×

Usamos cookies para ayudar a mejorar LingQ. Al visitar este sitio, aceptas nuestras politicas de cookie.


image

Παπαδιαμάντης - Η Φόνισσα, 4. Δ´

4. Δ´

Έως εδώ είχον φθάσει αι αναμνήσεις και οι λογισμοί της αγρυπνούσης γραίας. Ελάλησε το δεύτερον ο πετεινός. Θα είχαν περάσει δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ιανουάριος ο μην. Χρόνος η νύκτα. Βορράς εφύσα. Η φωτιά εις την εστίαν έσβηνε. Η Φραγκογιαννού ησθάνθη ρίγος εις την ράχιν, και παγωμένους τους πόδας της. Ήθελε να σηκωθή να φέρη ολίγα ξύλα έξω από τον πρόδομον, διά να τα ρίψη εις την εστίαν, να ξανάψη το πυρ. Αλλ' ηργοπόρει· και ησθάνετο μικράν νάρκην, ίσως το πρώτον σύμπτωμα του εισβάλλοντος ύπνου. Την στιγμήν εκείνην, τόσον παράωρα, ενώ είχε κλειστά τα όμματα, εκρούσθη παραδόξως η θύρα. Η γραία εξαφνίσθη. Δεν ήθελε να φωνάξη «ποιός είναι», διά να μην εξυπνήση την λεχώ, αλλ' απετίναξε την νάρκην της, διακοπείσαν ήδη αποτόμως διά του κρότου της θύρας τον οποίον είχεν ακούσει, εσηκώθη σιγά, εξήλθε του θαλάμου. Πριν φθάση εις την έξω θύραν, ήκουσε διακριτικήν, ψίθυρον φωνήν:

– Μάννα!

Ανεγνώρισε την φωνήν της Αμέρσας. Ήτο η δευτερότοκος κόρης της.

– Τί έπαθες, αρή;... Τί σου ήρθε, τέτοια ώρα;

Και ήνοιξε την θύραν.

– Μάννα, επανέλαβε μετ' ασθμαινούσης φωνής η Αμέρσα. Τί κάνει το κορίτσι;... μην πέθανε;

– Όχι...κοιμάται· τώρα ησύχασε, είπεν η γραία. Πώς σου ήρθε;

– Είδα στον ύπνο μου πως πέθανε, είπε με πάλλουσαν ακόμη φωνήν η υψηλή γεροντοκόρη.

– Αμμ' σαν είχε πεθάνει, τάχα τί; είπε κυνικώς η γραία...Κ' εσηκώθης... κ' ήρθες να ιδής; Η οικία της Γιαννούς, όπου αύτη συνήθως εκατοίκει μετά των δύο αγάμων θυγατέρων της –καθότι προσωρινώς τώρα διενυκτέρευε πλησίον της λεχούς– έκειτο ολίγας δεκάδας βημάτων βορεινότερα, παρέκει. Αυτή η οικία της Δελχαρώς είχε δοθή προικώα εις ταύτην, ήτο δε αυτή η παλαιά οικία, η κτισθείσα από τας οικονομίας της Χαδούλας, και από τον πρώτον πυρήνα τον οποίον είχε σχηματίσει από το κομπόδεμα των αειμνήστων γονέων της. Ύστερον, ολίγα έτη μετά τον γάμον της Δελχαρώς, είχε κατορθώσει η μήτηρ της ν' αποκτήση και δευτέραν φωλέαν, μικροτέραν και αθλιεστέραν της πρώτης, εις την αυτήν συνοικίαν. Δύο ή τρεις οικίαι εχώριζον την δευτέραν από της πρώτης.

Από εκείνην λοιπόν την νεόκτιστον οικίαν είχεν έλθει τόσον παράωρα η Αμέρσα, ήτις δεν εφοβείτο τα στοιχειά την νύκτα, ήτο δε τολμηρά και αποφασιστική κόρη.

– Κ' εσηκώθης;... κ' ήρθες να ιδής;

– Ξαφνίστηκα μες τον ύπνο μου, μαννούλα. Είδα πως πέθανε το κορίτσι, και πως εσύ είχες ένα μαύρο σημάδι στο χέρι σου.

– Μαύρο σημάδι;...

– Ήθελες, τάχα, να σαβανώσης το κορίτσι. Και την ώρα που το σαβάνωνες, μαύρισε το χέρι σου... και πως έβαλες, τάχα, το χέρι σου στη φωτιά, για να ξεμαυρίση.

– Μπα! αλαφροΐσκιωτη! είπεν η γραία Χαδούλα... Κ' έκαμες κουτουράδα, κ' ήρθες, τέτοιαν ώρα...

– Δεν μπορούσα να ησυχάσω, μάννα.

– Και δεν σ' ένοιωσε το Κρινιώ, που έφυγες;

– Όχι· κοιμάται.

– Κι αν ξυπνήση, κ' ιδή να λείπης από κοντά της, πώς θα της φανή;... Δε θα βάλη τις φωνές;... Θα τρελαθή, το κορίτσι! Αι δύο αδελφαί εκοιμώντο τω όντι μόναι εις την μικράν οικίαν. Η Αμέρσα ήτο άφοβος, κ' ενέπνεε πεποίθησιν, ως να ήτο ανήρ. Ο πατήρ των είχεν αποθάνει προ πολλού, οι δε επιζώντες υιοί διαρκώς έλειπον εις τα ξένα.

– Πάω πίσω, μάννα, είπεν η Αμέρσα... Αλήθεια, δεν εσυλλογίστηκα πως μπορεί να ξυπνήση το Κρινιώ, αυτήν την ώρα, να τρομάξη, που θα λείπω.

– Μπορούσες να μείνης κ' εδώ, είπεν η μητέρα· μόνο, μη ξυπνήση άξαφνα το Κρινιώ, και πάρη φόβο. Η Αμέρσα εκοντοστάθη προς στιγμήν.

– Μάννα, είπε, θέλεις να καθίσω εγώ 'δω, να πας εσύ στο σπίτι;... για να ξεκουραστής, να ησυχάσης.

– Όχι, είπεν, αφού εσκέφθη προς στιγμήν η γραία. Τώρα, κ' η νύχτα αυτή πέρασε. Αύριο βράδυ, πηγαίνω εγώ στο σπίτι, και κάθεσαι συ εδώ. Μόνο, τώρα πήγαινε. Καλό ξημέρωμα!

Όλος ο διάλογος εγίνετο εις μικρόν, στενόν πρόδομον, κατέμπροσθεν του θαλαμίσκου, όπου ηκούοντο ηχηροί και πολύχορδοι οι ρογχαλισμοί του Κωνσταντή. Η Αμέρσα, ήτις είχεν έλθει ξυπόλητη, μ' ελαφρότατον άψοφον βήμα, εξήλθε, και η μήτηρ της εκλείδωσεν έσωθεν την θύραν. Η Αμέρσα έφυγε τρέχουσα. Αυτή να φοβηθή τα στοιχειά, ήτις δεν είχε φοβηθή τον αδερφόν της τον Μήτρον, τον κοινώς καλούμενον Μώρον ή Μούρον ή Μούτρον – τον σκιάν εκείνον, τον τρίτον υιόν της μητρός της, τον οποίον η τεκούσα ωνόμαζε συνήθως «το σκυλί τ' Αγαρηνό!» – τον κατά τρία έτη μεγαλύτερον αδελφόν της, όστις την είχε μαχαιρώσει ήδη άπαξ –αλλ' αυτή τον είχε σώσει, μη θέλουσα να τον παραδώση εις την εξουσίαν– και θα την εμαχαίρωνε βεβαίως και δευτέραν φοράν, εάν έμενεν έκτοτε ελεύθερος. Ευτυχώς, είχεν αλλού εξασκήσει τας φονικάς ορμάς του, εν τω μεταξύ, και είχε κλεισθή εγκαίρως εις τας βενετικάς ειρκτάς του παλαιού φρουρίου, εις την Χαλκίδα.

Ιδού πώς συνέβη το πράγμα. Ο Μωρός ή Μούρος ήτο φύσει ορμητικός και παράφορος, αν και είχε πολύ δεξιόν, θηλυκόν νουν, όπως έλεγεν η μάννα του – νουν ο οποίος εγέννα. Παιδιόθεν ήτο ικανός μόνος του, να πλάττη, αυτοδίδακτος, πολλά ωραία μικρά πράγματα· καραβάκια, προσωπίδας, αγαλμάτια, κούκλες και άλλα ακόμη. Ήτο σκιάς της γειτονιάς, ο σημαιοφόρος όλων των μαγκών, και είχεν εις τους ορισμούς του όλους τους αγυιόπαιδας, όλα τα ξυπόλυτα του δρόμου. Είχε συνηθίσει ενωρίς την μέθην και την ασωτίαν, εξετέλει θορυβώδεις παιδιάς, διαδηλώσεις, παιδικάς οχλαγωγίας, μαζί με τους μικρούς φίλους του· επροκάλει καυγάδες εις τον δρόμον, επετροβόλει όσους συνήντα γέροντας και γραίας, όσους πτωχούς και αδυνάτους. Δεν άφηνε σχεδόν κανένα άνθρωπον απείρακτον.

Είχε κλέψει με το μάτι, από έναν διαβατικόν μαχαιροποιόν, την τέχνην του. Επροσπάθει ατελώς να κατασκευάζη μαχαίρια. Είχε μέγαν τροχόν εις την αυλήν, την σκεπαστήν από το μέγα χαγιάτι, και το κατώγι της οικίας σχεδόν το είχε μεταβάλει εις εργοστάσιον – κ' ετρόχιζεν όλα τα μαχαίρια και τους ξυραφάδες των αγυιοπαίδων, και όταν δεν είχεν άλλα να τροχίση, ετρόχιζε το ιδικόν του. Εφιλοτιμείτο να το κάμη δίκοπον, αν και εξ αρχής δεν ήτον ούτω σχεδιασμένον. Προσέτι εδοκίμαζε να κατασκευάζη κουμπούρες, πιστόλια, μικρά κανονάκια, και άλλα φονικά όργανα. Όλα τα λεπτά, όσα εκέρδιζεν από τις κούκλες, τ' αγαλμάτια και τας προσωπίδας, και δεν τα έπινε, τα ηγόραζε πυρίτιδα. Και ο ίδιος είχε δοκιμάσει να κατασκευάζη εν τοιούτον προϊόν. Τας ημέρας του Πάσχα, και δύο εβδομάδας ακόμη οψιμώτερα, ήτο φόβος και τρόμος να τολμήση τις να περάση από την γειτονιάν, εις την οποίαν εβασίλευε διά του τρόμου ο Μούτρος. Οι πιστολισμοί έπιπτον αδιάλειπτοι.

Μίαν Κυριακήν, ο Μούρος μεθυσμένος είχε κάμει παραπολλάς αταξίας εις τον δρόμον. Δύο χωροφύλακες ακούσαντες τα παράπονα πολλών ανθρώπων, τον εκυνήγησαν διά να τον πιάσουν, και τον πάρουν «μέσα» ή «στην καζάρμα». Αλλ' ο Μώρος, λίαν ευκίνητος, τους έφυγεν, εγύρισε και τους εμυκτήρισε μακρόθεν, και πάλιν τραπείς εις φυγήν, εκρύβη εις μέρος απρόσιτον – εις το μέσα μέρος του υπόστεγου ταρσανά ενός ναυπηγού, εξαδέλφου του. Είτα, επειδή οι δύο άνδρες παρήτησαν την καταδίωξιν, ανέλαβε θάρρος κ' εξήλθεν εις τον δρόμον. Την ημέραν εκείνην, ο Μώρος, επειδή δεν είχε ξεμεθύσει ακόμα, κατήντησε να κυνηγήση εις τον δρόμον και την ιδίαν μητέρα του, απειλών να την σφάξη. Παρεπονείτο ότι η γραία τού είχε κλέψει λεπτά από την τσέπην. Την έφθασεν εις την αυλήν της οικίας, όπου έτρεχεν αύτη διά να κρυφθή, την άρπαξεν από τα μαλλιά, και την έσυρεν επί του εδάφους της οδού, εις διάστημα πενήντα βημάτων.

Αυτή είχε βάλει τας φωνάς, κ' εξήλθον οι γείτονες. Ήτον ώρα εσπερινού, μικρόν προ της δύσεως του ηλίου. Εις τας φωνάς των γειτόνων, έφθασαν οι δύο χωροφύλακες, οίτινες από πριν κατεζήτουν τον Μούρον, και μόνον κατά το φαινόμενον είχον παραιτήσει το κυνήγημα – εξ εναντίας μάλιστα ήσαν λίαν εξωργισμένοι εναντίον του ταραξίου. Ο Μούρος, άμα τους είδεν, άφησεν την μητέρα του κ' ετράπη εις φυγήν. Έτρεξε να κρυφθή εις την οικίαν, εξ ανάγκης, επειδή ευρέθη «στα στενά», και δεν έβλεπεν άλλο άσυλον πλέον μακρυσμένον αλλ' ασφαλέστερον.

[... end of audio...]

Η γραία, άμα εσηκώθη, καταμωλωπισμένη, πλήρης κονιορτού, είδε τους χωροφύλακας, κι άρχισε να τους ικετεύη.

– Αφήστε τον, παιδιά! Παλαβός είναι, δεν είναι τίποτε. Μην τόνε σκοτώνετε, παιδιά, με το καμτσί!

Τούτο είπε διότι είδε τον έναν χωροφύλακα εξηγριωμένον, κρατούντα εις την χείραν φοβερόν μαστίγιον. Οι δύο άνδρες δεν έδωκαν προσοχήν εις τας ικεσίας της, αλλ' εξηκολούθησαν να τρέχουν προς καταδίωξιν του Μώρου. Παρεβίασαν το άσυλον, το κατώγι της οικίας, όπου είχε το εργοστάσιόν του ο Μώρος. Εκεί είχε τρέξει διά να κρυφθή, και μόλις επρόφθασε να μανδαλώση την θύραν. Αλλ' η σανίς ήτο υπόσαθρος, κακώς προσαρμοζομένη, και ο Μώρος δεν είχεν αγαπήσει τας ειρηνικάς τέχνας διά να φροντίση να την διόρθωση. Εκείνοι έσπασαν τον μικρόν σύρτην και εισήλθον.

Ο Μούρος ταχύς ως αίλουρος ανερριχήθη εις την κλαβανήν, εις το πάτωμα. Η κλαβανή ήτο σιμά εις τον βόρειον τοίχον, ο δε βόρειος τοίχος ήτο εν μέρει θεμελιωμένος εις τον βράχον, ο βράχος εξείχε, και παρείχε πάτημα εις τους πόδας του Μώρου τους γοργούς, και αλλάς εσοχάς επί του τοίχου είχε σκάψει ο ίδιος κατά καιρούς, διά μόνων των ποδών του. Επειδή φαίνεται ότι συνήθιζε πολύ συχνά το είδος τούτο της γυμναστικής.

Η σανίς της καταρρακτής ήτο κλειστή. Ο Μωρός την ήνοιξε με ένα κτύπον της κεφαλής του και με μίαν προσπάθειαν του αριστερού του βραχίονος. Είτα ως ο κολυμβητής, ο αναδυόμενος εκ του κύματος, επήδησεν επάνω εις το πάτωμα, έκλεισε μετά κρότου την κλαβανήν, κ' εφάνη ότι έθεσεν εν βάρος, ίσως μικράν τινά κασσέλαν, επί της σανίδας. Οι δύο χωροφύλακες, εν οργή και με πολλάς βλασφημίας, ήρχισαν να ψάχνουν εις το ισόγειον. Κατέσχον όσα μαχαίρια και κουμπούρια εύρον εκεί, όπως και τον τροχόν, και δύο αλλάς μικράς ακόνας και ητοιμάζοντο να εξέλθουν ίσως διά να φύγουν, ίσως και διά ν' ανέλθουν επάνω εις την οικίαν. Ο Μούτρος ή Μούρτος, επάνω στο πάτωμα, ήτον πλήρης οργής, μεθύων ακόμη, και αφρισμένος. Εφύσα από μανίαν και λύσσαν. Εκεί επάνω ευρέθη μόνη η αδελφή του η Αμέρσα, παιδίσκη δεκαεπτά ετών τότε, ήτις ετρόμαξεν άμα τον είδε ν' αναρριχάται εις την κλαβανήν με τοιούτον αλλόκοτον τρόπον. Είχεν ακούσει κάτω τα βήματα και τας βλασφημίας των δύο χωροφυλάκων. Έκυψεν εις μικράν σχισμάδα, μεταξύ δύο σανίδων του κακώς ηρμοσμένου πατώματος, ή εις ένα ρόζον μιας σανίδος, χάσκοντα, κενόν, και είδε κάτω τους δύο ανθρώπους της εξουσίας, εις το φως το εισδύον διά της θύρας του κατωγείου, την οποίαν είχον ανοίξει εκείνοι.

– Μωρή! σ' έφαγα... τώρα θα πιω το αίμα σου! έκραξεν ο Μούτρος, μη έχων που αλλού να ξεθυμάνη και απειλών άνευ αιτίας την αδελφήν του.

– Σιώπα!...σιώπα! εψιθύρησεν η Αμέρσα. Πω πω, Θεέ μου! Δυο «ταχτικοί»! κάτω στο κατώι... ψάχνουν... ψάχνουν... Τί γυρεύουν;

Έβλεπε τους δύο χωροφύλακας ν' αποκομίζουν τα μικρά, άξεστα όπλα, τα έργα του αδελφού της, ως και τον τροχόν και τας ακόνας. Είτα αίφνης τους είδε να κύπτουν προς την γωνίαν, όπου ίστατο ο υφαντικός ιστός την μητρός της, και είδε τον έναν χωροφύλακα να λαμβάνη εις τας χείρας του την σαΐτταν ή κερκίδα, ήτις θα του εφάνη ίσως και αυτή ως όπλον – αφού μάλιστα καλείται και σαΐττα. Ο άλλος εδοκίμασε ν' αποσπάση από τον εργαλείον το αντίον, το μέγα κυλινδροειδές ξύλον, περί το οποίον τυλίγεται το νεοΰφαντον πανίον· ίσως δεν είχεν ιδεί παρόμοιον πράγμα εις την ζωήν του, κ' εφαντάζετο ότι και αυτό ίσως θα ήτο καλόν διά να χρησιμεύση ως όπλον. Η Αμέρσα, ιδούσα αφήκε κραυγήν πεπνιγμένην. Ηθέλησε να φωνάξη ν' αφήσουν το αντί και την σαγίττα, αλλ' ο ήχος εξέπνευσεν εις το στόμα της.

– Σκάσε, μωρή! έγρυξεν ο Μούρτος. Τί λογιάζεις; Τί γλέπεις και γελάς;

Ο Μούρτος, εν τη μέθη του, είχεν εκλάβει ως γέλωτα την άναρθρον εκείνην κραυγήν της αδελφής του.

Μετ' ολίγα λεπτά, οι δύο χωροφύλακες, αφού έρριψαν τελευταίον βλέμμα προς την κλαβανήν –την οποίαν είχον ιδεί να κλείεται ακριβώς καθ' ην στιγμήν εισήρχοντο εις το ισόγειον– εξήλθον. Η Αμέρσα ανεσηκώθη. Της εφάνη ότι ήκουσε τριγμόν εις το κάτω σκαλοπάτι της εξωτερικής σκάλας, ήτις ήτο ξυλίνη, σκεπαστή υπό το ευρύχωρον χαγιάτι, το υπόστεγον. Έτρεξε προς την θύραν.

Εφαντάσθη ότι οι δύο «ταχτικοί», όπως τους ωνόμαζεν, ανέβαινον την σκάλαν, και ίσως θα παρεβίαζον και την θύραν της οικίας. Έκυψεν εις την κλειδότρυπαν, κ' επροσπάθει να ίδη κ' εννοήση τα συμβαίνοντα διά της μικράς οπής, επειδή το μόνον παράθυρον της προσόψεως ήτο κλεισμένον, και δεν είχεν άλλο μέσον διά να ίδη. Ο Μούρος βλέπων την Αμέρσα να τρέχη προς την θύραν, εφαντάσθη, εν των παραλογισμώ της μέθης του, ότι η αδελφή του ήθελε ν' ανοίξη την θύραν και τον παραδώση εις τους χωροφύλακας. Τότε, τυφλός εκ μανίας, έσυρεν όπισθεν, από τα νώτα της οσφύος του, τροχισμένην μάχαιραν την οποίαν είχε, και ορμήσας εκτύπησε την αδελφήν του εις το πλευρόν όπισθεν, κατά την δεξιάν μασχάλην.

Αισθανθείσα τον ψυχρόν σίδηρον, η Αμέρσα αφήκε σπαρακτικήν κραυγήν.

Οι δύο χωροφύλακες δεν είχον ακόμη απομακρυνθή, αλλ' είχαν κοντοσταθή έξω της θύρας του ισογείου, ως να εσυμβουλεύοντο τί να κάμουν. Ήκουσαν την κραυγήν εκείνην του τρόμου, εκοίταξαν επάνω, κ' έτρεξαν. Τότε ανέβησαν μετά κρότου την σκάλαν κ' έφθασαν εις το χαγιάτι. Έσεισαν βιαίως την θύραν.

– Εν ονόματι του Νόμου! Ανοίξατε!

Την στιγμήν εκείνην ήλθεν εις τον ένα των χωροφυλάκων η υπόνοια ότι ο ένοχος θα ηδύνατο ίσως να δραπετεύση διά της καταρρακτής και του ισογείου. Στραφείς εις τον δεύτερον χωροφύλακα του λέγει.

– Έχε το νου σου, συ! Μη μας το στρίψη από κατ' απ' το καταχυτό, απ' την καταρρήχωση!...Κ' ύστερις πού να τον χαλεύουμε;

– Τί κρένεις; είπεν ο δεύτερος, μη εννοήσας αμέσως.

– Αυτό που σου κρένω! επέμενεν ο πρώτος... Κάμε κείνο που σε χουιάζουνε!

Ο δεύτερος χωροφύλαξ, καίτοι νωθρός ολίγον, έτρεξε κάτω όσον ταχύτερα ημπόρεσε, διά να κλείση την θύραν του ισογείου, ή διά να παραμονεύση. Αλλ' ήτον ήδη αργά. Ο Μούρος εν τω μεταξύ είχε ανοίξει την κλαβανήν, αποσύρας την μικράν κασσέλαν την οποίαν είχε βάλει επάνω της, και είχε πηδήσει κάτω. Ήτον υπέρ τα δύο μέτρα το ύψος, αλλ' ο Μούρος ήτον ελαφρός, ευκίνητος, κάτω δε το έδαφος ήτο στρωμένον με πελεκούδια και πριονίδια, κ' έφθασε κάτω όρθιος και αβλαβής. Τρέχων ως άνεμος, ανέτρεψε τον χωροφύλακα, όστις έπεσε βαρύς έμπροσθεν της εξωτερικής σκάλας, κ' έφυγεν, ο Μούρτος, ως αστραπή. Έτρεξεν επάνω εις τα Κοτρώνια, εις την κατοικίαν των γλαυκών. Ήτο βραχώδης λόφος υψούμενος υπεράνω, εκ των νώτων της οικίας, όπου ήξευρεν όλα τα «κατατόπια» ο Μούρτος. Ούτε κατώρθωσέ τις ποτέ, χωροφύλαξ ή άλλος να τον συλλάβη.

Την ώραν που είχε πηδήσει ο Μούτρος από την καταρράκτην, παραδόξως είχεν ενθυμηθή –ίσως διότι είχε ξεμεθύσει ήδη από τα συμβάντα, ή είχε «ξεμουστώσει» όπως θα έλεγεν ο ίδιος– είχεν ενθυμηθή, λέγω, ότι αφού εμαχαίρωσε την αδελφήν του, η μάχαιρα τού έπεσε από την χείρα, και έκειτο εις το πάτωμα. Τούτο συνέβη ίσως διότι του είχον έλθει τύψεις και φόβος, την στιγμήν εκείνην – διό και επιπολής μόνον είχε θίξει με την λεπίδα την σάρκα της αδελφής του.

Καθώς του ήλθεν η ιδέα να φύγη, κ' έτρεξε ν' ανοίξη την κλαβανήν, επειδή ενόησε πλέον ότι οι χωροφύλακες ανέβαινον εις το πάτωμα, μη έχων καιρόν να επανέλθη προς το μέρος της θύρας, διά να κύψη και να αναλάβη την μάχαιραν, έτοιμος να πηδήση κάτω, εφώναξε προς την αδελφήν του:

– Το «χαμπέρ'», μωρή!... Κοίταξε να κρύψης εκείνο το «χαμπέρι»!

Την έκφρασιν ταύτην επροτίμησε, διά να μη ακούσουν οι χωροφύλακες το ομοιοτέλευτον «μαχαίρι». Κατά την φοβεράν στιγμήν, πταίστης και ένοχος, επεκαλείτο την φιλοστοργίαν της αδελφής του για να τον σώση, καθότι είχε πεποίθησιν εις αυτήν. Η μάχαιρα θα ήτο αιματωμένη, και θα έβλεπον το αίμα οι διώκται. Και συνιστών την απόκρυψιν του οργάνου, ήλπιζε την απόκρυψιν του εγκλήματος.

Τω όντι η Αμέρσα, ενώ το αίμα έρρεεν ήδη εκ της πληγής της, βλέπουσα ότι εξ άπαντος θα παρεβιάζετο η θύρα, εκ παλαιάς λεπτής σανίδος, μ' εσκωριασμένους σύρτας και μάνδαλα, σχεδόν λιποθυμούσα ήδη, έκυψε και ανέλαβε την μάχαιραν. Είτα εσύρθη μέχρι της γωνίας όπου ήτο μικρά τέμπλα, ήτοι σωρός εκ διπλωμένων σινδόνων, προσκέφαλων και στρωμνών.

Έκρυψε την αιματωμένην μάχαιραν κάτωθεν όλου αυτού του σωρού των οθονίων, ετυλίχθη αυτή με παλαιόν, εμβαλωμένον, αλλά καθαρόν πάπλωμα, κ' εκάθισεν απάνω εις τον χαμηλόν σωρόν, όστις εβυθίσθη ακόμη χαμηλότερα. Έφερε την αριστεράν χείρα εις την μασχάλην της, κ' επροσπάθει να σταματήση το αίμα. Παραδόξως δεν είχε δειλιάσει όταν είχεν ιδεί το αίμα, αν και πρώτην φοράν της συνέβαινε το πάθημα. Το όλον της εφαίνετο ως όνειρον. Μόνον έσφιγγε τους οδόντας και ηπόρει πώς δεν ησθάνετο ακόμη πόνον. Αλλά μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, ησθάνθη οξείαν αλγηδόνα. Την ιδίαν στιγμήν, η θύρα εβυθίσθη προς τα έσω. Ο εις χωροφύλαξ εισεπήδησε μετά κρότου εις το πάτωμα.

Η Αμέρσα δεν ανεσήκωσε την κεφαλήν, έκυπτε, και ήτο τυλιγμένη έως την μύτην εις το πάπλωμα.

– Πού είν' αυτός, ο σκιάς; έκραξεν απειλητικώς ο χωροφύλαξ. Η Αμέρσα δεν απήντησεν.

Ο στρατιωτικός, όστις δεν είχεν αντιληφθή ούτε την φυγήν του Μούρου, ούτε την ανατροπήν και πτώσιν του ιδίου συστρατιώτου του, ίσως διότι η στιγμή εκείνη συνέπεσεν ακριβώς με την παραβίασιν της θύρας, και ο εις κρότος έπνιγε και εβώβαινε τον άλλον, εξήτασεν όλον τον πρόδομον όπου ευρίσκετο η Αμέρσα, είτα μετέβη δρομαίως εις τον χειμερινόν θάλαμον, είτα εις τον θαλαμίσκον. Κανένα δεν εύρε. Μόνον η κλαβανή ήτον ανοικτή.

Μετά μίαν στιγμήν, ανήρχετο και ο δεύτερος ομόσκηνός του.

– Το 'στριψε;

– Τόδωκε απ' την καταρρήχωση, χάμου...

– Και τον εχούιαξες;... Δεν τον επρόκαμες;

– Έφαγα κατραπακιά!... Α! μα φευγάλα... Εφτά μίλια την ώρα!...

– Αχ! έκαμεν ο πρώτος χωροφύλαξ, κάμπτων τον λιχανόν της δεξιάς χειρός, και φέρων αυτόν εις το στόμα, ως διά να τον δαγκάση, μετά σείσματος βιαίου της κεφαλής. Μας πρέπει για να μας τα ξηλώσουνε!

Ο δεύτερος χωροφύλαξ, θέλων να κάμη τον αυστηρόν, απέτεινε τον λόγον προς την κόρην:

– Για πού το 'βαλε ο αδερφός σου, μωρή; της είπεν. Η Αμέρσα δεν απήντησε. Πλην μέσα της με ακουσίαν ειρωνείαν ίσως θα εψιθύρισε με όλον τον δεινόν πόνον και την αγωνίαν ην ησθάνετο: «Εσύ ξέρεις».

– Τί κάθεσαι αυτού, κορίτσι μου; είπεν ο ημερώτερος ο πρώτος χωροφύλαξ. Μη σ' εχτύπησε, τίποτα; Η Αμέρσα ανένευσε.

– Τ' είχε και σ' εχάλευε;... Γύρευε να σε μαχαιρώση;

– Γιατί φώναξες; προσέθηκεν ο δεύτερος.

Η Αμέρσα απήντησεν εις την ερώτησιν του πρώτου χωροφύλακος:

– Όχι!

– Αλήθεια, μη σ' εμαχαίρωσε; επέμενεν ο άνθρωπος. Η Αμέρσα με φυσικήν επιφώνησιν, είπεν:

– Ο αδελφός μου, θελά με μαχαιρώση!

– Γιατί κάθεσ' αυτού, τί έχεις; Είσαι άρρωστη;

– Έχω θέρμη!

Η Αμέρσα δεν είχεν συλλογιστή ότι το πάτωμα, ή και η ψάθα, θα είχαν ίσως κηλιδωθή με αίμα. Ήδη είχε δύσει ο ήλιος, και ήτο αμφιλύκη εντός της οικίας. Εκτός τούτου το μέρος όπου είχε πέσει η αιματωμένη μάχαιρα, ευρίσκετο την στιγμήν ταύτην εις την σκιάν, όπισθεν της μονοφύλλου θύρας, ανοικτής κατά τα δύο τρίτα, και φθανούσης μέχρι του τοίχου, ώστε οι δύο άνδρες δεν είδον τας κηλίδας τας ερυθράς.

– Γιατί είχες βάλει μια φωνή; επέμενεν ο πρώτος χωροφύλαξ.

– Είχα πόνον και ζάλη, είπεν η Αμέρσα.

Και την ιδίαν στιγμήν, ως διά να επικυρωθή ο λόγος της, της ήλθε πράγματι λιποθυμία. Έκαμεν ωχ! σφίγγουσα τους οδόντας κ' έκυψε κάτω. Οι δύο άνθρωποι της εξουσίας, συγκινηθέντες, εκοιτάχθησαν, και ο πρώτος είπε:

– Μα, πού είν' η μάννα της; Ως υπακούουσα εις την πρόσκλησιν ταύτην, έφθασε τρέχουσα η Φραγκογιαννού.

– Να εκείν' η γριά, που την τράβηξ' απ' τα μαλλιά ο γυιός της, μες στο σοκάκι! είπεν ο δεύτερος χωροφύλαξ.

Είτε προσέθηκε:

– Δεν μ' κρένεις, γερόντισσα, πού είν' ο γυιόκας σου; Η Φραγκογιαννού δεν απήντησε κ' έτρεξε πλησίον της Αμέρσας. Ήτο επιτηδεία ιάτρισσα, και ήτο ικανή να περιποιηθή την κόρην της.

--

Όλα ταύτα ήρχοντο συχνά εις την μνήμην της Αμέρσας, κ' επανήλθον ακόμη και κατά τας μακράς ώρας της νυκτός, τας εσπερινάς και ορθρίας, οπότε αύτη έχανε τον ύπνον της εις τον οικίσκον, πλησίον της κοιμωμένης Κρινιώς, της μικράς αδελφής, ενώ η μήτηρ των απούσα κατά τας αυτάς ώρας ηγρύπνει επί νύκτας τώρα, εις τον θάλαμον της λεχούς, εις την οικίαν της άλλης, της μεγάλης κόρης της, και όταν επέστρεψεν εις τον οικίσκον μετά την νυκτερινήν έξοδον, την οποίαν είχεν επιχειρήσει, ως «αλαφροΐσκιωτη» που ήτον, κατ' ακολουθίαν του ονείρου εκείνου, είδεν εις το αμυδρόν φως της κανδήλας, της καιούσης εμπρός εις την μικράν παλαιάν και μαυρισμένην εικόνα της Παναγίας, είδεν ότι η μικρά αδελφή της, το Κρινιώ, εκοιμάτο ακόμη, και δεν εφαίνετο να είχε σεισθή από την θέσιν της. Μόνον, άμα εισήλθεν η Αμέρσα, η Κρινιώ, ως να ήκουσε τον μικρόν θρουν αμυδρώς μέσα εις τον ύπνον της, εκινήθη ήρεμα, εστέναξε, κ' εγύρισεν από το άλλο πλευρόν, χωρίς άλλως να εξυπνήση. Αλαφροΐσκιωτη! τω όντι. Η λέξις την οποίαν είχε προφέρει αρτίως η μήτηρ της, της επανήλθε πράγματι εις τον νουν, την ώραν καθ' ην, με το τρίτον λάλημα του πετεινού, επέστρεψεν εις την οικίαν, πλησίον της κοιμωμένης μικράς αδελφής της. Αλλ' ήτο άρα αυτή πράγματι «αλαφροΐσκιωτη»; Αυτή της οποίας τα όνειρα, αι πλάναι και αι παρακρούσεις πολλάκις συνέβη να σημαίνωσιν, ή να δηλώσι τι ή ν' αφήνωσι παράδοξον εντύπωσιν. Και αυτά τα ψεύματά της, όσα έλεγε, εγίνοντο ακούσιαι αλήθειαι δι' αυτήν. Όπως, φέρ' ειπείν, όταν, μετά το μαχαίρωμα το οποίον είχεν υποστή από τον αδελφόν της, απαντώσα εις τας εταστικάς ερωτήσεις του χωροφύλακος, έλεγεν: «Είχα πόνο και ζάλη!» Και συγχρόνως άμα τω λόγω αυτώ, της ήρχετο αληθής λιποθυμία, ωσεί ανωτέρα τις, δαιμονία θέλησις να ήθελε να καλύψη το ψεύδος της. Η Αμέρσα, κατεκλίθη εκ νέου πλησίον της αδελφής της και δεν εκοιμήθη. Αι αναμνήσεις εξηκολούθουν να της έρχωνται, ραγδαία, καίτοι ολιγώτερον τυραννικαί και μελανόπτεροι ή όσον εις την μητέρα της. Και κατά τας μακράς εκείνας ώρας δεν έπαυσε ν' αναλογίζεται καθ' εαυτήν την τύχην του αδελφού της, του Μούρου, όστις ευρίσκετο, τώρα εις το δεσμωτήριον της Χαλκίδος.

4. Δ´

Έως εδώ είχον φθάσει αι αναμνήσεις και οι λογισμοί της αγρυπνούσης γραίας. Ελάλησε το δεύτερον ο πετεινός. Θα είχαν περάσει δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ιανουάριος ο μην. Χρόνος η νύκτα. Βορράς εφύσα. Η φωτιά εις την εστίαν έσβηνε. Η Φραγκογιαννού ησθάνθη ρίγος εις την ράχιν, και παγωμένους τους πόδας της. Ήθελε να σηκωθή να φέρη ολίγα ξύλα έξω από τον πρόδομον, διά να τα ρίψη εις την εστίαν, να ξανάψη το πυρ. Αλλ' ηργοπόρει· και ησθάνετο μικράν νάρκην, ίσως το πρώτον σύμπτωμα του εισβάλλοντος ύπνου. Την στιγμήν εκείνην, τόσον παράωρα, ενώ είχε κλειστά τα όμματα, εκρούσθη παραδόξως η θύρα. Η γραία εξαφνίσθη. Δεν ήθελε να φωνάξη «ποιός είναι», διά να μην εξυπνήση την λεχώ, αλλ' απετίναξε την νάρκην της, διακοπείσαν ήδη αποτόμως διά του κρότου της θύρας τον οποίον είχεν ακούσει, εσηκώθη σιγά, εξήλθε του θαλάμου. Πριν φθάση εις την έξω θύραν, ήκουσε διακριτικήν, ψίθυρον φωνήν:

– Μάννα!

Ανεγνώρισε την φωνήν της Αμέρσας. Ήτο η δευτερότοκος κόρης της.

– Τί έπαθες, αρή;... Τί σου ήρθε, τέτοια ώρα;

Και ήνοιξε την θύραν.

– Μάννα, επανέλαβε μετ' ασθμαινούσης φωνής η Αμέρσα. Τί κάνει το κορίτσι;... μην πέθανε;

– Όχι...κοιμάται· τώρα ησύχασε, είπεν η γραία. Πώς σου ήρθε;

– Είδα στον ύπνο μου πως πέθανε, είπε με πάλλουσαν ακόμη φωνήν η υψηλή γεροντοκόρη.

– Αμμ' σαν είχε πεθάνει, τάχα τί; είπε κυνικώς η γραία...Κ' εσηκώθης... κ' ήρθες να ιδής; Η οικία της Γιαννούς, όπου αύτη συνήθως εκατοίκει μετά των δύο αγάμων θυγατέρων της –καθότι προσωρινώς τώρα διενυκτέρευε πλησίον της λεχούς– έκειτο ολίγας δεκάδας βημάτων βορεινότερα, παρέκει. Αυτή η οικία της Δελχαρώς είχε δοθή προικώα εις ταύτην, ήτο δε αυτή η παλαιά οικία, η κτισθείσα από τας οικονομίας της Χαδούλας, και από τον πρώτον πυρήνα τον οποίον είχε σχηματίσει από το κομπόδεμα των αειμνήστων γονέων της. Ύστερον, ολίγα έτη μετά τον γάμον της Δελχαρώς, είχε κατορθώσει η μήτηρ της ν' αποκτήση και δευτέραν φωλέαν, μικροτέραν και αθλιεστέραν της πρώτης, εις την αυτήν συνοικίαν. Δύο ή τρεις οικίαι εχώριζον την δευτέραν από της πρώτης.

Από εκείνην λοιπόν την νεόκτιστον οικίαν είχεν έλθει τόσον παράωρα η Αμέρσα, ήτις δεν εφοβείτο τα στοιχειά την νύκτα, ήτο δε τολμηρά και αποφασιστική κόρη.

– Κ' εσηκώθης;... κ' ήρθες να ιδής;

– Ξαφνίστηκα μες τον ύπνο μου, μαννούλα. Είδα πως πέθανε το κορίτσι, και πως εσύ είχες ένα μαύρο σημάδι στο χέρι σου.

– Μαύρο σημάδι;...

– Ήθελες, τάχα, να σαβανώσης το κορίτσι. Και την ώρα που το σαβάνωνες, μαύρισε το χέρι σου... και πως έβαλες, τάχα, το χέρι σου στη φωτιά, για να ξεμαυρίση.

– Μπα! αλαφροΐσκιωτη! είπεν η γραία Χαδούλα... Κ' έκαμες κουτουράδα, κ' ήρθες, τέτοιαν ώρα...

– Δεν μπορούσα να ησυχάσω, μάννα.

– Και δεν σ' ένοιωσε το Κρινιώ, που έφυγες;

– Όχι· κοιμάται.

– Κι αν ξυπνήση, κ' ιδή να λείπης από κοντά της, πώς θα της φανή;... Δε θα βάλη τις φωνές;... Θα τρελαθή, το κορίτσι! Αι δύο αδελφαί εκοιμώντο τω όντι μόναι εις την μικράν οικίαν. Η Αμέρσα ήτο άφοβος, κ' ενέπνεε πεποίθησιν, ως να ήτο ανήρ. Ο πατήρ των είχεν αποθάνει προ πολλού, οι δε επιζώντες υιοί διαρκώς έλειπον εις τα ξένα.

– Πάω πίσω, μάννα, είπεν η Αμέρσα... Αλήθεια, δεν εσυλλογίστηκα πως μπορεί να ξυπνήση το Κρινιώ, αυτήν την ώρα, να τρομάξη, που θα λείπω.

– Μπορούσες να μείνης κ' εδώ, είπεν η μητέρα· μόνο, μη ξυπνήση άξαφνα το Κρινιώ, και πάρη φόβο. Η Αμέρσα εκοντοστάθη προς στιγμήν.

– Μάννα, είπε, θέλεις να καθίσω εγώ 'δω, να πας εσύ στο σπίτι;... για να ξεκουραστής, να ησυχάσης.

– Όχι, είπεν, αφού εσκέφθη προς στιγμήν η γραία. Τώρα, κ' η νύχτα αυτή πέρασε. Αύριο βράδυ, πηγαίνω εγώ στο σπίτι, και κάθεσαι συ εδώ. Μόνο, τώρα πήγαινε. Καλό ξημέρωμα!

Όλος ο διάλογος εγίνετο εις μικρόν, στενόν πρόδομον, κατέμπροσθεν του θαλαμίσκου, όπου ηκούοντο ηχηροί και πολύχορδοι οι ρογχαλισμοί του Κωνσταντή. Η Αμέρσα, ήτις είχεν έλθει ξυπόλητη, μ' ελαφρότατον άψοφον βήμα, εξήλθε, και η μήτηρ της εκλείδωσεν έσωθεν την θύραν. Η Αμέρσα έφυγε τρέχουσα. Αυτή να φοβηθή τα στοιχειά, ήτις δεν είχε φοβηθή τον αδερφόν της τον Μήτρον, τον κοινώς καλούμενον Μώρον ή Μούρον ή Μούτρον – τον σκιάν εκείνον, τον τρίτον υιόν της μητρός της, τον οποίον η τεκούσα ωνόμαζε συνήθως «το σκυλί τ' Αγαρηνό!» – τον κατά τρία έτη μεγαλύτερον αδελφόν της, όστις την είχε μαχαιρώσει ήδη άπαξ –αλλ' αυτή τον είχε σώσει, μη θέλουσα να τον παραδώση εις την εξουσίαν– και θα την εμαχαίρωνε βεβαίως και δευτέραν φοράν, εάν έμενεν έκτοτε ελεύθερος. Ευτυχώς, είχεν αλλού εξασκήσει τας φονικάς ορμάς του, εν τω μεταξύ, και είχε κλεισθή εγκαίρως εις τας βενετικάς ειρκτάς του παλαιού φρουρίου, εις την Χαλκίδα.

Ιδού πώς συνέβη το πράγμα. Ο Μωρός ή Μούρος ήτο φύσει ορμητικός και παράφορος, αν και είχε πολύ δεξιόν, θηλυκόν νουν, όπως έλεγεν η μάννα του – νουν ο οποίος εγέννα. Παιδιόθεν ήτο ικανός μόνος του, να πλάττη, αυτοδίδακτος, πολλά ωραία μικρά πράγματα· καραβάκια, προσωπίδας, αγαλμάτια, κούκλες και άλλα ακόμη. Ήτο σκιάς της γειτονιάς, ο σημαιοφόρος όλων των μαγκών, και είχεν εις τους ορισμούς του όλους τους αγυιόπαιδας, όλα τα ξυπόλυτα του δρόμου. Είχε συνηθίσει ενωρίς την μέθην και την ασωτίαν, εξετέλει θορυβώδεις παιδιάς, διαδηλώσεις, παιδικάς οχλαγωγίας, μαζί με τους μικρούς φίλους του· επροκάλει καυγάδες εις τον δρόμον, επετροβόλει όσους συνήντα γέροντας και γραίας, όσους πτωχούς και αδυνάτους. Δεν άφηνε σχεδόν κανένα άνθρωπον απείρακτον.

Είχε κλέψει με το μάτι, από έναν διαβατικόν μαχαιροποιόν, την τέχνην του. Επροσπάθει ατελώς να κατασκευάζη μαχαίρια. Είχε μέγαν τροχόν εις την αυλήν, την σκεπαστήν από το μέγα χαγιάτι, και το κατώγι της οικίας σχεδόν το είχε μεταβάλει εις εργοστάσιον – κ' ετρόχιζεν όλα τα μαχαίρια και τους ξυραφάδες των αγυιοπαίδων, και όταν δεν είχεν άλλα να τροχίση, ετρόχιζε το ιδικόν του. Εφιλοτιμείτο να το κάμη δίκοπον, αν και εξ αρχής δεν ήτον ούτω σχεδιασμένον. Προσέτι εδοκίμαζε να κατασκευάζη κουμπούρες, πιστόλια, μικρά κανονάκια, και άλλα φονικά όργανα. Όλα τα λεπτά, όσα εκέρδιζεν από τις κούκλες, τ' αγαλμάτια και τας προσωπίδας, και δεν τα έπινε, τα ηγόραζε πυρίτιδα. Και ο ίδιος είχε δοκιμάσει να κατασκευάζη εν τοιούτον προϊόν. Τας ημέρας του Πάσχα, και δύο εβδομάδας ακόμη οψιμώτερα, ήτο φόβος και τρόμος να τολμήση τις να περάση από την γειτονιάν, εις την οποίαν εβασίλευε διά του τρόμου ο Μούτρος. Οι πιστολισμοί έπιπτον αδιάλειπτοι.

Μίαν Κυριακήν, ο Μούρος μεθυσμένος είχε κάμει παραπολλάς αταξίας εις τον δρόμον. Δύο χωροφύλακες ακούσαντες τα παράπονα πολλών ανθρώπων, τον εκυνήγησαν διά να τον πιάσουν, και τον πάρουν «μέσα» ή «στην καζάρμα». Αλλ' ο Μώρος, λίαν ευκίνητος, τους έφυγεν, εγύρισε και τους εμυκτήρισε μακρόθεν, και πάλιν τραπείς εις φυγήν, εκρύβη εις μέρος απρόσιτον – εις το μέσα μέρος του υπόστεγου ταρσανά ενός ναυπηγού, εξαδέλφου του. Είτα, επειδή οι δύο άνδρες παρήτησαν την καταδίωξιν, ανέλαβε θάρρος κ' εξήλθεν εις τον δρόμον. Την ημέραν εκείνην, ο Μώρος, επειδή δεν είχε ξεμεθύσει ακόμα, κατήντησε να κυνηγήση εις τον δρόμον και την ιδίαν μητέρα του, απειλών να την σφάξη. Παρεπονείτο ότι η γραία τού είχε κλέψει λεπτά από την τσέπην. Την έφθασεν εις την αυλήν της οικίας, όπου έτρεχεν αύτη διά να κρυφθή, την άρπαξεν από τα μαλλιά, και την έσυρεν επί του εδάφους της οδού, εις διάστημα πενήντα βημάτων.

Αυτή είχε βάλει τας φωνάς, κ' εξήλθον οι γείτονες. Ήτον ώρα εσπερινού, μικρόν προ της δύσεως του ηλίου. Εις τας φωνάς των γειτόνων, έφθασαν οι δύο χωροφύλακες, οίτινες από πριν κατεζήτουν τον Μούρον, και μόνον κατά το φαινόμενον είχον παραιτήσει το κυνήγημα – εξ εναντίας μάλιστα ήσαν λίαν εξωργισμένοι εναντίον του ταραξίου. Ο Μούρος, άμα τους είδεν, άφησεν την μητέρα του κ' ετράπη εις φυγήν. Έτρεξε να κρυφθή εις την οικίαν, εξ ανάγκης, επειδή ευρέθη «στα στενά», και δεν έβλεπεν άλλο άσυλον πλέον μακρυσμένον αλλ' ασφαλέστερον.

[... end of audio...]

Η γραία, άμα εσηκώθη, καταμωλωπισμένη, πλήρης κονιορτού, είδε τους χωροφύλακας, κι άρχισε να τους ικετεύη.

– Αφήστε τον, παιδιά! Παλαβός είναι, δεν είναι τίποτε. Μην τόνε σκοτώνετε, παιδιά, με το καμτσί!

Τούτο είπε διότι είδε τον έναν χωροφύλακα εξηγριωμένον, κρατούντα εις την χείραν φοβερόν μαστίγιον. Οι δύο άνδρες δεν έδωκαν προσοχήν εις τας ικεσίας της, αλλ' εξηκολούθησαν να τρέχουν προς καταδίωξιν του Μώρου. Παρεβίασαν το άσυλον, το κατώγι της οικίας, όπου είχε το εργοστάσιόν του ο Μώρος. Εκεί είχε τρέξει διά να κρυφθή, και μόλις επρόφθασε να μανδαλώση την θύραν. Αλλ' η σανίς ήτο υπόσαθρος, κακώς προσαρμοζομένη, και ο Μώρος δεν είχεν αγαπήσει τας ειρηνικάς τέχνας διά να φροντίση να την διόρθωση. Εκείνοι έσπασαν τον μικρόν σύρτην και εισήλθον.

Ο Μούρος ταχύς ως αίλουρος ανερριχήθη εις την κλαβανήν, εις το πάτωμα. Η κλαβανή ήτο σιμά εις τον βόρειον τοίχον, ο δε βόρειος τοίχος ήτο εν μέρει θεμελιωμένος εις τον βράχον, ο βράχος εξείχε, και παρείχε πάτημα εις τους πόδας του Μώρου τους γοργούς, και αλλάς εσοχάς επί του τοίχου είχε σκάψει ο ίδιος κατά καιρούς, διά μόνων των ποδών του. Επειδή φαίνεται ότι συνήθιζε πολύ συχνά το είδος τούτο της γυμναστικής.

Η σανίς της καταρρακτής ήτο κλειστή. Ο Μωρός την ήνοιξε με ένα κτύπον της κεφαλής του και με μίαν προσπάθειαν του αριστερού του βραχίονος. Είτα ως ο κολυμβητής, ο αναδυόμενος εκ του κύματος, επήδησεν επάνω εις το πάτωμα, έκλεισε μετά κρότου την κλαβανήν, κ' εφάνη ότι έθεσεν εν βάρος, ίσως μικράν τινά κασσέλαν, επί της σανίδας. Οι δύο χωροφύλακες, εν οργή και με πολλάς βλασφημίας, ήρχισαν να ψάχνουν εις το ισόγειον. Κατέσχον όσα μαχαίρια και κουμπούρια εύρον εκεί, όπως και τον τροχόν, και δύο αλλάς μικράς ακόνας και ητοιμάζοντο να εξέλθουν ίσως διά να φύγουν, ίσως και διά ν' ανέλθουν επάνω εις την οικίαν. Ο Μούτρος ή Μούρτος, επάνω στο πάτωμα, ήτον πλήρης οργής, μεθύων ακόμη, και αφρισμένος. Εφύσα από μανίαν και λύσσαν. Εκεί επάνω ευρέθη μόνη η αδελφή του η Αμέρσα, παιδίσκη δεκαεπτά ετών τότε, ήτις ετρόμαξεν άμα τον είδε ν' αναρριχάται εις την κλαβανήν με τοιούτον αλλόκοτον τρόπον. Είχεν ακούσει κάτω τα βήματα και τας βλασφημίας των δύο χωροφυλάκων. Έκυψεν εις μικράν σχισμάδα, μεταξύ δύο σανίδων του κακώς ηρμοσμένου πατώματος, ή εις ένα ρόζον μιας σανίδος, χάσκοντα, κενόν, και είδε κάτω τους δύο ανθρώπους της εξουσίας, εις το φως το εισδύον διά της θύρας του κατωγείου, την οποίαν είχον ανοίξει εκείνοι.

– Μωρή! σ' έφαγα... τώρα θα πιω το αίμα σου! έκραξεν ο Μούτρος, μη έχων που αλλού να ξεθυμάνη και απειλών άνευ αιτίας την αδελφήν του.

– Σιώπα!...σιώπα! εψιθύρησεν η Αμέρσα. Πω πω, Θεέ μου! Δυο «ταχτικοί»! κάτω στο κατώι... ψάχνουν... ψάχνουν... Τί γυρεύουν;

Έβλεπε τους δύο χωροφύλακας ν' αποκομίζουν τα μικρά, άξεστα όπλα, τα έργα του αδελφού της, ως και τον τροχόν και τας ακόνας. Είτα αίφνης τους είδε να κύπτουν προς την γωνίαν, όπου ίστατο ο υφαντικός ιστός την μητρός της, και είδε τον έναν χωροφύλακα να λαμβάνη εις τας χείρας του την σαΐτταν ή κερκίδα, ήτις θα του εφάνη ίσως και αυτή ως όπλον – αφού μάλιστα καλείται και σαΐττα. Ο άλλος εδοκίμασε ν' αποσπάση από τον εργαλείον το αντίον, το μέγα κυλινδροειδές ξύλον, περί το οποίον τυλίγεται το νεοΰφαντον πανίον· ίσως δεν είχεν ιδεί παρόμοιον πράγμα εις την ζωήν του, κ' εφαντάζετο ότι και αυτό ίσως θα ήτο καλόν διά να χρησιμεύση ως όπλον. Η Αμέρσα, ιδούσα αφήκε κραυγήν πεπνιγμένην. Ηθέλησε να φωνάξη ν' αφήσουν το αντί και την σαγίττα, αλλ' ο ήχος εξέπνευσεν εις το στόμα της.

– Σκάσε, μωρή! έγρυξεν ο Μούρτος. Τί λογιάζεις; Τί γλέπεις και γελάς;

Ο Μούρτος, εν τη μέθη του, είχεν εκλάβει ως γέλωτα την άναρθρον εκείνην κραυγήν της αδελφής του.

Μετ' ολίγα λεπτά, οι δύο χωροφύλακες, αφού έρριψαν τελευταίον βλέμμα προς την κλαβανήν –την οποίαν είχον ιδεί να κλείεται ακριβώς καθ' ην στιγμήν εισήρχοντο εις το ισόγειον– εξήλθον. Η Αμέρσα ανεσηκώθη. Της εφάνη ότι ήκουσε τριγμόν εις το κάτω σκαλοπάτι της εξωτερικής σκάλας, ήτις ήτο ξυλίνη, σκεπαστή υπό το ευρύχωρον χαγιάτι, το υπόστεγον. Έτρεξε προς την θύραν.

Εφαντάσθη ότι οι δύο «ταχτικοί», όπως τους ωνόμαζεν, ανέβαινον την σκάλαν, και ίσως θα παρεβίαζον και την θύραν της οικίας. Έκυψεν εις την κλειδότρυπαν, κ' επροσπάθει να ίδη κ' εννοήση τα συμβαίνοντα διά της μικράς οπής, επειδή το μόνον παράθυρον της προσόψεως ήτο κλεισμένον, και δεν είχεν άλλο μέσον διά να ίδη. Ο Μούρος βλέπων την Αμέρσα να τρέχη προς την θύραν, εφαντάσθη, εν των παραλογισμώ της μέθης του, ότι η αδελφή του ήθελε ν' ανοίξη την θύραν και τον παραδώση εις τους χωροφύλακας. Τότε, τυφλός εκ μανίας, έσυρεν όπισθεν, από τα νώτα της οσφύος του, τροχισμένην μάχαιραν την οποίαν είχε, και ορμήσας εκτύπησε την αδελφήν του εις το πλευρόν όπισθεν, κατά την δεξιάν μασχάλην.

Αισθανθείσα τον ψυχρόν σίδηρον, η Αμέρσα αφήκε σπαρακτικήν κραυγήν.

Οι δύο χωροφύλακες δεν είχον ακόμη απομακρυνθή, αλλ' είχαν κοντοσταθή έξω της θύρας του ισογείου, ως να εσυμβουλεύοντο τί να κάμουν. Ήκουσαν την κραυγήν εκείνην του τρόμου, εκοίταξαν επάνω, κ' έτρεξαν. Τότε ανέβησαν μετά κρότου την σκάλαν κ' έφθασαν εις το χαγιάτι. Έσεισαν βιαίως την θύραν.

– Εν ονόματι του Νόμου! Ανοίξατε!

Την στιγμήν εκείνην ήλθεν εις τον ένα των χωροφυλάκων η υπόνοια ότι ο ένοχος θα ηδύνατο ίσως να δραπετεύση διά της καταρρακτής και του ισογείου. Στραφείς εις τον δεύτερον χωροφύλακα του λέγει.

– Έχε το νου σου, συ! Μη μας το στρίψη από κατ' απ' το καταχυτό, απ' την καταρρήχωση!...Κ' ύστερις πού να τον χαλεύουμε;

– Τί κρένεις; είπεν ο δεύτερος, μη εννοήσας αμέσως.

– Αυτό που σου κρένω! επέμενεν ο πρώτος... Κάμε κείνο που σε χουιάζουνε!

Ο δεύτερος χωροφύλαξ, καίτοι νωθρός ολίγον, έτρεξε κάτω όσον ταχύτερα ημπόρεσε, διά να κλείση την θύραν του ισογείου, ή διά να παραμονεύση. Αλλ' ήτον ήδη αργά. Ο Μούρος εν τω μεταξύ είχε ανοίξει την κλαβανήν, αποσύρας την μικράν κασσέλαν την οποίαν είχε βάλει επάνω της, και είχε πηδήσει κάτω. Ήτον υπέρ τα δύο μέτρα το ύψος, αλλ' ο Μούρος ήτον ελαφρός, ευκίνητος, κάτω δε το έδαφος ήτο στρωμένον με πελεκούδια και πριονίδια, κ' έφθασε κάτω όρθιος και αβλαβής. Τρέχων ως άνεμος, ανέτρεψε τον χωροφύλακα, όστις έπεσε βαρύς έμπροσθεν της εξωτερικής σκάλας, κ' έφυγεν, ο Μούρτος, ως αστραπή. Έτρεξεν επάνω εις τα Κοτρώνια, εις την κατοικίαν των γλαυκών. Ήτο βραχώδης λόφος υψούμενος υπεράνω, εκ των νώτων της οικίας, όπου ήξευρεν όλα τα «κατατόπια» ο Μούρτος. Ούτε κατώρθωσέ τις ποτέ, χωροφύλαξ ή άλλος να τον συλλάβη.

Την ώραν που είχε πηδήσει ο Μούτρος από την καταρράκτην, παραδόξως είχεν ενθυμηθή –ίσως διότι είχε ξεμεθύσει ήδη από τα συμβάντα, ή είχε «ξεμουστώσει» όπως θα έλεγεν ο ίδιος– είχεν ενθυμηθή, λέγω, ότι αφού εμαχαίρωσε την αδελφήν του, η μάχαιρα τού έπεσε από την χείρα, και έκειτο εις το πάτωμα. Τούτο συνέβη ίσως διότι του είχον έλθει τύψεις και φόβος, την στιγμήν εκείνην – διό και επιπολής μόνον είχε θίξει με την λεπίδα την σάρκα της αδελφής του.

Καθώς του ήλθεν η ιδέα να φύγη, κ' έτρεξε ν' ανοίξη την κλαβανήν, επειδή ενόησε πλέον ότι οι χωροφύλακες ανέβαινον εις το πάτωμα, μη έχων καιρόν να επανέλθη προς το μέρος της θύρας, διά να κύψη και να αναλάβη την μάχαιραν, έτοιμος να πηδήση κάτω, εφώναξε προς την αδελφήν του:

– Το «χαμπέρ'», μωρή!... Κοίταξε να κρύψης εκείνο το «χαμπέρι»!

Την έκφρασιν ταύτην επροτίμησε, διά να μη ακούσουν οι χωροφύλακες το ομοιοτέλευτον «μαχαίρι». Κατά την φοβεράν στιγμήν, πταίστης και ένοχος, επεκαλείτο την φιλοστοργίαν της αδελφής του για να τον σώση, καθότι είχε πεποίθησιν εις αυτήν. Η μάχαιρα θα ήτο αιματωμένη, και θα έβλεπον το αίμα οι διώκται. Και συνιστών την απόκρυψιν του οργάνου, ήλπιζε την απόκρυψιν του εγκλήματος.

Τω όντι η Αμέρσα, ενώ το αίμα έρρεεν ήδη εκ της πληγής της, βλέπουσα ότι εξ άπαντος θα παρεβιάζετο η θύρα, εκ παλαιάς λεπτής σανίδος, μ' εσκωριασμένους σύρτας και μάνδαλα, σχεδόν λιποθυμούσα ήδη, έκυψε και ανέλαβε την μάχαιραν. Είτα εσύρθη μέχρι της γωνίας όπου ήτο μικρά τέμπλα, ήτοι σωρός εκ διπλωμένων σινδόνων, προσκέφαλων και στρωμνών.

Έκρυψε την αιματωμένην μάχαιραν κάτωθεν όλου αυτού του σωρού των οθονίων, ετυλίχθη αυτή με παλαιόν, εμβαλωμένον, αλλά καθαρόν πάπλωμα, κ' εκάθισεν απάνω εις τον χαμηλόν σωρόν, όστις εβυθίσθη ακόμη χαμηλότερα. Έφερε την αριστεράν χείρα εις την μασχάλην της, κ' επροσπάθει να σταματήση το αίμα. Παραδόξως δεν είχε δειλιάσει όταν είχεν ιδεί το αίμα, αν και πρώτην φοράν της συνέβαινε το πάθημα. Το όλον της εφαίνετο ως όνειρον. Μόνον έσφιγγε τους οδόντας και ηπόρει πώς δεν ησθάνετο ακόμη πόνον. Αλλά μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, ησθάνθη οξείαν αλγηδόνα. Την ιδίαν στιγμήν, η θύρα εβυθίσθη προς τα έσω. Ο εις χωροφύλαξ εισεπήδησε μετά κρότου εις το πάτωμα.

Η Αμέρσα δεν ανεσήκωσε την κεφαλήν, έκυπτε, και ήτο τυλιγμένη έως την μύτην εις το πάπλωμα.

– Πού είν' αυτός, ο σκιάς; έκραξεν απειλητικώς ο χωροφύλαξ. Η Αμέρσα δεν απήντησεν.

Ο στρατιωτικός, όστις δεν είχεν αντιληφθή ούτε την φυγήν του Μούρου, ούτε την ανατροπήν και πτώσιν του ιδίου συστρατιώτου του, ίσως διότι η στιγμή εκείνη συνέπεσεν ακριβώς με την παραβίασιν της θύρας, και ο εις κρότος έπνιγε και εβώβαινε τον άλλον, εξήτασεν όλον τον πρόδομον όπου ευρίσκετο η Αμέρσα, είτα μετέβη δρομαίως εις τον χειμερινόν θάλαμον, είτα εις τον θαλαμίσκον. Κανένα δεν εύρε. Μόνον η κλαβανή ήτον ανοικτή.

Μετά μίαν στιγμήν, ανήρχετο και ο δεύτερος ομόσκηνός του.

– Το 'στριψε;

– Τόδωκε απ' την καταρρήχωση, χάμου...

– Και τον εχούιαξες;... Δεν τον επρόκαμες;

– Έφαγα κατραπακιά!... Α! μα φευγάλα... Εφτά μίλια την ώρα!...

– Αχ! έκαμεν ο πρώτος χωροφύλαξ, κάμπτων τον λιχανόν της δεξιάς χειρός, και φέρων αυτόν εις το στόμα, ως διά να τον δαγκάση, μετά σείσματος βιαίου της κεφαλής. Μας πρέπει για να μας τα ξηλώσουνε!

Ο δεύτερος χωροφύλαξ, θέλων να κάμη τον αυστηρόν, απέτεινε τον λόγον προς την κόρην:

– Για πού το 'βαλε ο αδερφός σου, μωρή; της είπεν. Η Αμέρσα δεν απήντησε. Πλην μέσα της με ακουσίαν ειρωνείαν ίσως θα εψιθύρισε με όλον τον δεινόν πόνον και την αγωνίαν ην ησθάνετο: «Εσύ ξέρεις».

– Τί κάθεσαι αυτού, κορίτσι μου; είπεν ο ημερώτερος ο πρώτος χωροφύλαξ. Μη σ' εχτύπησε, τίποτα; Η Αμέρσα ανένευσε.

– Τ' είχε και σ' εχάλευε;... Γύρευε να σε μαχαιρώση;

– Γιατί φώναξες; προσέθηκεν ο δεύτερος.

Η Αμέρσα απήντησεν εις την ερώτησιν του πρώτου χωροφύλακος:

– Όχι!

– Αλήθεια, μη σ' εμαχαίρωσε; επέμενεν ο άνθρωπος. Η Αμέρσα με φυσικήν επιφώνησιν, είπεν:

– Ο αδελφός μου, θελά με μαχαιρώση!

– Γιατί κάθεσ' αυτού, τί έχεις; Είσαι άρρωστη;

– Έχω θέρμη!

Η Αμέρσα δεν είχεν συλλογιστή ότι το πάτωμα, ή και η ψάθα, θα είχαν ίσως κηλιδωθή με αίμα. Ήδη είχε δύσει ο ήλιος, και ήτο αμφιλύκη εντός της οικίας. Εκτός τούτου το μέρος όπου είχε πέσει η αιματωμένη μάχαιρα, ευρίσκετο την στιγμήν ταύτην εις την σκιάν, όπισθεν της μονοφύλλου θύρας, ανοικτής κατά τα δύο τρίτα, και φθανούσης μέχρι του τοίχου, ώστε οι δύο άνδρες δεν είδον τας κηλίδας τας ερυθράς.

– Γιατί είχες βάλει μια φωνή; επέμενεν ο πρώτος χωροφύλαξ.

– Είχα πόνον και ζάλη, είπεν η Αμέρσα.

Και την ιδίαν στιγμήν, ως διά να επικυρωθή ο λόγος της, της ήλθε πράγματι λιποθυμία. Έκαμεν ωχ! σφίγγουσα τους οδόντας κ' έκυψε κάτω. Οι δύο άνθρωποι της εξουσίας, συγκινηθέντες, εκοιτάχθησαν, και ο πρώτος είπε:

– Μα, πού είν' η μάννα της; Ως υπακούουσα εις την πρόσκλησιν ταύτην, έφθασε τρέχουσα η Φραγκογιαννού.

– Να εκείν' η γριά, που την τράβηξ' απ' τα μαλλιά ο γυιός της, μες στο σοκάκι! είπεν ο δεύτερος χωροφύλαξ.

Είτε προσέθηκε:

– Δεν μ' κρένεις, γερόντισσα, πού είν' ο γυιόκας σου; Η Φραγκογιαννού δεν απήντησε κ' έτρεξε πλησίον της Αμέρσας. Ήτο επιτηδεία ιάτρισσα, και ήτο ικανή να περιποιηθή την κόρην της.

--

Όλα ταύτα ήρχοντο συχνά εις την μνήμην της Αμέρσας, κ' επανήλθον ακόμη και κατά τας μακράς ώρας της νυκτός, τας εσπερινάς και ορθρίας, οπότε αύτη έχανε τον ύπνον της εις τον οικίσκον, πλησίον της κοιμωμένης Κρινιώς, της μικράς αδελφής, ενώ η μήτηρ των απούσα κατά τας αυτάς ώρας ηγρύπνει επί νύκτας τώρα, εις τον θάλαμον της λεχούς, εις την οικίαν της άλλης, της μεγάλης κόρης της, και όταν επέστρεψεν εις τον οικίσκον μετά την νυκτερινήν έξοδον, την οποίαν είχεν επιχειρήσει, ως «αλαφροΐσκιωτη» που ήτον, κατ' ακολουθίαν του ονείρου εκείνου, είδεν εις το αμυδρόν φως της κανδήλας, της καιούσης εμπρός εις την μικράν παλαιάν και μαυρισμένην εικόνα της Παναγίας, είδεν ότι η μικρά αδελφή της, το Κρινιώ, εκοιμάτο ακόμη, και δεν εφαίνετο να είχε σεισθή από την θέσιν της. Μόνον, άμα εισήλθεν η Αμέρσα, η Κρινιώ, ως να ήκουσε τον μικρόν θρουν αμυδρώς μέσα εις τον ύπνον της, εκινήθη ήρεμα, εστέναξε, κ' εγύρισεν από το άλλο πλευρόν, χωρίς άλλως να εξυπνήση. Αλαφροΐσκιωτη! τω όντι. Η λέξις την οποίαν είχε προφέρει αρτίως η μήτηρ της, της επανήλθε πράγματι εις τον νουν, την ώραν καθ' ην, με το τρίτον λάλημα του πετεινού, επέστρεψεν εις την οικίαν, πλησίον της κοιμωμένης μικράς αδελφής της. Αλλ' ήτο άρα αυτή πράγματι «αλαφροΐσκιωτη»; Αυτή της οποίας τα όνειρα, αι πλάναι και αι παρακρούσεις πολλάκις συνέβη να σημαίνωσιν, ή να δηλώσι τι ή ν' αφήνωσι παράδοξον εντύπωσιν. Και αυτά τα ψεύματά της, όσα έλεγε, εγίνοντο ακούσιαι αλήθειαι δι' αυτήν. Όπως, φέρ' ειπείν, όταν, μετά το μαχαίρωμα το οποίον είχεν υποστή από τον αδελφόν της, απαντώσα εις τας εταστικάς ερωτήσεις του χωροφύλακος, έλεγεν: «Είχα πόνο και ζάλη!» Και συγχρόνως άμα τω λόγω αυτώ, της ήρχετο αληθής λιποθυμία, ωσεί ανωτέρα τις, δαιμονία θέλησις να ήθελε να καλύψη το ψεύδος της. Η Αμέρσα, κατεκλίθη εκ νέου πλησίον της αδελφής της και δεν εκοιμήθη. Αι αναμνήσεις εξηκολούθουν να της έρχωνται, ραγδαία, καίτοι ολιγώτερον τυραννικαί και μελανόπτεροι ή όσον εις την μητέρα της. Και κατά τας μακράς εκείνας ώρας δεν έπαυσε ν' αναλογίζεται καθ' εαυτήν την τύχην του αδελφού της, του Μούρου, όστις ευρίσκετο, τώρα εις το δεσμωτήριον της Χαλκίδος.