×

Usamos cookies para ayudar a mejorar LingQ. Al visitar este sitio, aceptas nuestras politicas de cookie.

image

Readings - Ο Ανδρέας Διαβάζει, Τολστόι - Οι τελευταίες στιγμές ενός κατάδικου

Τολστόι - Οι τελευταίες στιγμές ενός κατάδικου

«Ο Θεός, ο οικτίρμων και πολυεύσπλαχνος…» άρχισε να λέει ο παπάς με πένθιμη, αργόσυρτη φωνή, βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό.

Ο Σβιέτλομπουργκ τον κοίταζε με μάτια ορθάνοιχτα από τρόμο.

«Δεν είναι δυνατόν!» κραύγασε άξαφνα, με λαχανιασμένη φωνή. «Δεν είναι δυνατόν να με καταδικάσανε σε… Είναι, λοιπόν, αλήθεια, παπά μου, ότι με καταδικάσανε σε θάνατο;»

«Ήρθα εδώ, τέκνο μου, με την ιδιότητα του αντιπροσώπου του Τψίστου, για να σε παρηγορήσω στις τελευταίες σου στιγμές, για να σου δείξω το δρόμο της σωτηρίας και της αλήθειας» αποκρίθηκε ο παπάς, με την ίδια πένθιμη και αργόσυρτη φωνή.

«Δεν χρειάζομαι τίποτα!...» φώναξε ο κατάδικος. «Δεν χρειάζομαι τίποτα! Θέλω να μείνω μόνος…»

Φαμένες πήγανε οι προσπάθειες του παπά να πείσει τον μελλοθάνατο, ότι η παραμονή του στο κελί του θα του έκανε καλό. Ο Σβιέτλομπουργκ τον παρακάλεσε με τόση επιμονή να τον αφήσει μόνο, ώστε ο παπάς αποφάσισε στο τέλος να φύγει.

«Μην ξεχνάς, τέκνο μου», είπε, «ότι, όποια ώρα με χρειαστείς, είμαι πάντοτε στη διάθεσή σου»

«Ναι, ναι, ξέρω, παπά μου…» τραύλισε ο μελλοθάνατος. «Αργότερα, ίσως σε καλέσω. Μα τώρα θέλω να μείνω μόνος. Θέλω να μείνω μόνος!»

Μόλις ο παπάς έφυγε από το κελί, ο μελλοθάνατος έκλεισε τα μάτια του κι έπεσε στο στρώμα του. Δεν μπορούσε ακόμα να πιστέψει ότι επρόκειτο γι' αυτόν, όπως επίσης δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν φυλακισμένος, πως ο παπάς τον επισκέφθηκε πράγματι στο κελί του για να του ανακοινώσει ότι τον καταδικάσανε σε θάνατο.

«Θα βλέπω όνειρο, ένα κακό όνειρο!» σκέφτηκε. «Πρέπει να ξυπνήσω!»

Πήδησε από το στρώμα του κι έκανε μερικά βήματα στο κελί του.

Μα όχι, όχι! Δεν έβλεπε όνειρο! Ήταν ξυπνητός! Βρισκότανε στο κελί του, έβλεπε τους τέσσερις γυμνούς τοίχους, το ψηλό καγκελόφραχτο παράθυρο, τα' απομεινάρια του φαγητού του.

«Θα πεθάνω λοιπόν;» αναρωτήθηκε ο Σβιέτλομπουργκ, ρίχνοντας γύρω του ένα βλέμμα αγωνίας. «Θα πεθάνω, θα εξαφανιστώ από τον κόσμο; Μα είναι δυνατόν να πάψω να ζω; Σι θα γίνει ο κόσμος από τη στιγμή που θα πάψω ν' αναπνέω εγώ; Δεν είναι δυνατόν να γίνει αυτό, δεν είναι δυνατόν!»

Όρμησε στην πόρτα του κελιού του και άρχισε να τη χτυπάει με τις γροθιές και με τα πόδια φωνάζοντας «Δεσμοφύλακα! Δεσμοφύλακα!»

Ένα χέρι παραμέρισε το κουρτινάκι που σκέπαζε το μικρό παράθυρο της πόρτας. Και στο άνοιγμά του παρουσιάστηκε η παγερή και αδιάφορη φυσιογνωμία του δεσμοφύλακα.

«Θέλω να δω τον επιστάτη των φυλακών!» του είπε ο μελλοθάνατος.

Σο κουρτινάκι ξανάπεσε. Σε λίγο, άνοιγε η πόρτα του κελιού κι έμπαινε μέσα ο επιστάτης.

«Είναι αλήθεια πως με καταδίκασαν σε θάνατο;» τον ρώτησε με απότομο ύφος ο κατάδικος.

«Δεν ξέρω τίποτα!» αποκρίθηκε ο επιστάτης. «Με θέλεις τίποτ' άλλο;»

«Όχι» τραύλισε ο Σβιέτλομπουργκ.

«Καληνύχτα λοιπόν»

Και ο επιστάτης ξανάκλεισε την πόρτα πίσω του.

Μόλις ο Σβιέτλομπουργκ έμεινε μόνος του στο κελί, μια άγνωστη δύναμη τον έσπρωξε να καθίσει στο στρώμα του και ν' αρχίσει να γράφει ένα γράμμα στο κορίτσι που αγαπούσε και κείνο, αδιάφορο αν διαφωνούσανε στις πολιτικές πεποιθήσεις. Στην τελευταία αυτή επιστολή, ο κατάδικος προσπαθούσε ν' αποδείξει στην αγαπημένη του γιατί έλαβε μέρος στο επαναστατικό κίνημα της Ρωσίας και γιατί πέθαινε με τη συνείδηση ήσυχη ότι έκανε το καθήκον του απέναντι του καταδυναστευομένου λαού.

Αφού σφράγισε το γράμμα, ο Σβιέτλομπουργκ άνοιξε ένα Ευαγγέλιο, που του το έδωσε ο επιστάτης και άρχισε να το ξεφυλλίζει, διαβάζοντας εδώ κ' εκεί διάφορες περικοπές. Άλλοτε, όταν ολόκληρη τη σκέψη του την απασχολούσε η οργάνωση του επαναστατικού κινήματος, δεν έδινε ποτέ προσοχή στα ιερά βιβλία. Σώρα όμως, που του δόθηκε η ευκαιρία να διαβάσει το Ευαγγέλιο, μέσα στη μόνωση του κελιού του, βρήκε σ' αυτό πολλές αλήθειες που του προξένησαν κατάπληξη με τη δύναμη και την παραστατικότητά τους. Ιδιαιτέρως του άρεσαν τα σημεία εκείνα, στα οποία γινότανε λόγος για τον θάνατο και τη μέλλουσα ζωή…

Πέρασε έτσι κάμποση ώρα. Σο Ευαγγέλιο έπεσε, ξαφνικά, απ' τα χέρια του Σβιέτλομπουργκ. Και ο μελλοθάνατος, γέρνοντας το κεφάλι του στο σκληρό προσκέφαλό του, έπεσε σ' έναν βαθύ ύπνο… Η τελευταία σκέψη που έκανε, πριν κλείσει τα μάτια του, ήταν πολύ παρηγορητική: Υαντάστηκε πως ή θα του έδιναν χάρη ή θα ερχόντουσαν οι σύντροφοί του να τον γλιτώσουν από τα χέρια των δημίων του.

Θα ήταν η ώρα έξι το πρωί, όταν ο Σβιέτλομπουργκ ξύπνησε απότομα από ένα παράξενο θόρυβο. Ανακάθισε στο στρώμα του, τέντωσε τ' αυτί του και ξεχώρισε κρότο πολλών βημάτων. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά… Ένα κλειδί μπήκε στην κλειδαρότρυπα της πόρτα του κελιού. Ένα παραπονετικό τρίξιμο ακούστηκε, η θύρα άνοιξε και μπήκανε μέσα ο επιστάτης των φυλακών, ακολουθούμενος από δυο μουζίκους, τους βοηθούς του δημίου, τρεις στρατιώτες και τον παπά.

«Ντύσου!» είπε ο επιστάτης στον κατάδικο, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια.

Ο Σβιέτλομπουργκ υπάκουσε σαν μικρό παιδάκι. Ένοιωθε ένα σιδερένιο χέρι να του σφίγγει το λαιμό κ' ένα ανυπόφορο πόνο στην καρδιά. Ψστόσο, το θεώρησε περιττό να κλάψει, να φωνάξει, να διαμαρτυρηθεί, γιατί είχε ακόμα τη βεβαιότητα πως δεν ήταν δυνατό να τον θανατώσουν, αφού δεν είχε βλάψει κανένα!

Ανέβηκαν όλοι μαζί σ' ένα κάρο, που περίμενε έξω από τις φυλακές, και ξεκίνησαν για τον τόπο της εκτελέσεως.

Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό του Μαΐου. Η φύση όλη έλαμπε και γελούσε από τη χαρά της.

Ο Σβιέτλομπουργκ κοίταζε τους διαβάτες που του έριχναν βλέμματα περιφρονήσεως και οργής —ενώ το κάρο περνούσε από τους δρόμους της μικρής πολιτείας— και ξαφνικά, έκανε χωρίς να το θέλει την εξής σκέψη:

«Γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι με κοιτάνε τώρα με τόσο μίσος;… Σι κακό τους έκανα; Ο τσάρος με καταδίκασε σε θάνατο, επειδή αγωνιζόμουν για το καλό αυτών των ανθρώπων κι αυτοί με κοιτάζουν τώρα περιφρονητικά, χωρίς να εκτιμούν τη θυσία μου… Τπήρχε κανένας λόγος να θυσιαστώ γι' αυτούς τους αχάριστους;

Σο κάρο εξακολουθούσε να προχωρεί.

Στα παράθυρα των σπιτιών παρουσιαζόντουσαν διάφοροι περίεργοι, για να δουν τον μελλοθάνατο. Μερικοί από αυτούς έκαναν το σταυρό τους. Μα οι περισσότεροι, του έριχναν ένα βλέμμα αδιαφορίας και ξανάμπαιναν μέσα, κλείνοντας με δύναμη το παράθυρο.

Ξαφνικά τα βλέμματα του Σβιέτλομπουργκ συναντήθηκαν με τις τρομαγμένες ματιές ενός μικρού παιδιού, που στεκότανε δίπλα στη μητέρα του, στη γωνιά ενός δρόμου. Ο μελλοθάνατος χαμογέλασε στο μικρό και του έστειλε έναν χαιρετισμό με μια κίνηση του χεριού του… Ο μικρός ξεθαρρεύτηκε και του χαμογέλασε και αυτός. Σο αφελές χαμόγελο του έκανε την ψυχή του Σβιέτλομπουργκ να πλημμυρίσει από αγαλλίαση…

Όταν η θλιβερή συνοδεία έφτασε τέλος, στον τόπο της εκτελέσεως, κατέβασαν τον κατάδικο από το κάρο. Σο πρώτο πράγμα που είδε τότε μπροστά του ο μελλοθάνατος, ήταν μια αγχόνη, στημένη λίγο παραπέρα. Σο θέαμα αυτό ερέθισε τον αποκοιμισμένο κάπως πόνο του. Ο Σβιέτλομπουργκ ανατρίχιασε σύγκορμος… Ψστόσο, δεν άργησε να ξαναβρεί την ψυχραιμία του και άρχισε να προσεύχεται. Σα χείλη του αναδευόντουσαν με νευρικές κινήσεις.

«Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς…»

Σην προσευχή αυτή του την είχαν μάθει όταν ήταν μικρό παιδάκι και την ξαναθυμήθηκε τώρα τελευταία, στη φυλακή, διαβάζοντας ένα παλιό θρησκευτικό βιβλίο.

«Γεννηθήτω το θέλημά σου, ως εκ ουρανώ και επί της γης…»

Ο Σβιέτλομπουργκ δεν είχε πιστέψει ποτέ στα θεία. Συνήθιζε, μάλιστα, να κοροϊδεύει τους ανθρώπους που έδειχναν υπερβολική θρησκευτική πίστη. Και τώρα ακόμα, στις υπέρτατες αυτές στιγμές της ζωής του, εξακολουθούσε να μην πιστεύει σε Θεό, γιατί δεν μπορούσε να κατανοήσει το μεγαλείο της ανώτατης αυτής δυνάμεως. Μα ήταν τόσο βαθειά ταραγμένες, ώστε ένοιωθε την ανάγκη ν' απευθυνθεί σε κάποιον, να πει σε κάποιον τον πόνο του. Και γι' αυτό η προσευχή βγήκε αυθόρμητα από τα χείλη του!

Οι βοηθοί του δημίου έπιασαν τον μελλοθάνατο κάτω από τις μασχάλες και τον βοήθησαν ν' ανέβει στην πρόχειρη εξέδρα, στην οποία ήταν στημένη η αγχόνη. Ο παπάς τους ακολούθησε, κρατώντας ένα σταυρό στο τρεμάμενο χέρι του. Πλησίασε τον κατάδικο, ακούμπησε σχεδόν το σταυρό στο μέτωπό του και άρχισε να ψιθυρίζει μια προσευχή.

«Άφησε, παπά μου, άφησε!...» του είπε ο

Σβιέτλομπουργκ, χαμογελώντας μελαγχολικά. «Εσύ πιστεύεις, εγώ δεν πιστεύω. Εξάλλου, δεν έχω ανάγκη να πιστεύω. Δεν χρειάζομαι πια τίποτα αυτή τη στιγμή…»

Ψστόσο, ο παπάς εξακολούθησε:

«Ο Θεός ο οικτίρμων και πολυεύσπλαχνος…»

«Ευχαριστώ, παπά μου!» τον διέκοψε και πάλι ο μελλοθάνατος. «Σ' ευχαριστώ, παπά μου, από τα βάθη της καρδιάς μου…»

Άρπαξε ύστερα ξαφνικά το χέρι του παπά, το ‘σφιξε με δύναμη, τον φίλησε και ύστερα γύρισε αλλού το κεφάλι του.

Σην ίδια στιγμή, ένας χωρικός με κοντή κόκκινη γενειάδα, πλησίασε τον Σβιέτλομπουργκ, με ύφος πολυάσχολου ανθρώπου. Οι ψηλές μπότες του έτριζαν πάνω στα σανίδια της εξέδρας. Φωρίς να πει τίποτα, βγάζοντας μονάχα από το ανοιχτό στόμα του μια ανυπόφορη μυρωδιά κρασίλας, άρπαξε τον μελλοθάνατο, με τα ιδρωμένα χέρια του, από τα μπράτσα, κάτω από τους αγκώνες, και του τα ‘σφιξε με τόση δύναμη, ώστε τον έκανε να ξεφωνίσει από τον πόνο. Κατόπιν, ο μεθυσμένος χωρικός δίπλωσε τα μπράτσα του

Σβιέτλομπουργκ πίσω από τις πλάτες του και του τα έδεσε μ' ένα σχοινί. Ο κατάδικος θέλησε να φωνάξει, να διαμαρτυρηθεί, να πει ότι δεν υπήρχε λόγος να τον μεταχειρίζονται με τόση βαναυσότητα. Μα δεν πρόφτασε ν' ανοίξει το στόμα του. Ο δήμιος —γιατί αυτός ήταν ο μεθυσμένος μουζίκος με την κόκκινη γενειάδα— τον ανάγκασε να κάνει δυο βήματα μπροστά.

Ο κατάδικος κατάλαβε τότε πως έφτασε το τέλος του. Και ξαναδοκίμασε την εντύπωση που ένοιωσε και όταν άκουγε την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου, ότι δηλαδή ζούσε τότε τις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής του. Δεν είχε όμως, ακόμα, σαφή συναίσθηση τι επρόκειτο να γίνει — ή, μάλλον, δεν τολμούσε να το φανταστεί.

Η τελευταία φράση που θυμήθηκε και ψιθύρισε τη στιγμή αυτή, ήταν:

«Εις σε παραδίδωμι το πνεύμα μου…»

Διαισθανότανε, ότι σε λίγο θα γινότανε μια τρομακτική αλλαγή στη ζωή του, μια αλλαγή την οποία καμιά δύναμη στον κόσμο δεν θα μπορούσε να την μαλακώσει ή να την αποτρέψει…

Παρ' όλες όμως τις εντατικές, τις οδυνηρές προσπάθειές του, δεν μπορούσε να κατανοήσει τη σημασία αυτής της αλλαγής.

Η αλήθεια είναι, ότι η σκέψη του δεν έβρισκε τίποτα το τρομερό στο θάνατο. Μα το ένστικτό του, οι πλούσιοι χυμοί που κυκλοφορούσανε στο νεανικό άλκιμο σώμα του, δεν μπορούσαν να παραδεχτούν ότι ήταν δυνατόν να κοπεί απότομα το νήμα που τους συγκρατούσε με τον ήλιο, με τον αέρα, με τη χαρά της ζωής.

Και ολόκληρη η ύπαρξη του Σβιέτλομπουργκ επάλευε απεγνωσμένα κατά του θανάτου ως την τελευταία της στιγμή…

Και όταν έφτασε η τελευταία αυτή στιγμή, όταν ο δήμιος πέρασε τη θηλειά από το λαιμό του καταδίκου και τον έσπρωξε ύστερα στο κενό, ο Σβιέτλομπουργκ έβγαλε ένα σπαραχτικό ξεφωνητό κι έκανε ν' απλώσει τα χέρια του. Μα τα χέρια του ήσαν δεμένα πισθάγκωνα και δεν μπορούσε να πιάσει το σιδερένιο χέρι που τον έσφιγγε από τον λαιμό!...

Ο δήμιος τον έσπρωξε για μια ακόμα φορά στο κενό…

Μια δυνατή καμπανοκρουσία αντήχησε τότε στ' αυτιά του Σβιέτλομπουργκ. Σο κεφάλι του πλημμύρισε αίμα. Σο σιδερένιο χέρι του έσφιξε το λαιμό με υπεράνθρωπη δύναμη και, ξαφνικά, ο κατάδικος δοκίμασε μια αίσθηση χαράς και λυτρωμού!

Ο δήμιος θέλοντας να βεβαιωθεί ότι εξετέλεσε καλά το καθήκον του, κρεμάστηκε από τα πόδια του πτώματος και τα τράβηξε απότομα προς τα κάτω. Έμεινε έτσι ικανοποιημένος από τον εαυτό του, γιατί εξακρίβωσε πως ο κατάδικος πέθανε χωρίς να υποφέρει πολύ. Μακάρι να ήσαν όλοι οι δήμιοι τόσο ευσυνείδητοι στη δουλειά τους. Μακάρι…

Ύστερ' από μια ώρα, κατέβασαν το πτώμα από την αγχόνη και το μετέφεραν σ' ένα κοιμητήριο, στο οποίο δεν πατούσε ποτέ το πόδι του παπάς, σ' ένα κοιμητήριο στο οποίο έθαβαν μονάχα τους επαναστάτες, τους εγκληματίες και τους αυτόχειρες.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Τολστόι - Οι τελευταίες στιγμές ενός κατάδικου Tolstoy|The|last|moments|of a|condemned man Los últimos momentos de un convicto - León Tolstoi Tolstoy - The Last Moments of a Condemned Man

«Ο Θεός, ο οικτίρμων και πολυεύσπλαχνος…» άρχισε να λέει ο παπάς με πένθιμη, αργόσυρτη φωνή, βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό. The|God|the|merciful|and|very compassionate|began|to|say|the|priest|with|mournful|slow|voice|letting out|a|deep|sigh "God, the merciful and compassionate..." began to say the priest in a mournful, slow voice, letting out a deep sigh.

Ο Σβιέτλομπουργκ τον κοίταζε με μάτια ορθάνοιχτα από τρόμο. The|Svyetloburg|him|looked|with|eyes|wide open|from|terror Svyetloburg was looking at him with wide-open eyes in terror.

«Δεν είναι δυνατόν!» κραύγασε άξαφνα, με λαχανιασμένη φωνή. Not|is|possible|shouted|suddenly|with|breathless|voice "It can't be!" he suddenly cried out, in a breathless voice. «Δεν είναι δυνατόν να με καταδικάσανε σε… Είναι, λοιπόν, αλήθεια, παπά μου, ότι με καταδικάσανε σε θάνατο;» It is not|is|possible|to|me|condemned|to|It is|therefore|true|priest|my|that|me|condemned|to|death "It is not possible that they condemned me to... So, is it true, my priest, that they condemned me to death?"

«Ήρθα εδώ, τέκνο μου, με την ιδιότητα του αντιπροσώπου του Τψίστου, για να σε παρηγορήσω στις τελευταίες σου στιγμές, για να σου δείξω το δρόμο της σωτηρίας και της αλήθειας» αποκρίθηκε ο παπάς, με την ίδια πένθιμη και αργόσυρτη φωνή. I came|here|child|my|with|the|capacity|of|representative|of|Christ|to|to|you|comfort|in your|last|you|||||show|the|way|of|salvation|and|of|truth|replied|the|priest|with|the|same|mournful|and|slow|voice "I came here, my child, in the capacity of the representative of Christ, to comfort you in your last moments, to show you the path of salvation and truth," the priest replied, in the same mournful and slow voice.

«Δεν χρειάζομαι τίποτα!...» φώναξε ο κατάδικος. No|need|anything|shouted|the|convict "I don't need anything!..." shouted the convict. «Δεν χρειάζομαι τίποτα! I do not|need|anything "I don't need anything!" Θέλω να μείνω μόνος…» I want|to|stay|alone "I want to be alone..."

Φαμένες πήγανε οι προσπάθειες του παπά να πείσει τον μελλοθάνατο, ότι η παραμονή του στο κελί του θα του έκανε καλό. wasted|went|the|efforts|of the|priest|to|convince|the|condemned man|that|the|stay|of him|in the|cell|of him|would|him|do|good The priest's efforts to convince the condemned man that staying in his cell would do him good were in vain. Ο Σβιέτλομπουργκ τον παρακάλεσε με τόση επιμονή να τον αφήσει μόνο, ώστε ο παπάς αποφάσισε στο τέλος να φύγει. The|Svyetloburg|him|begged|with|such|insistence|to|him|leave|alone|so that|the|priest|decided|in the|end|to|leave Svyetloburg pleaded with such insistence to be left alone that the priest finally decided to leave.

«Μην ξεχνάς, τέκνο μου», είπε, «ότι, όποια ώρα με χρειαστείς, είμαι πάντοτε στη διάθεσή σου» Don't|forget|child|my|said|that|whenever|time|me|need|I am|always|at|disposal|your "Do not forget, my child," he said, "that whenever you need me, I am always at your disposal."

«Ναι, ναι, ξέρω, παπά μου…» τραύλισε ο μελλοθάνατος. Yes|yes|I know|priest|my|stammered|the|condemned man "Yes, yes, I know, my father..." stammered the dying man. «Αργότερα, ίσως σε καλέσω. Later|maybe|to|I will call "Later, maybe I'll call you. Μα τώρα θέλω να μείνω μόνος. But|now|I want|to|stay|alone But now I want to be alone. Θέλω να μείνω μόνος!» I want|to|stay|alone I want to be alone!"

Μόλις ο παπάς έφυγε από το κελί, ο μελλοθάνατος έκλεισε τα μάτια του κι έπεσε στο στρώμα του. As soon as|the|priest|left|from|the|cell|the|condemned man|closed|his|eyes|his|and|fell|on the|mattress|his As soon as the priest left the cell, the condemned man closed his eyes and fell onto his mattress. Δεν μπορούσε ακόμα να πιστέψει ότι επρόκειτο γι' αυτόν, όπως επίσης δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν φυλακισμένος, πως ο παπάς τον επισκέφθηκε πράγματι στο κελί του για να του ανακοινώσει ότι τον καταδικάσανε σε θάνατο. (not)|could|yet|to|believe|that|was about|for|him|as|also|(not)|could|to|believe|that|was|imprisoned|that|the|priest|him|visited|indeed|in the|cell|his|to|to|him|announce|that|him|condemned|to|death He still couldn't believe that it was happening to him, nor could he believe that he was imprisoned, that the priest had actually visited him in his cell to announce that he had been sentenced to death.

«Θα βλέπω όνειρο, ένα κακό όνειρο!» σκέφτηκε. will|see|dream|a|bad|dream|thought "I must be dreaming, a bad dream!" he thought. «Πρέπει να ξυπνήσω!» I must|(particle)|wake up "I need to wake up!"

Πήδησε από το στρώμα του κι έκανε μερικά βήματα στο κελί του. He jumped|from|the|bed|his|and|he took|a few|steps|in|cell|his He jumped off his mattress and took a few steps in his cell.

Μα όχι, όχι! but|no|no But no, no! Δεν έβλεπε όνειρο! Not|saw|dream He wasn't dreaming! Ήταν ξυπνητός! He was|awake He was awake! Βρισκότανε στο κελί του, έβλεπε τους τέσσερις γυμνούς τοίχους, το ψηλό καγκελόφραχτο παράθυρο, τα' απομεινάρια του φαγητού του. He was|in the|cell|his|he saw|the|four|bare|walls|the|high|barred|window|the|remnants|of his|food|his He was in his cell, looking at the four bare walls, the tall barred window, the remnants of his food.

«Θα πεθάνω λοιπόν;» αναρωτήθηκε ο Σβιέτλομπουργκ, ρίχνοντας γύρω του ένα βλέμμα αγωνίας. will|die|then|wondered|the|Svyetloburg|throwing|around|him|a|glance|of anxiety "Am I going to die then?" Svetloburg wondered, casting a look of anxiety around him. «Θα πεθάνω, θα εξαφανιστώ από τον κόσμο; Μα είναι δυνατόν να πάψω να ζω; Σι θα γίνει ο κόσμος από τη στιγμή που θα πάψω ν' αναπνέω εγώ; Δεν είναι δυνατόν να γίνει αυτό, δεν είναι δυνατόν!» I will|die|I will|disappear|from|the|world|But|is|possible|to|stop|to|live|What|will|happen|the|world|from|the|moment|when|I will|stop|to|breathe|I|Not|is|possible|to|happen|this|not|is|possible "Am I going to die, will I disappear from the world? But is it possible for me to stop living? What will the world be like the moment I stop breathing? It cannot happen, it cannot!"

Όρμησε στην πόρτα του κελιού του και άρχισε να τη χτυπάει με τις γροθιές και με τα πόδια φωνάζοντας «Δεσμοφύλακα! He rushed|at the|door|of|cell|his|and|he started|to|it|hit|with|the|fists|and|with|the|feet|shouting|Warden He rushed to the door of his cell and began to bang on it with his fists and feet, shouting "Guard! Δεσμοφύλακα!» jailer "Jailer!"

Ένα χέρι παραμέρισε το κουρτινάκι που σκέπαζε το μικρό παράθυρο της πόρτας. One|hand|pushed aside|the|curtain|that|covered|the|small|window|of the|door A hand pushed aside the curtain that covered the small window of the door. Και στο άνοιγμά του παρουσιάστηκε η παγερή και αδιάφορη φυσιογνωμία του δεσμοφύλακα. And|at|opening|his|appeared|the|icy|and|indifferent|face|of the|jailer And at the opening appeared the cold and indifferent face of the jailer.

«Θέλω να δω τον επιστάτη των φυλακών!» του είπε ο μελλοθάνατος. I want|to||the|warden|of the|prisons|to him|said|the|death row inmate "I want to see the warden of the prison!" said the condemned man.

Σο κουρτινάκι ξανάπεσε. The|little curtain|fell again The little curtain fell again. Σε λίγο, άνοιγε η πόρτα του κελιού κι έμπαινε μέσα ο επιστάτης. In|a little|opened|the|door|of the|cell|and|entered|inside|the|overseer In a moment, the door of the cell opened and the overseer entered.

«Είναι αλήθεια πως με καταδίκασαν σε θάνατο;» τον ρώτησε με απότομο ύφος ο κατάδικος. Is|it true|that|me|condemned|to|death|him|asked|with|abrupt|tone|the|convict "Is it true that I was sentenced to death?" the convict asked him abruptly.

«Δεν ξέρω τίποτα!» αποκρίθηκε ο επιστάτης. I do not|know|anything|replied|the|supervisor "I don't know anything!" the overseer replied. «Με θέλεις τίποτ' άλλο;» Me|you want|anything|else "Do you want anything else?"

«Όχι» τραύλισε ο Σβιέτλομπουργκ. No|stammered|the|Svyetloburg "No," stammered Svyetloburg.

«Καληνύχτα λοιπόν» Good night|then "Good night then."

Και ο επιστάτης ξανάκλεισε την πόρτα πίσω του. And|the|foreman|closed again|the|door|behind|him And the supervisor closed the door behind him again.

Μόλις ο Σβιέτλομπουργκ έμεινε μόνος του στο κελί, μια άγνωστη δύναμη τον έσπρωξε να καθίσει στο στρώμα του και ν' αρχίσει να γράφει ένα γράμμα στο κορίτσι που αγαπούσε και κείνο, αδιάφορο αν διαφωνούσανε στις πολιτικές πεποιθήσεις. As soon as|the|Svyetloburg|remained|alone|him|in the|cell|an|unknown|force|him|pushed|to|sit|on the|mattress|his|and|to|begin|to|write|a|letter|to the|girl|that|he loved|and|she|indifferent|whether|they disagreed|in|political|beliefs As soon as Svyetloburg was left alone in his cell, an unknown force pushed him to sit on his mattress and start writing a letter to the girl he loved, indifferent to their disagreements on political beliefs. Στην τελευταία αυτή επιστολή, ο κατάδικος προσπαθούσε ν' αποδείξει στην αγαπημένη του γιατί έλαβε μέρος στο επαναστατικό κίνημα της Ρωσίας και γιατί πέθαινε με τη συνείδηση ήσυχη ότι έκανε το καθήκον του απέναντι του καταδυναστευομένου λαού. In|last|this|letter|the|convict|was trying|to|prove|to the|beloved|his|why|he took|part|in the|revolutionary|movement|of|Russia|and|why|he died|with|the|conscience|clear|that|he did|the|duty|his|towards|the|oppressed|people In this last letter, the convict tried to explain to his beloved why he participated in the revolutionary movement in Russia and why he was dying with a clear conscience, believing he was fulfilling his duty to the oppressed people.

Αφού σφράγισε το γράμμα, ο Σβιέτλομπουργκ άνοιξε ένα Ευαγγέλιο, που του το έδωσε ο επιστάτης και άρχισε να το ξεφυλλίζει, διαβάζοντας εδώ κ' εκεί διάφορες περικοπές. After|sealed|the|letter|the|Svyetloburg|opened|a|Gospel|which|to him|it|gave|the|caretaker|and|began|to|it|leaf through|reading|here|and|there|various|passages After sealing the letter, Svyetloburg opened a Gospel that the warden had given him and began to leaf through it, reading various passages here and there. Άλλοτε, όταν ολόκληρη τη σκέψη του την απασχολούσε η οργάνωση του επαναστατικού κινήματος, δεν έδινε ποτέ προσοχή στα ιερά βιβλία. Sometimes|when|entire|it|thought|his|it|occupied|the|organization|of|revolutionary|movement|not|gave|ever|attention|to the|sacred|books At other times, when the entire thought occupied him with the organization of the revolutionary movement, he never paid attention to the sacred books. Σώρα όμως, που του δόθηκε η ευκαιρία να διαβάσει το Ευαγγέλιο, μέσα στη μόνωση του κελιού του, βρήκε σ' αυτό πολλές αλήθειες που του προξένησαν κατάπληξη με τη δύναμη και την παραστατικότητά τους. Sora|but|who|to him|was given|the|opportunity|to|read|the|Gospel|inside|in the|isolation|of him|cell|of him|found|in it|this|many|truths|that|to him|caused|astonishment|with|the|power|and|the|vividness|their However, Sora, who was given the opportunity to read the Gospel, found in it many truths that astonished him with their power and vividness during the isolation of his cell. Ιδιαιτέρως του άρεσαν τα σημεία εκείνα, στα οποία γινότανε λόγος για τον θάνατο και τη μέλλουσα ζωή… Particularly|to him|liked|the|points|those|in which|which|was being|discussion|about|the|death|and|the|future|life He particularly liked those passages that spoke of death and the afterlife…

Πέρασε έτσι κάμποση ώρα. Passed|like this|quite a bit|hour Thus, quite some time passed. Σο Ευαγγέλιο έπεσε, ξαφνικά, απ' τα χέρια του Σβιέτλομπουργκ. The|Gospel|fell|suddenly|from|the|hands|his|Svyetloburg The Gospel suddenly fell from the hands of Svyetloburg. Και ο μελλοθάνατος, γέρνοντας το κεφάλι του στο σκληρό προσκέφαλό του, έπεσε σ' έναν βαθύ ύπνο… Η τελευταία σκέψη που έκανε, πριν κλείσει τα μάτια του, ήταν πολύ παρηγορητική: Υαντάστηκε πως ή θα του έδιναν χάρη ή θα ερχόντουσαν οι σύντροφοί του να τον γλιτώσουν από τα χέρια των δημίων του. And|the|condemned man|leaning|his|head|his|on the|hard|pillow|his|fell|into|a|deep|sleep|The|last|thought|that|he made|before|he closed|his|eyes|his|was|very|comforting|He imagined|that|either|would|to him|would give|mercy|or|would|come|the|companions|his|to|him|save|from|the|hands|of the|executioners|his And the condemned man, leaning his head against the hard pillow, fell into a deep sleep... The last thought he had before closing his eyes was very comforting: He imagined that either they would grant him mercy or his companions would come to rescue him from the hands of his executioners.

Θα ήταν η ώρα έξι το πρωί, όταν ο Σβιέτλομπουργκ ξύπνησε απότομα από ένα παράξενο θόρυβο. would|be|the|hour|six|the|morning|when|the|Svyetloburg|woke|suddenly|from|a|strange|noise It was around six in the morning when Svyetloburg suddenly woke up from a strange noise. Ανακάθισε στο στρώμα του, τέντωσε τ' αυτί του και ξεχώρισε κρότο πολλών βημάτων. He sat up|on|mattress|his|stretched|his|ear|his|and|distinguished|sound|many|footsteps He sat up on his mattress, perked up his ears, and distinguished the sound of many footsteps. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά… Ένα κλειδί μπήκε στην κλειδαρότρυπα της πόρτα του κελιού. The|heart|his|began|to|beat|loudly|A|key|entered|in the|keyhole|of the|door|his|cell His heart began to beat loudly... A key was inserted into the keyhole of his cell door. Ένα παραπονετικό τρίξιμο ακούστηκε, η θύρα άνοιξε και μπήκανε μέσα ο επιστάτης των φυλακών, ακολουθούμενος από δυο μουζίκους, τους βοηθούς του δημίου, τρεις στρατιώτες και τον παπά. A|complaining|creaking|was heard|the|door|opened|and|entered|inside|the|warden|of the|prison|followed|by|two|peasants|the|assistants|of the|executioner|three|soldiers|and|the|priest A complaining creak was heard, the door opened and the prison warden entered, followed by two peasants, the executioner's assistants, three soldiers, and the priest.

«Ντύσου!» είπε ο επιστάτης στον κατάδικο, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια. Get dressed|said|the|guard|to the|prisoner|avoiding|to|him|look|in the|eyes "Get dressed!" said the warden to the convict, avoiding looking him in the eyes.

Ο Σβιέτλομπουργκ υπάκουσε σαν μικρό παιδάκι. The|Svyetloburg|obeyed|like|little|child Svyetloburg obeyed like a small child. Ένοιωθε ένα σιδερένιο χέρι να του σφίγγει το λαιμό κ' ένα ανυπόφορο πόνο στην καρδιά. He felt|one|iron|hand|to|his|squeeze|the|neck|and|one|unbearable|pain|in the|heart He felt an iron hand tightening around his neck and an unbearable pain in his heart. Ψστόσο, το θεώρησε περιττό να κλάψει, να φωνάξει, να διαμαρτυρηθεί, γιατί είχε ακόμα τη βεβαιότητα πως δεν ήταν δυνατό να τον θανατώσουν, αφού δεν είχε βλάψει κανένα! However|it|considered|unnecessary|to|cry|to|shout|to|protest|because|had|still|the|certainty|that|not|was|possible|to|him|kill|since|not|had|harmed|anyone However, he considered it unnecessary to cry, to shout, to protest, because he still had the certainty that it was impossible for them to execute him, since he had harmed no one!

Ανέβηκαν όλοι μαζί σ' ένα κάρο, που περίμενε έξω από τις φυλακές, και ξεκίνησαν για τον τόπο της εκτελέσεως. They got in|everyone|together|in|one|cart|which|was waiting|outside|from|the|prisons|and|they set off|for|the|place|of the|execution They all climbed onto a cart that was waiting outside the prison and set off for the execution site.

Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό του Μαΐου. It was|a|sunny|morning|of|May It was a sunny morning in May. Η φύση όλη έλαμπε και γελούσε από τη χαρά της. The|nature|whole|shone|and|laughed|from|the|joy|her Nature was shining and laughing with joy.

Ο Σβιέτλομπουργκ κοίταζε τους διαβάτες που του έριχναν βλέμματα περιφρονήσεως και οργής —ενώ το κάρο περνούσε από τους δρόμους της μικρής πολιτείας— και ξαφνικά, έκανε χωρίς να το θέλει την εξής σκέψη: The|Svyetloburg|was looking|the|pedestrians|who|him|were throwing|glances|contempt|and|anger|while|the|cart|was passing|through|the|streets|of the|small|town|and|suddenly|he made|without|to|it|wanted|the|following|thought Svyetloburg was looking at the passersby who were throwing him looks of contempt and anger — as the cart passed through the streets of the small town — and suddenly, he unintentionally had the following thought:

«Γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι με κοιτάνε τώρα με τόσο μίσος;… Σι κακό τους έκανα; Ο τσάρος με καταδίκασε σε θάνατο, επειδή αγωνιζόμουν για το καλό αυτών των ανθρώπων κι αυτοί με κοιτάζουν τώρα περιφρονητικά, χωρίς να εκτιμούν τη θυσία μου… Τπήρχε κανένας λόγος να θυσιαστώ γι' αυτούς τους αχάριστους; Why|all|these|the|people|me|look|now|at me|so|hatred|What|harm|them|did|The|tsar|me|condemned|to|death|because|I was fighting|for|the|good|of these|the|people|and|they|me|look|now|with contempt|without|to|appreciate|the|sacrifice|my|Was there|any|reason|to|sacrifice myself|for|these|the|ungrateful "Why are all these people looking at me now with such hatred?… What harm have I done to them? The tsar condemned me to death because I was fighting for the good of these people, and now they look at me with disdain, without appreciating my sacrifice… Was there any reason for me to sacrifice myself for these ungrateful ones?

Σο κάρο εξακολουθούσε να προχωρεί. The|cart|continued|to|move forward The cart continued to move forward.

Στα παράθυρα των σπιτιών παρουσιαζόντουσαν διάφοροι περίεργοι, για να δουν τον μελλοθάνατο. At|the windows|of|houses|appeared|various|curious people|to|(particle for subjunctive)|see|the|condemned man Various curious onlookers appeared at the windows of the houses to see the condemned man. Μερικοί από αυτούς έκαναν το σταυρό τους. Some|of|them|made|the|cross|their Some of them crossed themselves. Μα οι περισσότεροι, του έριχναν ένα βλέμμα αδιαφορίας και ξανάμπαιναν μέσα, κλείνοντας με δύναμη το παράθυρο. But|the|majority|to him|threw|a|glance|of indifference|and|would re-enter|inside|closing|with|force|the|window But most of them threw him a glance of indifference and went back inside, forcefully closing the window.

Ξαφνικά τα βλέμματα του Σβιέτλομπουργκ συναντήθηκαν με τις τρομαγμένες ματιές ενός μικρού παιδιού, που στεκότανε δίπλα στη μητέρα του, στη γωνιά ενός δρόμου. Suddenly|the|gazes|of|Svyetloburg|met|with|the|frightened|looks|of a|small|child|who|was standing|next to|in the|mother|of||corner|of a|street Suddenly, the eyes of Svyetloburg met the frightened gaze of a small child, who was standing next to his mother at the corner of a street. Ο μελλοθάνατος χαμογέλασε στο μικρό και του έστειλε έναν χαιρετισμό με μια κίνηση του χεριού του… Ο μικρός ξεθαρρεύτηκε και του χαμογέλασε και αυτός. The|condemned man|smiled|to the|little boy|and|to him|sent|a|greeting|with|a|gesture|of him|hand|his|The|little boy|gained courage|and|to him|smiled|and|he The condemned man smiled at the little one and sent him a greeting with a wave of his hand... The little boy gathered courage and smiled back at him. Σο αφελές χαμόγελο του έκανε την ψυχή του Σβιέτλομπουργκ να πλημμυρίσει από αγαλλίαση… The|naive|smile|his|made|the|soul|his|Svyetloburg|to|overflow|with|joy The naive smile of his made the soul of Sviatloburg overflow with joy…

Όταν η θλιβερή συνοδεία έφτασε τέλος, στον τόπο της εκτελέσεως, κατέβασαν τον κατάδικο από το κάρο. When|the|sad|escort|arrived|finally|to the|place|of the|execution|they lowered|the|condemned man|from|the|cart When the sad procession finally arrived at the execution site, they took the convict down from the cart. Σο πρώτο πράγμα που είδε τότε μπροστά του ο μελλοθάνατος, ήταν μια αγχόνη, στημένη λίγο παραπέρα. The|first|thing|that|saw|then|in front|of him|the|condemned man|was|a|gallows|erected|a little|further away The first thing the condemned man saw before him was a gallows, set up a little further away. Σο θέαμα αυτό ερέθισε τον αποκοιμισμένο κάπως πόνο του. The|spectacle|this|irritated|the|drowsy|somewhat|pain|his This sight stirred his somewhat dormant pain. Ο Σβιέτλομπουργκ ανατρίχιασε σύγκορμος… Ψστόσο, δεν άργησε να ξαναβρεί την ψυχραιμία του και άρχισε να προσεύχεται. The|Sviatloburg|shuddered|all over|However|not|took long|to|regain|his|composure|his|and|began|to|pray Svyetloburg shuddered all over... However, he soon regained his composure and began to pray. Σα χείλη του αναδευόντουσαν με νευρικές κινήσεις. His|lips|his|were moving|with|nervous|movements His lips were moving with nervous motions.

«Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς…» Our Father|of us|who|in|the|heavens "Our Father, who art in heaven..."

Σην προσευχή αυτή του την είχαν μάθει όταν ήταν μικρό παιδάκι και την ξαναθυμήθηκε τώρα τελευταία, στη φυλακή, διαβάζοντας ένα παλιό θρησκευτικό βιβλίο. In|prayer|this|his|it|had|taught|when|he was|small|child|and|it|remembered again|now|recently|in|prison|reading|a|old|religious|book He had learned this prayer when he was a small child and had recently remembered it while in prison, reading an old religious book.

«Γεννηθήτω το θέλημά σου, ως εκ ουρανώ και επί της γης…» be done|the|will|your|as|from|heaven|and|on|the|earth "Thy will be done, as in heaven, so on earth..."

Ο Σβιέτλομπουργκ δεν είχε πιστέψει ποτέ στα θεία. The|Svyetloburg|not|had|believed|ever|in the|divine Svyetloburg had never believed in the divine. Συνήθιζε, μάλιστα, να κοροϊδεύει τους ανθρώπους που έδειχναν υπερβολική θρησκευτική πίστη. He used to|indeed|to|mock|the|people|who|showed|excessive|religious|faith He even used to mock people who showed excessive religious faith. Και τώρα ακόμα, στις υπέρτατες αυτές στιγμές της ζωής του, εξακολουθούσε να μην πιστεύει σε Θεό, γιατί δεν μπορούσε να κατανοήσει το μεγαλείο της ανώτατης αυτής δυνάμεως. And|now|still|in the|supreme|these|moments|of|life|his|continued|to|not|believe|in|God|because|not|could|to|understand|the|greatness|of|supreme|this|power And even now, in these supreme moments of his life, he still did not believe in God, because he could not comprehend the greatness of this supreme power. Μα ήταν τόσο βαθειά ταραγμένες, ώστε ένοιωθε την ανάγκη ν' απευθυνθεί σε κάποιον, να πει σε κάποιον τον πόνο του. But|were|so|deeply|troubled|that|he felt|the|need|to|turn to|to|someone|to|tell|to|someone|his|pain|of him But they were so deeply disturbed that he felt the need to turn to someone, to tell someone his pain. Και γι' αυτό η προσευχή βγήκε αυθόρμητα από τα χείλη του! And|for|this|the|prayer|came out|spontaneously|from|the|lips|his And for that reason, the prayer came spontaneously from his lips!

Οι βοηθοί του δημίου έπιασαν τον μελλοθάνατο κάτω από τις μασχάλες και τον βοήθησαν ν' ανέβει στην πρόχειρη εξέδρα, στην οποία ήταν στημένη η αγχόνη. The|assistants|of the|executioner|caught|the|condemned man|under|from|the|armpits|and|him|helped|to|climb|to the|makeshift|platform|on the|which|was|set up|the|gallows The executioner's assistants grabbed the condemned man under the armpits and helped him climb onto the makeshift platform where the gallows was set up. Ο παπάς τους ακολούθησε, κρατώντας ένα σταυρό στο τρεμάμενο χέρι του. The|priest|them|followed|holding|a|cross|in the|trembling|hand|his The priest followed them, holding a cross in his trembling hand. Πλησίασε τον κατάδικο, ακούμπησε σχεδόν το σταυρό στο μέτωπό του και άρχισε να ψιθυρίζει μια προσευχή. He approached|the|convict|he rested|almost|the|cross|on the|forehead|his|and|he began|to|whisper|a|prayer He approached the convict, almost touching the cross to his forehead and began to whisper a prayer.

«Άφησε, παπά μου, άφησε!...» του είπε ο Let go|father|my|let go|to him|said|the "Let it be, my priest, let it be!..." he said to the

Σβιέτλομπουργκ, χαμογελώντας μελαγχολικά. Svyetloburg|smiling|melancholically Svietloburg, smiling melancholically. «Εσύ πιστεύεις, εγώ δεν πιστεύω. You|believe|I|not|believe "You believe, I do not believe." Εξάλλου, δεν έχω ανάγκη να πιστεύω. besides|not|I have|need|to|believe Besides, I don't need to believe. Δεν χρειάζομαι πια τίποτα αυτή τη στιγμή…» I do not|need|anymore|nothing|this|the|moment I don't need anything at this moment anymore..."

Ψστόσο, ο παπάς εξακολούθησε: However|the|priest|continued However, the priest continued:

«Ο Θεός ο οικτίρμων και πολυεύσπλαχνος…» The|God|the|merciful|and|very compassionate "The merciful and compassionate God..."

«Ευχαριστώ, παπά μου!» τον διέκοψε και πάλι ο μελλοθάνατος. Thank you|dad|my|him|interrupted|and|again|the|condemned man "Thank you, my priest!" the condemned man interrupted him again. «Σ' ευχαριστώ, παπά μου, από τα βάθη της καρδιάς μου…» you|thank|dad|my|from|the|depths|of the|heart|my "I thank you, my priest, from the depths of my heart..."

Άρπαξε ύστερα ξαφνικά το χέρι του παπά, το ‘σφιξε με δύναμη, τον φίλησε και ύστερα γύρισε αλλού το κεφάλι του. He grabbed|then|suddenly|the|hand|his|priest|it|squeezed|with|strength|him|kissed|and|then|turned|elsewhere|the|head|his Then he suddenly grabbed the priest's hand, squeezed it tightly, kissed him, and then turned his head away.

Σην ίδια στιγμή, ένας χωρικός με κοντή κόκκινη γενειάδα, πλησίασε τον Σβιέτλομπουργκ, με ύφος πολυάσχολου ανθρώπου. At|same|moment|a|peasant|with|short|red|beard|approached|the|Svyetloburg|with|demeanor|busy|man At the same moment, a peasant with a short red beard approached Svyetloburg, with the demeanor of a busy person. Οι ψηλές μπότες του έτριζαν πάνω στα σανίδια της εξέδρας. The|high|boots|his|creaked|on|the|planks|of the|platform His tall boots creaked on the planks of the platform. Φωρίς να πει τίποτα, βγάζοντας μονάχα από το ανοιχτό στόμα του μια ανυπόφορη μυρωδιά κρασίλας, άρπαξε τον μελλοθάνατο, με τα ιδρωμένα χέρια του, από τα μπράτσα, κάτω από τους αγκώνες, και του τα ‘σφιξε με τόση δύναμη, ώστε τον έκανε να ξεφωνίσει από τον πόνο. Without|to|say|anything|taking out|only|from|the|open|mouth|his|a|unbearable|smell|of wine|grabbed|him|condemned man|with|the|sweaty|hands|his|from|the|arms|under|from|the|elbows|and|him|the|squeezed|with|such|strength|so that|him|made|to|scream|from|the|pain Without saying anything, only letting out an unbearable smell of wine from his open mouth, he grabbed the dying man, with his sweaty hands, by the arms, under the elbows, and squeezed them so tightly that it made him scream in pain. Κατόπιν, ο μεθυσμένος χωρικός δίπλωσε τα μπράτσα του Then|the|drunk|peasant|folded|the|arms|his Then, the drunken peasant folded his arms.

Σβιέτλομπουργκ πίσω από τις πλάτες του και του τα έδεσε μ' ένα σχοινί. Sviatloburg|behind|from|the|shoulders|him|and|his|them|tied|to him|a|rope He tied them behind his back with a rope. Ο κατάδικος θέλησε να φωνάξει, να διαμαρτυρηθεί, να πει ότι δεν υπήρχε λόγος να τον μεταχειρίζονται με τόση βαναυσότητα. The|convict|wanted|to|shout|to|protest|to|say|that|not|there was|reason|to|him|treat|with|such|brutality The convict wanted to shout, to protest, to say that there was no reason for them to treat him with such brutality. Μα δεν πρόφτασε ν' ανοίξει το στόμα του. But|not|managed|to|open|his|mouth| But he didn't manage to open his mouth. Ο δήμιος —γιατί αυτός ήταν ο μεθυσμένος μουζίκος με την κόκκινη γενειάδα— τον ανάγκασε να κάνει δυο βήματα μπροστά. The|executioner|because|he|was|the|drunk|peasant|with|the|red|beard|him|forced|to|take|two|steps|forward The executioner —because that was the drunken peasant with the red beard— forced him to take two steps forward.

Ο κατάδικος κατάλαβε τότε πως έφτασε το τέλος του. The|convict|realized|then|that|reached|the|end|of him The convict then realized that his end had come. Και ξαναδοκίμασε την εντύπωση που ένοιωσε και όταν άκουγε την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου, ότι δηλαδή ζούσε τότε τις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής του. And|tried again|the|impression|that|he felt|and|when|he heard|the|condemning|decision|of the|court|that|meaning|he was living|then|the|most|critical|moments|of his|life|him And he tried again to recall the impression he felt when he heard the court's verdict, that he was living through the most critical moments of his life. Δεν είχε όμως, ακόμα, σαφή συναίσθηση τι επρόκειτο να γίνει — ή, μάλλον, δεν τολμούσε να το φανταστεί. Not|had|however|yet|clear|awareness|what|was about|to|happen|or|rather|not|dared|to|it|imagine However, he still did not have a clear awareness of what was about to happen — or rather, he did not dare to imagine it.

Η τελευταία φράση που θυμήθηκε και ψιθύρισε τη στιγμή αυτή, ήταν: The|last|phrase|that|remembered|and|whispered|the|moment|this|was The last phrase he remembered and whispered at that moment was:

«Εις σε παραδίδωμι το πνεύμα μου…» Into|you|I commit|the|spirit|my "Into your hands I commit my spirit..."

Διαισθανότανε, ότι σε λίγο θα γινότανε μια τρομακτική αλλαγή στη ζωή του, μια αλλαγή την οποία καμιά δύναμη στον κόσμο δεν θα μπορούσε να την μαλακώσει ή να την αποτρέψει… He sensed|that|in|a little while|would|happen|a|terrifying|change|in|life|his|a|change|the|which|no|force|in the|world|not|would|be able|to|it|soften|or|to|it|prevent He sensed that soon there would be a terrifying change in his life, a change that no power in the world could soften or prevent...

Παρ' όλες όμως τις εντατικές, τις οδυνηρές προσπάθειές του, δεν μπορούσε να κατανοήσει τη σημασία αυτής της αλλαγής. despite|all|however|the|intensive|the|painful|efforts|his|not|could|to|understand|the|significance|of this|the|change However, despite his intensive, painful efforts, he could not understand the significance of this change.

Η αλήθεια είναι, ότι η σκέψη του δεν έβρισκε τίποτα το τρομερό στο θάνατο. The|truth|is|that|the|thought|his|not|found|anything|the|terrible|in the|death The truth is, his thoughts found nothing terrible about death. Μα το ένστικτό του, οι πλούσιοι χυμοί που κυκλοφορούσανε στο νεανικό άλκιμο σώμα του, δεν μπορούσαν να παραδεχτούν ότι ήταν δυνατόν να κοπεί απότομα το νήμα που τους συγκρατούσε με τον ήλιο, με τον αέρα, με τη χαρά της ζωής. But|the|instinct|his|the|rich|juices|who|circulated|in the|youthful|strong|body|his|not|could|to|admit|that|was|possible|to|be cut|suddenly|the|thread|that|them|held|with|the|sun|with|the|air|with|the|joy|of|life But his instinct, the rich juices circulating in his youthful, vigorous body, could not accept that it was possible for the thread that connected them to the sun, to the air, to the joy of life to be abruptly cut.

Και ολόκληρη η ύπαρξη του Σβιέτλομπουργκ επάλευε απεγνωσμένα κατά του θανάτου ως την τελευταία της στιγμή… And|entire|the|existence|of|Svietloburg|struggled|desperately|against|the|death|until|the|last|its|moment And the entire existence of Svyetloburg fought desperately against death until its last moment…

Και όταν έφτασε η τελευταία αυτή στιγμή, όταν ο δήμιος πέρασε τη θηλειά από το λαιμό του καταδίκου και τον έσπρωξε ύστερα στο κενό, ο Σβιέτλομπουργκ έβγαλε ένα σπαραχτικό ξεφωνητό κι έκανε ν' απλώσει τα χέρια του. And|when|arrived|the|last|this|moment|when|the|executioner|passed|the|noose|from|the|neck|of him|condemned man|and|him|pushed|then|into|void|the|Svyetloburg|let out|a|heartbreaking|scream|and|made|to|stretch out|his|hands|of him And when that last moment arrived, when the executioner passed the noose around the neck of the condemned and then pushed him into the void, Svyetloburg let out a heartbreaking scream and tried to stretch out his hands. Μα τα χέρια του ήσαν δεμένα πισθάγκωνα και δεν μπορούσε να πιάσει το σιδερένιο χέρι που τον έσφιγγε από τον λαιμό!... But|the|hands|his|were|tied|behind the back|and|not|could|to|grab|the|iron|hand|that|him|was squeezing|from|the|neck But his hands were tied behind his back and he could not grasp the iron hand that was tightening around his neck!...

Ο δήμιος τον έσπρωξε για μια ακόμα φορά στο κενό… The|executioner|him|pushed|for|one|more|time|into the|void The executioner pushed him once more into the void…

Μια δυνατή καμπανοκρουσία αντήχησε τότε στ' αυτιά του Σβιέτλομπουργκ. A|loud|ringing of the bell|echoed|then|in the|ears|of|Svyetloburg A strong tolling of bells echoed in the ears of Svyetloburg. Σο κεφάλι του πλημμύρισε αίμα. The|head|his|flooded|blood His head was flooded with blood. Σο σιδερένιο χέρι του έσφιξε το λαιμό με υπεράνθρωπη δύναμη και, ξαφνικά, ο κατάδικος δοκίμασε μια αίσθηση χαράς και λυτρωμού! The|iron|hand|his|squeezed|the|neck|with|superhuman|strength|and|suddenly|the|convict|experienced|a|feeling|of joy|and|of liberation His iron hand tightened around the neck with superhuman strength and, suddenly, the convict felt a sense of joy and liberation!

Ο δήμιος θέλοντας να βεβαιωθεί ότι εξετέλεσε καλά το καθήκον του, κρεμάστηκε από τα πόδια του πτώματος και τα τράβηξε απότομα προς τα κάτω. The|executioner|wanting|to|ensure|that|executed|well|the|duty|his|hung|from|the|legs|of the|corpse|and|the|pulled|suddenly|towards|the|down The executioner, wanting to ensure that he had performed his duty well, hung from the feet of the corpse and pulled them sharply down. Έμεινε έτσι ικανοποιημένος από τον εαυτό του, γιατί εξακρίβωσε πως ο κατάδικος πέθανε χωρίς να υποφέρει πολύ. He remained|thus|satisfied|from|the|himself|his|because|he verified|that|the|convict|died|without|to|suffer|much He remained thus satisfied with himself, because he ascertained that the convict died without suffering much. Μακάρι να ήσαν όλοι οι δήμιοι τόσο ευσυνείδητοι στη δουλειά τους. I wish|to|were|all|the|executioners|so|conscientious|in|work|their I wish all executioners were so conscientious in their work. Μακάρι… I wish I wish...

Ύστερ' από μια ώρα, κατέβασαν το πτώμα από την αγχόνη και το μετέφεραν σ' ένα κοιμητήριο, στο οποίο δεν πατούσε ποτέ το πόδι του παπάς, σ' ένα κοιμητήριο στο οποίο έθαβαν μονάχα τους επαναστάτες, τους εγκληματίες και τους αυτόχειρες. After|from|one|hour|they lowered|the|corpse|from|the|gallows|and|it|they transported|to|a|cemetery|in which|which|not|stepped|ever|the|foot|of the|priest|in|a|cemetery|in which|which|they buried|only|the|revolutionaries|the|criminals|and|the|suicides After an hour, they lowered the body from the gallows and transported it to a cemetery, where no priest ever set foot, to a cemetery where only rebels, criminals, and suicides were buried.

SENT_CWT:AFkKFwvL=4.76 PAR_TRANS:gpt-4o-mini=201.04 en:AFkKFwvL openai.2025-02-07 ai_request(all=155 err=0.00%) translation(all=124 err=0.00%) cwt(all=1859 err=0.32%)