5. VI. Κεφάλαιο αρκετά σκοτεινό προς το παρόν
O Ιβάν Φιοντόροβιτς, όταν χώρισε από τον Αλιόσα, πήγε σπίτι, στο σπίτι δηλαδή του Φιόντορ Παύλοβιτς. Όμως παράξενο: τον έπιασε ξαφνικά μια αβάσταχτη αγωνία. Μα το κυριότερο ήταν που τούτη η αγωνία του, σε κάθε βήμα που έκανε προς το σπίτι, όλο και μεγάλωνε. Το παράξενο δεν ήταν που ένιωσε αυτή την αγωνία, μα που ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να την καθορίσει. Του 'χε τύχει συχνά και άλλοτε να δοκιμάσει αγωνία και δεν ήταν και τόσο παράδοξο που 'νιωσε κάτι τέτοιο τούτη τη στιγμή, όταν αύριο κιόλας ετοιμαζόταν να φύγει, αφού θα 'κοβε κάθε δεσμό μ' όλα εκείνα που τον φέρανε εδώ πέρα, για να πάρει άλλη μια φορά έναν καινούργιο, έναν εντελώς άγνωστο δρόμο, και πάλι ολομόναχος όπως και πριν, ελπίζοντας σε πολλά, μα χωρίς να ξέρει κι ο ίδιος σε τι, περιμένοντας πολλά, πάρα πολλά απ' τη ζωή, μα χωρίς κι ο ίδιος να μπορεί να προσδιορίσει την προσμονή του και τους πόθους του. Κι όμως, εκείνη τη στιγμή, αν και δοκίμαζε κάποια ανησυχία μπροστά στο καινούργιο και στο άγνωστο, δεν ήταν καθόλου αυτό που τον βασάνιζε.
«Μήπως τάχα είναι η σιχασιά που νιώθω για το πατρικό σπίτι;» σκέφτηκε. «Σαν κάτι τέτοιο φαίνεται να 'ναι. Τόσο πολύ μ' έκανε να το σιχαθώ που αν και σήμερα είναι η τελευταία φορά που θα περάσω αυτό το χυδαίο κατώφλι, όμως και πάλι νιώθω σιχασιά...»
Μα όχι, δεν ήταν ούτε αυτό. Μήπως τάχα ήταν ο χωρισμός
με τον Αλιόσα και η κουβέντα που 'γινε μαζί του;
«Τόσα χρόνια δεν έλεγα λέξη σε κανέναν, δεν καταδέχτηκα να μιλήσω, και τώρα ξαφνικά κάθισα και είπα τόσες και τόσες ανοησίες».
Πραγματικά, μπορούσε η αιτία που πειράχτηκε να 'ταν η νεανική απειρία του και το νεανικό του φιλότιμο, πειράχτηκε γιατί δεν κατάφερε να εκφραστεί και μάλιστα σ' ένα πλάσμα σαν τον Αλιόσα, που στο βάθος της καρδιάς του σίγουρα θα στήριζε μεγάλες ελπίδες σ' αυτόν. Βέβαια υπήρχε κι αυτό, το ότι πειράχτηκε δηλαδή, ούτε λόγος να γίνεται πως υπήρχε, όμως δεν ήταν αυτό, δεν ήταν ούτε αυτό.
«Τρομερή αγωνία, μέχρι ναυτίας, κι όμως δεν μπορώ να καταλάβω τι θέλω. Μήπως να μη σκέφτομαι;»
O Ιβάν Φιοντόροβιτς προσπάθησε να «μη σκέφτεται» μα ούτε κι έτσι κατάφερε τίποτα. Τ ο κυριότερο ήταν πως αυτή η αγωνία τον ενοχλούσε και τον ερέθιζε γιατί ίσα ίσα φαινόταν να 'ναι τυχαία, εντελώς εξωτερική. Αυτό το αισθανόταν. Στεκόταν εκεί μπροστά του επίμονα κάποιο πλάσμα ή κάποιο αντικείμενο, νά, όπως στέκεται καμιά φορά κάτι μπροστά στα μάτια σου και για πολλή ώρα, καθώς δουλεύεις ή κουβεντιάζεις, δεν το προσέχεις κι όμως παρ' όλα αυτά ερεθίζεσαι, σχεδόν βασανίζεσαι και τέλος καταλαβαίνεις πως πρέπει να βγάλεις απ' τη μέση το άχρηστο αντικείμενο, που πολλές φορές είναι πολύ ασήμαντο και γελοίο, ένα κάποιο πράγμα που ξεχάστηκε, ένα μαντήλι που έπεσε στο πάτωμα, ένα βιβλίο που δεν το 'βαλες στη θέση του κ.τ.λ, κ.τ.λ. Τέλος ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, πολύ κακόκεφος και νευριασμένος, έφτασε στο σπίτι του πατέρα του και μονομιάς, δεκαπέντε βήματα απ' την εξώπορτα, ρίχνοντας ένα βλέμμα στην είσοδο, κατάλαβε τι ήταν εκείνο που τον βασάνιζε και τον ανησυχούσε.
Σ' έναν πάγκο μπροστά στην εξώπορτα καθόταν ο λακές Σμερντιακόβ κι απολάμβανε τη βραδινή δροσιά. O Ιβάν Φιοντόροβιτς, με το πρώτο βλέμμα που του 'ριξε, κατάλαβε πως αυτός ο λακές ο Σμερντιακόβ, είναι που κάθεται μέσα του και πως αυτόν ίσα ίσα δεν μπορεί να ανεχτεί η ψυχή του. Όλα ξαφνικά φωτίστηκαν κι έγιναν ξεκάθαρα. Πριν από λίγο, όταν ακόμα ο Αλιόσα του διηγόταν για τον Σμερντιακόβ, κάτι το σκοτεινό κι αποτρόπαιο είχε μπηχτεί στην καρδιά του, ξυπνώντας με μιας ένα σκίρτημα μίσους. Ύστερα, με την κουβέντα, ο Σμερντιακόβ ξεχάστηκε για λίγο, μα ωστόσο παρέμεινε μες στην ψυχή του και μόλις ο Ιβάν Φιοντόροβιτς άφησε τον Αλιόσα, η ξεχασμένη αυτή αίσθηση άρχισε να ανεβαίνει στην επιφάνεια.
— Μα μπορεί τάχα αυτός ο σιχαμερός κανάγιας να μ' ανησυχεί τόσο πολύ; σκέφτηκε ο Ιβάν μ' ασυγκράτητο μίσος.
Γιατί πραγματικά, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς άρχισε να εχθρεύεται πολύ αυτόν τον άνθρωπο τον τελευταίο καιρό και ειδικά τις τελευταίες μέρες. Άρχισε μάλιστα να παρατηρεί και μόνος του πως ένιωθε σχεδόν όλο και περισσότερο μίσος γι' αυτόν. Ίσως τα αισθήματά του να πήραν μια τέτοια τροπή γιατί στην αρχή, όταν πρωτόρθε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, συνέβαινε εντελώς το αντίθετο. Τότε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς ενδιαφέρθηκε εξαιρετικά για τον Σμερντιακόβ, τον βρήκε μάλιστα πολύ πρωτότυπο. Έπιανε ο ίδιος πολλές φορές κουβέντα μαζί του, απορώντας πάντοτε, είν' αλήθεια, με τους παραλογισμούς (ή, για να το πούμε καλύτερα με την κάποια ανησυχία του μυαλού του) και μη μπορώντας να καταλάβει τι ήταν εκείνο που ανησυχούσε τόσο ακατάπαυστα «αυτόν τον παρατηρητή». Μιλούσαν και για φιλοσοφικά ζητήματα και μάλιστα για το πώς μπορούσε να υπάρχει φως την πρώτη μέρα στον κόσμο ενώ ο ήλιος, το φεγγάρι και τ' άστρα δημιουργήθηκαν μόλις την τέταρτη και για το πώς πρέπει να το καταλαβαίνει κανείς αυτό. Μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς πείστηκε γρήγορα πως τον Σμερντιακόβ δεν τον ενδιαφέρανε καθόλου ο ήλιος, το φεγγάρι και τ' αστέρια και πως αν και όλα τούτα ήταν πολύ αξιοπερίεργα, ο λακές τα 'βλεπε σαν ζήτημα τελευταίας σειράς και ήταν φανερό πως του χρειαζόταν κάτι άλλο. Όπως και να 'ναι, σε λίγο άρχισε να δείχνει μιαν απεριόριστη φιλαυτία και μάλιστα μια φιλαυτία προσβλημένη. Αυτό δεν άρεσε καθόλου στον Ιβάν Φιοντόροβιτς. Απ' αυτό άρχισε κιόλας η αποστροφή του. Ύστερα άρχισαν οι ανακατωσούρες μες στο σπίτι, εμφανίστηκε η Γκρούσενκα, άρχισαν οι ιστορίες με τον Ντιμήτρι, γίνανε φασαρίες. Μιλήσανε και γι' αυτά και, αν και ο Σμερντιακόβ συζητούσε γι' αυτό το θέμα πολύ ανήσυχος, και πάλι ήταν αδύνατο να καταλάβει κανείς τι επεδίωκε ο ίδιος. Ήταν ν' απορείς μάλιστα με τις παράλογες και ασύνδετες επιθυμίες του, που τις έλεγε πάντα σάμπως τα λόγια να του ξεφεύγανε, μα που και πάλι ήταν εντελώς σκοτεινές. O Σμερντιακόβ όλο ζητούσε πληροφορίες, έκανε κάτι πλάγιες ερωτήσεις που φαινόταν να τις είχε καλοσκεφτεί και τις περισσότερες φορές σώπαινε ξαφνικά τη στιγμή που ρωτούσε με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον ή πηδούσε σ' άλλο θέμα. Μα εκείνο που ερέθισε τον Ιβάν Φιοντόροβιτς οριστικά και τον έκανε να τον σιχαθεί τόσο πολύ, ήταν η αποκρουστική και ιδιαίτερη οικειότητα που άρχισε να του δείχνει ο Σμερντιακόβ και που όσο πήγαινε μεγάλωνε. Όχι πως επέτρεπε στον εαυτό του να φέρεται με αγένεια. Απεναντίας μιλούσε πάντα με μεγάλο σεβασμό, μα τα πράγματα ήρθαν έτσι που τελικά έγινε φανερό πως ο Σμερντιακόβ θεωρούσε, ένας Θεός ξέρει για ποιο λόγο, αλληλέγγυο σε κάτι τον εαυτό του με τον Ιβάν Φιοντόροβιτς: του μιλούσε πάντα μ' έναν τόνο σάμπως αυτοί οι δυο κάτι να 'χαν κιόλας συμφωνήσει ανάμεσά τους και το κρατούσαν μυστικό, σάμπως κάτι να 'χαν πει κάποτε μεταξύ τους, κάτι που το ξέρανε μονάχα αυτοί οι δυο κι όλος ο άλλος όχλος που τους τριγύριζε δε θα μπορούσε ούτε καν να το καταλάβει. Μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς για πολύ καιρό δεν καταλάβαινε την πραγματική αιτία της αποστροφής που όλο και μεγάλωνε. Μόλις τις τελευταίες εκείνες μέρες κατάλαβε τι έτρεχε. Νιώθοντας μιαν αηδία κι έναν ερεθισμό, ήθελε τώρα να περάσει σιωπηλός την εξώπορτα χωρίς να κοιτάξει τον Σμερντιακόβ. Μα ο Σμερντιακόβ σηκώθηκε απ' τον πάγκο κι απ' αυτή την κίνηση ο Ιβάν Φιοντόροβιτς κατάλαβε αμέσως πως θέλει κάτι να του πει ιδιαίτερα. O Ιβάν Φιοντόροβιτς τον κοίταξε και σταμάτησε αντί να προχωρήσει- και μονάχα το γεγονός ότι σταμάτησε και δεν προχώρησε όπως ήθελε ένα λεπτό πριν, τον έκανε έξω φρενών απ' το κακό του. Κοίταζε με μίσος και σιχασιά αυτό το πελιδνό σαν ευνούχου πρόσωπο, με τα καλοστρωμένα πίσω απ' τους κροτάφους μαλλιά και το κατσαρωμένο τσουλούφι στο μέτωπο. Τ' αριστερό του μισοκλεισμένο ματάκι πεταλούδιζε κοροϊδευτικά, λες κι έλεγε: «Πού πας; Δε θα περάσεις. Το βλέπεις δα πως εμείς οι δυο, σαν έξυπνοι που είμαστε, έχουμε κάτι να πούμε».
O Ιβάν Φιοντόροβιτς άρχισε να τρέμει από θυμό.
«Τσακίσου από μπροστά μου, κάθαρμα. Τι κοινό έχουμε, βλάκα;» ήταν έτοιμος να ξεστομίσει μα, προς μεγάλη του κατάπληξη, το στόμα του πρόφερε εντελώς άλλα:
— Τι κάνει ο πατέρας; Κοιμάται ή ξύπνησε; πρόφερε ήσυχα και ήρεμα χωρίς κι ο ίδιος να το περιμένει.
Και, πάλι χωρίς να το περιμένει, κάθισε στον πάγκο. Για μια στιγμή τρόμαξε σχεδόν, αυτό το θυμήθηκε αργότερα. O Σμερντιακόβ στεκόταν μπροστά του, με τα χέρια πίσω, και κοίταζε με σιγουριά, σχεδόν με αυστηρότητα.
— Αναπαύεται ακόμα, πρόφερε αυτός χωρίς να βιάζεται. («Εσύ μονάχος σου, σα να 'λεγε, μου μίλησες πρώτος κι όχι εγώ»). Με κάνετε κι απορώ, κύριε, πρόσθεσε αφού σώπασε για λίγο χαμηλώνοντας με κάποιο σκέρτσο τα μάτια. Είχε βγάλει το δεξί πόδι μπροστά κι έπαιζε με τη μύτη του λουστρινιού του.
— Γιατί σε κάνω ν' απορείς; πρόφερε κοφτά και αυστηρά ο Ιβάν Φιοντόροβιτς συγκρατώντας τον εαυτό του μ' όλες τις δυνάμεις του κι ένιωσε ξαφνικά πως κυριεύτηκε από μια παράφορη περιέργεια και πως δε θα 'κανε βήμα από κει πριν την ικανοποιήσει.
— Γιατί δεν πάτε στην Τσερμασνιά, κύριε; είπε ο Σμερντιακόβ και ξαφνικά σήκωσε απάνω του τα μικρά του μάτια και χαμογέλασε με οικειότητα.
«Μονάχος σου πρέπει να καταλάβεις για ποιο λόγο χαμογέλασα. Αν είσαι έξυπνος», έμοιαζε να λέει τ' αριστερό μισόκλειστο ματάκι του.
— Γιατί να πάω στην Τσερμασνιά; απόρησε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.
O Σμερντιακόβ σώπασε και πάλι για λίγο.
— Μια κι ο ίδιος ο Φιόντορ Παύλοβιτς σας παρακάλεσε να πάτε, πρόφερε τέλος χωρίς να βιάζεται και σάμπως να μη δίνει κι ο ίδιος σημασία στην απάντησή του:
«Σε ξεφορτώνομαι, σαν να 'λεγε, με μια αιτία τρίτης σειράς, έτσι μόνο και μόνο για να σου πω κάτι».
— Μίλα καθαρότερα, διάβολε. Τι θέλεις; φώναξε επιτέλους αγαναχτισμένος ο Ιβάν Φιοντόροβιτς μεταπηδώντας ξαφνικά απ' την ταπεινοσύνη στην βαναυσότητα.
O Σμερντιακόβ έφερε το δεξί πόδι κοντά στ' αριστερό, ίσιωσε το κορμί του, μα εξακολουθούσε να κοιτάζει με την ίδια ηρεμία και με το ίδιο μικρό χαμόγελο.
— Τίποτα σημαντικό δεν υπάρχει... έτσι μονάχα... κουβέντα να γίνεται...
Έγινε και πάλι σιωπή. Κάπου ένα λεπτό δεν έβγαλαν λέξη. O Ιβάν Φιοντόροβιτς ήξερε πως έπρεπε τώρα να σηκωθεί και να θυμώσει κι ο Σμερντιακόβ στεκόταν μπροστά και σάμπως να περίμενε:
«Για να σε δω, λοιπόν. Θα θυμώσεις ή όχι;»
Έτσι του φαινόταν τουλάχιστο του Ιβάν Φιοντόροβιτς. Τέλος κινήθηκε για να σηκωθεί. O Σμερντιακόβ, σαν να περίμενε αυτήν ίσα ίσα την κίνηση, άδραξε αυτή τη στιγμή:
— Είναι φοβερή η θέση μου, Ιβάν Φιοντόροβιτς, δεν ξέρω ούτε και πώς θα γλιτώσω απ' αυτήν την κατάσταση, πρόφερε ξαφνικά σταθερά και κοφτά και στο τέλος αναστέναξε.
O Ιβάν Φιοντόροβιτς ξανακάθισε αμέσως.
— Και οι δυο τους είναι σαν παλαβοί. Ξαναμωράθηκαν, μα την αλήθεια, συνέχισε ο Σμερντιακόβ. Λέω για τον πατέρα σας και για τον αδερφούλη σας, τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Να, τώρα που θα σηκωθεί ο Φιόντορ Παύλοβιτς θ' αρχίσει να με ρωτάει και να με ξαναρωτάει κάθε στιγμή: «Ε, λοιπόν, ήρθε; Γιατί δεν ήρθε;» κι αυτό ως τα μεσάνυχτα κι ακόμα πιο αργά. Κι αν η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα δεν έρθει, (γιατί ίσως και να μην το 'χει καθόλου σκοπό να 'ρθει) θα μου ριχτεί και πάλι αύριο το πρωί. «Γιατί δεν ήρθε; Για ποιο λόγο δεν ήρθε; Πότε θα 'ρθει;» λες και φταίω γω για όσα γίνονται. Απ' την άλλη μεριά, πάλι το ίδιο. Μόλις σουρουπώσει, μα και πιο νωρίς ακόμα, ο αδερφούλης σας με το όπλο στο χέρι γυροφέρνει στο σπίτι: «Κοίτα καλά», λέει, «άτιμε σαλτσοχαλαστή: αν την αφήσεις να περάσει χωρίς να με ειδοποιήσεις, εσένα θα σε σκοτώσω πρώτο πρώτο». Θα περάσει η νύχτα και το πρωί θα 'ρθει αυτός και θ' αρχίσει να με τυραννάει σαν τον Φιόντορ Παύλοβιτς: «Γιατί δεν ήρθε; Θα 'ρθει γρήγορα;» Λες και πάλι εγώ φταίω που δεν φαίνεται η κυρά τους. Μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, γίνονται όλο και πιο άγριοι, τόσο που σκέφτομαι καμιά φορά απ' το φόβο μου μήπως θα 'ταν καλύτερα ν' αυτοκτονήσω. Δε βασίζομαι και πολύ σ' αυτούς, κύριε.
— Και γιατί ανακατεύτηκες; Γιατί άρχισες να κάνεις τον σπιούνο στον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς; πρόφερε νευριασμένα ο Ιβάν.
— Και πώς μπορούσα να μην ανακατευτώ; Μα ούτε κι ανακατεύτηκα καθόλου, αν θέλετε να μάθετε όλη την αλήθεια. Στην αρχή σώπαινα, δεν είχα το θάρρος να φέρω αντίρρηση. Μα εκείνος ο ίδιος μ' έκανε υπηρέτη του και πιστό του. Κι από τότε δεν παύει να μου λέει και να μου ξαναλέει: «Θα σε σκοτώσω, άτιμε, αν περάσει και δεν την δεις!» Υπολογίζω θετικά, κύριε, πως αύριο θα 'χω επιληψία διαρκείας.
— Τι επιληψία διαρκείας;
— Θα κρατήσει πολλές ώρες δηλαδή, ίσως κιόλας μια δυο μέρες. Μια φορά κράτησε τρεις μέρες, τότε είχα πέσει απ' τη σοφίτα. Αρχίζω να χτυπιέμαι, ύστερα ησυχάζω, ύστερα πάλι ξαναρχίζω. Όλες εκείνες τις τρεις μέρες δεν μπορούσα να 'ρθω στα σύγκαλά μου. O Φιόντορ Παύλοβιτς έστειλε και φώναξαν τον Χερτσενστούμπε, το γιατρό. Εκείνος μου 'βαζε πάγο στο κεφάλι και κάποιο άλλο φάρμακο... Παραλίγο να πέθαινα.
— Μα λένε πως την κρίση δεν μπορεί κανείς να την προβλέψει και να πει πως θα γίνει την τάδε ώρα. Πώς λες λοιπόν πως θα σου έρθει αύριο; ρώτησε πολύ περίεργος ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.
— Είναι σωστό πως δεν μπορεί να την προβλέψει κανείς.
— Εξάλλου τότε έπεσες απ' τη σοφίτα.
— Στη σοφίτα κάθε μέρα ανεβαίνω. Μπορεί αύριο κιόλας να πέσω από κει. Κι αν δεν πέσω απ' τη σοφίτα, μπορεί να πέσω στο υπόγειο. Και στο υπόγειο κάθε μέρα πηγαίνω για δουλειές.
O Ιβάν Φιοντόροβιτς τον κοίταξε καλά καλά.
— Τα μπερδεύεις, βλέπω, και σάμπως να μη σε καταλαβαίνω και τόσο καλά, πρόφερε αυτός ήσυχα μα απειλητικά. Μπας και θέλεις να υποκριθείς αύριο πως σ' έπιασε η κρίση, ε;
O Σμερντιακόβ, που κοίταζε το χώμα κι έπαιζε και πάλι με τη μύτη του δεξιού παπουτσιού του, έβαλε το δεξί πόδι στη θέση του, έβγαλε μπροστά το αριστερό, ανασήκωσε το κεφάλι και πρόφερε μ' ένα χαμόγελο γεμάτο νόημα:
— Κι αν ακόμα τα κατάφερνα να κάνω κάτι τέτοιο, δηλαδή αν μπορούσα να υποκριθώ (μια και δεν είναι καθόλου δύσκολο για έναν άνθρωπο που 'χει την πείρα) και πάλι θα 'χα όλο το δικαίωμα να χρησιμοποιήσω κάθε μέσο για να σώσω τη ζωή μου. Γιατί αν θα κοίτομαι άρρωστος τότε, κι αν ακόμα έρθει η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα στον πατέρα του, δεν θα μπορεί να 'ρθει ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς να ζητήσει ευθύνες από έναν άρρωστο: «Γιατί δεν ήρθες να μου το πεις;» Θα ντραπεί κι ο ίδιος.
— Διάολε! φώναξε ξάφνου ο Ιβάν Φιοντόροβιτς και το πρόσωπό του στράβωσε απ' το θυμό. Τι τρέμεις τόσο πολύ για τη ζωή σου; Όλες τούτες οι φοβέρες του Ντιμήτρι είναι λόγια μονάχα και τίποτα άλλο. Δε θα σε σκοτώσει. Θα σκοτώσει, μα όχι εσένα!
— Σαν μύγα θα με σκοτώσει και πρώτον πρώτον μάλιστα. Μα περισσότερο κι απ' αυτό, φοβάμαι τ' άλλο: μην τύχει και νομίσουν πως είμαι συνένοχός του, αν κάνει καμιά βρωμοδουλειά στον πατέρα του.
— Γιατί να σε νομίσουν συνένοχο;
— Θα με νομίσουν συνένοχο γιατί του είπα τα συνθήματα που 'πρεπε να κρατήσω μυστικά.
— Ποια συνθήματα; Σε ποιον τα 'πες; Μίλα καθαρότερα, βρε, που να σε πάρει ο διάολος!
— Πρέπει να ομολογήσω, είπε ο Σμερντιακόβ σέρνοντας με σχολαστική ηρεμία τα λόγια του, πως εγώ με τον Φιόντορ Παύλοβιτς έχω ένα μυστικό. Αυτός, όπως θα ξέρετε κιόλας (αν βέβαια το ξέρετε) είναι πια μέρες που άμα νυχτώσει, τι λέω, άμα σουρουπώσει, μπαίνει μέσα και κλειδώνεται. Εσείς τώρα τελευταία γυρίζατε νωρίς στο σπίτι κι ανεβαίνατε απάνω στο δωμάτιό σας και χτες δε βγήκατε καθόλου, γι' αυτό ίσως και να μην ξέρετε πόσο προσεχτικά κλειδώνεται μέσα τη νύχτα τώρα. Κι ο ίδιος ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς να 'ρθει, πάλι δεν του ανοίγει αμέσως αν δεν βεβαιωθεί πρώτα απ' τη φωνή του πως είναι αυτός. Μα ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς δεν έρχεται γιατί τώρα τον υπηρετώ εγώ μονάχα στα δωμάτιά του. Έτσι τα κανόνισε ο ίδιος ο Φιόντορ Παύλοβιτς από τότε που άρχισε αυτή η φασαρία με την Αγκραφένα Αλεξάντροβνα. Τη νύχτα, σύμφωνα πάλι με δική του διαταγή, φεύγω και κοιμάμαι στην πτέρυγα. ως τα μεσάνυχτα δηλαδή πρέπει να ξαγρυπνάω, να σηκώνομαι και να κάνω πού και πού καμιά βόλτα στην αυλή και να περιμένω μπας κι έρθει η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα. Και τούτο γιατί είναι κιόλας μερικές μέρες τώρα που την περιμένει σαν τρελός. Σκέφτεται και λέει: «Αυτή τον φοβάται, τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς (αυτός τον ονομάζει Μίτκα, και γι' αυτό θα 'ρθει αργά τη νύχτα, απ' το πίσω μέρος. Εσύ λοιπόν να την περιμένεις ως τα μεσάνυχτα κι ακόμα πιο αργά. Κι αν έρθει, εσύ αμέσως να χτυπήσεις την πόρτα ή το παράθυρο του κήπου: πρώτα δυο φορές σιγά, έτσι: μια, δυο. Και ύστερα τρεις φορές πιο γρήγορα: τουκ-τουκ-τουκ. Τότε», μου λέει, «θα καταλάβω στη στιγμή πως ήρθε εκείνη και θα σου ανοίξω σιγά σιγά την πόρτα». Το άλλο σινιάλο είναι για την περίπτωση που θα συμβεί κάτι εξαιρετικό: στην αρχή δυο φορές γρήγορα τουκ τουκ. Ύστερα, αφού θα περιμένω λίγο, άλλη μια φορά δυνατότερα. Τότε αυτός θα καταλάβει πως συνέβη κάτι απρόσμενο και πως είναι μεγάλη ανάγκη να τον δω, τότε θα μου ανοίξει την πόρτα, θα μπω και θα του πω τι τρέχει. Όλα τούτα γιατί η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα μπορεί να μην έρθει μα να στείλει καμιά είδηση. Ακόμα μπορεί να 'ρθει κι ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, οπότε με το τελευταίο τούτο σύνθημα θα τον ειδοποιήσω πως κατέφτασε· τον φοβάται τόσο πολύ τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς που κι αν ακόμα ερχόταν η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα και κλειδωνόταν μέσα μαζί της, και πάλι θα 'χα την υποχρέωση να τον ειδοποιήσω χτυπώντας τρεις φορές, αν ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς παρουσιαζόταν εκεί τριγύρω. Ώστε λοιπόν το πρώτο σύνθημα με τα πέντε χτυπήματα σημαίνει: «Η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα ήρθε». Και το δεύτερο σύνθημα με τα τρία χτυπήματα θα πει: «Είναι μεγάλη ανάγκη να σου μιλήσω». Μου τα εξήγησε ο ίδιος πολλές φορές και μου τα 'μαθε κάνοντας και αρκετές δοκιμές. Κι επειδή σ' όλη την οικουμένη τούτα τα συνθήματα τα ξέρει μονάχα εκείνος και γω, θα μου ανοίξει την πόρτα χωρίς κανένα φόβο και χωρίς να ρωτήσει από μέσα ποιος είναι (εξάλλου φοβάται πολύ να φωνάζει από μέσα και να ρωτάει). Αυτά λοιπόν ίσα ίσα τα συνθήματα τα 'μαθε τώρα κι ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.
— Πώς τα 'μαθε; Εσύ του τα 'πες; Πώς τόλμησες λοιπόν να του τα πεις;
— Τα είπα επειδή ίσα ίσα τον φοβόμουν. Πώς μπορούσα να μην του τα πω; O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς με πίεζε κάθε μέρα: «Με κοροϊδεύεις. Κάτι μου κρύβεις! Θα σου τσακίσω τα πόδια! Τότε λοιπόν και γω του είπα τούτα τα μυστικά συνθήματα για να δει τουλάχιστον πως θέλω να τον εξυπηρετήσω και να πειστεί ταυτόχρονα πως δεν τον κοροϊδεύω μα πως του τα φανερώνω όλα.
— Αν δεις πως θα θελήσει να χρησιμοποιήσει τούτα τα συνθήματα και να μπει στο σπίτι, να τον εμποδίσεις.
— Μα αν θα με πιάσει η κρίση και θα κοίτομαι άρρωστος, πώς θα μπορέσω τότε να το κάνω τη στιγμή που ξέρω πως είναι αποφασισμένος για όλα;
— Βρε, που να σε πάρει ο διάολος! Γιατί είσαι τόσο βέβαιος πως θα σε πιάσει η κρίση, που να σε πάρει και να σε σηκώσει; Με κοροϊδεύεις μήπως;
— Μα πώς θα τολμούσα τάχα να σας κοροϊδέψω; Ύστερα, μήπως είναι καιρός γι' αστεία τη στιγμή που με πιάνει τέτοιος φόβος; Προαισθάνομαι πως θα με πιάσει κρίση, έχω ένα προαίσθημα πως θα μου 'ρθει απ' το φόβο μου ίσα ίσα.
— Βρε, να πάρει ο διάολος! Μα αν εσύ θα 'σαι άρρωστος, τότε θα φυλάει ο Γρηγόρης. Ειδοποίησε έγκαιρα το Γρηγόρη. Αυτός δεν θα τον αφήσει να περάσει.
— Χωρίς τη διαταγή του κυρίου δεν μπορώ με κανέναν τρόπο να πω τα συνθήματα στο Γρηγόρη Βασίλιεβιτς. Εξάλλου αυτός δεν πρόκειται να εμποδίσει τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, γιατί είναι άρρωστος ύστερ' από όσα γίνανε χτες και η Μάρθα Ιγνάτιεβνα έχει σκοπό να τον γιατροπορέψει αύριο. Μόλις πριν από λίγο τα συμφωνήσανε. Τούτη η θεραπευτική τους μέθοδος είναι πολύ περίεργη: η Μάρθα Ιγνάτιεβνα ξέρει και κάνει ένα γιατρικό με οινόπνευμα και κάτι βότανα, αυτή μονάχα ξέρει το μυστικό. Με τούτο το μυστικό φάρμακο γιατρεύει το Γρηγόρη Βασίλιεβιτς κάπου τρεις φορές το χρόνο, όταν αυτός παθαίνει κάτι σαν παράλυση στη μέση. Τότε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα, παίρνει μια πετσέτα, τη βρέχει σ' αυτό το γιατρικό και του τρίβει την πλάτη, κάπου μισή ώρα αυτή η δουλειά, ώσπου να στεγνώσει η πετσέτα κι ώσπου να κοκκινήσει και να πρηστεί η πλάτη του Γρηγόρη. Ύστερα, το υπόλοιπο, όσο μένει στο μπουκάλι, του το δίνει να το πιει λέγοντας ταυτόχρονα και κάποιο ξόρκι. Μα δεν του το δίνει όλο γιατί αφήνει λιγάκι και για τον εαυτό της —σπάνιες, βλέπετε, είναι τούτες οι περιπτώσεις— και το πίνει η ίδια. Τότε λοιπόν και οι δυο τους, όντας ασυνήθιστοι στο πιοτό, πέφτουν αμέσως στο κρεβάτι και κοιμούνται βαθιά για πολλές πολλές ώρες. Όταν ξυπνάει ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς είναι σχεδόν πάντα εντελώς καλά, μα της Μάρθας Ιγνάτιεβνας της πονάει πάντα το κεφάλι. Αν αύριο, λοιπόν, η Μάρθα Ιγνάτιεβνα κάνει και πάλι τη θεραπεία της, τότε πολύ αμφιβάλλω αν θ' ακούσουν τίποτα κι αν θα τα καταφέρουνε να εμποδίσουν τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Θα κοιμούνται.
— Τι κουταμάρες! Κι όλα αυτά λες και θα συμπέσουν επίτηδες. Και συ θα 'χεις την κρίση σου και κείνοι θα κοιμούνται! φώναξε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Μπας και θέλεις εσύ ο ίδιος να τα φέρεις έτσι που να συμπέσουν; του ξέφυγε ξαφνικά κι έσμιξε θυμωμένα τα φρύδια του.
— Μα πώς θα μπορούσα να τα κανονίσω έτσι... και γιατί να τα κανονίσω αφού όλα εξαρτώνται μονάχα απ' τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς... Αν θέλει να κάνει καμιά βρωμοδουλειά, θα την κάνει. Αν όχι, τότε δε θα τον κουβαλήσω βέβαια εγώ και δε θα τον σπρώξω στην κάμαρα του πατέρα του.
— Και γιατί να πάει στον πατέρα μια και, όπως το λες και συ ο ίδιος, η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα δε θα 'ρθει καθόλου; εξακολούθησε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς χλωμιάζοντας απ' το θυμό του. Το λες κι ο ίδιος αυτό μα και γω όλο τον καιρό που έμενα δω πέρα ήμουνα βέβαιος πως όλα τούτα είναι φαντασίες του γέρου και πως αυτό το γύναιο δε θα 'ρθει. Γιατί λοιπόν να θέλει ο Ντιμήτρι να μπει στο σπίτι του γέρου μια κι εκείνη δε θα 'ρθει; Λέγε! Θέλω να ξέρω τι σκέφτεσαι.
— Μα το ξέρετε κι ο ίδιος για ποιο λόγο θα 'ρθει. Τι χρειάζεται λοιπόν και η δική μου γνώμη; Θα 'ρθει μόνο και μόνο απ' την κακία του ή επειδή θα νομίσει πως κάτι συμβαίνει, την ώρα, να πούμε, που εγώ θα 'μαι άρρωστος, και για να βεβαιωθεί, θα πάει απ' την ανυπομονησία του να ψάχνει μέσα στα δωμάτια, όπως το 'κανε και χτες. Θα θέλει να βεβαιωθεί μην τυχόν και πέρασε εκείνη χωρίς να την πάρει χαμπάρι. Ακόμα ξέρει πολύ καλά πως ο Φιόντορ Παύλοβιτς έχει ετοιμάσει ένα μεγάλο φάκελο με τρεις χιλιάδες ρούβλια σφραγισμένο με τρεις σφραγίδες και δεμένο με μια κορδελίτσα κι έχει γράψει απάνω ο ίδιος με το χέρι του: «Στον άγγελό μου, την Γκρούσενκα, αν θελήσει να 'ρθει». Αργότερα, ύστερα από τρεις μέρες, πρόσθεσε ακόμα: «και στην πουλαδίτσα μου». Όλα λοιπόν μπορεί να τα υποθέσει κανείς.
— Βλακείες! φώναξε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς σχεδόν εκτός εαυτού. O Ντιμήτρι δε θα πάει να κλέψει λεφτά και να σκοτώσει κιόλας τον πατέρα του. Χτες θα μπορούσε να τον σκοτώσει για την Γκρούσενκα, γιατί τον είχε πιάσει μανία το βλάκα, μα να κλέψει δε θα πάει!
— Έχει μεγάλη ανάγκη από χρήματα, του χρειάζονται πώς και τι, Ιβάν Φιοντόροβιτς. Ούτε να το φανταστείτε δεν μπορείτε πόσο τα 'χει ανάγκη, εξήγησε ο Σμερντιακόβ μ' εξαιρετική ηρεμία και με αξιοθαύμαστα καθαρή προφορά. Και κοντά σ' αυτό, νομίζει πως τούτες οι τρεις χιλιάδες ρούβλια είναι δικές του· τις προάλλες μου εξήγησε ο ίδιος: «O πατέρας μου μου χρωστάει ακόμα ακριβώς τρεις χιλιάδες». Ακόμα, σκεφτείτε και τούτο, Ιβάν Φιοντόροβιτς: Κατά πώς φαίνεται, φτάνει να το θελήσει μονάχα η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, φτάνει να της περάσει μια τέτοια σκέψη και σίγουρα θα τον αναγκάσει να την παντρευτεί, τον Φιόντορ Παύλοβιτς δηλαδή, τ' αφεντικό. Φτάνει να το θελήσει η ίδια. Το λοιπόν, μπορεί και να το θελήσει. Γιατί, μην κοιτάτε που λέω πως δε θα 'ρθει. Ίσως να 'ρθει και να παραέρθει, να γίνει δηλαδή αφέντισσα στο σπίτι. Ξέρω καλά πως ο ίδιος ο έμποράς της, ο Σαμσόνοβ, της μίλησε μ' όλη του την ειλικρίνεια και της είπε πως μια τέτοια επιχείρηση δε θα 'ταν καθόλου κουτή. Τα λέγανε και γελούσαν. Κι αυτή δεν είναι καθόλου ανόητη. Έναν ξεβράκωτο σαν τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς ποτέ δε θα τον πάρει. Έχοντας τώρα όλ' αυτά υπόψη, σκεφτείτε και μόνος σας, Ιβάν Φιοντόροβιτς: Αν γίνει κάτι τέτοιο, όχι μονάχα ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς μα και σείς κι ο αδερφούλης σας, ο Αλεξέι Φιοντόροβιτς, δε θα 'χετε τίποτα να λαβαίνετε μετά το θάνατο του πατέρα σας, γιατί η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα γι' αυτό ίσα ίσα θα τον πάρει: Για να της γράψει όλη την περιουσία του και να της τ' αφήσει όλα εκεινής. Όμως αν ο πατέρας σας πεθάνει τώρα, προτού να γίνει τίποτα, τότε ο καθένας σας θα 'χει να παίρνει σίγουρα σαράντα χιλιάδες τουλάχιστον, ακόμα κι ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς θα πάρει κι ας μην τον χωνεύει καθόλου ο αφέντης. Κι αυτό γιατί δεν έχει κάνει τη διαθήκη του... Όλα αυτά τα ξέρει πολύ καλά ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς...
Κάτι σαν να στράβωσε και να τρεμούλιασε στο πρόσωπο του Ιβάν Φιοντόροβιτς και ξαφνικά κοκκίνισε.
— Και γιατί λοιπόν εσύ, διέκοψε ξαφνικά τον Σμερντιακόβ, με συμβουλεύεις να πάω στην Τσερμασνιά; Τι ήθελες να πεις μ' αυτό; Θα φύγω και δω πέρα θα συμβούν τόσα και τόσα πράγματα.
O Ιβάν Φιοντόροβιτς μιλούσε ασθμαίνοντας.
— Ακριβώς, πρόφερε ήρεμα και στοχαστικά ο Σμερντιακόβ, παρακολουθώντας ωστόσο με προσοχή τον Ιβάν Φιοντόροβιτς.
— Τι θες να πεις; ρώτησε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς άγρια.
— Σας το 'πα γιατί σας λυπόμουνα. Αν ήμουν στη θέση σας θα τα παρατούσα όλα στο λεπτό... παρά να βρεθώ σε μια τέτοια ιστορία... απάντησε ο Σμερντιακόβ, κοιτάζοντας με το πιο άδολο ύφος τον Ιβάν Φιοντόροβιτς.
Σώπασαν για λίγο και οι δυο τους.
— Φαίνεται πως είσαι πολύ ηλίθιος... σίγουρα όμως είσαι ένα κάθαρμα! είπε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς και σηκώθηκε απ' τον πάγκο.
Ύστερα προχώρησε προς την εξώπορτα, μα ξαφνικά σταμάτησε και γύρισε στον Σμερντιακόβ. Έγινε τότε κάτι παράξενο: ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δάγκωσε αναπάντεχα και σπασμωδικά τα χείλια του κι έσφιξε τις γροθιές του· ένα δευτερόλεπτο ακόμα και θα ριχνόταν πάνω στον Σμερντιακόβ. Αυτός το παρατήρησε, τον διαπέρασε ένα ρίγος κι έγειρε πίσω όλο του το κορμί. Μα το δευτερόλεπτο πέρασε και δεν έγινε τίποτα. O Ιβάν Φιοντόροβιτς γύρισε και μπήκε στην εξώπορτα, σιωπηλός, λες και δεν ήξερε τι του γινόταν.
— Αύριο φεύγω για τη Μόσχα, αν θες να ξέρεις. Αύριο νωρίς το πρωί. Αυτό είναι όλο! πρόφερε με θυμό, καθαρά και με υψωμένη τη φωνή, έτσι που αργότερα απορούσε κι ο ίδιος και δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο χρειάστηκε τότε να το πει αυτό στον Σμερντιακόβ.
— Αυτό είναι το καλύτερο, είπε εκείνος σάμπως αυτό ίσα-ίσα να περίμενε. Μονάχα που όντας στην Μόσχα, μπορεί να σας ανησυχήσουν με κάνα τηλεγράφημα, αν τυχόν συμβεί κάτι τέτοιο.
Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς σταμάτησε και γύρισε και πάλι απότομα στον Σμερντιακόβ. Μα και κείνος σαν κάτι να 'παθε. Είχε χάσει με μιας όλη του την οικειότητα και την αφροντισιά. Το πρόσωπό του έδειχνε πως πρόσεχε πολύ και κάτι περίμενε ανυπόμονα. Μα τώρα πια ήταν δειλός και ταπεινός: «Μήπως θα πεις και τίποτ' άλλο;» σαν να του 'λεγε. «Μήπως θα προσθέσεις τάχα τίποτα;» Αυτό θα μπορούσε να διαβάσει κανείς στο επίμονο βλέμμα του που 'χε, λες, κολλήσει πάνω στον Ιβάν Φιοντόροβιτς.
— Κι απ' την Τσερμασνιά δε θα με φώναζαν τάχα... αν τυχόν συμβεί κάτι τέτοιο; ούρλιαξε ξαφνικά ο Ιβάν Φιοντόροβιτς που, άγνωστο για ποιο λόγο, ύψωσε υπερβολικά τη φωνή του.
— Και στην Τσερμασνιά το ίδιο... θα σας ανησυχούσαν... μουρμούρισε ο Σμερντιακόβ σχεδόν ψιθυρίζοντας, λες και τα 'χε χάσει, μα εξακολουθώντας να κοιτάζει επίμονα, πολύ επίμονα τον Ιβάν Φιοντόροβιτς κατάματα.
— Μονάχα που η Μόσχα είναι πιο μακριά και η Τσερμασνιά πιο κοντά. Ώστε λυπάσαι τα έξοδα του ταξιδιού; Γι' αυτό επιμένεις να πάω στην Τσερμασνιά ή μήπως λυπάσαι εμένα γιατί θα κάνω μια τόσο μεγάλη βόλτα;
— Ακριβώς, ακριβώς... μουρμούρισε ο Σμερντιακόβ με φωνή που κοβόταν και μ' ένα χυδαίο χαμόγελο στα χείλη ενώ ετοιμάστηκε να πηδήσει και πάλι έγκαιρα προς τα πίσω.
Μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς έβαλε ξαφνικά τα γέλια —αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση στον Σμερντιακόβ— και πέρασε γρήγορα την εξώπορτα, εξακολουθώντας να γελάει. Αν έβλεπε κανείς εκείνη την ώρα το πρόσωπό του, θα 'βγαζε σίγουρα το συμπέρασμα πως δεν γελάει από ευθυμία. Μα κι ο ίδιος με κανέναν τρόπο δε θα μπορούσε να εξηγήσει τι του συνέβαινε εκείνη τη στιγμή. Οι κινήσεις και το βάδισμά του ήταν κατά κάποιον τρόπο σπασμωδικά.