×

Usamos cookies para ayudar a mejorar LingQ. Al visitar este sitio, aceptas nuestras politicas de cookie.

image

Readings - Ο Ανδρέας Διαβάζει, Τζόυς - Η Έβελιν

Τζόυς - Η Έβελιν

Καθόταν τώρα μπροστά στο παράθυρο, παρακολουθώντας τη νύχτα που απλωνόταν σιγά σιγά σ' όλη τη λεωφόρο. Το κεφάλι της ακουμπούσε πάνω στις κουρτίνες του παραθυριού και στα ρουθούνια της ανέβαινε η μυρωδιά του σκονισμένου κρετόν. Ήταν κουρασμένη.

Λίγοι άνθρωποι περνούσαν. Ο κάτοικος του κτιρίου, που ήταν στο τέλος του δρόμου, πέρασε πηγαίνοντας σπίτι του. Άκουσε τα βήματά του να χτυπούν το σκληρό λιθόστρωτο και πιο κάτω να συνθλίβουν τη λιγνιτόσκονη που 'χαν ρίξει για το χιόνι πάνω στο μονοπάτι που οδηγούσε στα κόκκινα σπίτια. Εκεί ήταν παλιά ένα χωράφι που παίζαν τα παιδιά της γειτονιάς· έπειτα ένας άνθρωπος από το Μπέλφαστ, αγόρασε το χωράφι κι έχτισε σπίτια· όχι σπίτια σαν τα δικά τους, καφετιά και μικρά, αλλά σπίτια μεγάλα με τούβλα και στέγες που γυαλίζανε. Όλα τα παιδιά απ' τη λεωφόρο συνήθιζαν να παίζουν στο χωράφι. Οι Ντιβάιν και οι Γουώτερ και οι Νταν και ο μικρός κουτσός Κήω, τ' αδέλφια της, αυτή η ίδια, οι αδελφές της. Μόνο ο Έρνεστ δεν έπαιζε ποτέ. Αυτός ήταν μεγάλος. Ο πατέρας συχνά τους έδιωχνε απ' το χωράφι, κυνηγώντας τους με τη μαγκούρα που 'χε μαύρους σκληρούς ρόζους· όμως ο μικρός Κήω, που φύλαγε σκοπός, φώναζε ένα «κόνιδα», μόλις έβλεπε το γέρο και όλοι το 'βαζαν στα πόδια. Τότε, τουλάχιστον, όλοι έμοιαζαν ευχαριστημένοι. Ο πατέρας δεν είχε γίνει ακόμα τόσο κακός και, το πιο σπουδαίο, ζούσε η μητέρα της. Από τότε είχαν περάσει πολλά χρόνια· τ' αδέλφια της κι οι αδελφές της είχαν μεγαλώσει, η μητέρα της είχε πεθάνει και ο Τίζη Νταν είχε επίσης πεθάνει, και οι Γουώτερ είχαν ξαναγυρίσει στην Αγγλία. Όλα είχαν αλλάξει. Τώρα κι αυτή θα 'φευγε όπως και οι άλλοι. Θα 'φευγε απ' το σπίτι.

Το σπίτι της! Κοίταξε γύρω της το δωμάτιο, παρατηρώντας όλα τα αντικείμενα, που τα ξεσκόνιζε και τα γυάλιζε μια φορά την εβδομάδα, χρόνια τώρα, και κάθε φορά αναρωτιόταν, πώς στην ευχή μαζεύεται αυτή η σκόνη. Ίσως δε θα τα ξανάβλεπε ποτέ πια αυτά τα πράγματα που ως τότε δεν είχε σκεφτεί να τ' αποχωριστεί. Εντούτοις όλα αυτά τα χρόνια που τα καθάριζε αυτά τα πράγματα, δεν είχε ακόμα μάθει το όνομα εκείνου του παπά, που η φωτογραφία του, κιτρινισμένη, κρεμόταν στον τοίχο, πάνω απ' το σπασμένο αρμόνιο και πλάι στη χρωματιστή λιθογραφία που παρίστανε το κείμενο με τις υποσχέσεις που δόθηκαν στην «Υπερευλογημένη Μαργαρίτα Μαρία Αλακόκ». Ο παπάς της φωτογραφίας ήταν συμμαθητής του πατέρα της και κάθε φορά που τον έδειχνε σ' έναν επισκέπτη, πρόσθετε δήθεν τυχαία:

«Ε, τώρα αυτός είναι στη Μελβούρνη…»

Όμως αυτή είχε πάρει την απόφαση να φύγει. Ήταν σωστό; Ζύγιαζε τα υπέρ και τα κατά· ναι, στο σπίτι είχε οπωσδήποτε εξασφαλισμένη στέγη και τροφή, και επιπλέον όλους εκείνους που την γνώριζαν όλη της τη ζωή. Βέβαια, δούλευε σκληρά και στο μαγαζί και στο σπίτι. Τι θα 'λεγαν αλήθεια στο μαγαζί αν μάθαιναν πως το 'σκασε με κάποιον; Πως ήταν μια ανόητη; Ίσως. Έπειτα, με μια αγγελία στις εφημερίδες θα 'βρισκαν την αντικαταστάτρια. Η δις Γκάβαν θα 'ταν επιτέλους ευχαριστημένη. Ποτέ της δεν την χώνεψε. Πάντα είχε να της κάνει κάποια παρατήρηση, ιδίως όταν βρίσκονταν πελάτες μπροστά και την άκουγαν.

«Δις Χιλ, δε βλέπετε πως οι κυρίες περιμένουν;»

«Με πιο ευγένεια παρακαλώ, δις Χιλ. Παρακαλώ».

Δε θα 'κλαιγε αφήνοντας το μαγαζί. Στο νέο τόπο που θα πήγαινε, σ' αυτή τη μακρινή χώρα, δε θα 'ταν το ίδιο. Έπειτα θα παντρευόταν. Ναι, αυτή η Έβελιν. Και ο κόσμος θα της φερόταν με σεβασμό. Δε θα της φερόταν όπως στη μητέρα της. Δηλαδή όπως ο πατέρας της φερόταν στη μητέρα της. Ακόμα και τώρα που η ίδια είχε κλείσει τα δεκαεννιά, ένιωθε ακόμα να κινδυνεύει από το θυμό του πατέρα της. Σ' αυτόν δεν χρωστούσε τις ταχυπαλμίες της; Το περίεργο είναι πως όταν ήτανε παιδιά δεν την είχε ποτέ χτυπήσει, όπως συνήθιζε να κάνει με τον Χάρη και τον Ερνέστο. Γιατί αυτή ήταν κορίτσι· καλά! Όμως τελευταία, άρχισε να την φοβερίζει και να της λέει πως αν δεν ήταν για χάρη της πεθαμένης μάνας της, ήξερε αυτός να τη συγυρίσει. Αυτή δεν είχε κανένα να πάρει το μέρος της. Ο Ερνέστος είχε πεθάνει και ο Χάρης, που δούλευε στη διακόσμηση των εκκλησιών, έλειπε πάντα στην επαρχία· έτσι ήταν ολομόναχη να αντιμετωπίζει το θυμό του. Κι από πάνω αυτοί οι ατέλειωτοι καβγάδες για τα λεφτά, κάθε σαββατόβραδο, άρχισαν πολύ να τη βασανίζουν. Πάντα έδινε όλο το βδομαδιάτικο της — εφτά σελίνια— και ο Χάρης πάντα έστελνε ό,τι μπορούσε, όμως η δυσκολία ήταν να δώσει λίγα λεφτά κι ο πατέρας της. Της έλεγε πως σπαταλούσε τα λεφτά, πως δεν είχε κουκούτσι μυαλό να νομίζει πως αυτός θα της εμπιστευόταν το χρήμα του που το κέρδισε με τον ιδρώτα του, για να το σπαταλήσει αυτή η σπάταλη, κι έλεγε, έλεγε, κάθε σαββατόβραδο και πιο γκρινιάρης και κακορίζικος από το προηγούμενο. Στο τέλος με τα πολλά της έδινε κάτι πενταροδεκάρες και ακόμα πιο θυμωμένα τη ρωτούσε αν είχε σκοπό ν' αγοράσει να φάνε κι αυτοί κάτι την Κυριακή. Τότε αυτή έπρεπε να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε να προλάβει να ψωνίσει, κρατώντας σφιχτά το μαύρο δερμάτινο πορτοφολάκι, ανοίγοντας δρόμο με τους αγκώνες, σπρώχνοντας το πλήθος· να γυρίσει έπειτα αργά στο σπίτι φορτωμένη και τσακισμένη απ' την κούραση. Δύσκολο να κρατά το σπίτι, να φροντίζει τα δυο μικρά παιδιά να τρώνε καθημερινά και να πηγαίνουν τακτικά στο σχολείο, να τρέχει στο μαγαζί κι από πάνω να τη βρίζουν, ως πότε, ως πότε αυτή η σκληρή δουλειά, αυτή η πικρή ζωή… όμως τώρα που ήταν έτοιμη να τα αφήσει όλα πίσω της, να τα πετάξει όλα, τώρα δεν έβρισκε τη ζωή της τόσο δύσκολη, όχι και τόσο ανεπιθύμητη.

Ναι, ήταν έτοιμη ν' αρχίσει μια άλλη ζωή με τον Φρανκ. Ο Φρανκ ήταν πολύ καλός, ήταν σωστός άνδρας και ανοιχτόκαρδος. Απόψε αυτή και ο Φρανκ θα 'φευγαν οι δυο τους με το βαπόρι που 'φευγε απόψε, θα γινόταν γυναίκα του και θα ζούσαν στο σπίτι του Φρανκ, στο Μπουένος Άυρες. Θυμόταν σαν να 'ταν χτες την πρώτη φορά που τον συνάντησε. Εκείνος έμενε σ' ένα σπίτι απάνω στο μεγάλο δρόμο, η Έβελιν είχε γνωστούς σ' αυτό το σπίτι. Ήταν πριν λίγες βδομάδες. Ο Φρανκ στεκόταν όρθιος στην εξώπορτα με το κασκέτο του λίγο σπρωγμένο προς τα πίσω, τα μαλλιά του που 'πεφταν ακατάστατα πάνω στο ηλιοκαμένο του μέτωπο. Έτσι γνωρίστηκαν από κείνο το βράδυ ερχόταν και την περίμενε μπροστά στο μαγαζί και τη συνόδευε σπίτι της. Πήγανε στο θέατρο και είδανε την Μποέμ και αισθάνθηκε πολύ περήφανη που πήρανε τόσο καλές και ακριβές θέσεις. Ο Φρανκ λάτρευε τη μουσική και τραγουδούσε και κανένα τραγουδάκι. Οι άνθρωποι γύρω τους κατάλαβαν πως ήτανε ερωτευμένοι οι δυο τους. Κι όταν, ακολουθώντας την ορχήστρα, άρχισε να σιγοτραγουδάει εκείνο το τραγούδι για το κορίτσι που αγάπησε ένα ναύτη, εκείνη κοίταξε γύρω της κι αισθάνθηκε πολύ ευχάριστα ταραγμένη. Την πείραζε, φωνάζοντάς την Παπαρούνα. Στην αρχή όταν τον πρωτογνώρισε, ήταν πολύ ευχαριστημένη που είχε κι αυτή φίλο· έπειτα άρχισε να τον αγαπάει. Της είχε πει ιστορίες για μακρινές χώρες. Είχε αρχίσει σαν μούτσος με μια λίρα το μήνα, σ' ένα καράβι της Άλλαν Λάιν που πήγαινε στον Καναδά. Της έλεγε τα ονόματα των καραβιών και τις εταιρείες που δούλεψε. Ο ίδιος είχε περάσει το στενό του Μαγγελάνου και της διηγήθηκε τρομερές ιστορίες για τους Παταγόνες. Τέλος είχε βρει μια καλή δουλειά στο Μπουένος Αύρες, και τώρα είχε γυρίσει στην πατρίδα για διακοπές… Βέβαια μόλις ο πατέρας της ανακάλυψε την ιστορία τους, της απαγόρευσε να του ξαναμιλήσει αυτού του…

«Τους ξέρω εγώ αυτούς τους ναυτικούς…»

Και μιαν άλλη μέρα ο πατέρας της τον έβρισε τον Φρανκ· από τότε αυτή δεν μπορούσε παρά να τον βλέπει κρυφά.

Η νύχτα είχε εντελώς σκεπάσει τη λεωφόρο. Η ασπρίλα των δυο γραμμάτων που είχε ακουμπήσει πάνω στα γόνατά της ήταν ευδιάκριτη. Το ένα προοριζόταν για τον Χάρη, το άλλο για τον πατέρα της. Δηλαδή αυτή προτιμούσε τον Ερνέστο, όμως αγαπούσε και τον Χάρη. Ο πατέρας είχε πολύ γεράσει τελευταία. Βέβαια θα του έλειπε. Καμιά φορά μαλάκωνε λιγάκι· να τις προάλλες, τότε που ήταν άρρωστη κι έμεινε στο κρεβάτι μια μέρα, ο πατέρας της τής διάβασε μια ιστορία για φαντάσματα, και της έψησε και μια φρυγανιά στη φωτιά. Μιαν άλλη μέρα, ζούσε ακόμα τότε η μητέρα, πήγαν όλοι μαζί εκδρομή στο λόφο του Χώουθ. Θυμήθηκε πως ο πατέρας της φόρεσε το καπέλο της μητέρας της, κι όλα τα παιδιά γελούσαν, γελούσαν.

Η ώρα περνούσε, όμως αυτή εξακολουθούσε να κάθεται μπρος στο παράθυρο, ν' ακουμπά το κεφάλι της στην κουρτίνα, ν' αναπνέει την ενοχλητική μυρουδιά του σκονισμένου κρετόν. Μακριά, κάπου στη λεωφόρο, άκουγε να παίζει ένα οργανέτο. Τον ήξερε αυτόν το σκοπό. Πολύ παράξενο αυτό, να θυμηθεί απόψε την υπόσχεση που είχε δώσει στη μητέρα της: την είχε βάλει να της υποσχεθεί πως θα κρατούσε το σπίτι όσο γινόταν περισσότερο. Θυμόταν το τελευταίο βράδυ που ήταν πεθαμένη η μητέρα της. Ξανάβλεπε τον εαυτό της στο μικρό δωμάτιο στην άλλη άκρη του διαδρόμου, κι απ' έξω έφτανε, ως αυτήν, ένα ιταλικό μελαγχολικό τραγούδι· είπαν στον οργανοπαίχτη να φύγει και του 'δωσαν και έξι πένες. Θυμόταν τον πατέρα της να πηγαινοέρχεται με βαριά βήματα στο δωμάτιο της άρρωστης, μουρμουρίζοντας:

«Καταραμένοι βρωμοϊταλοί, ως εδώ φτάσατε, ως εδώ…»

Έτσι όπως θυμόταν τα παλιά, η θλιβερή εικόνα της μητέρας της ξανάρθε σιγά σιγά… όλες αυτές οι αναμνήσεις κατακάθισαν μέσα της ως το βάθος της ψυχής της, η ζωή της μητέρας με τις καθημερινές, άστοχες θυσίες που την οδήγησαν στην τελική τρέλα. Έτρεμε. Για μια στιγμή νόμισε πως άκουσε τη φωνή της μητέρας της που έλεγε με ανόητη επιμονή:

«Derevaun Seraun! Derevaun Seraun!»

Πετάχτηκε όρθια, με τρόμο. Να φύγει. Πρέπει να φύγει αμέσως. Ο Φρανκ θα τη σώσει. Θα της δώσει τη ζωή, τον έρωτα ίσως. Αυτή θέλει να ζήσει. Γιατί πρέπει αυτή να 'ναι δυστυχισμένη; Έχει κι αυτή δικαίωμα στην ευτυχία. Ο Φρανκ θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του, θα την τύλιγε με τα μπράτσα του, θα την έσωζε.

Στεκόταν όρθια, περιτριγυρισμένη από ένα παλλόμενο πλήθος, στο σταθμό του Νορθ Γουώλ. Ο Φρανκ της έσφιγγε το χέρι και καταλάβαινε πως της μιλούσε· έλεγε κάτι για τη διαδρομή ξανά και ξανά. Ο σταθμός ήταν γεμάτος στρατιώτες που κρατούσαν καφετιές αποσκευές. Απ' τις ανοιχτές πόρτες του υπόστεγου, είδε το μαύρο όγκο του καραβιού, δεμένο πλάι στην αποβάθρα μ' όλα τα φινιστρίνια φωτισμένα. Ο Φρανκ μίλαγε κι αυτή δεν απαντούσε, ένιωθε τα μάγουλά της χλωμά και παγωμένα και τον εαυτό της σαν στο βάθος ενός βάραθρου στενοχώριας και αμηχανίας· παρακάλεσε τον θεό να την οδηγήσει, να της δείξει τι να κάνει, ποιο είναι το καθήκον της. Μέσα απ' την ομίχλη ακούστηκε ένα μακρύ πένθιμο σφύριγμα. Αν έφευγε, αύριο θα 'ταν κιόλας στην ανοιχτή θάλασσα και κοντά της ο Φρανκ· θα έπλεαν προς το Μπουένος Αύρες. Οι θέσεις ήταν κρατημένες. Μπορούσε τώρα να οπισθοχωρήσει; Ύστερα απ' όσα έκανε γι' αυτήν; Η στενοχώρια τής έφερε σαν μια ναυτία· όλο το σώμα της ήταν παγωμένο και τα χείλια της κουνιόνταν σε μια σιωπηλή χωρίς λόγια προσευχή.

Μια καμπάνα χτυπούσε στη θέση της καρδιάς της.

Αισθάνθηκε τον Φρανκ να της σφίγγει το χέρι. «Έλα», είπε. Όλες οι θάλασσες του κόσμου φουρτούνιασαν μέσα στην καρδιά της. Το χέρι του, το δικό του χέρι, την τραβούσε προς αυτή τη θάλασσα που θα την έπνιγε, θα την κατάπινε. Άρπαξε τη σιδερένια μπάρα με τα δυο της χέρια.

«Έλα» φώναξε ο Φρανκ.

Όχι, όχι, αυτό ήταν αδύνατον. Τα χέρια της σφίχτηκαν με μανία στο σίδερο. Από τα βάθη της θάλασσας που πλημμύριζε την καρδιά της, έστελνε σιωπηλές κραυγές αγωνίας.

Ο Φρανκ έσκυψε πάνω απ' τη μπάρα και της φώναξε να τον ακολουθήσει. «Έβελιν… Έβε…»

Τον έσπρωχναν, του φώναζαν να προχωρήσει, όμως αυτός εξακολουθούσε να τη φωνάζει.

Γύρισε προς αυτόν ένα άσπρο ανέκφραστο πρόσωπο σαν ζώου αβοήθητου. Στα μάτια της δεν υπήρχε κανένα σημάδι, ούτε έρωτα, ούτε αποχαιρετισμού, ούτε καν αναγνώρισης.

μτφρ. Μαντώ Αραβαντινού

Τζέημς Τζόυς, «Πανσιόν δι' οικογενείας»

--

Επεξηγήσεις:

ένας άνθρωπος από το Μπέλφαστ: δηλ. ένας προτεστάντης Μαργαρίτα Μαρία.

Αλακόκ: μοναχή του 17ου αι., που συνέθεσε μουσική για εκκλησιαστικό όργανο.

Μποέμ: όπερα του Τζιάκομο Πουτσίνι.

Παταγόνες: κάτοικοι της Παταγονίας, περιοχής που βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο της αμερικανικής ηπείρου.

Derevaun Seraun! : αναφώνηση σε παρεφθαρμένα κελτικά· σημαίνει περίπου: «Στο τέλος της ευχαρίστησης περιμένει ο πόνος»

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Τζόυς - Η Έβελιν ||Evelín Joyce|The|Evelyn Evelyn - James Joyce Joyce - The Evelyn

Καθόταν τώρα μπροστά στο παράθυρο, παρακολουθώντας τη νύχτα που απλωνόταν σιγά σιγά σ' όλη τη λεωφόρο. |||||||||se rozprostírala|||||| He was sitting|now|in front of|at the|window|watching|the|night|that|was spreading|slowly|slowly|over|all|the|boulevard Teď seděla před oknem a sledovala, jak se noc pomalu rozpíná po celé třídě. She was now sitting in front of the window, watching the night slowly spread across the avenue. Το κεφάλι της ακουμπούσε πάνω στις κουρτίνες του παραθυριού και στα ρουθούνια της ανέβαινε η μυρωδιά του σκονισμένου κρετόν. |||opíralo||||||||nozdrách|||||||krytu The|head|her|was resting|on|the|curtains|of the|window|and|in the|nostrils|her|was rising|the|smell|of the|dusty|crayon Její hlava se opírala o závěsy okna a do jejích nozdier se dostával zápach zaprášeného krétónu. Her head rested on the curtains of the window and the smell of dusty cretonne rose to her nostrils. Ήταν κουρασμένη. |unavená She was|tired Byla unavená. She was tired.

Λίγοι άνθρωποι περνούσαν. ||procházeli Few|people|were passing Few people were passing. Ο κάτοικος του κτιρίου, που ήταν στο τέλος του δρόμου, πέρασε πηγαίνοντας σπίτι του. |||budovy||||||||jdouc|| The|resident|of|building|who|was|at|end|of|road|passed|going|home|his The resident of the building, which was at the end of the street, passed by on his way home. Άκουσε τα βήματά του να χτυπούν το σκληρό λιθόστρωτο και πιο κάτω να συνθλίβουν τη λιγνιτόσκονη που 'χαν ρίξει για το χιόνι πάνω στο μονοπάτι που οδηγούσε στα κόκκινα σπίτια. slyšel|||||bouchají|||kamenná dlažba|||||drtí||uhlíkový prach||had|||||||stezka||||| He heard|the|footsteps|his|to|strike|the|hard|pavement|and|further|down|to|crush|the|lignite dust|that|they had|thrown|for|the|snow|on|the|path|that|led|to the|red|houses Slyšel, jak jeho kroky bijí na tvrdou dlažbu a níže drtí lignitový prach, který nasypali na sníh na stezce vedoucí k červeným domům. He heard his footsteps hitting the hard cobblestone and further down crushing the lignite dust that had been spread for the snow on the path leading to the red houses. Εκεί ήταν παλιά ένα χωράφι που παίζαν τα παιδιά της γειτονιάς· έπειτα ένας άνθρωπος από το Μπέλφαστ, αγόρασε το χωράφι κι έχτισε σπίτια· όχι σπίτια σαν τα δικά τους, καφετιά και μικρά, αλλά σπίτια μεγάλα με τούβλα και στέγες που γυαλίζανε. ||||||||||sousedství|poté|||||Belfast|koupil||||postavil||||||||hnědá|||||||||střechy||svítily There|was|once|a|field|that|played|the|children|of the|neighborhood|then|a|man|from|the|Belfast|bought|the|field|and|built|houses|not|houses|like|the|their|own|brown|and|small|but|houses||with|bricks|and|roofs|that|shone Kdysi tam bylo pole, kde si hrály děti z okolí; pak jeden člověk z Belfastu koupil pole a postavil domy; ne domy jako byly jejich, hnědé a malé, ale velké domy s cihlami a střechami, které se leskly. There used to be a field where the neighborhood children played; then a man from Belfast bought the field and built houses; not houses like theirs, brown and small, but large houses with bricks and roofs that shone. Όλα τα παιδιά απ' τη λεωφόρο συνήθιζαν να παίζουν στο χωράφι. All|the|children|from|the|boulevard|used|to|play|in the|field Všechny děti z bulváru si zvykly hrát na poli. All the children from the avenue used to play in the field. Οι Ντιβάιν και οι Γουώτερ και οι Νταν και ο μικρός κουτσός Κήω, τ' αδέλφια της, αυτή η ίδια, οι αδελφές της. |Divain|||Water|||Dan|||||Kio||||||||sestry| The|Divine|and|the|Water|and|the|Dan|and|the|little|lame|Kyo|the|siblings|her|she|the|same|the|sisters|her The Divines and the Waters and Dan and the little lame Kyo, her siblings, this same one, her sisters. Μόνο ο Έρνεστ δεν έπαιζε ποτέ. ||Ernest||| Only|the|Ernest|not|played|ever Only Ernest never played. Αυτός ήταν μεγάλος. He|was|big He was older. Ο πατέρας συχνά τους έδιωχνε απ' το χωράφι, κυνηγώντας τους με τη μαγκούρα που 'χε μαύρους σκληρούς ρόζους· όμως ο μικρός Κήω, που φύλαγε σκοπός, φώναζε ένα «κόνιδα», μόλις έβλεπε το γέρο και όλοι το 'βαζαν στα πόδια. ||||||||honil||||hůl|||||hrboly||||||hlídal||||konida||||||||buzeroval|| The|father|often|them|drove away|from|the|field|chasing|them|with|the|stick|that|had|black|hard|warts|but|the|little|Kyo|who|was guarding|lookout|shouted|a|warning|as soon as|he saw|the|old man|and|everyone|it|put|on|feet The father often chased them away from the field, driving them off with his stick that had black, hard knots; however, little Kio, who was on watch, would shout a "kónida" as soon as he saw the old man, and everyone would take to their heels. Τότε, τουλάχιστον, όλοι έμοιαζαν ευχαριστημένοι. ||||šťastní Then|at least|everyone|seemed|satisfied Tehdy alespoň všichni vypadali spokojeně. At least then, everyone seemed satisfied. Ο πατέρας δεν είχε γίνει ακόμα τόσο κακός και, το πιο σπουδαίο, ζούσε η μητέρα της. The|father|not|had|become|yet|so|bad|and|the|most|important|lived|the|mother|her Otec se ještě nestal tak zlým a co je nejdůležitější, její matka žila. The father had not yet become so cruel and, most importantly, her mother was still alive. Από τότε είχαν περάσει πολλά χρόνια· τ' αδέλφια της κι οι αδελφές της είχαν μεγαλώσει, η μητέρα της είχε πεθάνει και ο Τίζη Νταν είχε επίσης πεθάνει, και οι Γουώτερ είχαν ξαναγυρίσει στην Αγγλία. ||||||||||||||||||||||Tizí||||||||||| From|then|had|passed|many|years|the|brothers|her|and|the|sisters|her|had|grown|the|mother|her|had|died|and|the|Tizzy|Dan|had|also|died|and|the|Water|had|returned|to the|England Od té doby uteklo mnoho let; její bratři a sestry vyrostli, její matka zemřela a Tizzy Dan také zemřel, a Waterovi se vrátili do Anglie. Many years had passed since then; her brothers and sisters had grown up, her mother had died, and Tizi Dan had also died, and the Waters had returned to England. Όλα είχαν αλλάξει. Everything|had|changed Everything had changed. Τώρα κι αυτή θα 'φευγε όπως και οι άλλοι. ||||utekla|||| Now|and|she|||like|and|the|others Now she would leave just like the others. Θα 'φευγε απ' το σπίτι. will|leave|from|the|house She would leave the house.

Το σπίτι της! The|house|her Her house! Κοίταξε γύρω της το δωμάτιο, παρατηρώντας όλα τα αντικείμενα, που τα ξεσκόνιζε και τα γυάλιζε μια φορά την εβδομάδα, χρόνια τώρα, και κάθε φορά αναρωτιόταν, πώς στην ευχή μαζεύεται αυτή η σκόνη. |||||||||||utíralo|||leštila|||||||||||||vlastně|se hromadí||| She looked|around|her|the|room|observing|all|the|objects|that|them|dusted|and|them|polished|once|time|every|week|years|now|and|every|time|wondered|how|in the|world|accumulates|this|the|dust She looked around the room, observing all the objects that she dusted and polished once a week, for years now, and each time she wondered how on earth this dust accumulated. Ίσως δε θα τα ξανάβλεπε ποτέ πια αυτά τα πράγματα που ως τότε δεν είχε σκεφτεί να τ' αποχωριστεί. ||||||||||||||||||se rozloučit Perhaps|not|will|them|would see again|ever|again|these|the|things|that|until|then|not|had|thought|to|them|separate Perhaps she would never see these things again, things she had never thought to part with until then. Εντούτοις όλα αυτά τα χρόνια που τα καθάριζε αυτά τα πράγματα, δεν είχε ακόμα μάθει το όνομα εκείνου του παπά, που η φωτογραφία του, κιτρινισμένη, κρεμόταν στον τοίχο, πάνω απ' το σπασμένο αρμόνιο και πλάι στη χρωματιστή λιθογραφία που παρίστανε το κείμενο με τις υποσχέσεις που δόθηκαν στην «Υπερευλογημένη Μαργαρίτα Μαρία Αλακόκ». přesto||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||| Nevertheless|all|these|the|years|that|the|cleaned|these|the|things|not|had|yet|learned|the|name|of that|of the|priest|that|the|photograph|of him|yellowed|hung|on the|wall|above|from|the|broken|harmonium|and|next to|in the|colored|lithograph|that|depicted|the|text|with|the|promises|that|were given|to the|'Most Blessed'|Margarita|Maria|Alakok Yet all these years that she had cleaned these things, she still had not learned the name of that priest, whose yellowed photograph hung on the wall, above the broken harmonium and next to the colored lithograph depicting the text with the promises made to the "Most Blessed Margarita Maria Alakok." Ο παπάς της φωτογραφίας ήταν συμμαθητής του πατέρα της και κάθε φορά που τον έδειχνε σ' έναν επισκέπτη, πρόσθετε δήθεν τυχαία: The|priest|of the|photograph|was|classmate|of the|father|of her|and|every|time|that|him|showed|to|a|visitor|added|supposedly|randomly The priest in the photograph was her father's classmate, and every time she showed him to a visitor, she would add supposedly casually:

«Ε, τώρα αυτός είναι στη Μελβούρνη…» Well|now|he|is|in|Melbourne "Well, now he is in Melbourne..."

Όμως αυτή είχε πάρει την απόφαση να φύγει. But|she|had|taken|the|decision|to|leave But she had made the decision to leave. Ήταν σωστό; Ζύγιαζε τα υπέρ και τα κατά· ναι, στο σπίτι είχε οπωσδήποτε εξασφαλισμένη στέγη και τροφή, και επιπλέον όλους εκείνους που την γνώριζαν όλη της τη ζωή. It was|right|He weighed|the|pros|and|the|cons|yes|at|house|had|definitely|secured|shelter|and|food|and|moreover|all|those|who|her|knew|all|her|her|life Was it right? She weighed the pros and cons; yes, at home she definitely had guaranteed shelter and food, and moreover all those who had known her her whole life. Βέβαια, δούλευε σκληρά και στο μαγαζί και στο σπίτι. Of course|he worked|hard|both|at the|store|and|at the|home Of course, she worked hard both at the shop and at home. Τι θα 'λεγαν αλήθεια στο μαγαζί αν μάθαιναν πως το 'σκασε με κάποιον; Πως ήταν μια ανόητη; Ίσως. What|would|they would say|the truth|at the|store|if|they learned|that|it|ran away|with|someone|That|was|a|fool|Maybe What would they really say at the shop if they found out she ran off with someone? That she was foolish? Perhaps. Έπειτα, με μια αγγελία στις εφημερίδες θα 'βρισκαν την αντικαταστάτρια. Then|with|a|advertisement|in the|newspapers|they|would find|the|replacement Then, with an advertisement in the newspapers, they would find her replacement. Η δις Γκάβαν θα 'ταν επιτέλους ευχαριστημένη. The|Mrs|Gavan|would|be|finally|satisfied Miss Gavan would finally be satisfied. Ποτέ της δεν την χώνεψε. Never|her|not|her|accepted She never could stand her. Πάντα είχε να της κάνει κάποια παρατήρηση, ιδίως όταν βρίσκονταν πελάτες μπροστά και την άκουγαν. Always|he had|to|to her|make|some|remark|especially|when|they were|customers|in front|and|her|they heard He always had to make some remark to her, especially when there were customers present and listening.

«Δις Χιλ, δε βλέπετε πως οι κυρίες περιμένουν;» Miss|Hill|not|you see|how|the|ladies|are waiting "Miss Hill, don't you see that the ladies are waiting?"

«Με πιο ευγένεια παρακαλώ, δις Χιλ. With|more|politeness|please|twice|Hill "With more courtesy please, Miss Hill. Παρακαλώ». Please Please."

Δε θα 'κλαιγε αφήνοντας το μαγαζί. Not|will|cry|leaving|the|store She wouldn't cry leaving the shop. Στο νέο τόπο που θα πήγαινε, σ' αυτή τη μακρινή χώρα, δε θα 'ταν το ίδιο. In the|new|place|that|would|go|in|this|the|distant|country|not|||the|same In the new place she would go, in that distant country, it wouldn't be the same. Έπειτα θα παντρευόταν. Then|will|marry Then she would get married. Ναι, αυτή η Έβελιν. Yes|this|the|Evelyn Yes, that Evelyn. Και ο κόσμος θα της φερόταν με σεβασμό. And|the|world|would|to her|would treat|with|respect And the world would treat her with respect. Δε θα της φερόταν όπως στη μητέρα της. Not|will|to her|would behave|like|to the|mother|her They would not treat her like her mother. Δηλαδή όπως ο πατέρας της φερόταν στη μητέρα της. That is|as|the|father|her|treated|to the|mother|her That is, like her father treated her mother. Ακόμα και τώρα που η ίδια είχε κλείσει τα δεκαεννιά, ένιωθε ακόμα να κινδυνεύει από το θυμό του πατέρα της. Even|and|now|that|she|herself|had|closed|the|nineteen|felt|still|to|was in danger|from|the|anger|of|father|her Even now that she had turned nineteen, she still felt at risk from her father's anger. Σ' αυτόν δεν χρωστούσε τις ταχυπαλμίες της; Το περίεργο είναι πως όταν ήτανε παιδιά δεν την είχε ποτέ χτυπήσει, όπως συνήθιζε να κάνει με τον Χάρη και τον Ερνέστο. to him|him|not|owed|the|palpitations|her|The|strange|is|that|when|were|children|not|her|had|ever|hit|as|used|to|do|with|the|Harry|and|the|Ernesto Wasn't she indebted to him for her palpitations? The strange thing is that when they were children, he had never hit her, as he used to do with Harry and Ernesto. Γιατί αυτή ήταν κορίτσι· καλά! Because|she|was|a girl|well Because she was a girl; alright! Όμως τελευταία, άρχισε να την φοβερίζει και να της λέει πως αν δεν ήταν για χάρη της πεθαμένης μάνας της, ήξερε αυτός να τη συγυρίσει. But|lately|he started|to|her|intimidate|and|to|her|says|that|if|not|were|for|sake|her|deceased|mother|her|he knew|he|to|her|put in order But lately, he started to intimidate her and tell her that if it weren't for the sake of her deceased mother, he knew how to put her in her place. Αυτή δεν είχε κανένα να πάρει το μέρος της. She|not|had|anyone|to|take|the|side|her She had no one to take her side. Ο Ερνέστος είχε πεθάνει και ο Χάρης, που δούλευε στη διακόσμηση των εκκλησιών, έλειπε πάντα στην επαρχία· έτσι ήταν ολομόναχη να αντιμετωπίζει το θυμό του. The|Ernestos|had|died|and|the|Charis|who|worked|in the|decoration|of the|churches|was absent|always|in the|countryside|so|was|all alone|to|face|the|anger|her Ernest had died and Harris, who worked in church decoration, was always away in the countryside; thus, she was all alone to face his anger. Κι από πάνω αυτοί οι ατέλειωτοι καβγάδες για τα λεφτά, κάθε σαββατόβραδο, άρχισαν πολύ να τη βασανίζουν. And|on|top|they|the|endless|arguments|about|the|money|every|Saturday night|started|much|to|her|torment And on top of that, those endless arguments about money, every Saturday night, began to torment her a lot. Πάντα έδινε όλο το βδομαδιάτικο της — εφτά σελίνια— και ο Χάρης πάντα έστελνε ό,τι μπορούσε, όμως η δυσκολία ήταν να δώσει λίγα λεφτά κι ο πατέρας της. Always|gave|all|the|weekly salary|her|seven|shillings|and|the|Harris|always|sent||could|but|the|difficulty|was|to|give|few|money|and|the|father|her She always gave her entire weekly wage — seven shillings — and Harris always sent whatever he could, but the difficulty was getting a little money from her father. Της έλεγε πως σπαταλούσε τα λεφτά, πως δεν είχε κουκούτσι μυαλό να νομίζει πως αυτός θα της εμπιστευόταν το χρήμα του που το κέρδισε με τον ιδρώτα του, για να το σπαταλήσει αυτή η σπάταλη, κι έλεγε, έλεγε, κάθε σαββατόβραδο και πιο γκρινιάρης και κακορίζικος από το προηγούμενο. To her|he told|that|was wasting|the|money|that|not|had|pit|brain|to|think|that|he|would|to her|would trust|the|money|his|that|it|earned|with|the|sweat|his|in order to|to|it|waste|she|the|wasteful|and|he said|he said|every|Saturday night|and|more|whiny|and|unfortunate|than|the|previous He would tell her that she was wasting money, that she had no sense to think that he would trust her with his hard-earned money, only for her to squander it, and he would say, say, every Saturday night more grumpy and unfortunate than the previous one. Στο τέλος με τα πολλά της έδινε κάτι πενταροδεκάρες και ακόμα πιο θυμωμένα τη ρωτούσε αν είχε σκοπό ν' αγοράσει να φάνε κι αυτοί κάτι την Κυριακή. At|end|with|the|many|her|he gave|something|small coins|and|even|more|angrily|her|he asked|if|she had|intention|to|buy|to|eat|also|they|something|the|Sunday In the end, after a lot of arguing, he would give her some small change and even more angrily ask her if she intended to buy something for them to eat on Sunday. Τότε αυτή έπρεπε να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε να προλάβει να ψωνίσει, κρατώντας σφιχτά το μαύρο δερμάτινο πορτοφολάκι, ανοίγοντας δρόμο με τους αγκώνες, σπρώχνοντας το πλήθος· να γυρίσει έπειτα αργά στο σπίτι φορτωμένη και τσακισμένη απ' την κούραση. Then|she|had to|to|run|as|fast|quickly|could|to|manage|to|shop|holding|tightly|the|black|leather|wallet|opening|way|with|the|elbows|pushing|the|crowd|to|return|then|slowly|home|house|loaded|and|exhausted|from|the|fatigue Then she had to run as fast as she could to manage to shop, tightly holding her black leather wallet, making her way with her elbows, pushing through the crowd; then slowly return home loaded and exhausted from the fatigue. Δύσκολο να κρατά το σπίτι, να φροντίζει τα δυο μικρά παιδιά να τρώνε καθημερινά και να πηγαίνουν τακτικά στο σχολείο, να τρέχει στο μαγαζί κι από πάνω να τη βρίζουν, ως πότε, ως πότε αυτή η σκληρή δουλειά, αυτή η πικρή ζωή… όμως τώρα που ήταν έτοιμη να τα αφήσει όλα πίσω της, να τα πετάξει όλα, τώρα δεν έβρισκε τη ζωή της τόσο δύσκολη, όχι και τόσο ανεπιθύμητη. Difficult|to|keep|the|house|to|take care of|the|two|small|children|to|eat|daily|and|to|go|regularly|to the|school|to|run|to the|shop|and|on|top|to|her|insult|until|when|until|when|this|the|hard|work|this|the|bitter|life|but|now|that|was|ready|to|the|leave|all|behind|her|to|the|throw away|all|now|not|found|her|life|her|so|difficult|not|and|so|undesirable It was difficult to keep the house, to take care of the two small children to eat daily and go to school regularly, to run to the shop and on top of that to be insulted, how long, how long this hard work, this bitter life… but now that she was ready to leave everything behind, to throw it all away, she no longer found her life so difficult, not so unwanted.

Ναι, ήταν έτοιμη ν' αρχίσει μια άλλη ζωή με τον Φρανκ. Yes|was|ready|to|begin|another|life|life|with|the|Frank Yes, she was ready to start another life with Frank. Ο Φρανκ ήταν πολύ καλός, ήταν σωστός άνδρας και ανοιχτόκαρδος. The|Frank|was|very|good|was|righteous|man|and|open-hearted Frank was very nice, he was a decent man and open-hearted. Απόψε αυτή και ο Φρανκ θα 'φευγαν οι δυο τους με το βαπόρι που 'φευγε απόψε, θα γινόταν γυναίκα του και θα ζούσαν στο σπίτι του Φρανκ, στο Μπουένος Άυρες. Tonight|she|and|the|Frank|will|leave|the|two|each other|by|the|ship|that|was leaving|tonight|will|become|wife|his|and|will|live|in|house|his|Frank|in|Buenos|Aires Tonight she and Frank would leave together on the ship that was leaving tonight, she would become his wife and they would live in Frank's house in Buenos Aires. Θυμόταν σαν να 'ταν χτες την πρώτη φορά που τον συνάντησε. He remembered|as|to|it was|yesterday|the|first|time|that|him|he met She remembered as if it were yesterday the first time she met him. Εκείνος έμενε σ' ένα σπίτι απάνω στο μεγάλο δρόμο, η Έβελιν είχε γνωστούς σ' αυτό το σπίτι. He|lived|in|a|house|above|on|big|road|The|Evelyn|had|acquaintances|in|this|the|house He lived in a house on the main road, Evelyn had acquaintances in that house. Ήταν πριν λίγες βδομάδες. It was|before|few|weeks It was a few weeks ago. Ο Φρανκ στεκόταν όρθιος στην εξώπορτα με το κασκέτο του λίγο σπρωγμένο προς τα πίσω, τα μαλλιά του που 'πεφταν ακατάστατα πάνω στο ηλιοκαμένο του μέτωπο. The|Frank|stood|upright|at the|front door|with|the|cap|his|a little|pushed|back|the|||hair|his|that|fell|messily|on|the|sun-tanned|his|forehead Frank was standing at the front door with his cap slightly pushed back, his hair falling messily over his sun-tanned forehead. Έτσι γνωρίστηκαν από κείνο το βράδυ ερχόταν και την περίμενε μπροστά στο μαγαζί και τη συνόδευε σπίτι της. Thus|they met|from|that|the|evening|he came|and|her|waited|in front of|at the|store|and|her|accompanied|home|her That's how they met; that night he came and waited for her in front of the shop and accompanied her home. Πήγανε στο θέατρο και είδανε την Μποέμ και αισθάνθηκε πολύ περήφανη που πήρανε τόσο καλές και ακριβές θέσεις. They went|to|theater|and|they saw|the|Bohemian|and|she felt|very|proud|that|they got|so|good|and|expensive|seats They went to the theater and saw La Bohème, and she felt very proud that they got such good and expensive seats. Ο Φρανκ λάτρευε τη μουσική και τραγουδούσε και κανένα τραγουδάκι. The|Frank|loved|the|music|and|sang|and|any|little song Frank loved music and would sing a little song. Οι άνθρωποι γύρω τους κατάλαβαν πως ήτανε ερωτευμένοι οι δυο τους. The|people|around|them|realized|that|were|in love|the|two|them The people around them realized that the two of them were in love. Κι όταν, ακολουθώντας την ορχήστρα, άρχισε να σιγοτραγουδάει εκείνο το τραγούδι για το κορίτσι που αγάπησε ένα ναύτη, εκείνη κοίταξε γύρω της κι αισθάνθηκε πολύ ευχάριστα ταραγμένη. And|when|following|the|orchestra|began|to|hums|that|the|song|about|the|girl|who|loved|a|sailor|she|looked|around|her|and|felt|very|pleasantly|disturbed And when, following the orchestra, he began to hum that song about the girl who loved a sailor, she looked around and felt pleasantly flustered. Την πείραζε, φωνάζοντάς την Παπαρούνα. Her|teased|calling|her|Poppy He teased her by calling her Poppy. Στην αρχή όταν τον πρωτογνώρισε, ήταν πολύ ευχαριστημένη που είχε κι αυτή φίλο· έπειτα άρχισε να τον αγαπάει. At the|beginning|when|him|first met|she was|very|pleased|that|she had|also|she|boyfriend|then|she began|to|him|love At first, when she first met him, she was very pleased that she had a friend too; then she began to love him. Της είχε πει ιστορίες για μακρινές χώρες. To her|had|told|stories|about|distant|countries He had told her stories about distant countries. Είχε αρχίσει σαν μούτσος με μια λίρα το μήνα, σ' ένα καράβι της Άλλαν Λάιν που πήγαινε στον Καναδά. He had|started|as|cabin boy|with|one|pound|per|month|on|a|ship|of|Allan|Line|that|was going|to the|Canada He had started as a deckhand with a pound a month, on a ship of Allan Line that was going to Canada. Της έλεγε τα ονόματα των καραβιών και τις εταιρείες που δούλεψε. To her|he was telling|the|names|of the|ships|and|the|companies|that|he worked He told her the names of the ships and the companies he worked for. Ο ίδιος είχε περάσει το στενό του Μαγγελάνου και της διηγήθηκε τρομερές ιστορίες για τους Παταγόνες. The|same|had|passed|the|strait|of|Magellan|and|her|told|terrible|stories|about|the|Patagonians He had passed through the Strait of Magellan and told her terrifying stories about the Patagonians. Τέλος είχε βρει μια καλή δουλειά στο Μπουένος Αύρες, και τώρα είχε γυρίσει στην πατρίδα για διακοπές… Βέβαια μόλις ο πατέρας της ανακάλυψε την ιστορία τους, της απαγόρευσε να του ξαναμιλήσει αυτού του… Finally|had|found|a|good|job|in|Buenos|Aires|and|now|had|returned|to the|homeland|for|vacation|Of course|as soon as|the|father|her|discovered|the|story|their|her|forbade|to|him|speak again|to him|of him Finally, he had found a good job in Buenos Aires, and now he had returned to his homeland for vacation... Of course, as soon as her father discovered their story, he forbade her to speak to him again.

«Τους ξέρω εγώ αυτούς τους ναυτικούς…» Them|I know|I|those|the|sailors "I know those sailors..."

Και μιαν άλλη μέρα ο πατέρας της τον έβρισε τον Φρανκ· από τότε αυτή δεν μπορούσε παρά να τον βλέπει κρυφά. And|another|other|day|the|father|her|him|cursed|the|Frank|since|then|she|not|could|but|to|him|see|secretly And another day her father cursed Frank; since then, she could only see him in secret.

Η νύχτα είχε εντελώς σκεπάσει τη λεωφόρο. The|night|had|completely|covered|the|avenue The night had completely covered the avenue. Η ασπρίλα των δυο γραμμάτων που είχε ακουμπήσει πάνω στα γόνατά της ήταν ευδιάκριτη. The|whiteness|of|two|letters|that|had|placed|on|on the|knees|her|was|distinct The whiteness of the two letters she had placed on her lap was clearly visible. Το ένα προοριζόταν για τον Χάρη, το άλλο για τον πατέρα της. The|one|was intended|for|the|Harry|the|other|for|the|father|her One was intended for Harry, the other for her father. Δηλαδή αυτή προτιμούσε τον Ερνέστο, όμως αγαπούσε και τον Χάρη. That is|she|preferred|the|Ernesto|but|loved|and|the|Harry That is, she preferred Ernesto, but she also loved Harry. Ο πατέρας είχε πολύ γεράσει τελευταία. The|father|had|very|aged|recently The father had aged a lot lately. Βέβαια θα του έλειπε. Of course|will|to him|would miss Of course, he would miss her. Καμιά φορά μαλάκωνε λιγάκι· να τις προάλλες, τότε που ήταν άρρωστη κι έμεινε στο κρεβάτι μια μέρα, ο πατέρας της τής διάβασε μια ιστορία για φαντάσματα, και της έψησε και μια φρυγανιά στη φωτιά. No|time|softened|a little|you know|the|other day|then|when|was|sick|and|stayed|in the|bed|one|day|the|father|her||read|a|story|about|ghosts|and|her|toasted|and|a|slice of toast|in the|fire Sometimes he softened a bit; like the other day, when she was sick and stayed in bed for a day, her father read her a ghost story and even toasted a piece of bread for her over the fire. Μιαν άλλη μέρα, ζούσε ακόμα τότε η μητέρα, πήγαν όλοι μαζί εκδρομή στο λόφο του Χώουθ. One|other|day|lived|still|then|the|mother|they went|everyone|together|trip|to the|hill|of|Howth Another day, when her mother was still alive, they all went on a trip together to the hill of Hoth. Θυμήθηκε πως ο πατέρας της φόρεσε το καπέλο της μητέρας της, κι όλα τα παιδιά γελούσαν, γελούσαν. She remembered|that|the|father|her|wore|the|hat|her|mother|her|and|all|the|children|laughed|laughed She remembered how her father wore her mother's hat, and all the children laughed, laughed.

Η ώρα περνούσε, όμως αυτή εξακολουθούσε να κάθεται μπρος στο παράθυρο, ν' ακουμπά το κεφάλι της στην κουρτίνα, ν' αναπνέει την ενοχλητική μυρουδιά του σκονισμένου κρετόν. The|hour|was passing|but|she|continued|to|sit|in front of|at the|window|to|rest|her|head|on|the|curtain|to|breathe|the|annoying|smell|of the|dusty|cretonne Time passed, but she continued to sit by the window, resting her head on the curtain, breathing in the annoying smell of the dusty cretonne. Μακριά, κάπου στη λεωφόρο, άκουγε να παίζει ένα οργανέτο. Far|somewhere|on the|boulevard|he heard|to|play|an|organ Far away, somewhere on the avenue, she heard an organ playing. Τον ήξερε αυτόν το σκοπό. Him|knew|this|the|purpose She knew that tune. Πολύ παράξενο αυτό, να θυμηθεί απόψε την υπόσχεση που είχε δώσει στη μητέρα της: την είχε βάλει να της υποσχεθεί πως θα κρατούσε το σπίτι όσο γινόταν περισσότερο. Very|strange|this|to|remember|tonight|the|promise|that|had|given|to the|mother|her|her|had|put|to|her|promise|that|would|keep|the|house|as long as|could be|more Very strange this, to remember tonight the promise she had made to her mother: she had made her promise that she would keep the house as long as possible. Θυμόταν το τελευταίο βράδυ που ήταν πεθαμένη η μητέρα της. She remembered|the|last|night|when|was|dead|the|mother|her She remembered the last night her mother was dying. Ξανάβλεπε τον εαυτό της στο μικρό δωμάτιο στην άλλη άκρη του διαδρόμου, κι απ' έξω έφτανε, ως αυτήν, ένα ιταλικό μελαγχολικό τραγούδι· είπαν στον οργανοπαίχτη να φύγει και του 'δωσαν και έξι πένες. She saw again|the|self|her|in the|small|room|at the|other|end|of the|hallway|and|from|outside|reached|to|her|a|Italian|melancholic|song|they told|to the|musician|to|leave|and|to him|they gave|and|six|pennies She was seeing herself again in the small room at the other end of the hallway, and from outside, a melancholic Italian song was reaching her; they told the musician to leave and gave him six pennies. Θυμόταν τον πατέρα της να πηγαινοέρχεται με βαριά βήματα στο δωμάτιο της άρρωστης, μουρμουρίζοντας: She remembered|her|father||to|come and go|with|heavy|footsteps|in the|room|her|sick|murmuring She remembered her father coming and going with heavy steps in the sick room, murmuring:

«Καταραμένοι βρωμοϊταλοί, ως εδώ φτάσατε, ως εδώ…» damned|filthy Italians|as|here|you have come|as|here "Cursed filthy Italians, you've come this far, this far..."

Έτσι όπως θυμόταν τα παλιά, η θλιβερή εικόνα της μητέρας της ξανάρθε σιγά σιγά… όλες αυτές οι αναμνήσεις κατακάθισαν μέσα της ως το βάθος της ψυχής της, η ζωή της μητέρας με τις καθημερινές, άστοχες θυσίες που την οδήγησαν στην τελική τρέλα. As|as|remembered|the|old|the|sad|image|of her|mother|of her|returned|slowly|slowly|all|these|the|memories|settled|inside|of her|to|the|depth|of her|soul|of her|the|life|of her|mother|with|the|daily|misguided|sacrifices|that|her|led|to the|final|madness As she remembered the past, the sad image of her mother slowly returned... all these memories settled deep within her soul, her mother's life with the daily, misguided sacrifices that led her to ultimate madness. Έτρεμε. He/She trembled She trembled. Για μια στιγμή νόμισε πως άκουσε τη φωνή της μητέρας της που έλεγε με ανόητη επιμονή: For|a|moment|she thought|that|she heard|the|voice|her|mother|her|that|was saying|with|silly|insistence For a moment she thought she heard her mother's voice saying with foolish insistence:

«Derevaun Seraun! Seraun| "Derevaun Seraun!" Derevaun Seraun!» Seraun| Derevaun Seraun!"

Πετάχτηκε όρθια, με τρόμο. She jumped up|upright|with|fear She jumped up, terrified. Να φύγει. (subjunctive particle)|leave To leave. Πρέπει να φύγει αμέσως. must|to|leave|immediately She must leave immediately. Ο Φρανκ θα τη σώσει. The|Frank|will|her|save Frank will save her. Θα της δώσει τη ζωή, τον έρωτα ίσως. will|to her|give|the|life|the|love|perhaps He will give her life, perhaps love. Αυτή θέλει να ζήσει. She|wants|to|live She wants to live. Γιατί πρέπει αυτή να 'ναι δυστυχισμένη; Έχει κι αυτή δικαίωμα στην ευτυχία. Why|should|she|to|be|unhappy|She has|also|she|right|to|happiness Why should she be unhappy? She has a right to happiness too. Ο Φρανκ θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του, θα την τύλιγε με τα μπράτσα του, θα την έσωζε. The|Frank|would|her|would take|in the|arms|his|would|her|would wrap|with|the|arms|his|would|her|would save Frank would take her in his arms, wrap her in his embrace, and save her.

Στεκόταν όρθια, περιτριγυρισμένη από ένα παλλόμενο πλήθος, στο σταθμό του Νορθ Γουώλ. She stood|upright|surrounded|by|a|pulsating|crowd|at|station|of|North|Wall She stood upright, surrounded by a pulsating crowd, at the North Wall station. Ο Φρανκ της έσφιγγε το χέρι και καταλάβαινε πως της μιλούσε· έλεγε κάτι για τη διαδρομή ξανά και ξανά. The|Frank|her|squeezed|the|hand|and|understood|that|her|was talking|was saying|something|about|the|route|again|and|again Frank was squeezing her hand and she understood that he was talking to her; he was saying something about the journey over and over. Ο σταθμός ήταν γεμάτος στρατιώτες που κρατούσαν καφετιές αποσκευές. The|station|was|full|soldiers|who|were holding|brown|luggage The station was full of soldiers holding brown luggage. Απ' τις ανοιχτές πόρτες του υπόστεγου, είδε το μαύρο όγκο του καραβιού, δεμένο πλάι στην αποβάθρα μ' όλα τα φινιστρίνια φωτισμένα. from|the|open|doors|of the|shed|he saw|the|black|bulk|of the|ship|tied|next to|at the|dock|with|all|the|portholes|lit up From the open doors of the shed, she saw the black bulk of the ship, tied next to the dock with all the portholes lit. Ο Φρανκ μίλαγε κι αυτή δεν απαντούσε, ένιωθε τα μάγουλά της χλωμά και παγωμένα και τον εαυτό της σαν στο βάθος ενός βάραθρου στενοχώριας και αμηχανίας· παρακάλεσε τον θεό να την οδηγήσει, να της δείξει τι να κάνει, ποιο είναι το καθήκον της. The|Frank|was talking|and|she|not|was answering|felt|the|cheeks|her|pale|and|cold|and|her|self|her|like|in the|depth|of a|chasm|of sorrow|and|of embarrassment|prayed|the|god|to|her|guide|to|her|show|what|to|do|what|is|the|duty|her Frank was talking and she wasn't responding, she felt her cheeks pale and cold and herself like in the depths of a chasm of sorrow and embarrassment; she prayed to God to guide her, to show her what to do, what her duty was. Μέσα απ' την ομίχλη ακούστηκε ένα μακρύ πένθιμο σφύριγμα. Through|from|the|fog|was heard|a|long|mournful|whistle Through the fog, a long mournful whistle was heard. Αν έφευγε, αύριο θα 'ταν κιόλας στην ανοιχτή θάλασσα και κοντά της ο Φρανκ· θα έπλεαν προς το Μπουένος Αύρες. If|left|tomorrow|would|be|already|in the|open|sea|and|near|her|the|Frank|would|sail|towards|the|Buenos|Aires If he left, tomorrow he would already be in the open sea and near it Frank; they would be sailing towards Buenos Aires. Οι θέσεις ήταν κρατημένες. The|seats|were|reserved The seats were reserved. Μπορούσε τώρα να οπισθοχωρήσει; Ύστερα απ' όσα έκανε γι' αυτήν; Η στενοχώρια τής έφερε σαν μια ναυτία· όλο το σώμα της ήταν παγωμένο και τα χείλια της κουνιόνταν σε μια σιωπηλή χωρίς λόγια προσευχή. Could|now|to|retreat|After|from|all that|did|for|her|The|sorrow|her|brought|like|a|nausea|all|the|body|her|was|frozen|and|the|lips|her|moved|in|a|silent|without|words|prayer Could she retreat now? After all that he had done for her? The distress brought her a kind of nausea; her whole body was frozen and her lips were moving in a silent, wordless prayer.

Μια καμπάνα χτυπούσε στη θέση της καρδιάς της. A|bell|was ringing|in the|place|her|heart|her A bell was ringing in the place of her heart.

Αισθάνθηκε τον Φρανκ να της σφίγγει το χέρι. She felt|Frank|Frank|to|her|squeeze|the|hand She felt Frank squeezing her hand. «Έλα», είπε. Come|he said "Come on," he said. Όλες οι θάλασσες του κόσμου φουρτούνιασαν μέσα στην καρδιά της. All|the|seas|of|world|stormed|inside|in the|heart|her All the seas of the world stormed within her heart. Το χέρι του, το δικό του χέρι, την τραβούσε προς αυτή τη θάλασσα που θα την έπνιγε, θα την κατάπινε. The|hand|his|the|own|his|hand|her|pulled|towards|this|the|sea|that|would|her|drowned|would|her|swallowed His hand, his own hand, was pulling her towards that sea that would drown her, swallow her. Άρπαξε τη σιδερένια μπάρα με τα δυο της χέρια. She grabbed|the|iron|bar|with|the|both|her|hands She grabbed the iron bar with both her hands.

«Έλα» φώναξε ο Φρανκ. Come|shouted|the|Frank "Come on," Frank shouted.

Όχι, όχι, αυτό ήταν αδύνατον. No|no|this|was|impossible No, no, that was impossible. Τα χέρια της σφίχτηκαν με μανία στο σίδερο. The|hands|her|tightened|with|frenzy|on the|iron Her hands tightened fiercely around the iron. Από τα βάθη της θάλασσας που πλημμύριζε την καρδιά της, έστελνε σιωπηλές κραυγές αγωνίας. From|the|depths|of the|sea|that|flooded|her|heart|of her|sent|silent|cries|of anguish From the depths of the sea that flooded her heart, she sent silent cries of anguish.

Ο Φρανκ έσκυψε πάνω απ' τη μπάρα και της φώναξε να τον ακολουθήσει. The|Frank|leaned|over|from|the|bar|and|her|shouted|to|him|follow Frank leaned over the bar and shouted for her to follow him. «Έβελιν… Έβε…» Evelyn|Eve "Evelyn... Eve..."

Τον έσπρωχναν, του φώναζαν να προχωρήσει, όμως αυτός εξακολουθούσε να τη φωνάζει. Him|pushed|to him|shouted|to|move forward|but|he|continued|to|her|calls They pushed him, shouting for him to move on, but he continued to call for her.

Γύρισε προς αυτόν ένα άσπρο ανέκφραστο πρόσωπο σαν ζώου αβοήθητου. He turned|towards|him|a|white|expressionless|face|like|animal|helpless She turned towards him a white, expressionless face like that of a helpless animal. Στα μάτια της δεν υπήρχε κανένα σημάδι, ούτε έρωτα, ούτε αποχαιρετισμού, ούτε καν αναγνώρισης. In the|eyes|her|not|there was|any|sign|nor|love|nor|farewell|nor|even|recognition In her eyes, there was no sign of love, no farewell, not even recognition.

μτφρ. translation trans. Μαντώ Αραβαντινού Manto|Aravandinos Manto Aravantiou

Τζέημς Τζόυς, «Πανσιόν δι' οικογενείας» James|Joyce|Boarding House|for|families James Joyce, "Family Boarding House"

-- --

Επεξηγήσεις: Explanations Explanations:

ένας άνθρωπος από το Μπέλφαστ: δηλ. a|man|from|the|Belfast| a man from Belfast: i.e. ένας προτεστάντης Μαργαρίτα Μαρία. a|Protestant|Margarita|Maria a Protestant Margarita Maria.

Αλακόκ: μοναχή του 17ου αι., που συνέθεσε μουσική για εκκλησιαστικό όργανο. Alakok|nun|of|17th|century|who|composed|music|for|church|instrument Alakok: a nun of the 17th century, who composed music for church organ.

Μποέμ: όπερα του Τζιάκομο Πουτσίνι. La Bohème|opera|by|Giacomo|Puccini Bohemian: an opera by Giacomo Puccini.

Παταγόνες: κάτοικοι της Παταγονίας, περιοχής που βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο της αμερικανικής ηπείρου. Patagonians|inhabitants|of|Patagonia|region|that|is located|at|southernmost|tip|of|American|continent Patagonians: inhabitants of Patagonia, a region located at the southernmost tip of the American continent.

Derevaun Seraun! Seraun| Derevaun Seraun! : αναφώνηση σε παρεφθαρμένα κελτικά· σημαίνει περίπου: «Στο τέλος της ευχαρίστησης περιμένει ο πόνος» exclamation|in|corrupted|Celtic|means|approximately|At|end|of|pleasure|awaits|the|pain : an exclamation in corrupted Celtic; it means approximately: "At the end of pleasure awaits pain"

SENT_CWT:AFkKFwvL=5.68 PAR_TRANS:gpt-4o-mini=3.95 en:AFkKFwvL openai.2025-02-07 ai_request(all=178 err=0.00%) translation(all=142 err=0.00%) cwt(all=1996 err=0.65%)