5. II. Ο Σμερντιακόβ με Κιθάρα
Μα βιαζόταν κιόλας. Κάτι σκέφτηκε την ώρα που χαιρετούσε τη Lise, τούτο: με τι τέχνασμα θα κατάφερνε να βρει τον αδερφό του Ντιμήτρι που ήταν φανερό πως κρυβόταν απ' αυτόν; Ήταν αρκετά αργά πια, τρεις πάνω κάτω, απόγευμα. Όλη του η ύπαρξη τον τραβούσε στο μοναστήρι, στον «μεγάλο» του ετοιμοθάνατο, όμως η ανάγκη να δει τον αδερφό του Ντιμήτρι τα κατανίκησε όλα: ο Αλιόσα πειθόταν όλο και περισσότερο με την κάθε ώρα που περνούσε πως θα γίνει κάποια αναπότρεπτη φοβερή καταστροφή. Τι καταστροφή ήταν αυτή και τι θα 'θελε να πει τούτη τη στιγμή στον αδερφό του, ίσως και ο ίδιος να μην μπορούσε να το καθορίσει.
«Ας πεθάνει ο ευεργέτης μου χωρίς εμένα. Τουλάχιστο δε θα κατηγορώ τον εαυτό μου σ' όλη μου τη ζωή πως κάτι μπορούσα να σώσω και δεν το 'κανα, πως κοίταξα τις δικές μου επιθυμίες. Κάνοντας έτσι, θα κάνω σύμφωνα με την εντολή του...»
Το σχέδιό του ήταν να πιάσει τον αδερφό του Ντιμήτρι αναπάντεχα. Να πάει δηλαδή και να πηδήσει το φράχτη όπως χτες, να μπει στον κήπο και να κάτσει στο περίπτερο.
«Αν δεν είναι εκεί πέρα, σκεφτόταν ο Αλιόσα, τότε θα κρυφτώ χωρίς να πω τίποτα ούτε στο Θωμά ούτε στις νοικοκυρές και θα κάτσω να τον περιμένω ως το βράδυ. Αν παραφυλάει όπως και πρώτα μήπως έρθει η Γκρούσενκα, είναι πολύ πιθανό να 'ρθει στο περίπτερο...»
Για να λέμε την αλήθεια, ο Αλιόσα δε σκέφτηκε και πολύ καλά τις λεπτομέρειες του σχεδίου, όμως αποφάσισε να το εφαρμόσει, έστω κι αν αναγκαζότανε να μην πάει καθόλου στο μοναστήρι σήμερα.
Όλα γίνανε χωρίς κανένα απρόοπτο: πήδησε πάνω απ' το φράχτη, σχεδόν στο ίδιο το χτεσινό μέρος και πήγε κρυφά στο περίπτερο. Δεν ήθελε να τον δει κανένας: και η νοικοκυρά κι ο Θωμάς (αν ήταν εδώ) μπορεί να ήταν με το μέρος του αδερφού του, να υπάκουαν στις διαταγές του και να μην άφηναν τον Αλιόσα να μπει στον κήπο ή να ειδοποιούσαν τον Ντιμήτρι έγκαιρα πως ψάχνουν να τον βρούνε. Στο περίπτερο δεν ήταν κανένας. O Αλιόσα κάθισε στη χτεσινή του θέση και περίμενε. Κοίταξε γύρω γύρω το περίπτερο. Του φάνηκε για κάποιο λόγο πολύ πιο σαραβαλιασμένο απ' ό,τι ήταν χτες, του φάνηκε πολύ άσχημο τούτη τη φορά. Η μέρα ωστόσο ήταν το ίδιο ηλιόλουστη όπως και χτες. Στο πράσινο τραπέζι είχε αποτυπωθεί ένας κύκλος απ' το χτεσινό ποτηράκι του κονιάκ, που θα 'χε, καθώς φαίνεται, ξεχειλίσει. Διάφορες κενές και άχρηστες σκέψεις άρχισαν να του περνάνε από το κεφάλι, όπως γίνεται πάντα τις ώρες της πληχτικής αναμονής: λόγου χάρη, γιατί τώρα που μπήκε εδώ μέσα κάθισε στην ίδια ακριβώς θέση όπου καθόταν και χτες και δεν κάθισε αλλού; Τέλος μελαγχόλησε, μελαγχόλησε τρομερά από την ανήσυχη αναμονή του αγνώστου. Μα δεν είχε περάσει ούτε ένα τέταρτο από την ώρα που ήρθε κι ακούστηκε ξαφνικά από κάπου εκεί κοντά ένα ακόρντο κιθάρας. Καθόταν ή κάθισε τώρα μόλις κάποιος σε είκοσι βήματα απόσταση, όχι πιο μακριά, κάπου μέσα στους θάμνους. O Αλιόσα θυμήθηκε πως, φεύγοντας χτες από το περίπτερο, είχε δει στ' αριστερά του, κοντά στο φράχτη, έναν πράσινο, χαμηλό πάγκο ανάμεσα στους θάμνους. Φαίνεται λοιπόν πως εκεί πέρα καθίσανε τώρα. Ποιοι λοιπόν; Μια αντρική φωνή άρχισε ξαφνικά να τραγουδάει μ' ένα γλυκανάλατο φαλτσέτο μια στροφή, ακομπανιάροντας με την κιθάρα:
Δύναμη ακατανίκητη με δένει στην καλή μου.
Κύριε, ελέ-έησον Αυτήν και μένα!
Αυτήν και μένα!
Αυτήν και μένα!
Η φωνή σταμάτησε. Η φωνή του τενόρου ήταν λακέδικη και τα τσακίσματά της κι αυτά λακέδικα. Μια άλλη φωνή, γυναικεία, ακούστηκε ξαφνικά, χαϊδευτική και σαν δειλή, μα ωστόσο όλο ακισμούς.
— Γιατί δε μας ήρθατε τόσο καιρό τώρα, Πάβελ Φιοντόροβιτς, γιατί δεν μας καταδέχεστε;
— Έτσι, απάντησε η αντρική φωνή ευγενικά μα σταθερά κι αξιόπρεπα. Ήταν φανερό πως ο άντρας δέσποζε και η γυναίκα ήταν εκείνη που πήγαινε γυρεύοντας.
«O άντρας θα 'ναι ο Σμερντιακόβ», σκέφτηκε ο Αλιόσα. «Τουλάχιστον από τη φωνή έτσι φαίνεται. Η γυναίκα θα 'ναι η κόρη της ιδιοκτήτριας τούτου του σπιτιού, αυτή που ήρθε από τη Μόσχα, που φοράει φουστάνι με ουρά και πηγαίνει στη Μάρθα Ιγνάτιεβνα να γυρέψει σούπα...»
— Λατρεύω τρομερά τους στίχους όταν είναι καλά
ταιριασμένοι, συνέχισε η γυναικεία φωνή. Γιατί δεν συνεχίζετε; Η φωνή τραγούδησε πάλι:
Τι να την κάνω την κορώνα σαν η καλή μου είναι καλά.
Κύριε, ελέ-έησον!
Αυτήν και μένα!
Αυτήν και μένα!
Αυτήν και μένα!
— Την προηγούμενη φορά ήταν ακόμα καλύτερο, παρατήρησε η γυναικεία φωνή. Είχατε τραγουδήσει για την κορώνα: σαν είναι η λατρεμένη μου καλά». Έτσι έβγαινε πιο τρυφερά.
Σίγουρα το ξεχάσατε σήμερα.
— Οι στίχοι είναι ανοησία, είπε κοφτά ο Σμερντιακόβ.
— Αχ, όχι, εγώ αγαπώ πολύ τους στίχους.
— Κι όμως οι στίχοι είναι ανόητοι πέρα ως πέρα. Σκεφτείτε το και μόνη σας: Ποιος μιλάει με ρίμες σ' αυτόν τον κόσμο; Κι αν αρχίζαμε να μιλάμε όλοι μας με ρίμες, έστω και κατά διαταγήν των Αρχών, νομίζετε πως θα μπορούσαμε να πούμε πολλές κουβέντες; Οι στίχοι δεν είναι σοβαρή δουλειά, Μαρία Κοντράτιεβνα.
— Πώς τα καταφέρατε να είστε τόσο σοφός, πώς τα κατέχετε όλα αυτά; χαϊδευόταν όλο και περισσότερο η γυναικεία φωνή.
— Θα μπορούσα να κάνω πολύ περισσότερα και να ξέρω πολλά άλλα πράγματα, αν ήταν άλλη η μοίρα μου από γεννησιμιού μου. Θα καλούσα σε μονομαχία και θα σκότωνα με πιστόλι εκείνον που θα τολμούσε να με βρίσει και να με πει κάθαρμα επειδή έχω γεννηθεί χωρίς πατέρα από τη Σμερντιάστσαγια, αυτό μου το κοπανάγανε και στη Μόσχα κάθε ώρα και στιγμή. O Γρηγόρης Βασίλιεβιτς είναι η αιτία που το 'μαθε αυτό όλος ο κόσμος. O Γρηγόρης Βασίλιεβιτς με μέμφεται γιατί επαναστατώ ενάντια στη γέννησή μου. Εσύ, λέει, της έσκισες την κοιλιά. Ας λέει ό,τι θέλει. Όμως, μα την αλήθεια, θα προτιμούσα να με σκοτώνανε όταν βρισκόμουν ακόμα στην κοιλιά της μάνας μου, παρά να 'ρθω στον κόσμο. Λέγανε στην αγορά, και η μητερούλα σας βάλθηκε να μου τα διηγηθεί, δείχνοντας έτσι πως δεν έχει καθόλου τακτ απάνω της, πως η μητέρα μου ήταν κασιδιάρα και πως είχε μπόι όσο δυο πήχες και τοσοδούτσικο. Γιατί τοσοδούτσικο όταν θα μπορούσε να το πει «και κάτι», όπως το λέει όλος ο κόσμος; Ήθελε να το πει συγκινητικά, μα είναι χωριάτικο το δάκρυ αυτό. Είναι αισθήματα μουζίκου. Και σας ρωτάω: Τι αισθήματα μπορεί να 'χει ένας Ρώσος μουζίκος μπροστά σ' έναν καλλιεργημένο άνθρωπο; O μουζίκος δεν είναι ικανός για κανένα αληθινό αίσθημα. Απ' τα παιδικά μου χρόνια, μόλις άκουγα αυτό το «τοσοδούτσικο» μου ερχόταν να σπάσω το κεφάλι μου στον τοίχο. Μισώ όλη τη Ρωσία, Μαρία Κοντράτιεβνα.
— Αν ήσασταν όμως εύελπις ή κανένας μικρός, κομψός ουσάρος, δε θα τα λέγατε αυτά μα θα βγάζατε το σπαθί σας και θα υπερασπίζατε όλη τη Ρωσία.
— Όχι μονάχα δε θέλω να γίνω ουσάρος, Μαρία Κοντράτιεβνα, μα απεναντίας είμαι υπέρ της κατάργησης όλων των φαντάρων.
— Κι όταν θα 'ρθει ο εχθρός, ποιος θα μας υπερασπιστεί λοιπόν;
— Δε χρειάζεται να μας υπερασπιστεί. Το δώδεκα έγινε η μεγάλη επιδρομή του αυτοκράτορα Ναπολέοντα του Γάλλου του πρώτου, του πατέρα του σημερινού, ενάντια στη Ρωσία και θα 'ταν πολύ καλά αν μας υποτάζανε τότε εκείνοι οι Γάλλοι: ένα έξυπνο έθνος θα 'χε υποτάξει ένα άλλο πολύ ανόητο και θα ενωνόταν μαζί του. Και τώρα θα 'ταν εντελώς αλλιώτικα τα πράγματα.
— Μα μήπως τάχα αυτοί οι ξένοι είναι τόσο καλύτεροι απ' τους δικούς μας; Εγώ δε θ' άλλαζα έναν δικό μας λεβέντη ούτε με τρεις νεαρούς κι ας ήταν οι πιο Εγγλέζοι, πρόφερε τρυφερά η Μαρία Κοντράτιεβνα και τα λόγια της αυτά σίγουρα θα συνοδεύονταν με τα πιο ηδύπαθα βλέμματα.
— O καθένας με τα γούστα του.
— Μα και εσείς είστε ένας φτυστός ξένος, σαν το πιο γαλαζοαίματο ξένο σας βλέπω. Αυτό σας το λέω, αν και ντρέπομαι.
— Αν θέλετε να μάθετε, μπορώ να σας πω πως στη διαφθορά και εκείνοι και οι δικοί μας είναι ίδιοι. Όλοι κατεργαρέοι είναι, με μόνη τη διαφορά πως εκεί πέρα φοράνε λουστρίνια κι ο δικός μας κατεργάρης ζει μέσα στη βρώμα του και δεν το βρίσκει καθόλου άσχημο αυτό. Τον ρούσικο λαό πρέπει να τον τσακίζει κανείς στο ξύλο. Σωστά το 'λεγε χτες ο Φιόντορ Παύλοβιτς, αν και είναι τρελός, όπως δα κι όλα τα παιδιά του.
— Όμως το λέγατε κι ο ίδιος, πως εκτιμάτε πολύ τον Ιβάν Φιοντόροβιτς.
— Κι αυτός είπε πως είμαι ένας βρωμερός λακές. Νομίζει πως είμαι κανένας αντάρτης. Σ' αυτό κάνει λάθος. Ας είχα τα λεφτά που χρειάζομαι και θα 'χα φύγει προ πολλού από δω. O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς είναι χειρότερος από κάθε λακέ και στη διαγωγή και στο μυαλό και στη φτώχεια, δεν ξέρει τίποτα να κάνει, κι όμως, παρ' όλα αυτά, τον σέβονται όλοι. Εγώ βέβαια δεν είμαι τίποτα παραπάνω από παραμάγειρας, όμως αν θα 'χω λίγη τύχη μπορώ ν' ανοίξω στη Μόσχα ένα καφέ-ρεστωράν, στην οδό Πετρόβκα. Γιατί εγώ μαγειρεύω με ειδικό τρόπο και κανένας τους στη Μόσχα δεν μπορεί να μαγειρέψει έτσι, εκτός από τους ξένους μαγείρους. O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς βρακί δεν έχει ν' αλλάξει, κι όμως αν καλέσει σε μονομαχία τον καλύτερο γιο ενός κόμητα, εκείνος θα δεχτεί την πρόσκληση. Κι όμως, σε τί είναι καλύτερος αυτός από μένα; Αυτός είναι πολύ πιο ανόητος από μένα. Τόσα λεφτά σπατάλησε χωρίς καμιά χρησιμότητα.
— Νομίζω πως είναι πολύ ωραία να μονομαχεί κανείς, παρατήρησε ξαφνικά η Μαρία Κοντράτιεβνα.
— Πώς αυτό;
— Είναι πολύ πολύ όμορφο, όταν μάλιστα δυο νεαροί αξιωματικοί πυροβολούν με τα πιστόλια τους ο ένας τον άλλον για κάποια γυναίκα. Σωστή ζωγραφιά. Αχ, αν άφηναν τις κοπέλες να βλέπουν τις μονομαχίες, θα 'θελα τρομερά να πήγαινα.
— Ωραία είναι όταν σημαδεύει κανείς. Μα όταν τον σημαδεύουν τον ίδιον, ίσα στο μούτρο του, τότε άστα να παν στο διάολο. Θα το βάζατε στα πόδια, Μαρία Κοντράτιεβνα.
— Μήπως τάχα εσείς θα το σκάγατε;
Μα ο Σμερντιακόβ δεν καταδέχτηκε ν' απαντήσει. Ύστερα από λίγη σιωπή ακούστηκε και πάλι η κιθάρα και η φωνή τραγούδησε την τελευταία στροφή:
Όσο και να προσπαθήσεις
Δεν μπορείς να με κρατήσεις
Θα γλεντάω και θα μεθώ
Στην πρωτεύουσα θα ζω!
Δε θα χολοσκάω
Καθόλου δε θα χολοσκάω
Καθόλου δεν το 'χω σκοπό να χολοσκάω.
Τότε έγινε κάτι αναπάντεχο: ο Αλιόσα ξάφνου φταρνίστηκε. Στον πάγκο έγινε αμέσως ησυχία. O Αλιόσα σηκώθηκε και τους πλησίασε. Ήταν πραγματικά ο Σμερντιακόβ, λουσαρισμένος με μπότες βερνικωμένες, πομαδιασμένος και ίσως ακόμα και κατσαρωμένος. Η κιθάρα ήταν πάνω στον πάγκο. Η γυναίκα ήταν η Μαρία Κοντράτιεβνα, η κόρη της σπιτονοικοκυράς· φορούσε ένα ανοιχτογάλαζο φουστάνι με ουρά δυο πήχες. Η κοπέλα ήταν νέα ακόμα κι όχι πολύ άσχημη. Μονάχα που το πρόσωπό της ήταν υπερβολικά στρογγυλό και γεμάτο φακίδες.
— O αδερφός μου ο Ντιμήτρι θ' αργήσει να γυρίσει; είπε ο Αλιόσα όσο μπορούσε πιο ήρεμα.
O Σμερντιακόβ σηκώθηκε αργά αργά απ' τον πάγκο. Σηκώθηκε και η Μαρία Κοντράτιεβνα.
— Πού θέλετε να ξέρω τι κάνει ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς; Μήπως είμαι φύλακάς του; απάντησε σιγά, καθαρά και περιφρονητικά ο Σμερντιακόβ.
— Μα εγώ σας ρώτησα μονάχα μην τυχόν ξέρετε, εξήγησε ο Αλιόσα.
— Δεν ξέρω πότε θα 'ρθει, μα ούτε και θέλω να ξέρω.
— Κι όμως ο αδερφός μου μου 'λεγε πως εσείς ακριβώς τον ειδοποιείτε για όλα όσα γίνονται στο σπίτι και πως υποσχεθήκατε να τον ειδοποιήσετε όταν θα ερχόταν η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα.
O Σμερντιακόβ ατάραχος ύψωσε αργά τα μάτια του προς τον Αλιόσα.
— Πώς τα καταφέρατε και μπήκατε εδώ μέσα μια και η εξώπορτα εδώ και μιαν ώρα είναι κλεισμένη με την αμπάρα; ρώτησε αυτός κοιτάζοντας επίμονα τον Αλιόσα.
— Ήρθα από το στενό, πήδησα το φράχτη κι από κει μπήκα αμέσως στο περίπτερο. Ελπίζω να με συγχωρέσετε γι' αυτό, γύρισε και είπε στη Μαρία Κοντράτιεβνα. Έπρεπε να βρω το γρηγορότερο τον αδερφό μου.
— Αχ, μα μπορούμε τάχα να σας παρεξηγήσουμε; έσυρε τα λόγια της η Μαρία Κοντράτιεβνα κολακευμένη που ο Αλιόσα της ζήτησε συγνώμη. Αφού και ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς πηγαίνει συχνά με τον ίδιο τρόπο στο περίπτερο. Βρίσκεται εκεί μέσα κι εμείς δεν ξέρουμε τίποτα.
— Τον χρειάζομαι πολύ τούτη τη στιγμή. Πολύ θα το 'θελα να τον έβλεπα ή να μάθω από σας που βρίσκεται τώρα. Είναι, πιστέψτε με, μια πολύ σπουδαία υπόθεση, κάτι που ενδιαφέρει κι αυτόν τον ίδιον.
— Δε μας λέει ποτέ πού πηγαίνει, τραύλισε η Μαρία Κοντράτιεβνα.
— Αν κι έρχομαι εδώ ως φίλος, ξανάρχισε ο Σμερντιακόβ, κι εδώ ακόμα με βασανίζει ανελέητα με ερωτήσεις, τι κάνει το αφεντικό, πώς τα πάει στο σπίτι του, ποιος βγαίνει και ποιος μπαίνει κι αν ξέρω τίποτα. Δυο φορές με φοβέρισε μάλιστα πως θα με σκοτώσει.
— Πώς αυτό; απόρησε ο Αλιόσα.
— Μα μήπως τάχα θα το 'χε και τίποτα να το κάνει; Χτες είδατε κι ο ίδιος το χαραχτήρα του. «Αν», μου λέει, «δεν πάρεις είδηση την Αγκραφένα Αλεξάντροβνα και περάσει εδώ πέρα τη νύχτα της, εσύ πρώτος δε θα μείνεις ζωντανός». Τον φοβάμαι πολύ. Κι αν δεν τον φοβόμουνα τόσο, θα πήγαινα και θα το 'λεγα στην αστυνομία. Ένας Θεός ξέρει μονάχα τι μπορεί να κάνει.
— Τις προάλλες του είπε: «Θα σε κάνω κιμά», πρόσθεσε η Μαρία Κοντράτιεβνα.
— Ε, αφού λέει τόσο παχιά λόγια, σίγουρα λόγια θα μείνουν, παρατήρησε ο Αλιόσα. Αν μπορούσα να τον συναντήσω τώρα, κάτι θα του 'λεγα και γι' αυτό...
— Νά τι μπορώ να σας πω μονάχα, είπε ο Σμερντιακόβ, σάμπως κάτι ν' αποφάσισε ξαφνικά. Βρίσκομαι εδώ πέρα γιατί είμαι γνώριμος και γείτονας. Γιατί λοιπόν να μην έρχομαι; Απ' την άλλη μεριά ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, μ' έστειλε σήμερα το πρωί, μόλις που 'χε φέξει, στο σπίτι του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, στην οδό Οζερνάγια, να του πω να πάει στην ταβέρνα της πλατείας να φάνε μαζί. Πήγα, μα δεν τον βρήκα στο σπίτι του, ήταν κιόλας οχτώ η ώρα. «Εδώ ήταν, μου είπανε, μα έφυγε και δε θα ξανάρθει». Αυτά ακριβώς τα λόγια μου είπαν οι νοικοκυραίοι. Φαίνεται πως τα 'χουν συμφωνημένα μαζί του. Τώρα, τούτη τη στιγμή, ίσως ίσως να βρίσκεται στην ταβέρνα με τον αδερφούλη του τον Ιβάν Φιοντόροβιτς. Γιατί ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν ήρθε να φάει στο σπίτι κι ο Φιόντορ Παύλοβιτς τέλειωσε το φαΐ του εδώ και μιαν ώρα και τώρα πλάγιασε να ξεκουραστεί. Όμως, σας παρακαλώ να μην του πείτε τίποτα για μένα ούτε και πως εγώ σας πληροφόρησα για όλα αυτά. Μπορεί να με σκοτώσει για ψύλλου πήδημα.
— O αδερφός μου ο Ιβάν κάλεσε τον Ντιμήτρι στην ταβέρνα; ξαναρώτησε βιαστικά ο Αλιόσα.
— Ακριβώς.
— Στην «Πρωτεύουσα», που είναι στην πλατεία;
— Σ' αυτήν ακριβώς.
— Αυτό είναι πολύ πιθανό! αναφώνησε ο Αλιόσα ταραγμένος. Σας ευχαριστώ, Σμερντιακόβ, η πληροφορία είναι σπουδαία, τώρα αμέσως θα πάω εκεί πέρα.
— Μη με προδόσετε... είπε πίσω του ο Σμερντιακόβ.
— Ω, μην ανησυχείτε. Θα μπω στην ταβέρνα σαν να περνούσα τυχαία από κει.
— Μα που πάτε λοιπόν; Θα σας ανοίξω την εξώπορτα, φώναξε η Μαρία Κοντράτιεβνα.
— Όχι, από δω είναι πιο κοντά, θα πηδήσω το φράχτη.
Η πληροφορία έκανε μεγάλη εντύπωση στον Αλιόσα. Έτρεξε στην ταβέρνα. Να μπει μέσα με τα ρούχα που φορούσε δεν το 'βρισκε και τόσο σωστό, μα σκέφτηκε πως μπορούσε να πει σε κανένα γκαρσόνι να τους φωνάξει. Όμως, μόλις πλησίασε στην ταβέρνα, άνοιξε ξαφνικά ένα παράθυρο κι ο αδερφός του ο Ιβάν του φώναξε από πάνω:
— Αλιόσα, μπορείς ν' ανέβεις; Θα μου κάνεις μεγάλη χάρη.
— Και βέβαια μπορώ, μονάχα που δεν ξέρω... μ' αυτά τα ρούχα.
— Δεν πειράζει, είμαι σε ιδιαίτερο δωμάτιο. Τράβα στην είσοδο, θα κατέβω να σε πάρω...
Σε λίγο ο Αλιόσα καθόταν δίπλα στον αδερφό του. O Ιβάν ήταν μονάχος του και γευμάτιζε.