×

Usamos cookies para ayudar a mejorar LingQ. Al visitar este sitio, aceptas nuestras politicas de cookie.


image

Εγκλημα και τιμωρία (Μερος 1ο), ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (2)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (2)

Αργότερα, αν οι ώμοι σου δε μπορέσουν να κρατήσουν τέτοιο βάρος και μετανιώσεις; Τί θλίψεις που θα έχεις τότε, τί πίκρες, τί κατάρες θα κάνεις, πόσα δάκρυα θα κρύβεις, γιατί δεν είσαι βέβαια εσύ Μάρθα Πετρόβνα. Και τί θ' απογίνει η μητέρα; Από τώρα κιόλας είναι ανήσυχη και βασανίζεται. Τί θα γίνει αργότερα όταν θα τα ιδεί όλα ξεκάθαρα; Αλλά και γω;

"Αλήθεια, τί σκεφτήκατε, λοιπόν, για μένα; Δεν τη θέλω τη θυσία σου, Ντουνιά, ούτε και τη δικιά σου, μητερούλα! Κι όσο ζω εγώ, αυτό το πράγμα δε θα γίνει, όχι, δε θα το ανεχθώ! ". Ξαφνικά, συνήλθε και σταμάτησε.

"Δε θα γίνει! Αλλά εσύ... τί κάνεις, λοιπόν, εσύ για να το εμποδίσεις να γίνει; θα τους το απαγορεύσεις; Με ποιο δικαίωμα; Τί μπορείς να τους υποσχεθείς εσύ για να 'χεις αυτό το δικαίωμα που θέλεις να ασκήσεις; Πώς θα τους αφιερώσεις όλη σου τη ζωή, όλο σου το μέλλον, όταν θα τελειώσεις τις σπουδές σου και θα βρεις μια θέση; Τα ξέρουμε αυτά τα παραμύθια. Κι εξ άλλου, εδώ δεν πρόκειται για το μέλλον, αλλά για το παρόν. Γιατί σ' αυτή την περίπτωση πρέπει πρώτα απ' όλα να σκεφθούμε το παρόν. Κάθεσαι και ζεις εις βάρος τους. Τα λεφτά που σου στέλνουν τα εξοικονομάνε προεξοφλώντας μια ετήσια σύνταξη εκατόν είκοσι ρουβλιών και παίρνοντας προκαταβολή από τους Σβιντριγκάιλωφ. Πώς τίς υπερασπίζεσαι εσύ, αυριανέ μου εκατομμυριούχε, μπροστά στους Σβιντριγκάιλωφ και τους Αθανάση Ιβάνοβιτς Βαχρούσιν; Μπας και βλέπεις τον εαυτό σου σαν ολύμπιο θεό και νομίζεις πως μπορείς να καθορίζεις τη μοίρα τους; Σε δέκα χρόνια η μητέρα σου θα έχει στραβωθεί ολότελα με τα σάλια που πλέκει και με τα δάκρυα που μπορεί να χύνει, θα 'χει μείνει πετσί και κόκκαλο απ' τη νηστεία. Και η αδελφή σου;

Για σκέψου λίγο, τί θα συμβεί στην αδελφή σου μέσα σε δέκα χρόνια, τί μπορεί να γίνει η αδελφή σου σ' αυτά τα δέκα χρόνια. Το μαντεύεις;". Αυτοβασανιζότανε έτσι μ' αυτές τις ερωτήσεις και αυτοερεθιζότανε, νιώθοντας κάτι σαν ηδονή. Άλλωστε, όλα αυτά τα ζητήματα, δεν ήτανε καινούργια γι' αυτόν, δεν είχανε τίποτα το αναπάντεχο. Τον έτρωγαν από πολύν καιρό, τον περικύκλωναν, του ξέσχιζαν την καρδιά. Πάει πολύς καιρός που αναμοχλευόταν μέσα του αυτή η ιστορία, που μεγάλωνε και τώρα τελευταία άρχισε να συμπυκνώνεται και να παίρνει τη μορφή ενός τρομακτικού, απίθανου και άγριου ερωτήματος, που πυρπολούσε την καρδιά και το μυαλό του, γυρεύοντας επιταχτικά μιαν απάντηση, που ένιωθε πως είναι αναπόφευκτη. Τώρα, το γράμμα της μητέρας του τον χτύπησε άξαφνα σαν κεραυνός. Δεν ήτανε, βέβαια, τώρα καιρός για κλαψουρίσματα και για πόνους που τους υποφέρεις παθητικά. Αφού αποδείχθηκε πως τα προβλήματα ήτανε άλυτα, έπρεπε ασφαλώς να κάνει κάτι, και αμέσως μάλιστα, όσο γινότανε γρηγορότερα. Με κάθε θυσία να πάρει μια απόφαση, μια οποιαδήποτε απόφαση.

"Διαφορετικά, πρέπει ν' αρνηθώ ολόκληρη τη ζωή", φώναξε άξαφνα με λύσσα, "να δεχτώ τη μοίρα όπως έρχεται μια για πάντα, και να πνίξω μέσα μου το κάθε τι, να παραιτηθώ απ' το δικαίωμα που έχω και γω να δράσω, να ζήσω, ν' αγαπήσω! ". "Το καταλαβαίνετε, κύριε, καταλαβαίνετε τί πάει να πεί να μην έχεις πού να πας;", είπε καθώς θυμήθηκε ξαφνικά την ερώτηση που του έκανε χθες ο Μαρμελάντωφ, "γιατί ο κάθε άνθρωπος, πρέπει οπωσδήποτε να έχει κάποιο μέρος όπου να μπορεί να πάει". Ξαφνικά ανατρίχιασε: Παρουσιάστηκε στο μυαλό του μια σκέψη που την είχε κάνει και χθες. Αλλά δεν ανατρίχιαζε τώρα επειδή του ξαναρχότανε αυτή η σκέψη. Ήξερε πολύ καλά, το προαισ0ανότανε, πως θα του ξαναρχότανε και την περίμενε. Άλλωστε τούτη εδώ η σκέψη, δεν ήτανε καθόλου ίδια με τη χθεσινή. Η διαφορά είναι ότι εδώ κι ένα μήνα, και χθες ακόμα, του παρουσιαζότανε μόνο σαν όνειρο, ενώ τώρα... φαινότανε ολότελα διαφορετική από τα όνειρα, με μια μορφή καινούργια, απειλητική, εντελώς άγνωστη του. Και την καταλάβαινε απόλυτα αυτή τη μεταμόρφωση... Το αίμα χτυπούσε δυνατά στα μηνίγγια του και τα μάτια του θόλωσαν...

Κοίταξε τριγύρω του βιαστικά, γυρεύοντας να βρει' κάτι. Αισθανότανε την επιθυμία να καθίσει κάπου κι έψαχνε για κανένα παγκάκι. Περνούσε τη στιγμή εκείνη τη λεωφόρο Κ... Καμμιά εκατοστή βήματα πιο πέρα έβλεπε ένα παγκάκι. Έτρεξε προς τα εκεί όσο μπορούσε γρηγορότερα, στο δρόμο όμως του 'τύχε μια μικροπεριπέτεια, που του απέσπασε την προσοχή. Καθώς κοίταζε τον πάγκο, είδε μια γυναίκα που βάδιζε μπροστά του, καμμιά εικοσαριά βήματα μακρύτερα. Στην αρχή, δεν την πρόσεξε καθόλου, όπως δεν πρόσεχε ως τώρα κι όλα τα πράγματα που παρουσιάζονταν μπροστά του. Τύχαινε πολλές φορές, λόγου χάρη, να γυρίζει στο δωμάτιο του και να μη θυμάται καθόλου από ποιους δρόμους πέρασε. Και το 'χε συνηθίσει να περπατάει έτσι. Αυτή όμως η γυναίκα, που βάδιζε μπροστά του, είχε πάνω της κάτι το παράξενο που του χτύπησε αμέσως στα μάτια, κάτι τι που σιγά-σιγά συγκέντρωσε ολόκληρη την προσοχή του επάνω της, χωρίς να το θέλει κι ο ίδιος στην αρχή, και σχεδόν με αποστροφή, αλλά όλο και ισχυρότερα ύστερα. Του γεννήθηκε ξαφνικά η επιθυμία να μάθει τί ακριβώς ήτανε αυτό το τόσο έντονα παράξενο, που είχε απάνω της εκείνη η γυναίκα.

Πρώτα-πρώτα, θα πρέπει να ήτανε μια κοπέλα πολύ μικρή: Περπατούσε με τέτοια ζέστη, χωρίς κανένα κάλυμμα στο κεφάλι, δίχως ομπρέλα και δίχως γάντια, κουνώντας τα χέρια της κατά τρόπο κωμικό, σαν ανεμόμυλος. Φορούσε ένα παλιό μεταξωτό φουστάνι, ελαφρό, που φαινότανε όμως κι αυτό παράξενα βαλμένο, μισοκουμπωμένο, και στη μέση, πίσω, ξεσκισμένο εκεί που άρχιζε η φούστα: ολόκληρη λουρίδα είχε ξεκολλήσει και κρεμότανε σαλεύοντας πέρα- δώθε. Γύρω στο λαιμό της είχε ρίξει ένα μικρό σάλι, που έπεφτε όμως στραβά από τη μια μεριά. Επί πλέον, βάδιζε με αστάθεια, τρεκλίζοντας και γέρνοντας πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη.

Την έφτασε, τη στιγμή που πλησίαζε στο παγκάκι. Μόλις έφτασε εκεί, σωριάστηκε στην άκρη του πάγκου, έγειρε το κεφάλι της πίσω, στο στήριγμα, κι έκλεισε τα μάτια. Ήτανε φαίνεται πεθαμένη στην κούραση. Προσέχοντας την καλύτερα, κατάλαβε αμέσως πως ήτανε τύφλα στο μεθύσι. Το θέαμα ήτανε τόσο τερατωδώς παράξενο, που αναρωτήθηκε μήπως έκανε λάθος.

Έβλεπε μπροστά του μια κοπελίτσα νεώτατη, δεκάξη το πολύ χρονών, ίσως και δεκαπέντε, αδύνατη, με μαλλιά ξανθά, ωραία, αλλά με πρόσωπο κάπως φλογισμένο και λίγο πρησμένο, θα 'λεγες. Φαινότανε να μην καταλαβαίνει τίποτα. Είχε βάλει το 'να πόδι πάνω στ' άλλο, δείχνοντας περισσότερο απ' όσο έπρεπε τις γάμπες της και, κατά πάσαν πιθανότητα, δεν το πολυκαταλάβαινε ότι βρισκότανε στο δρόμο. Ο Ρασκόλνικωφ, ούτε κάθισε, ούτε ήθελε να φύγει, παρά στεκότανε μπροστά της όρθιος, δίχως να ξέρει τί απόφαση να πάρει. Αυτός ο δρόμος είναι πάντοτε σχεδόν έρημος. Τώρα, στη μία μετά το μεσημέρι, μ' αυτή τη ζέστη δεν περνούσε από κει ψυχή. Ωστόσο, καμμιά δεκαπενταριά βήματα πιο πέρα, είχε σταθεί παράμερα, σε κάτι δεντράκια στην άκρη του δρόμου, κάποιος κύριος, που καταλάβαινες αμέσως ότι θα 'θελε να πάει και κείνος κοντά στην κοπέλα με ορισμένους σκοπούς. Την είχε ιδεί κι αυτός από μακριά και πήγαινε κοντά της, αλλά του χάλαγε τη δουλειά ο Ρασκόλνικωφ. Του έριχνε άγριες ματιές, προσπαθώντας ωστόσο να μην τον πάρει χαμπάρι, και περίμενε ανυπόμονα τη στιγμή που θα έφευγε αυτός ο κουρελιάρης, για να του αφήσει ελεύθερη τη θέση.

Το πράγμα ήτανε ολοφάνερο!

Ο κύριος αυτός θα ήτανε καμμιά τριανταριά χρονών, γεροδεμένος, παχουλός, με πρόσωπο ροδοκόκκινο, με ρόδινα χείλη στολισμένα με ένα μουστάκι και ντυμένος κομψότατα. Ο Ρασκόλνικωφ θύμωσε τρομερά: τον έπιασε ξαφνικά μια μανία να προσβάλει μ' έναν οποιονδήποτε τρόπο αυτόν τον χον-τρο-λιμοκοντόρο. Παράτησε για μια στιγμή την κοπέλα και τον πλησίασε.

"Ε, του λόγου σου, Σβιντριγκάιλωφ! Τί γυρεύεις εδώ;", φώναξε σφίγγοντας τις γροθιές του και δείχνοντας μ' ένα χαμόγελο τα δόντια του, όπου φαινότανε ένας αφρός λύσσας. "Τί θα πεί αυτό;", ρώτησε ο κύριος αυστηρά, ζαρώνοντας τα φρύδια του και παίρνοντας ένα ύφος ακατάδεχτης κατάπληξης. "Να στρίβεις από δω, αυτό θα πεί". "Πώς τολμάς, παλιάνθρωπε! ". Και σήκωσε το μπαστούνι του.

Ο Ρασκόλνικωφ όρμησε κατά πάνω του, με τις γροθιές σφιγμένες, δίχως να σκεφτεί πως ο χοντρός κύριος θα μπορούσε να τα βάλει με δυο σαν κι αυτόν. Εκείνη τη στιγμή, όμως, κάποιος τον άρπαξε από πίσω με δύναμη: Ήτανε ένας αστυνομικός που μπήκε στη μέση.

"Ε, κύριοι! Παρακαλώ να λείπουν οι καυγάδες σε δημόσιο χώρο. Τί συμβαίνει; Ποιος είσαστε σεις;" ρώτησε αυστηρά τον Ρασκόλνικωφ, βλέποντας τα κουρελιασμένα ρούχα του. Ο Ρασκόλνικωφ κοίταξε τον αστυνομικό επίμονα. Είχε μια φυσιογνωμία αγαθού στρατιωτικού, με τις γκρίζες φαβορίτες του, και με μια έκφραση αρκετά έξυπνη. "Καλά που ήρθατε", του είπε, πιάνοντας τον από το μπράτσο. "Εσάς ακριβώς χρειαζόμουνα. Είμαι πρώην φοιτητής και λέγομαι Ρασκόλνικωφ - το λέω για του λόγου σου, αν σ' ενδιαφέρει να το μάθεις", πρόσθεσε γυρίζοντας κατά τον χοντρό κύριο. "Ελάτε μαζί μου, θα σας δείξω κάτι". Και πιάνοντας τον αστυφύλακα από το χέρι, τον πήγε κοντά στο παγκάκι.

"Κοιτάξτε, είναι τύφλα στο μεθύσι. Τώρα δα περπατούσε στο δρόμο. Δεν ξέρω από πού βγήκε και ποια είναι, αλλά δε φαίνεται να είναι από τις δηλωμένες... Το πιθανότερο είναι να την μέθυσαν... να της έστησαν καμμιά παγίδα... για πρώτη φορά, καταλαβαίνετε; Ύστερα, θα την πέταξαν στο δρόμο... Κοιτάξτε πώς είναι ξεσχισμένο το φουστάνι της και πώς το έχει βάλει; Είναι φανερό ότι δεν το φόρεσε η ίδια, ότι την έντυσαν... Και την έντυσαν χέρια που δεν ξέρουν να το κάνουν αυτό, χέρια αντρικά. Δεν χωράει αμφιβολία. Και τώρα κοιτάξτε και κείνον τον ομορφονιό, που ήμουν έτοιμος ν' αρπαχτώ μαζί του. Δεν τον γνωρίζω, τον βλέπω για πρώτη φορά, αλλά την πρόσεξε και κείνος στο δρόμο. Είδε πως είναι μεθυσμένη, πως δεν ξέρει τί κάνει και τώρα έχει μια τρομερή επιθυμία να την πλησιάσει, να την πάρει έτσι, όπως είναι σ' αυτήν την κατάσταση, και να την πάει κάπου... Έτσι είναι, σίγουρα, πιστέψτε με, δε γελιέμαι εγώ. Τον είδα με τα μάτια μου που την παραμόνευε και την ακολουθούσε. Αλλά του χάλασα τη δουλειά. Και τώρα περιμένει να φύγω. Να τος! Τραβήχτηκε λίγο πιο πέρα και κάνει πως στρίβει τσιγάρο. Πώς να την πάρουμε από τα νύχια του τη φτωχούλα;

Πώς να την πάμε σπίτι της; Για σκεφτείτε και σεις". Ο αστυφύλακας, που κατάλαβε αμέσως περί τίνος πρόκειται, άρχισε να σκέφτεται. Οι σκοποί του χοντρού κυρίου ήταν ολοφάνεροι. Έμενε τώρα το κορίτσι. Έσκυψε από πάνω της για να την εξετάσει από κοντύτερα και στο πρόσωπο του φάνηκε μια ειλικρινής συμπάθεια.

"Α, τί κρίμα! ", είπε κουνώντας το κεφάλι του. "Είναι παιδάκι ακόμα. Την ξεγέλασαν, δε χωράει αμφιβολία. Δεσποινίς, ακούτε; Πού μένετε;". Η μικρή άνοιξε τα μάτια της, τους κοίταξε και τους δυο αποβλακωμένα, με το βαρύ θολωμένο βλέμμα της κι έκανε μια κίνηση με το χέρι της, σα να 'θελε να τους διώξει από κοντά της. "Ακούστε", είπε _ο Ρασκόλνικωφ, ψάχνοντας τις τσέπες του και βγάζοντας είκοσι καπίκια που βρίσκονταν εκεί μέσα, "πάρτε ένα αμάξι και πηγαίνετε την σπίτι της. Να μάθουμε μόνο τη διεύθυνση της". "Δεσποινίς, δεσποινίς", ξανάπε ο αστυφύλακας αφού πήρε τα λεφτά, "θα φωνάξω έναν αμαξά και θα σας συνοδεύσω εγώ ο ίδιος. Πού πρέπει να σας πάω;

Πού μένετε;". "Α, παρατάτε με... κολλιτσίδες! ", ψέλλισε η κοπέλα, κάνοντας την ίδια χειρονομία. "Δεν είναι καλό αυτό! Είναι ντροπή, δεσποινίς, ντροπή! ". Κούνησε πάλι το κεφάλι του, επιτιμητικά, με οίκτο και αγανάκτηση μαζί. "Εδώ ακριβώς είναι η δυσκολία", είπε στον Ρασκόλνικωφ, κοιτάζοντας τον πάλι επίμονα απ' τα νύχια ως την κορφή. Δεν του γέμισε κι αυτός το μάτι - ένας κουρελής και να δίνει λεφτά!

"Τη συναντήσατε πολύ μακριά από δω;", τον ρώτησε. "Σας το είπα, περπατούσε μπροστά μου τρεκλίζοντας, να εκεί στη λεωφόρο. Μόλις έφτασε σε τούτο το παγκάκι, σωριάστηκε κάτω". "Αχ, θεέ μου! Είναι, πραγματικά, ντροπή αυτά που γίνονται στον κόσμο σήμερα! Μια μπουκιά παιδί και να μεθάει! θα την αποπλάνησαν, δε χωράει αμφιβολία. Για κοιτάξτε το φουστάνι της, είναι καταξεσκισμένο!... Πόσο έχει προοδεύσει σήμερα η ακολασία! Ίσως να είναι από καμμιά καλή οικογένεια, που έπεσε στην εξαθλίωση. Υπάρχουν πολλές τέτοιες οικογένειες σήμερα. Βλέποντας την, θα την έπαιρνε κανείς για δεσποινίδα καθώς πρέπει...". Έσκυψε πάλι από πάνω της. Ίσως να 'χε κι αυτός κορίτσια που "τα παίρνει κανείς για δεσποινίδες καθώς πρέπει", με όλη την προσποίηση της ψευτομόρφωσης, με όλες τις προλήψεις της μόδας... "Το κυριότερο είναι να μην την αφήσουμε να πέσει στα χέρια αυτουνού του παλιανθρώπου", πρόσθεσε βιαστικά ο Ρασκόλνικωφ. "Είναι ικανός ν' ασελγήσει απάνω της κι έτσι που είναι ακόμα! Το τί γυρεύει, δεν είναι δύσκολο να το ιδεί κανείς.

Δε φεύγει, ο παλιάνθρωπος! ". Ο Ρασκόλνικωφ μιλούσε δυνατά κι έδειχνε με το δάχτυλο τον χοντρό κύριο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (2)

Αργότερα, αν οι ώμοι σου δε μπορέσουν να κρατήσουν τέτοιο βάρος και μετανιώσεις; Τί θλίψεις που θα έχεις τότε, τί πίκρες, τί κατάρες θα κάνεις, πόσα δάκρυα θα κρύβεις, γιατί δεν είσαι βέβαια εσύ Μάρθα Πετρόβνα. Και τί θ' απογίνει η μητέρα; Από τώρα κιόλας είναι ανήσυχη και βασανίζεται. Τί θα γίνει αργότερα όταν θα τα ιδεί όλα ξεκάθαρα; Αλλά και γω;

"Αλήθεια, τί σκεφτήκατε, λοιπόν, για μένα; Δεν τη θέλω τη θυσία σου, Ντουνιά, ούτε και τη δικιά σου, μητερούλα! Κι όσο ζω εγώ, αυτό το πράγμα δε θα γίνει, όχι, δε θα το ανεχθώ! ". Ξαφνικά, συνήλθε και σταμάτησε.

"Δε θα γίνει! Αλλά εσύ... τί κάνεις, λοιπόν, εσύ για να το εμποδίσεις να γίνει; θα τους το απαγορεύσεις; Με ποιο δικαίωμα; Τί μπορείς να τους υποσχεθείς εσύ για να 'χεις αυτό το δικαίωμα που θέλεις να ασκήσεις; Πώς θα τους αφιερώσεις όλη σου τη ζωή, όλο σου το μέλλον, όταν θα τελειώσεις τις σπουδές σου και θα βρεις μια θέση; Τα ξέρουμε αυτά τα παραμύθια. But you... so what are you doing to prevent that from happening? will you forbid them? By what right? What can you promise them to have this right that you want to exercise? How will you dedicate your whole life, your whole future to them, when you finish your studies and find a position? We know these fairy tales. Κι εξ άλλου, εδώ δεν πρόκειται για το μέλλον, αλλά για το παρόν. Γιατί σ' αυτή την περίπτωση πρέπει πρώτα απ' όλα να σκεφθούμε το παρόν. Κάθεσαι και ζεις εις βάρος τους. You sit and live at their expense. Τα λεφτά που σου στέλνουν τα εξοικονομάνε προεξοφλώντας μια ετήσια σύνταξη εκατόν είκοσι ρουβλιών και παίρνοντας προκαταβολή από τους Σβιντριγκάιλωφ. They save the money they send you by discounting an annual pension of one hundred and twenty rubles and taking a deposit from the Svindrigailovs. Πώς τίς υπερασπίζεσαι εσύ, αυριανέ μου εκατομμυριούχε, μπροστά στους Σβιντριγκάιλωφ και τους Αθανάση Ιβάνοβιτς Βαχρούσιν; Μπας και βλέπεις τον εαυτό σου σαν ολύμπιο θεό και νομίζεις πως μπορείς να καθορίζεις τη μοίρα τους; Σε δέκα χρόνια η μητέρα σου θα έχει στραβωθεί ολότελα με τα σάλια που πλέκει και με τα δάκρυα που μπορεί να χύνει, θα 'χει μείνει πετσί και κόκκαλο απ' τη νηστεία. How do you defend them, my millionaire tomorrow, in front of Svindrigailov and Athanasius Ivanovich Vakhrushin? Do you go in and see yourself as an Olympian god and do you think you can determine their fate? In ten years your mother will be completely crooked with the saliva she knits and the tears she can shed, she will be left with skin and bone from fasting. Και η αδελφή σου;

Για σκέψου λίγο, τί θα συμβεί στην αδελφή σου μέσα σε δέκα χρόνια, τί μπορεί να γίνει η αδελφή σου σ' αυτά τα δέκα χρόνια. Think for a moment, what will happen to your sister in ten years, what can happen to your sister in these ten years. Το μαντεύεις;". Αυτοβασανιζότανε έτσι μ' αυτές τις ερωτήσεις και αυτοερεθιζότανε, νιώθοντας κάτι σαν ηδονή. He was torturing himself with these questions and he was irritating himself, feeling something like pleasure. Άλλωστε, όλα αυτά τα ζητήματα, δεν ήτανε καινούργια γι' αυτόν, δεν είχανε τίποτα το αναπάντεχο. After all, all these issues were not new to him, they had nothing unexpected. Τον έτρωγαν από πολύν καιρό, τον περικύκλωναν, του ξέσχιζαν την καρδιά. They ate him for a long time, surrounded him, tore his heart. Πάει πολύς καιρός που αναμοχλευόταν μέσα του αυτή η ιστορία, που μεγάλωνε και τώρα τελευταία άρχισε να συμπυκνώνεται και να παίρνει τη μορφή ενός τρομακτικού, απίθανου και άγριου ερωτήματος, που πυρπολούσε την καρδιά και το μυαλό του, γυρεύοντας επιταχτικά μιαν απάντηση, που ένιωθε πως είναι αναπόφευκτη. It's been a long time since this story, which was growing up and now lately began to condense and take the form of a scary, incredible and wild question, which burned in his heart and mind, urgently looking for an answer that he felt was unavoidable. Τώρα, το γράμμα της μητέρας του τον χτύπησε άξαφνα σαν κεραυνός. Δεν ήτανε, βέβαια, τώρα καιρός για κλαψουρίσματα και για πόνους που τους υποφέρεις παθητικά. Of course, now was not the time for whining and pains that you suffer passively. Αφού αποδείχθηκε πως τα προβλήματα ήτανε άλυτα, έπρεπε ασφαλώς να κάνει κάτι, και αμέσως μάλιστα, όσο γινότανε γρηγορότερα. Since it proved that the problems were unsolvable, he certainly had to do something, and immediately, as quickly as possible. Με κάθε θυσία να πάρει μια απόφαση, μια οποιαδήποτε απόφαση. With every sacrifice to make a decision, any decision.

"Διαφορετικά, πρέπει ν' αρνηθώ ολόκληρη τη ζωή", φώναξε άξαφνα με λύσσα, "να δεχτώ τη μοίρα όπως έρχεται μια για πάντα, και να πνίξω μέσα μου το κάθε τι, να παραιτηθώ απ' το δικαίωμα που έχω και γω να δράσω, να ζήσω, ν' αγαπήσω! "Otherwise, I must deny my whole life," he shouted suddenly with rage, "to accept fate as it comes once and for all, and to drown everything in me, to give up the right I have and go to act, to live, to love! ". "Το καταλαβαίνετε, κύριε, καταλαβαίνετε τί πάει να πεί να μην έχεις πού να πας;", είπε καθώς θυμήθηκε ξαφνικά την ερώτηση που του έκανε χθες ο Μαρμελάντωφ, "γιατί ο κάθε άνθρωπος, πρέπει οπωσδήποτε να έχει κάποιο μέρος όπου να μπορεί να πάει". Ξαφνικά ανατρίχιασε: Παρουσιάστηκε στο μυαλό του μια σκέψη που την είχε κάνει και χθες. He suddenly shuddered: A thought that he had had yesterday also appeared in his mind. Αλλά δεν ανατρίχιαζε τώρα επειδή του ξαναρχότανε αυτή η σκέψη. Ήξερε πολύ καλά, το προαισ0ανότανε, πως θα του ξαναρχότανε και την περίμενε. He knew very well, he sensed it, that it would come back to him and he was waiting for her. Άλλωστε τούτη εδώ η σκέψη, δεν ήτανε καθόλου ίδια με τη χθεσινή. Η διαφορά είναι ότι εδώ κι ένα μήνα, και χθες ακόμα, του παρουσιαζότανε μόνο σαν όνειρο, ενώ τώρα... φαινότανε ολότελα διαφορετική από τα όνειρα, με μια μορφή καινούργια, απειλητική, εντελώς άγνωστη του. The difference is that a month ago, and even yesterday, she only appeared to him as a dream, while now... she seemed completely different from dreams, in a form new, threatening, completely unknown to him. Και την καταλάβαινε απόλυτα αυτή τη μεταμόρφωση... Το αίμα χτυπούσε δυνατά στα μηνίγγια του και τα μάτια του θόλωσαν... And he totally understood this transformation... The blood pounded in his meninges and his eyes blurred...

Κοίταξε τριγύρω του βιαστικά, γυρεύοντας να βρει' κάτι. He looked around in a hurry, looking for something. Αισθανότανε την επιθυμία να καθίσει κάπου κι έψαχνε για κανένα παγκάκι. Περνούσε τη στιγμή εκείνη τη λεωφόρο Κ... Καμμιά εκατοστή βήματα πιο πέρα έβλεπε ένα παγκάκι. He was passing K avenue at that moment ... A hundred centimeters further on he could see a bench. Έτρεξε προς τα εκεί όσο μπορούσε γρηγορότερα, στο δρόμο όμως του 'τύχε μια μικροπεριπέτεια, που του απέσπασε την προσοχή. He ran there as fast as he could, but on the way he had a small incident that distracted him. Καθώς κοίταζε τον πάγκο, είδε μια γυναίκα που βάδιζε μπροστά του, καμμιά εικοσαριά βήματα μακρύτερα. Στην αρχή, δεν την πρόσεξε καθόλου, όπως δεν πρόσεχε ως τώρα κι όλα τα πράγματα που παρουσιάζονταν μπροστά του. At first, he didn't notice her at all, just as he hadn't noticed all the things presented before him until now. Τύχαινε πολλές φορές, λόγου χάρη, να γυρίζει στο δωμάτιο του και να μη θυμάται καθόλου από ποιους δρόμους πέρασε. It happened many times, for example, that he would turn around in his room and not remember at all which streets he passed through. Και το 'χε συνηθίσει να περπατάει έτσι. Αυτή όμως η γυναίκα, που βάδιζε μπροστά του, είχε πάνω της κάτι το παράξενο που του χτύπησε αμέσως στα μάτια, κάτι τι που σιγά-σιγά συγκέντρωσε ολόκληρη την προσοχή του επάνω της, χωρίς να το θέλει κι ο ίδιος στην αρχή, και σχεδόν με αποστροφή, αλλά όλο και ισχυρότερα ύστερα. But this woman, who was walking in front of him, had something strange about her that immediately caught his eye, something that slowly focused his entire attention on her, without even wanting it at first, and almost revulsion, but stronger afterwards. Του γεννήθηκε ξαφνικά η επιθυμία να μάθει τί ακριβώς ήτανε αυτό το τόσο έντονα παράξενο, που είχε απάνω της εκείνη η γυναίκα.

Πρώτα-πρώτα, θα πρέπει να ήτανε μια κοπέλα πολύ μικρή: Περπατούσε με τέτοια ζέστη, χωρίς κανένα κάλυμμα στο κεφάλι, δίχως ομπρέλα και δίχως γάντια, κουνώντας τα χέρια της κατά τρόπο κωμικό, σαν ανεμόμυλος. First of all, she must have been a very young girl: She was walking in such heat, without any covering on her head, without an umbrella and without gloves, waving her arms in a comical way, like a windmill. Φορούσε ένα παλιό μεταξωτό φουστάνι, ελαφρό, που φαινότανε όμως κι αυτό παράξενα βαλμένο, μισοκουμπωμένο, και στη μέση, πίσω, ξεσκισμένο εκεί που άρχιζε η φούστα: ολόκληρη λουρίδα είχε ξεκολλήσει και κρεμότανε σαλεύοντας πέρα- δώθε. Γύρω στο λαιμό της είχε ρίξει ένα μικρό σάλι, που έπεφτε όμως στραβά από τη μια μεριά. She had thrown a small shawl around her neck, but it fell crookedly on one side. Επί πλέον, βάδιζε με αστάθεια, τρεκλίζοντας και γέρνοντας πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη. In addition, he walked unsteadily, staggering and leaning sometimes to one side and sometimes to the other.

Την έφτασε, τη στιγμή που πλησίαζε στο παγκάκι. Μόλις έφτασε εκεί, σωριάστηκε στην άκρη του πάγκου, έγειρε το κεφάλι της πίσω, στο στήριγμα, κι έκλεισε τα μάτια. As soon as she got there, she collapsed on the edge of the bench, tilted her head back to the prop, and closed her eyes. Ήτανε φαίνεται πεθαμένη στην κούραση. Προσέχοντας την καλύτερα, κατάλαβε αμέσως πως ήτανε τύφλα στο μεθύσι. Paying closer attention to her, he immediately realized that she was blind in drunkenness. Το θέαμα ήτανε τόσο τερατωδώς παράξενο, που αναρωτήθηκε μήπως έκανε λάθος.

Έβλεπε μπροστά του μια κοπελίτσα νεώτατη, δεκάξη το πολύ χρονών, ίσως και δεκαπέντε, αδύνατη, με μαλλιά ξανθά, ωραία, αλλά με πρόσωπο κάπως φλογισμένο και λίγο πρησμένο, θα 'λεγες. Φαινότανε να μην καταλαβαίνει τίποτα. Είχε βάλει το 'να πόδι πάνω στ' άλλο, δείχνοντας περισσότερο απ' όσο έπρεπε τις γάμπες της και, κατά πάσαν πιθανότητα, δεν το πολυκαταλάβαινε ότι βρισκότανε στο δρόμο. She had put one leg over the other, showing more of her calves than she should have, and probably didn't realize she was in the way. Ο Ρασκόλνικωφ, ούτε κάθισε, ούτε ήθελε να φύγει, παρά στεκότανε μπροστά της όρθιος, δίχως να ξέρει τί απόφαση να πάρει. Αυτός ο δρόμος είναι πάντοτε σχεδόν έρημος. Τώρα, στη μία μετά το μεσημέρι, μ' αυτή τη ζέστη δεν περνούσε από κει ψυχή. Now, at one in the afternoon, with this heat, not a soul passed by. Ωστόσο, καμμιά δεκαπενταριά βήματα πιο πέρα, είχε σταθεί παράμερα, σε κάτι δεντράκια στην άκρη του δρόμου, κάποιος κύριος, που καταλάβαινες αμέσως ότι θα 'θελε να πάει και κείνος κοντά στην κοπέλα με ορισμένους σκοπούς. However, some fifteen paces further on, there was standing aside, in some trees on the side of the road, a certain gentleman, who you immediately understood would also like to go to the girl with certain purposes. Την είχε ιδεί κι αυτός από μακριά και πήγαινε κοντά της, αλλά του χάλαγε τη δουλειά ο Ρασκόλνικωφ. He too had seen her from afar and was going to her, but Raskolnikov was spoiling his work. Του έριχνε άγριες ματιές, προσπαθώντας ωστόσο να μην τον πάρει χαμπάρι, και περίμενε ανυπόμονα τη στιγμή που θα έφευγε αυτός ο κουρελιάρης, για να του αφήσει ελεύθερη τη θέση. She glared at him, but tried not to take him for granted, and waited impatiently for this ragged man to leave, to free his place.

Το πράγμα ήτανε ολοφάνερο!

Ο κύριος αυτός θα ήτανε καμμιά τριανταριά χρονών, γεροδεμένος, παχουλός, με πρόσωπο ροδοκόκκινο, με ρόδινα χείλη στολισμένα με ένα μουστάκι και ντυμένος κομψότατα. This gentleman would be about thirty years old, husky, chubby, with a rosy face, rosy lips adorned with a moustache, and elegantly dressed. Ο Ρασκόλνικωφ θύμωσε τρομερά: τον έπιασε ξαφνικά μια μανία να προσβάλει μ' έναν οποιονδήποτε τρόπο αυτόν τον χον-τρο-λιμοκοντόρο. Raskolnikov was terribly angry: he was suddenly seized with a rage to insult in any way this fat-trooper. Παράτησε για μια στιγμή την κοπέλα και τον πλησίασε. He left the girl for a moment and approached him.

"Ε, του λόγου σου, Σβιντριγκάιλωφ! "Oh, of your word, Svidrigailov! Τί γυρεύεις εδώ;", φώναξε σφίγγοντας τις γροθιές του και δείχνοντας μ' ένα χαμόγελο τα δόντια του, όπου φαινότανε ένας αφρός λύσσας. What are you looking for here? ", He shouted, clenching his fists and pointing with a smile at his teeth, where a foam of rage was visible. "Τί θα πεί αυτό;", ρώτησε ο κύριος αυστηρά, ζαρώνοντας τα φρύδια του και παίρνοντας ένα ύφος ακατάδεχτης κατάπληξης. "What will that say?" The gentleman asked sternly, frowning and taking on a style of unacceptable amazement. "Να στρίβεις από δω, αυτό θα πεί". "Turn from here, that will say." "Πώς τολμάς, παλιάνθρωπε! "How dare you, old man! ". Και σήκωσε το μπαστούνι του. And he raised his staff.

Ο Ρασκόλνικωφ όρμησε κατά πάνω του, με τις γροθιές σφιγμένες, δίχως να σκεφτεί πως ο χοντρός κύριος θα μπορούσε να τα βάλει με δυο σαν κι αυτόν. Εκείνη τη στιγμή, όμως, κάποιος τον άρπαξε από πίσω με δύναμη: Ήτανε ένας αστυνομικός που μπήκε στη μέση.

"Ε, κύριοι! Παρακαλώ να λείπουν οι καυγάδες σε δημόσιο χώρο. Please avoid quarrels in public. Τί συμβαίνει; Ποιος είσαστε σεις;" ρώτησε αυστηρά τον Ρασκόλνικωφ, βλέποντας τα κουρελιασμένα ρούχα του. Ο Ρασκόλνικωφ κοίταξε τον αστυνομικό επίμονα. Είχε μια φυσιογνωμία αγαθού στρατιωτικού, με τις γκρίζες φαβορίτες του, και με μια έκφραση αρκετά έξυπνη. He had a good military physiognomy, with his gray favorites, and an expression quite clever. "Καλά που ήρθατε", του είπε, πιάνοντας τον από το μπράτσο. "Welcome," she told him, grabbing him by the arm. "Εσάς ακριβώς χρειαζόμουνα. "You're exactly what I needed. Είμαι πρώην φοιτητής και λέγομαι Ρασκόλνικωφ - το λέω για του λόγου σου, αν σ' ενδιαφέρει να το μάθεις", πρόσθεσε γυρίζοντας κατά τον χοντρό κύριο. "Ελάτε μαζί μου, θα σας δείξω κάτι". Και πιάνοντας τον αστυφύλακα από το χέρι, τον πήγε κοντά στο παγκάκι.

"Κοιτάξτε, είναι τύφλα στο μεθύσι. Τώρα δα περπατούσε στο δρόμο. Now he was walking down the street. Δεν ξέρω από πού βγήκε και ποια είναι, αλλά δε φαίνεται να είναι από τις δηλωμένες... Το πιθανότερο είναι να την μέθυσαν... να της έστησαν καμμιά παγίδα... για πρώτη φορά, καταλαβαίνετε; Ύστερα, θα την πέταξαν στο δρόμο... Κοιτάξτε πώς είναι ξεσχισμένο το φουστάνι της και πώς το έχει βάλει; Είναι φανερό ότι δεν το φόρεσε η ίδια, ότι την έντυσαν... Και την έντυσαν χέρια που δεν ξέρουν να το κάνουν αυτό, χέρια αντρικά. I don't know where she came from or who she is, but she doesn't seem to be one of the declared ones... Most likely she got drunk... set a trap for her... for the first time, do you understand? Then, they would throw her in the street... Look how her dress is torn and how she has put it on? It is obvious that she did not wear it herself, that she was dressed... And she was dressed by hands that do not know how to do this, men's hands. Δεν χωράει αμφιβολία. There is no doubt. Και τώρα κοιτάξτε και κείνον τον ομορφονιό, που ήμουν έτοιμος ν' αρπαχτώ μαζί του. And now look at that handsome man I was about to grab. Δεν τον γνωρίζω, τον βλέπω για πρώτη φορά, αλλά την πρόσεξε και κείνος στο δρόμο. Είδε πως είναι μεθυσμένη, πως δεν ξέρει τί κάνει και τώρα έχει μια τρομερή επιθυμία να την πλησιάσει, να την πάρει έτσι, όπως είναι σ' αυτήν την κατάσταση, και να την πάει κάπου... Έτσι είναι, σίγουρα, πιστέψτε με, δε γελιέμαι εγώ. He saw that she was drunk, that she did not know what she was doing, and now he had a terrible desire to approach her, to take her as she is in this state, and take her somewhere... It is so, sure, believe me, isn't it? I'm laughing. Τον είδα με τα μάτια μου που την παραμόνευε και την ακολουθούσε. I saw him with my own eyes who was waiting for her and following her. Αλλά του χάλασα τη δουλειά. Και τώρα περιμένει να φύγω. Να τος! There he is! Τραβήχτηκε λίγο πιο πέρα και κάνει πως στρίβει τσιγάρο. He pulled a little further and pretends to turn a cigarette. Πώς να την πάρουμε από τα νύχια του τη φτωχούλα;

Πώς να την πάμε σπίτι της; Για σκεφτείτε και σεις". Ο αστυφύλακας, που κατάλαβε αμέσως περί τίνος πρόκειται, άρχισε να σκέφτεται. Οι σκοποί του χοντρού κυρίου ήταν ολοφάνεροι. Έμενε τώρα το κορίτσι. Έσκυψε από πάνω της για να την εξετάσει από κοντύτερα και στο πρόσωπο του φάνηκε μια ειλικρινής συμπάθεια. He bent over her to examine her more closely, and a look of sincere sympathy appeared on his face.

"Α, τί κρίμα! "Oh, what a shame! ", είπε κουνώντας το κεφάλι του. "Είναι παιδάκι ακόμα. Την ξεγέλασαν, δε χωράει αμφιβολία. They deceived her, there is no doubt. Δεσποινίς, ακούτε; Πού μένετε;". Η μικρή άνοιξε τα μάτια της, τους κοίταξε και τους δυο αποβλακωμένα, με το βαρύ θολωμένο βλέμμα της κι έκανε μια κίνηση με το χέρι της, σα να 'θελε να τους διώξει από κοντά της. The little one opened her eyes, looked at them both dazed, with her heavy blurred gaze and made a gesture with her hand, as if she wanted to drive them away from her. "Ακούστε", είπε _______ο Ρασκόλνικωφ, ψάχνοντας τις τσέπες του και βγάζοντας είκοσι καπίκια που βρίσκονταν εκεί μέσα, "πάρτε ένα αμάξι και πηγαίνετε την σπίτι της. Να μάθουμε μόνο τη διεύθυνση της". "Δεσποινίς, δεσποινίς", ξανάπε ο αστυφύλακας αφού πήρε τα λεφτά, "θα φωνάξω έναν αμαξά και θα σας συνοδεύσω εγώ ο ίδιος. "Miss, miss," repeated the constable after taking the money, "I will call a coachman and accompany you myself. Πού πρέπει να σας πάω;

Πού μένετε;". "Α, παρατάτε με... κολλιτσίδες! "Oh, give me up...burdocks! ", ψέλλισε η κοπέλα, κάνοντας την ίδια χειρονομία. "Δεν είναι καλό αυτό! Είναι ντροπή, δεσποινίς, ντροπή! ". Κούνησε πάλι το κεφάλι του, επιτιμητικά, με οίκτο και αγανάκτηση μαζί. He shook his head again, reproachfully, with pity and indignation at once. "Εδώ ακριβώς είναι η δυσκολία", είπε στον Ρασκόλνικωφ, κοιτάζοντας τον πάλι επίμονα απ' τα νύχια ως την κορφή. "That is precisely the difficulty," he said to Raskolnikov, again gazing at him from head to toe. Δεν του γέμισε κι αυτός το μάτι - ένας κουρελής και να δίνει λεφτά! He didn't fill his eye either - a rag and give money!

"Τη συναντήσατε πολύ μακριά από δω;", τον ρώτησε. "Σας το είπα, περπατούσε μπροστά μου τρεκλίζοντας, να εκεί στη λεωφόρο. Μόλις έφτασε σε τούτο το παγκάκι, σωριάστηκε κάτω". "Αχ, θεέ μου! Είναι, πραγματικά, ντροπή αυτά που γίνονται στον κόσμο σήμερα! Μια μπουκιά παιδί και να μεθάει! One bite kid and get drunk! θα την αποπλάνησαν, δε χωράει αμφιβολία. they would seduce her, no doubt. Για κοιτάξτε το φουστάνι της, είναι καταξεσκισμένο!... Πόσο έχει προοδεύσει σήμερα η ακολασία! How far has debauchery progressed today! Ίσως να είναι από καμμιά καλή οικογένεια, που έπεσε στην εξαθλίωση. Maybe he's from some good family, who fell into poverty. Υπάρχουν πολλές τέτοιες οικογένειες σήμερα. Βλέποντας την, θα την έπαιρνε κανείς για δεσποινίδα καθώς πρέπει...". Έσκυψε πάλι από πάνω της. Ίσως να 'χε κι αυτός κορίτσια που "τα παίρνει κανείς για δεσποινίδες καθώς πρέπει", με όλη την προσποίηση της ψευτομόρφωσης, με όλες τις προλήψεις της μόδας... Maybe he also has girls who "take them for misses as they should", with all the pretense of pseudo-education, with all the prejudices of fashion... "Το κυριότερο είναι να μην την αφήσουμε να πέσει στα χέρια αυτουνού του παλιανθρώπου", πρόσθεσε βιαστικά ο Ρασκόλνικωφ. "The main thing is not to let her fall into the hands of this old man," added Raskolnikov hastily. "Είναι ικανός ν' ασελγήσει απάνω της κι έτσι που είναι ακόμα! "He's capable of beating her as he still is! Το τί γυρεύει, δεν είναι δύσκολο να το ιδεί κανείς. It is not difficult to see what is going on.

Δε φεύγει, ο παλιάνθρωπος! ". Ο Ρασκόλνικωφ μιλούσε δυνατά κι έδειχνε με το δάχτυλο τον χοντρό κύριο.