είπατε. Δε θα τον ξαναστείλω σ' αυτό το σχολείο. Μαθαίνω πως τα 'βαλε μονάχος μ' όλη την τάξη και τους προκαλεί όλους, έχει εξαφθεί πολύ, η καρδιά του φλέγεται, τρόμαξα τότε γι' αυτόν. Πάλι κάναμε περίπατο. «Μπαμπά, ρωτάει, μπαμπά, αλήθεια λένε πως οι πλούσιοι είναι οι πιο δυνατοί στον κόσμο;» «Ναι, του λέω, Ηλιούσα, δεν υπάρχει στον κόσμο δυνατότερος απ' τον πλούσιο». «Μπαμπά, λέει, θα πλουτίσω, θα γίνω αξιωματικός και θα τους τσακίσω όλους, θα μου δώσει παράσημο ο Τσάρος, θα γυρίσω και τότε κανένας δε θα τολμήσει...» Ύστερα σώπασε κι όταν ξαναμίλησε, τα χείλη του τρέμανε και πάλι. «Μπαμπά, λέει, τι κακιά που είναι η πολιτεία μας, μπαμπά!» «Ναι, λέω, Ηλιούσετσκα δεν είναι και πολύ καλή η πολιτεία μας». «Μπαμπά, να πάμε σ' άλλη πολιτεία, σε μια καλή, λέει, πολιτεία όπου κανένας δεν ξέρει τίποτα για μας». «Θα πάμε, λέω, Ηλιούσα, θα πάμε, περίμενε μονάχα να μαζέψω λεφτά». Χάρηκα κι εγώ που μου δινόταν ευκαιρία να τον κάνω να ξεχάσει τις μαύρες σκέψεις του, κι αρχίσαμε να κάνουμε όνειρα μαζί: «Πως θα πάμε σ' άλλη πολιτεία, θ' αγοράσουμε αλογάκι δικό μας κι αμαξάκι. Θα βάλουμε μέσα την μητερούλα και τις αδερφούλες, θα τις τυλίξουμε καλά καλά κι εμείς θα περπατάμε δίπλα. Πού και πού θα σε βάζω και σένα επάνω, μα εγώ θα περπατάω εκεί δίπλα, γιατί πρέπει να το λυπηθούμε και λιγάκι τ' αλογάκι μας, δεν πρέπει βέβαια όλοι να του φορτωθούμε· έτσι λοιπόν θα ξεκινήσουμε». Ενθουσιάστηκε μ' αυτά και το κυριότερο γιατί θα 'χει δικό του αλογάκι κι αμαξάκι και θα πηγαίνει όπου θέλει. Είναι γνωστό πως για το ρωσόπουλο, αυτό είναι ό,τι πιο όμορφο μπορεί να λαχταρήσει. Φλυαρούσαμε πολλή ώρα- δόξα να 'χει ο Θεός, σκέφτομαι, τον διασκέδασα, ησύχασε. Αυτό έγινε προχτές το βράδι, μα χτες το βράδι αλλάξανε τα πράγματα. Ξαναπήγε σ' αυτό το σχολείο και γύρισε σκυθρωπός, πολύ σκυθρωπός. Το βράδι τον πήρα απ' το χέρι να κάνουμε περίπατο· σώπαινε, λέξη δεν έλεγε. Άρχισε τότε να φυσάει, ο ουρανός συννέφιασε, μύρισε φθινόπωρο, σουρούπωνε πια, περπατάγαμε και οι δυο μας. Είμαστε θλιμμένοι. «Λοιπόν πώς θα ξεκινήσουμε» του λέω, με τη σκέψη να ξαναρχίσω τη χτεσινή κουβέντα. Σωπαίνει. Μονάχα που κατάλαβα τα δαχτυλάκια του να τρέμουν μες στο χέρι μου. Ε, σκέφτομαι, άσχημα πάμε, κάτι καινούργιο θα 'γινε. Φτάσαμε όπως και τώρα ίσαμε τούτη την πέτρα, κάθισα εδώ στην πέτρα, χαρταετοί πλανιόνταν στον ουρανό, ήταν καμιά τριανταριά, που θορυβούσαν και κροτούσαν στον αέρα. Είναι, βλέπετε, η εποχή τους τώρα. «Νά, λέω, Ηλιούσα, καιρός είναι ν' αμολήσουμε και εμείς τον περσινό αετό μας. Θα στον διορθώσω· πού τον έχεις κρυμμένο;» Σωπαίνει τ' αγόρι μου, κοιτάει παράμερα, έχει μισογυρισμένη την πλάτη του σε μένα. Τότε ξαφνικά σφύριξε άνεμος δυνατός, σηκώθηκε σκόνη... Έπεσε ξάφνου πάνω μου, αγκάλιασε με τα χεράκια του το λαιμό μου, μ' έσφιξε. Ξέρετε, τα παιδιά, όταν είναι σιωπηλά και περήφανα, κρατάνε για πολλή ώρα τα δάκρυά τους, μα όταν ξεσπάσουν, σαν τα πιάσει μεγάλη θλίψη, τότε όχι μονάχα κλαίνε, μα τα δάκρυά τους τρέχουν ποτάμι. Έτσι λοιπόν και τότε μου 'βρεξε όλο το πρόσωπο με τα ζεστά του δάκρυα. Έκλαιγε μ' αναφυλλητά σαν να 'χε ρίγη, έτρεμε, με σφίγγει πάνω του, εγώ κάθομαι πάνω στην πέτρα. «Μπαμπάκα, ξεφωνίζει, μπαμπάκα, καλέ μου μπαμπάκα, πόσο σε ταπείνωσε!» Άρχισα τότε κι εγώ τα κλάματα, καθόμαστε και κλαίμε και οι δυο μας. «Μπαμπάκα, λέει, μπαμπάκα μου!» «Ηλιούσα, του λέω, Ηλιούσετσκα!» Κανένας δε μας είδε τότε, μονάχα ο Θεός μας είδε. Ίσως να μου το καταχωρήσει στο δελτίο ποιότητος, Αλεξέι Φιοντόροβιτς. Μα όχι, το παιδάκι μου εγώ δε θα το δείρω για να ικανοποιηθείτε εσείς!
Τέλειωσε και πάλι με εκείνο το ύφος του το μοχθηρό και παλιατσίστικο. Μα ο Αλιόσα ένιωσε πως τώρα πια του 'χει εμπιστοσύνη και πως, αν ήταν άλλος στη θέση του τότε ο άνθρωπος αυτός δε θα «κουβέντιαζε» έτσι και δε θα αποκάλυπτε όλα όσα αποκάλυψε σ' αυτόν τώρα μόλις. Αυτό έδωσε θάρρος στον Αλιόσα που η ψυχή του ήταν γεμάτη δάκρυα.
— Αχ, πόσο θα 'θελα να γίνουμε φίλοι με τ' αγοράκι σας!
αναφώνησε. Αν με βοηθούσατε κι εσείς...
— Πώς, πώς, μουρμούρισε ο λοχαγός.
— Όμως τώρα δεν είναι αυτό που θέλω να σας πω, είναι κάτι άλλο, ακούστε, ακούστε! εξακολούθησε να αναφωνεί φλογερά ο Αλιόσα. Μου έχουν αναθέσει μια αποστολή: αυτός ο ίδιος ο αδερφός μου, ο Ντιμήτρι, έχει προσβάλει και τη μνηστή του, μιαν ευγενέστατη κοπέλα που σίγουρα θα την έχετε ακουστά. Έχω το δικαίωμα να σας αποκαλύψω την προσβολή που της έγινε και μάλιστα είμαι υποχρεωμένος να σας το πω γιατί αυτή, όταν έμαθε την αδικία που έγινε σε βάρος σας κι όταν πληροφορήθηκε για τη δύσκολη κατάσταση όπου βρισκόσαστε, μου 'δωσε τώρα την εντολή... πριν από λίγη ώρα... να σας φέρω τούτη την ενίσχυση από μέρος της... μα μονάχα από μέρους της, όχι απ' τον Ντιμήτρι που την παράτησε και την ίδια, κι ούτε από μένα, απ' τον αδερφό του, κι ούτε από κανέναν άλλον μα από κείνη, μονάχα από κείνη! Σας ικετεύει να δεχτείτε τη βοήθειά της... σας έχει προσβάλει, και κείνην και σας ο ίδιος ο άνθρωπος... Και σας θυμήθηκε μάλιστα την ίδια ακριβώς στιγμή που υπέστη κι αυτή την ίδια προσβολή (ίδια σε σοβαρότητα εννοώ) όπως κι εσείς! Είναι δηλαδή μια αδερφή που έρχεται να βοηθήσει τον αδερφό της... Αυτήν ακριβώς την εντολή μου 'δωσε: να σας πείσω να δεχτείτε τούτα τα διακόσια ρούβλια από μιαν αδερφή σας που ξέρει πως έχετε ανάγκη. Κανένας δε θα το μάθει, κανένα κουτσομπολιό δε θα γίνει... νά τα διακόσια ρούβλια, και σας ορκίζομαι, πρέπει να τα δεχτείτε, αλλιώς... αλλιώς πρέπει όλοι να 'ναι εχθροί σ' αυτόν τον κόσμο! Όμως υπάρχουν και σε τούτη τη γη αδέρφια... Έχετε ευγενική ψυχή...
πρέπει να το καταλάβετε αυτό, πρέπει!
Κι ο Αλιόσα του άπλωσε τα δυο κολλαριστά κατοστάρικα. Εκείνη τη στιγμή στέκονταν και οι δυο δίπλα στη μεγάλη πέτρα, κοντά στο φράχτη. Ολόγυρά τους κανένας. Τα χαρτονομίσματα φάνηκε να κάνανε στο λοχαγό φοβερή εντύπωση: τινάχτηκε, μα στην αρχή μόνο και μόνο από την κατάπληξή του, καθώς φαίνεται. Κάτι παρόμοιο δεν το 'χε καθόλου φανταστεί και δεν περίμενε μια τέτοια λύση. Μια τέτοια βοήθεια και μάλιστα τόσο σημαντική, δεν την είχε δει ούτε στον ύπνο του. Πήρε τα χαρτονομίσματα και σχεδόν ένα λεπτό δεν μπορούσε ούτε ν' απαντήσει· το πρόσωπό του πήρε μιαν εντελώς καινούργια έκφραση.
— Για μένα, για μένα τόσα λεφτά, διακόσια ρούβλια! Θεέ μου! Τέσσερα χρόνια έχω να δω τόσα λεφτά, Θεέ μου! Και λέει πως
είναι αδερφή μου... αλήθεια έτσι είναι; Αλήθεια;
— Σας ορκίζομαι πως όλα όσα σας είπα είναι αλήθεια! —φώναξε ο Αλιόσα.
O λοχαγός κοκκίνησε.
— Ακούστε όμως καλέ μου, ακούστε. Αν τα δεχτώ, δε θα 'μαι τάχα παλιάνθρωπος; Στα δικά σας τα μάτια, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, δε θα 'μαι παλιάνθρωπος; Όχι, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, ακούστε με, ακούστε με· —έλεγε όλο και πιο βιαστικά, αγγίζοντας και με τα δυο του χέρια τον Αλιόσα. Τώρα εσείς προσπαθείτε να με πείσετε να τα δεχτώ λέγοντας πως μου τα στέλνει μια «αδερφή», όμως μέσα σας δε θα νιώσετε περιφρόνηση για μένα αν τα πάρω, ε;
— Μα όχι, όχι! Σας ορκίζομαι σ' ό,τι έχω ιερό πως όχι! Και ποτέ δε θα το μάθει κανείς, μονάχα εμείς θα το ξέρουμε: εγώ, εσείς κι εκείνη κι ακόμα μια κυρία πολύ καλή της φίλη...
— Καλά η κυρία! Ακούστε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, ακούστε με, τώρα ήρθε η στιγμή που πρέπει να μ' ακούσετε γιατί εσείς δεν μπορείτε να καταλάβετε τι μπορεί να σημαίνουν τώρα για μένα τούτα τα διακόσια ρούβλια, εξακολούθησε ο δύστυχος και τον έπιανε σιγά-σιγά μια περίεργη, άγρια, θα 'λεγε κανείς, έξαρση.
Λες και δεν ήξερε τι έλεγε, μιλούσε πολύ γρήγορα κι ασθμαίνοντας, σάμπως να φοβόταν πως δεν θα τον αφήσουν να τα πει όλα.
— Εκτός που τούτα τα λεφτά θα τ' αποχτούσα τίμια, μια και μου τα δίνει μια τόσο αξιοσέβαστη και άγια «αδερφή», ξέρετε τάχα πως τώρα μπορώ να φροντίσω τη μητερούλα και τη Νίνοτσκα, την κόρη μου, το μικρό καμπουριασμένο μας αγγελούδι; O γιατρός Χερτσενστούμπε ήρθε από καλοσύνη του και την εξέτασε, μιαν ολάκερη ώρα έκανε: «Τίποτα, λέει, δεν καταλαβαίνω, κι όμως το ιαματικόν ύδωρ που πουλιέται εδώ στο φαρμακείο (έγραψε αυτός τη συνταγή) σίγουρα θα την ωφελήσει», μα και ποδόλουτρα με κάποιο φάρμακο της έγραψε. Το ιαματικό λοιπόν ύδωρ έχει τριάντα καπίκια και θα πρέπει να πιεί κάπου σαράντα μπουκάλια. Πήρα λοιπόν και γω τη συνταγή και την έβαλα στο ράφι κάτω από τα εικονίσματα, εκεί βρίσκεται και τώρα. Και της Νίνοτσκας είπε να της κάνουμε μπάνια σε κάποια διάλυση, κάτι ζεστά μπάνια δηλαδή, κάθε μέρα πρωί και βράδι. Το λοιπόν, πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε τέτοιες θεραπείες εκεί μέσα στο διαμέρισμά μας, χωρίς υπηρέτρια, χωρίς καμιά βοήθεια, χωρίς σκεύη και νερό; Κι όμως τη Νίνοτσκα την έχει ποτίσει ολόκληρη ο ρευματισμός, αυτό δεν σας το είπα ως τα τώρα, τις νύχτες τής πονάει όλο το δεξί της πλευρό· υποφέρει και —το πιστεύετε τάχα;— τούτος ο άγγελος σφίγγει τα δόντια του για να μη μας ανησυχήσει, δε στενάζει για να μη μας ξυπνήσει. Τρώμε ό,τι τύχει, ό,τι βρεθεί, όμως εκείνη παίρνει το χειρότερο κομμάτι, ένα κομμάτι που μονάχα στο σκυλί θα 'κανε να το πετάξεις: «Δεν τ' αξίζω, σαν να λέει, αυτό το κομμάτι, από σας το στερώ, σας είμαι βάρος». Αυτό λέει τ' αγγελικό της βλέμμα. Την περιποιόμαστε κι αυτό της είναι οδυνηρό: «Δεν τ' αξίζω όλα αυτά, δεν τ' αξίζω, είμαι μια ανάξια σακάτισσα, άχρηστη». Κι όμως αξίζει και παραξίζει γιατί αυτή μας ημερεύει με την αγγελική της ταπεινοσύνη και με τη βοήθεια που της δίνει ο Θεός, γιατί χωρίς αυτήν, χωρίς τον δικό της καλό λόγο, το σπίτι μας θα 'ταν κόλαση, ακόμα και τη Βάρια, κι εκείνη τη μαλάκωσε. Όμως δεν πρέπει να κατακρίνετε και τη Βαρβάρα Νικολάγιεβνα, κι αυτή είναι ένας άγγελος, ένα άγγελος προσβλημένος. Μας ήρθε το καλοκαίρι και είχε μαζί της δεκάξι ρούβλια, τα κέρδισε δίνοντας μαθήματα και τα 'χε στη μπάντα για τα έξοδα της επιστροφής, για να γυρίσει το Σεπτέμβρη, τώρα δηλαδή, στην Πετρούπολη. Και εμείς της πήραμε τα λεφτούλια και τα φάγαμε και τώρα δεν έχει με τι να γυρίσει, νά πως είναι... Μα κι ούτε μπορεί να γυρίσει γιατί δουλεύει για μας σαν κατεργίτης, τη ζέψαμε στη δουλειά σαν υποζύγιο, γιατί όλους αυτή μας φροντίζει, μπαλώνει, πλένει, σκουπίζει, βάζει τη μητερούλα να πλαγιάσει, και η μητερούλα είναι γκρινιάρα, και η μητερούλα είναι κλαψιάρα, και η μητερούλα είναι τρελή!... Ώστε λοιπόν τώρα μ' αυτά τα διακόσια ρούβλια μπορώ να πάρω μιαν υπηρέτρια, το καταλαβαίνετε αυτό, Αλεξέι Φιοντόροβιτς; Μπορώ ν' αρχίσω τη θεραπεία των αγαπημένων μου, μπορώ να στείλω τη σπουδάστρια στην Πετρούπολη, θ' αγοράσω βοδινό, θα φάμε κάτι καινούργιο. Θεέ μου, μα αυτό είναι όνειρο!
O Αλιόσα ήταν τρομερά ευχαριστημένος που του 'φερε τόση ευτυχία και που αυτός ο φτωχός τη δέχτηκε.
— Σταθείτε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, σταθείτε, αρπάχτηκε ξαφνικά από 'να καινούργιο όνειρο ο λοχαγός κι άρχισε να μιλάει βιαστικά και ξέφρενα. Μα το ξέρετε τάχα πως τώρα ίσως θα μπορούσαμε στ' αλήθεια να πραγματοποιήσουμε τ' όνειρό μας με τον Ηλιούσκα; Θ' αγοράσουμε ένα αλογάκι κι ένα αμάξι, και τ' αλογάκι θα είναι μαύρο, με παρακάλεσε το δίχως άλλο να 'ναι μαύρο, και θα ξεκινήσουμε όπως τα λέγαμε προχτές. Έχω στην επαρχία Κ—σκαγια έναν γνωστό δικηγόρο, παιδικό μου φίλο, και μου 'πε ένας έμπιστος άνθρωπος πως, αν θα πάω εκεί, θα μου δώσει τάχα τη θέση του αλληλογράφου στο γραφείο του· πού ξέρεις λοιπόν, μπορεί και στ' αλήθεια να μου τη δώσει... Ε, να 'βαζα λοιπόν τη μητερούλα πάνω στ' αμάξι, να 'βαζα και τη Νίνοτσκα, τον Ηλιούσετσκα θα τον βάλω να οδηγάει και εγώ με τα πόδια από κοντά και θα πέρναμε το δρόμο... Θεέ μου, αν πάρω κι ένα ποσό που μου χρωστάνε εδώ πέρα, που το 'χω πια για χαμένο, ίσως να φτάσουν τα λεφτά και γι' αυτό!
— Θα φτάσουν, θα φτάσουν! αναφώνησε ο Αλιόσα. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα θα σας στείλει κι άλλα, όσα θέλετε και —ξέρετε;— έχω και εγώ λεφτά, πάρτε όσα σας χρειάζονται, σαν να τα παίρνετε από αδερφό, σαν από φίλο· αργότερα θα μου τα επιστρέφετε... Σεις θα πλουτίσετε, θα πλουτίσετε! Και, ξέρετε, ποτέ δε θα μπορούσατε να φανταστείτε τίποτα καλύτερο απ' αυτή τη μετακόμιση σ' άλλη επαρχία! Αυτό θα 'ναι η σωτηρία σας και το κυριότερο θα σωθεί και το παιδάκι σας και μάλιστα θα πρέπει να βιαστείτε, πριν έρθει ο χειμώνας, πριν πιάσουν τα κρύα και να μας γράψετε από κει και θα μείνουμε αδέρφια... Όχι αυτό δεν είναι όνειρο!
O Αλιόσα ήταν έτοιμος να τον αγκαλιάσει, τόσο ευχαριστημένος ήταν. Μα σαν τον κοίταξε, έμεινε ξαφνικά ακίνητος: ο άλλος στεκόταν με το λαιμό τεντωμένο, με τα χείλη τεντωμένα, με το πρόσωπο χλωμό κι αλλοπαρμένο, τα χείλη του σάλευαν, σαν να 'θελαν κάτι να προφέρουν. Κανένας ήχος δεν έβγαινε, όμως αυτός εξακολουθούσε να κουνάει τα χείλη του έτσι που σε τρόμαζε.
— Τι έχετε; είπε ο Αλιόσα κι ανατρίχιασε.
— Αλεξέι Φιοντόροβιτς... εγώ... εσείς... τραύλισε με φωνή που κοβόταν ο λοχαγός, κοιτάζοντας παράξενα, άγρια και στυλά τον Αλιόσα, έχοντας την έκφραση του ανθρώπου που αποφάσισε να ριχτεί στο κενό, διαστέλλοντας τα χείλη του σαν σε χαμόγελο: Εγώ... εσείς... Θέλετε να σας δείξω τώρα ένα κόλπο, ε; ψιθύρισε ξαφνικά γρήγορα και σταθερά χωρίς να κομπιάζει πια.
— Τι κόλπο;
— 'Ετσι ένα κολπάκι, εξακολουθούσε να ψιθυρίζει ο λοχαγός. Το στόμα του στράβωσε προς τ' αριστερά, τ' αριστερό μάτι μισόκλεισε κι αυτός κοίταζε συνεχώς τον Αλιόσα μ' επιμονή.
— Μα τι έχετε, τι κόλπο λέτε; φώναξε αυτός εντελώς πια τρομαγμένος.
— Νά τι κόλπο, κοιτάτε! τσίριξε ξαφνικά ο λοχαγός.
Κι αφού του 'δειξε τα δυο χαρτονομίσματα που όλη την ώρα, όσο κρατούσε η κουβέντα, τα βαστούσε και τα δυο απ' τη γωνιά με το μεγάλο δάχτυλο και το δείχτη του δεξιού χεριού, τ' άρπαξε άξαφνα με μανία, τα τσαλάκωσε και τα 'σφιξε στη γροθιά του.
— Το είδατε, το είδατε! τσίριζε χλωμός κι εκτός εαυτού, και ξάφνου σήκωσε τη γροθιά του και πέταξε με δύναμη τα δυο τσαλακωμένα χαρτιά στην άμμο. Το είδατε; τσίριξε και πάλι δείχνοντάς τα με το δάχτυλο. Ε, λοιπόν, νά!...
Και σηκώνοντας το δεξί του πόδι άρχισε να τα ποδοπατάει μ' άγριο θυμό, ξεφωνίζοντας και λαχανιάζοντας με το κάθε χτύπημα του ποδιού.
— Νά τα λεφτά σας! Νά τα λεφτά σας! Νά τα λεφτά σας! Νά τα λεφτά σας! ξάφνου έκανε ένα πήδημα προς τα πίσω κι όρθωσε το κορμί του μπροστά στον Αλιόσα. Όλο του το ύφος είχε μιαν ανείπωτη περηφάνεια.
— Πέστε σ' εκείνους που σας έστειλαν πως το ξέφτι δεν πουλάει την τιμή του! φώναξε απλώνοντας τα χέρια του.
Ύστερα, έστριψε γρήγορα κι άρχισε να τρέχει. Μα δεν έκανε ούτε πέντε βήματα και γύρισε και κούνησε το χέρι του στον Αλιόσα. Σε λίγο, ύστερα από άλλα πέντε βήματα γύρισε για τελευταία φορά. Δεν είχε πια το κακό χαμόγελο στα χείλη, απεναντίας έτρεμε ολάκερος απ' τα δάκρια. Με μια κλαψιάρικη φωνή, κομπιάζοντας και λαχανιασμένος, του φώναξε:
— Και τι θα 'λεγα λοιπόν στ' αγόρι μου, αν έπαιρνα από σας λεφτά για το ντρόπιασμά μας; και λέγοντάς τα αυτά, άρχισε να τρέχει, και τούτη τη φορά δεν ξαναγύρισε.
O Αλιόσα κοίταζε το κατόπι του με μιαν ανείπωτη θλίψη. Ω, το καταλάβαινε πως ο άλλος ως την τελευταία στιγμή ούτε κι ο ίδιος το 'ξερε πως θα τσαλακώσει και θα πετάξει τα χαρτονομίσματα. Εκείνος δε γύρισε άλλο να κοιτάξει πίσω του, ο Αλιόσα το 'ξερε πως τώρα πια δεν θα γυρίσει. Να τρέξει πίσω του και να τον φωνάξει δεν ήθελε, ήξερε το γιατί. Όταν εκείνος χάθηκε εντελώς, ο Αλιόσα σήκωσε τα δυο χαρτονομίσματα. Ήταν μονάχα πολύ τσαλακωμένα και παραχωμένα στην άμμο, μα δεν είχαν πάθει τίποτα και μάλιστα τρίζανε σαν καινούργια όταν ο Αλιόσα τα ξεδίπλωνε και τα 'σιαζε. Ύστερα τα 'βαλε στην τσέπη του και πήγε στης Κατερίνας Ιβάνοβνα να της αναφέρει την αποτυχία της αποστολής του.