×

Usamos cookies para ayudar a mejorar LingQ. Al visitar este sitio, aceptas nuestras politicas de cookie.

image

Readings - Ο Ανδρέας Διαβάζει, Καρκαβίτσας, Ανδρέας - Οι Φρεγάδες

Καρκαβίτσας, Ανδρέας - Οι Φρεγάδες

Με το πρώτο ανάβλεμα του ηλιού φάνηκαν οι τέσσερες φρεγάδες αντίκρυ στον Καβομαλιά. Πούθ' ερχόντανε; για που πήγαιναν; ούτε άκουσε ούτ' έμαθε κανείς. Μα πρέπει να ήταν βασιλικές φρεγάδες. Κι' οι τέσσερες λέει, το ίδιο είχαν χτίσιμο· χυτές πρύμη-πλώρη. Κ' είχαν τις αρματωσές τους, βασιλικές και κείνες. Τα κατάρτια τους ατόφια προύτζινα από κάτω στη σκάτσα ως απάνω στη γαλέτα· τις αντένες ατσαλένιες· σχοινιά και ξάρτια από καμηλότριχα και τα πανιά τους ολομέταξα. Αν ρωτάς για τις κουπαστές και τις μπαταρίες τους, στο σύρμα ήταν ντυμένες. Κ' είχαν στην πλώρη για θαλασσομάχο ένα διαμαντοκόλλητο σταυρό, τρόμο των στοιχειών και φρίκη του κυμάτου. Στην πρύμη, απάνω στο τιμόνι είχαν το Άγιο το Βαγγέλιο και στο μεσανό κατάρτι ψηλά σ' ένα δικέφαλον αητό, την Παναγιά που έλαμπε – προσκυνώ τη χάρη της – σαν αυγερινός. Για τούτο βέβαια ήσαν βασιλικές φρεγάδες, του δικού μας του βασιλιά που ώριζε στην Πόλη. Εκείνη τότε ήταν η κιβωτός της Χριστιανοσύνης. Ποιος ξέρει τι αλλόφυλους πήγαιναν πάλι να χτυπήσουν, να στήσουν παντοδύναμο σε Ανατολή και Δύση τον τίμιο Σταυρό!

Ήταν η αυγή ανοιξάτικη· χαρά Θεού! Φύλλο δε σειόταν ουδέ πούπουλο. Η θάλασσα πήχτρα. Στο διάφανο ουρανό πρόσμενες να ιδής καθρεφτισμένα τα νησιά και τ' ακρογιάλια με την πρασινάδα τους. Αριστερά φαίνονταν της Κρήτης τα βουνά· πίσω τα Δωδεκάνησα έδειχναν γαλανά τα ριζοβούνια τους κάτω από την καταχνιά που τα έδενε σαν πουπουλένιο γεφύρι· και δεξιά κατέβαιναν τ' ακρωτήρια και οι κόρφοι του Μωριά, ως τον Καβομαλιά και το Τσιρίγο. Και καθώς χτυπούσεν ο ήλιος έβλεπες τις στεριές να χύνουν λογιών λογιών χρώματα και τις φρεγάδες ν' αστραποβολούν, ανάμεσα ουρανού και θάλασσας.

Είχαν απλωμένα όλα τα πανιά. Φλόκοι και κοντραφλόκοι, γάμπιες και παπαφίγγοι και παρουκέτα και τρίγγοι όλα στη θέση τους. Μα κρέμονταν όλα παραλυμένα και μόνον τα μπρούλια τους ανάδευαν καμμιά φορά, σαν φιδάκια έτοιμα να φάνε τα κεφάλια τους. Οι σκότες κρέμονταν και κείνες παράλυτες στα χέρια των ναύτων που άδικα προσμένουν προσταγή να γυρίσουν τα πανιά στον άνεμο. Κοιμήθηκε απάνω στο χρυσοσκάλιστο δοιάκι ο τιμονιέρης· η βάρδια στο ξάγναντο της πλώρης ψηλά κοιμήθηκε και κείνη, τηρώντας πάντα εμπρός της. Οι καπετάνοι στα χρυσά και τα βελουδένια, νυστάζουν ξαπλωμένοι σε πουπουλένια προσκέφαλα, κάτω από την πρασινορόδινη τέντα της πρύμης, και μόλις ακούνε το λεβέντικο τραγούδι που παίζει το σκλαβάκι με τον ταμπουρά. Κάτω στο αμπάρι οι σκλάβοι με τα μεγάλα τους μαλλιά, τα κίτρινα πρόσωπα, τα μεστωμένα μπράτσα, κοιμήθηκαν και κείνοι μέσα στις βαρειές αλυσίδες, απάνω στους πάγκους. Μα ποιος θα ειπή πως κοιμήθηκαν! Τα κουρασμένα κορμιά τους ναί· όχι όμως κ' η ψυχή τους. Εκείνη τρέχει και χαμοπατά στ' άσπρα τους σπιτάκια, στις θλιμμένες γυναίκες και τ' αρφανά τους τα παιδιά· στα κλήματα τα σταφυλοφορτωμένα και τα γλυκόχυμα βοτάνια· στ' αφράτα χώματα και τα κρυσταλλένια νερά, στα λούλουδα και τα πούλουδα γλυκειάς πατρίδας που δεν ελπίζουν να την ιδούν ποτέ.

Άξαφνα όμως ξύπνησαν οι θαλασσινοί:

— Παιδιά! τη βάρκα στη θάλασσα· φωνάζει ο καπετάνιος της πρώτης φρεγάδας. Α-λα τα χέρια στα κουπιά· βγήτε έξω στα σπηλάδια, καμακίστε χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώστε αχινούς, συνάχτε καβούρους, ξεκολλήστε στρείδια αγνά ο,τι βρήτε!

Το είπε κ' έγινε ευθύς. Έρριξαν τα παιδιά τη βάρκα στη θάλασσα· α-λα τα χέρια στα κουπιά, βγήκαν έξω στα σπηλάδια, καμακίζουν χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώνουν αχινούς, συνάζουν καβούρους, ξεκολλούν στρείδια αγνά ο,τι βρίσκουν. Μα το ναυτόπουλο, ένας κασιδιάρης και κακομοίρης, που τον είχαν για ψυχικό, ξεκόβει από τ' άλλα τα παιδιά. Ούτε καμακίζει χταπόδια στα θαλάμια τους, ούτε καλαμώνει αχινούς, ούτε συνάζει καβούρους, ούτε ξεκολλά στρείδια αγνά ο,τι εύρη. Γυρίζει μόνον απάνω κάτω στις μαυρισμένες πέτρες και τα χορταριασμένα σπηλάδια σαν κάτι να ζητή. Τι είχε-τι έχασε; Τίποτα. Μα κάθε άνθρωπος, μικρός-μεγάλος, πλούσιος-φτωχός έχει και τον οδηγό του. Έχει να κάμη κατιτί; ο οδηγός του πηγαίνει και του το θυμίζει. Βουλήθηκε να πάη πουθενά; ο οδηγός του έρχεται και τον ξυπνάει. Έτσι τόρα και τον κασιδιάρη ανάγκαζε να πηγαίνη ζητώντας πράμα που δεν έχασε.

Τέλος είδε ο κασιδιάρης στο βράχο μια σπηλιά. Βλέπει τη σπηλιά, μπαίνει μέσα. Μπαίνει μέσα, τι να ιδή; Τοίχους γυμνούς περίγυρα. Πάει βαθειά· σκοτάδι, πίσσα. Αυτιάζεται καλά· ακούει τικ-τακ, τικ-τακ σαν ν' αργοστάλαζε νερό. Ζυγόνει· ξανοίγει χάμου μία λακούλα που δεχότανε του βράχου τη διαμαντένια σταλαματιά. Του ήρθε σαν κάμα· παίρνει από το νερό και νίβεται· δροσολογέται. Αστόχαστα βγάνει κ' ένα ψαράκι που ήβρε νεκρό στις πέτρες και το ρίχνει μέσα. Μα το ψαράκι ζωντάνεψε και αρχίζει να τριγυροφέρνη μέσα στο νερό.

— Μπρε ! λέει, κάνοντας το σταυρό του.

Αλλά την ίδια ώρα νιώθει και κείνος το αρρωστημένο του κορμί να θρέφεται σαν στέλεχος πλατάνου που παίρνει νερό στις ρίζες του. Τα λέπια πέφτουν και δείχνεται το δέρμα ολομέταξο. Αίμα πύρινο κουφοδρομεί στις φλέβες του· ψυχή με άλλη ψυχή σταυρόνονται στα φυλλοκάρδια του· φτερά έκαμε να πετάξη στα επουράνια. Κουφάρι ήταν περιστέρι έγινε.

— Μπρε! ξαναλέει· έλα Χριστέ και Παναγιά κοντά μου!

Τρέχει έξω· κράζει τους συντρόφους του. Γυρίζουν εκείνοι στις φωνές, κυτάζουν και σταυροκοπούνται. Άγγελος είνε, άνθρωπος είνε, δεν ξέρουν.

— Μωρέ ποιος είσαι συ;

— Εγώ, ο κασιδιάρης· κουφάρι ήμουν περιστέρι γίνηκα· φτερά έχω να πετάξω στα επουράνια.

Τρέχουν κοντά, τον κυτάζουν αποδώ, τον φέρνουν αποκεί, τον καλογνωρίζουν.

— Αμ ποιος σ' έκαμ' έτσι;

— Τως και τως, ήβρα τ' αθάνατο νερό.

— Πως; — που;

— Μέσα στη σπηλιά.

Ακούνε και θαμάζουν, ρίχνουν ο,τι είχαν στα χέρια τους και τρέχουν στη σπηλιά. Φτάνουν έξω από τη σπηλιά, πιάνουν φιλονικεία.

— Όχι εγώ θα 'μπω πρώτος.

— Όχι εγώ.

Λόγο προς λόγο πιάνονται στα χέρια. Πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στυλέτα· μακελοκόβονται. Να τι θα ειπή παλιόκοσμος! Για να έβρουν την αθανασία ήβραν όλοι το θάνατο εμπρός στην πηγή της!

Το ναυτόπουλο, καθώς είδε αυτά, πηδάει στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές. Ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν βάρκες στη θάλασσα, α-λα τα χέρια στα κουπιά, βγαίνουν έξω. Μαθαίνουν και κείνοι το θάμα, ρίχνονται όλοι στη σπηλιά· μα αντί να χωρίσουν πιάνουν τη φιλονεικία.

— Όχι εγώ θα μπω πρώτος.

— Όχι εγώ.

Λόγο προς λόγο πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στυλέτα, μακελοκόβονται και κείνοι.

Το ναυτόπουλο βλέποντας έτσι, πηδάει πάλι στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές. Βάνει τις φωνές, ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν και τις επίλοιπες βάρκες στη θάλασσα, βάνουν όλο το τσούρμα μέσα και βγαίνουν έξω οι καπετάνοι. Βγαίνουν έξω, ρίχνονται αποδώ, τρέχουν αποκεί, φωνάζουν, βρίζουν, φοβερίζουν· μα ποιος τους ακούει; Όλοι οι άντρες είνε πιασμένοι στα χέρια. Μανία σκοτωμού κ' αιμάτου δίψα κυρίευε καθένα που πλησίαζε σε κείνη τη σπηλιά, λες και άχνιζε γύρω του Κάη ο θυμός. Οι ναύτες με τα στυλέτα θρήνο έκαναν· οι σκλάβοι που δεν είχαν στυλέτα, σήκωναν τις αλυσίδες και με την πρώτη άνοιγαν τον τάφο του εχθρού. Όσοι δεν είχαν αλυσίδες, πέτρες σήκωναν· κι' όσοι δεν είχαν πέτρες, είχαν τα δόντια και τα νύχια τους, που κατέβαζαν λουρίδες το κρέας. Το αίμα έβαφε τις πλάκες περίγυρα. Οι σάρκες σπαρτάριζαν κοψίδια στα μαύρα χώματα. Οι σκοτωμένοι έφραζαν την πόρτα της σπηλιάς κ' οι λαβωμένοι βαρυβογκούσαν.

Ως τόσο δεν έπαυε ο σκοτωμός. Η δίψα του αιμάτου όσο πήγαινε όλο μεγάλωνε. Οι ίδιοι καπετάνοι άρχισαν να νιώθουν κάποιο άφαντο χέρι να τους σπρώχνη στο χαμό και δυό-τρεις φορές έφεραν το χέρι στο στυλέτο και γλυκόσυραν τη μισή λάμα έξω από το θηκάρι της.

Μα κρατήθηκαν.

— Μωρέ σκυλιά, τι κάνουμε! είπαν αναμεταξύ τους. Τούτο είνε θεική κατάρα!… Σε τι κριματίσαμε κ' ήρθαμε να σφαγούμε συνατοί μας εδώ στον έρμο βράχο!…

Ρίχνονται αμέσως στα γόνατα κλαίνε, μύρονται, σταυροκοπιόνται.

— Αμάν, Θεέ μου! σώσε μας από το κακό και ταζόμαστε όλοι στη χάρη σου. Ξεχνούμε τον κόσμο και τα καλά του· παρατούμε γυναίκες και παιδιά· έλεος!

Μόλις τάχτηκαν οι καπετάνοι αμέσως έπαψε το κακό. Μεμιάς συνήρθε το τσούρμα. Σαν να μην ήξεραν τι έκαναν ως τόρα, είδαν με φρίκη το σκοτωμό και τα αίματα εμπρός τους. Πέταξαν στη θάλασσα τα στυλέτα και άρχισαν να κλαίνε τους συντρόφους που σκότωσαν με τα ίδια τους τα χέρια.

Οι καπετάνοι πήραν τότε το ναυτόπουλο να τους δείξη τη σπηλιά για να έβρουν το αθάνατο νερό. Άμα το έβρουν, σκέφτηκαν, ανασταίνουν εύκολα τους σκοτομένους. Πάνε μέσα στη σπηλιά, ψάχνουν αποδώ, γυρεύουν αποκεί· σταλιά νερό. Ο φόνος το μόλεψε κ' έφυγε από το μάτι του ανθρώπου· μαζί χάθηκε και το ψαράκι. Φαρμακωμένοι βγήκαν έξω οι καπετάνοι. Αλλ' ως που να έβγουν ακούνε που φρεσκάριζε ο καιρός. Ζωντανά τα κύματα άρχισαν να δέρνωνται στα ριζιμιά σπιλάδια.

— Τις βάρκες μωρέ παιδιά! φωνάζουν δυνατά.

Ώστε να το ειπούν, οι βάρκες βρίσκονται καρφωμένες στα δόντια του βράχου και ροκανίζονται αργά και άσφαλτα με τον αφρό του κυμάτου. Απελπισμένοι πηδάνε στ' ορθολίθι ν' αγαντέψουν τις φρεγάδες. Μα που φρεγάδες; Το κύμα που ερχότανε δυναμωμένο από του Τσιρίγου το στενό κι' ο άνεμος, άξιοι κ' οι δυό γεμιτζήδες, πόδισαν τα καμαρωτά πλεούμενα και τους έδωκαν δρόμο στ' ανοιχτά.

Οι καπετάνοι πέφτουν στα γόνατα. Φως φανερά έβλεπαν πως ήταν θέλημα Θεού ν' απομείνουν στο φοβερό ακρωτήρι. Ένα με το άλλο έχτισαν εκεί τα εικοσιτέσσερα μοναστήρια. Μα το αθάνατο νερό δεν ξαναφάνηκε. Μόνον δυό φορές το χρόνο, στην πρώτη Ανάσταση και του Σωτήρος, την ώρα που ανοίγουν τα Επουράνια, ο βράχος ρίχνει από μια στάλα στη γη. Πολλοί πηγαίνουν και ξενυχτούν μέσα στη σπηλιά, καλογέροι και λαϊκοί, άντρες και γυναίκες, με τα μαντήλια στο χέρι και τα μάτια κολλημένα στού βράχου το μακαριστό μαστάρι. Όμως άδικα ξενυχτούν. Ο βράχος το βγάζει κ' η γη ζηλιάρα το αναρουφά ευθύς. Φοβάται λες, μην τ' αποχτήσει ο μαύρος άνθρωπος και γλυτώσει από το φοβερό της χωνευτήρι. Κ' οι ξενυχτισμένοι φεύγουν κάθε χρόνο με την ίδια πίκρα στην ψυχή, χωρίς να ιδούν άλλο, παρά τα κάτασπρα κόκκαλα που κοίτονται βωμός ακόμη στη μέση της σπηλιάς.

Εγώ είδα τα κόκκαλα και γω άκουσα για τις φρεγάδες τις βασιλικές. Αφού παράδειραν για χρόνια στ' ανοιχτά κατέβηκαν σύγξυλες στον άμμο του βυθού. Η μία βρίσκεται στης Κρήτης τα νερά· η άλλη κάπου στη Ρόδο, κ' οι άλλες δυό ανάμεσα στα Δωδεκάνησα. Είνε ακόμα ίδιες κι' απαράλλαχτες, όπως πρωτοφάνηκαν στα νερά του Καβομαλιά. Είνε χυτές πρύμη-πλώρη κ' έχουν τις αμαρτωσές τους βασιλικές και κείνες. Τα κατάρτια τους ατόφια προύτζινα, από κάτω στη σκάτσα ως απάνω στη γαλέτα. Τις αντένες όλες ατσαλένιες· σχοινιά και ξάρτια από καμηλότριχα και τα πανιά τους ολομέταξα. Αν ρωτάς για τις κουπαστές και τις μπαταρίες τους στο σύρμα είνε ντυμένες. Κ' έχουν στην πλώρη για θαλασσομάχο ένα διαμαντοκόλλητο σταυρό, τρόμο των στοιχειών και φρίκη του κυμάτου. Στην πρύμη, απάνω στο τιμόνι, έχουν το Άγιο Βαγγέλιο και στο μεσανό κατάρτι ψηλά σ' ένα δικέφαλον αητό την Παναγιά, που λάμπει – προσκυνώ τη χάρη της – σαν αυγερινός. Κάθε αυγή με το πρώτο ανάβλεμμα του ήλιου, οι φρεγάδες αστραποβολούν, στα γαλανά νερά. Τόρα ψυχή δεν έχουν· έρμες είνε από ναύτες κι' από καπετάνιους. Όμως θα έρθη ώρα που ψυχή θα πάρουν και γοργόνες καστρορίχτισες θα σμίξουν και θα σύρουν πάλι στο δρόμο τους. Και θα γυρίσουν νικηφόρες πίσω στα πατρογονικά μας τα λιμάνια, στο δοξασμένο θρόνο του αναστημένου μας του Βασιλιά.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Καρκαβίτσας, Ανδρέας - Οι Φρεγάδες Las fragatas - Andreas Karkavitsas

Με το πρώτο ανάβλεμα του ηλιού φάνηκαν οι τέσσερες φρεγάδες αντίκρυ στον Καβομαλιά. Πούθ' ερχόντανε; για που πήγαιναν; ούτε άκουσε ούτ' έμαθε κανείς. Μα πρέπει να ήταν βασιλικές φρεγάδες. Κι' οι τέσσερες λέει, το ίδιο είχαν χτίσιμο· χυτές πρύμη-πλώρη. Κ' είχαν τις αρματωσές τους, βασιλικές και κείνες. Τα κατάρτια τους ατόφια προύτζινα από κάτω στη σκάτσα ως απάνω στη γαλέτα· τις αντένες ατσαλένιες· σχοινιά και ξάρτια από καμηλότριχα και τα πανιά τους ολομέταξα. Αν ρωτάς για τις κουπαστές και τις μπαταρίες τους, στο σύρμα ήταν ντυμένες. Κ' είχαν στην πλώρη για θαλασσομάχο ένα διαμαντοκόλλητο σταυρό, τρόμο των στοιχειών και φρίκη του κυμάτου. Στην πρύμη, απάνω στο τιμόνι είχαν το Άγιο το Βαγγέλιο και στο μεσανό κατάρτι ψηλά σ' ένα δικέφαλον αητό, την Παναγιά που έλαμπε – προσκυνώ τη χάρη της – σαν αυγερινός. Για τούτο βέβαια ήσαν βασιλικές φρεγάδες, του δικού μας του βασιλιά που ώριζε στην Πόλη. Εκείνη τότε ήταν η κιβωτός της Χριστιανοσύνης. Ποιος ξέρει τι αλλόφυλους πήγαιναν πάλι να χτυπήσουν, να στήσουν παντοδύναμο σε Ανατολή και Δύση τον τίμιο Σταυρό!

Ήταν η αυγή ανοιξάτικη· χαρά Θεού! Φύλλο δε σειόταν ουδέ πούπουλο. Η θάλασσα πήχτρα. Στο διάφανο ουρανό πρόσμενες να ιδής καθρεφτισμένα τα νησιά και τ' ακρογιάλια με την πρασινάδα τους. Αριστερά φαίνονταν της Κρήτης τα βουνά· πίσω τα Δωδεκάνησα έδειχναν γαλανά τα ριζοβούνια τους κάτω από την καταχνιά που τα έδενε σαν πουπουλένιο γεφύρι· και δεξιά κατέβαιναν τ' ακρωτήρια και οι κόρφοι του Μωριά, ως τον Καβομαλιά και το Τσιρίγο. Και καθώς χτυπούσεν ο ήλιος έβλεπες τις στεριές να χύνουν λογιών λογιών χρώματα και τις φρεγάδες ν' αστραποβολούν, ανάμεσα ουρανού και θάλασσας.

Είχαν απλωμένα όλα τα πανιά. Φλόκοι και κοντραφλόκοι, γάμπιες και παπαφίγγοι και παρουκέτα και τρίγγοι όλα στη θέση τους. Μα κρέμονταν όλα παραλυμένα και μόνον τα μπρούλια τους ανάδευαν καμμιά φορά, σαν φιδάκια έτοιμα να φάνε τα κεφάλια τους. Οι σκότες κρέμονταν και κείνες παράλυτες στα χέρια των ναύτων που άδικα προσμένουν προσταγή να γυρίσουν τα πανιά στον άνεμο. Κοιμήθηκε απάνω στο χρυσοσκάλιστο δοιάκι ο τιμονιέρης· η βάρδια στο ξάγναντο της πλώρης ψηλά κοιμήθηκε και κείνη, τηρώντας πάντα εμπρός της. Οι καπετάνοι στα χρυσά και τα βελουδένια, νυστάζουν ξαπλωμένοι σε πουπουλένια προσκέφαλα, κάτω από την πρασινορόδινη τέντα της πρύμης, και μόλις ακούνε το λεβέντικο τραγούδι που παίζει το σκλαβάκι με τον ταμπουρά. Κάτω στο αμπάρι οι σκλάβοι με τα μεγάλα τους μαλλιά, τα κίτρινα πρόσωπα, τα μεστωμένα μπράτσα, κοιμήθηκαν και κείνοι μέσα στις βαρειές αλυσίδες, απάνω στους πάγκους. Μα ποιος θα ειπή πως κοιμήθηκαν! Τα κουρασμένα κορμιά τους ναί· όχι όμως κ' η ψυχή τους. Εκείνη τρέχει και χαμοπατά στ' άσπρα τους σπιτάκια, στις θλιμμένες γυναίκες και τ' αρφανά τους τα παιδιά· στα κλήματα τα σταφυλοφορτωμένα και τα γλυκόχυμα βοτάνια· στ' αφράτα χώματα και τα κρυσταλλένια νερά, στα λούλουδα και τα πούλουδα γλυκειάς πατρίδας που δεν ελπίζουν να την ιδούν ποτέ.

Άξαφνα όμως ξύπνησαν οι θαλασσινοί:

— Παιδιά! τη βάρκα στη θάλασσα· φωνάζει ο καπετάνιος της πρώτης φρεγάδας. Α-λα τα χέρια στα κουπιά· βγήτε έξω στα σπηλάδια, καμακίστε χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώστε αχινούς, συνάχτε καβούρους, ξεκολλήστε στρείδια αγνά ο,τι βρήτε!

Το είπε κ' έγινε ευθύς. Έρριξαν τα παιδιά τη βάρκα στη θάλασσα· α-λα τα χέρια στα κουπιά, βγήκαν έξω στα σπηλάδια, καμακίζουν χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώνουν αχινούς, συνάζουν καβούρους, ξεκολλούν στρείδια αγνά ο,τι βρίσκουν. Μα το ναυτόπουλο, ένας κασιδιάρης και κακομοίρης, που τον είχαν για ψυχικό, ξεκόβει από τ' άλλα τα παιδιά. Ούτε καμακίζει χταπόδια στα θαλάμια τους, ούτε καλαμώνει αχινούς, ούτε συνάζει καβούρους, ούτε ξεκολλά στρείδια αγνά ο,τι εύρη. Γυρίζει μόνον απάνω κάτω στις μαυρισμένες πέτρες και τα χορταριασμένα σπηλάδια σαν κάτι να ζητή. Τι είχε-τι έχασε; Τίποτα. Μα κάθε άνθρωπος, μικρός-μεγάλος, πλούσιος-φτωχός έχει και τον οδηγό του. Έχει να κάμη κατιτί; ο οδηγός του πηγαίνει και του το θυμίζει. Βουλήθηκε να πάη πουθενά; ο οδηγός του έρχεται και τον ξυπνάει. Έτσι τόρα και τον κασιδιάρη ανάγκαζε να πηγαίνη ζητώντας πράμα που δεν έχασε.

Τέλος είδε ο κασιδιάρης στο βράχο μια σπηλιά. Βλέπει τη σπηλιά, μπαίνει μέσα. Μπαίνει μέσα, τι να ιδή; Τοίχους γυμνούς περίγυρα. Πάει βαθειά· σκοτάδι, πίσσα. Αυτιάζεται καλά· ακούει τικ-τακ, τικ-τακ σαν ν' αργοστάλαζε νερό. Ζυγόνει· ξανοίγει χάμου μία λακούλα που δεχότανε του βράχου τη διαμαντένια σταλαματιά. Του ήρθε σαν κάμα· παίρνει από το νερό και νίβεται· δροσολογέται. Αστόχαστα βγάνει κ' ένα ψαράκι που ήβρε νεκρό στις πέτρες και το ρίχνει μέσα. Μα το ψαράκι ζωντάνεψε και αρχίζει να τριγυροφέρνη μέσα στο νερό.

— Μπρε ! λέει, κάνοντας το σταυρό του.

Αλλά την ίδια ώρα νιώθει και κείνος το αρρωστημένο του κορμί να θρέφεται σαν στέλεχος πλατάνου που παίρνει νερό στις ρίζες του. Τα λέπια πέφτουν και δείχνεται το δέρμα ολομέταξο. Αίμα πύρινο κουφοδρομεί στις φλέβες του· ψυχή με άλλη ψυχή σταυρόνονται στα φυλλοκάρδια του· φτερά έκαμε να πετάξη στα επουράνια. Κουφάρι ήταν περιστέρι έγινε.

— Μπρε! ξαναλέει· έλα Χριστέ και Παναγιά κοντά μου!

Τρέχει έξω· κράζει τους συντρόφους του. Γυρίζουν εκείνοι στις φωνές, κυτάζουν και σταυροκοπούνται. Άγγελος είνε, άνθρωπος είνε, δεν ξέρουν.

— Μωρέ ποιος είσαι συ;

— Εγώ, ο κασιδιάρης· κουφάρι ήμουν περιστέρι γίνηκα· φτερά έχω να πετάξω στα επουράνια.

Τρέχουν κοντά, τον κυτάζουν αποδώ, τον φέρνουν αποκεί, τον καλογνωρίζουν.

— Αμ ποιος σ' έκαμ' έτσι;

— Τως και τως, ήβρα τ' αθάνατο νερό.

— Πως; — που;

— Μέσα στη σπηλιά.

Ακούνε και θαμάζουν, ρίχνουν ο,τι είχαν στα χέρια τους και τρέχουν στη σπηλιά. Φτάνουν έξω από τη σπηλιά, πιάνουν φιλονικεία.

— Όχι εγώ θα 'μπω πρώτος.

— Όχι εγώ.

Λόγο προς λόγο πιάνονται στα χέρια. Πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στυλέτα· μακελοκόβονται. Να τι θα ειπή παλιόκοσμος! Για να έβρουν την αθανασία ήβραν όλοι το θάνατο εμπρός στην πηγή της!

Το ναυτόπουλο, καθώς είδε αυτά, πηδάει στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές. Ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν βάρκες στη θάλασσα, α-λα τα χέρια στα κουπιά, βγαίνουν έξω. Μαθαίνουν και κείνοι το θάμα, ρίχνονται όλοι στη σπηλιά· μα αντί να χωρίσουν πιάνουν τη φιλονεικία.

— Όχι εγώ θα μπω πρώτος.

— Όχι εγώ.

Λόγο προς λόγο πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στυλέτα, μακελοκόβονται και κείνοι.

Το ναυτόπουλο βλέποντας έτσι, πηδάει πάλι στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές. Βάνει τις φωνές, ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν και τις επίλοιπες βάρκες στη θάλασσα, βάνουν όλο το τσούρμα μέσα και βγαίνουν έξω οι καπετάνοι. Βγαίνουν έξω, ρίχνονται αποδώ, τρέχουν αποκεί, φωνάζουν, βρίζουν, φοβερίζουν· μα ποιος τους ακούει; Όλοι οι άντρες είνε πιασμένοι στα χέρια. Μανία σκοτωμού κ' αιμάτου δίψα κυρίευε καθένα που πλησίαζε σε κείνη τη σπηλιά, λες και άχνιζε γύρω του Κάη ο θυμός. Οι ναύτες με τα στυλέτα θρήνο έκαναν· οι σκλάβοι που δεν είχαν στυλέτα, σήκωναν τις αλυσίδες και με την πρώτη άνοιγαν τον τάφο του εχθρού. Όσοι δεν είχαν αλυσίδες, πέτρες σήκωναν· κι' όσοι δεν είχαν πέτρες, είχαν τα δόντια και τα νύχια τους, που κατέβαζαν λουρίδες το κρέας. Το αίμα έβαφε τις πλάκες περίγυρα. Οι σάρκες σπαρτάριζαν κοψίδια στα μαύρα χώματα. Οι σκοτωμένοι έφραζαν την πόρτα της σπηλιάς κ' οι λαβωμένοι βαρυβογκούσαν.

Ως τόσο δεν έπαυε ο σκοτωμός. Η δίψα του αιμάτου όσο πήγαινε όλο μεγάλωνε. Οι ίδιοι καπετάνοι άρχισαν να νιώθουν κάποιο άφαντο χέρι να τους σπρώχνη στο χαμό και δυό-τρεις φορές έφεραν το χέρι στο στυλέτο και γλυκόσυραν τη μισή λάμα έξω από το θηκάρι της.

Μα κρατήθηκαν.

— Μωρέ σκυλιά, τι κάνουμε! είπαν αναμεταξύ τους. Τούτο είνε θεική κατάρα!… Σε τι κριματίσαμε κ' ήρθαμε να σφαγούμε συνατοί μας εδώ στον έρμο βράχο!…

Ρίχνονται αμέσως στα γόνατα κλαίνε, μύρονται, σταυροκοπιόνται.

— Αμάν, Θεέ μου! σώσε μας από το κακό και ταζόμαστε όλοι στη χάρη σου. Ξεχνούμε τον κόσμο και τα καλά του· παρατούμε γυναίκες και παιδιά· έλεος!

Μόλις τάχτηκαν οι καπετάνοι αμέσως έπαψε το κακό. Μεμιάς συνήρθε το τσούρμα. Σαν να μην ήξεραν τι έκαναν ως τόρα, είδαν με φρίκη το σκοτωμό και τα αίματα εμπρός τους. Πέταξαν στη θάλασσα τα στυλέτα και άρχισαν να κλαίνε τους συντρόφους που σκότωσαν με τα ίδια τους τα χέρια.

Οι καπετάνοι πήραν τότε το ναυτόπουλο να τους δείξη τη σπηλιά για να έβρουν το αθάνατο νερό. Άμα το έβρουν, σκέφτηκαν, ανασταίνουν εύκολα τους σκοτομένους. Πάνε μέσα στη σπηλιά, ψάχνουν αποδώ, γυρεύουν αποκεί· σταλιά νερό. Ο φόνος το μόλεψε κ' έφυγε από το μάτι του ανθρώπου· μαζί χάθηκε και το ψαράκι. Φαρμακωμένοι βγήκαν έξω οι καπετάνοι. Αλλ' ως που να έβγουν ακούνε που φρεσκάριζε ο καιρός. Ζωντανά τα κύματα άρχισαν να δέρνωνται στα ριζιμιά σπιλάδια.

— Τις βάρκες μωρέ παιδιά! φωνάζουν δυνατά.

Ώστε να το ειπούν, οι βάρκες βρίσκονται καρφωμένες στα δόντια του βράχου και ροκανίζονται αργά και άσφαλτα με τον αφρό του κυμάτου. Απελπισμένοι πηδάνε στ' ορθολίθι ν' αγαντέψουν τις φρεγάδες. Μα που φρεγάδες; Το κύμα που ερχότανε δυναμωμένο από του Τσιρίγου το στενό κι' ο άνεμος, άξιοι κ' οι δυό γεμιτζήδες, πόδισαν τα καμαρωτά πλεούμενα και τους έδωκαν δρόμο στ' ανοιχτά.

Οι καπετάνοι πέφτουν στα γόνατα. Φως φανερά έβλεπαν πως ήταν θέλημα Θεού ν' απομείνουν στο φοβερό ακρωτήρι. Ένα με το άλλο έχτισαν εκεί τα εικοσιτέσσερα μοναστήρια. Μα το αθάνατο νερό δεν ξαναφάνηκε. Μόνον δυό φορές το χρόνο, στην πρώτη Ανάσταση και του Σωτήρος, την ώρα που ανοίγουν τα Επουράνια, ο βράχος ρίχνει από μια στάλα στη γη. Πολλοί πηγαίνουν και ξενυχτούν μέσα στη σπηλιά, καλογέροι και λαϊκοί, άντρες και γυναίκες, με τα μαντήλια στο χέρι και τα μάτια κολλημένα στού βράχου το μακαριστό μαστάρι. Όμως άδικα ξενυχτούν. Ο βράχος το βγάζει κ' η γη ζηλιάρα το αναρουφά ευθύς. Φοβάται λες, μην τ' αποχτήσει ο μαύρος άνθρωπος και γλυτώσει από το φοβερό της χωνευτήρι. Κ' οι ξενυχτισμένοι φεύγουν κάθε χρόνο με την ίδια πίκρα στην ψυχή, χωρίς να ιδούν άλλο, παρά τα κάτασπρα κόκκαλα που κοίτονται βωμός ακόμη στη μέση της σπηλιάς.

Εγώ είδα τα κόκκαλα και γω άκουσα για τις φρεγάδες τις βασιλικές. Αφού παράδειραν για χρόνια στ' ανοιχτά κατέβηκαν σύγξυλες στον άμμο του βυθού. Η μία βρίσκεται στης Κρήτης τα νερά· η άλλη κάπου στη Ρόδο, κ' οι άλλες δυό ανάμεσα στα Δωδεκάνησα. Είνε ακόμα ίδιες κι' απαράλλαχτες, όπως πρωτοφάνηκαν στα νερά του Καβομαλιά. Είνε χυτές πρύμη-πλώρη κ' έχουν τις αμαρτωσές τους βασιλικές και κείνες. Τα κατάρτια τους ατόφια προύτζινα, από κάτω στη σκάτσα ως απάνω στη γαλέτα. Τις αντένες όλες ατσαλένιες· σχοινιά και ξάρτια από καμηλότριχα και τα πανιά τους ολομέταξα. Αν ρωτάς για τις κουπαστές και τις μπαταρίες τους στο σύρμα είνε ντυμένες. Κ' έχουν στην πλώρη για θαλασσομάχο ένα διαμαντοκόλλητο σταυρό, τρόμο των στοιχειών και φρίκη του κυμάτου. Στην πρύμη, απάνω στο τιμόνι, έχουν το Άγιο Βαγγέλιο και στο μεσανό κατάρτι ψηλά σ' ένα δικέφαλον αητό την Παναγιά, που λάμπει – προσκυνώ τη χάρη της – σαν αυγερινός. Κάθε αυγή με το πρώτο ανάβλεμμα του ήλιου, οι φρεγάδες αστραποβολούν, στα γαλανά νερά. Τόρα ψυχή δεν έχουν· έρμες είνε από ναύτες κι' από καπετάνιους. Όμως θα έρθη ώρα που ψυχή θα πάρουν και γοργόνες καστρορίχτισες θα σμίξουν και θα σύρουν πάλι στο δρόμο τους. Και θα γυρίσουν νικηφόρες πίσω στα πατρογονικά μας τα λιμάνια, στο δοξασμένο θρόνο του αναστημένου μας του Βασιλιά.