6. Ο Σέρλοκ προβαίνει σε μια επίδειξη (1)
«Λοιπόν, Γουώτσον», είπε ο Χολμς, τρίβοντας τα χέρια του, «έχουμε μισή ώρα στη διάθεση μας. Ας την αξιοποιήσουμε κατάλληλα. Η υπόθεση μου είναι, όπως σου είπα, σχεδόν πλήρης, όμως δεν επιτρέπεται να κάνουμε το λάθος της υπερβολικής σιγουριάς. Όσο απλή κι αν φαίνεται η υπόθεση πλέον, ίσως να κρύβεται κάτι βαθύτερο μέσα της.»
«Απλή!» αναφώνησα.
«Βεβαίως», είπε με κάτι από τον αέρα ενός κλινικού καθηγητή που αναπτύσσει ένα θέμα στην τάξη του. «Κάτσε απλώς στην γωνιά εκεί, έτσι ώστε οι πατημασιές σου να μην περιπλέξουν την κατάσταση. Επί το έργον τώρα! Κατ' αρχάς, πως μπήκαν μέσα και πως έφυγαν; Η πόρτα έχει να ανοιχθεί από χθες το βράδυ. Τι γίνεται με το παράθυρο;» Πήρε την λάμπα πηγαίνοντας εκεί, μουρμουρίζοντας τις παρατηρήσεις του εν τω μεταξύ αλλά απευθύνοντας τις στον ίδιο παρά σε μένα. «Το παράθυρο είναι ασφαλισμένο από μέσα. Το κούφωνα είναι συμπαγές. Δεν υπάρχουν μεντεσέδες στο πλάι. Ας το ανοίξουμε. Ούτε υδρορροή κοντά. Η στέγη είναι εντελώς απρόσιτη. Εντούτοις κάποιος σκαρφάλωσε από το παράθυρο. Έβρεξε λιγάκι χθες τη νύχτα. Να το αποτύπωμα στη λάσπη πάνω στο πρεβάζι. Κι εδώ έχουμε ένα κυκλικό λασπωμένο αποτύπωμα, κι εδώ πάλι στο πάτωμα, κι εδώ κοντά στο τραπέζι. Δες εδώ, Γουώτσον! Πρόκειται περί μιας περίφημης επίδειξης.»
Κοίταξα τους στρογγυλούς, καλά οροθετημένους λασπωμένους κύκλους.
«Δεν είναι αποτύπωμα ποδιού», είπα.
«Αποτελεί για εμάς κάτι πολύ πιο πολύτιμο. Πρόκειται για αποτύπωμα ενός ξύλινου ποδιού. Βλέπεις εδώ πάνω στο πρεβάζι βρίσκεται στο σημάδι της μπότας, βαριάς με πλατύ μεταλλικό τακούνι, και πλάι της είναι το σημάδι του ξυλοπόδαρου.»
«Είναι ο άντρας με το ξύλινο πόδι.»
«Ακριβώς. Όμως υπήρξε και κάποιος άλλος —ένας εξαιρετικά ικανός κι αρτιμελής σύμμαχος. Θα μπορούσες να σκαρφαλώσεις αυτόν τον τοίχο, γιατρέ;»
Κοίταξα έξω από το ανοικτό παράθυρο. Το φεγγάρι έφεγγε ακόμη εντονότερα σε ετούτη την πλευρά του κτιρίου. Βρισκόμασταν κάπου είκοσι γεμάτα μέτρα από το έδαφος, και, όπου κι αν κοίταξα, δεν είδα κάποιο πάτημα, ούτε καν μια εσοχή πάνω στον τοίχο.
«Είναι απολύτως αδύνατον», απάντησα.
«Δίχως βοήθεια έτσι είναι. Όμως υπέθεσε πως είχες κάποιο φίλο ο οποίος να σου χαμήλωνε εκείνο το καλό ανθεκτικό σχοινί το οποίο βλέπω στην γωνία, δένοντας την μια του άκρη σε εκείνο το μεγάλο γάντζο πάνω στον τοίχο. Τότε, πιστεύω, πως αν ήσουν ένας δραστήριος άνθρωπος, θα μπορούσες να τραβηχτείς πάνω, ξύλινο πόδι και τα συναφή. Θα μπορούσες να αναχωρήσεις, φυσικά, με τον ίδιο τρόπο, κι ο σύμμαχος θα τραβούσε πάνω το σχοινί, θα το έλυνε από τον γάντζο, θα έκλεινε το παράθυρο, θα το ασφάλιζε από μέσα, και θα έφευγε κατά τον τρόπο με τον όποιο αρχικά μπήκε. Ως δευτερεύων στοιχείο, μπορεί να παρατηρηθεί», συνέχισε, ψηλαφώντας το σχοινί, «πως ο ξυλοπόδαρος φίλος μας, μολονότι καλός αναρριχητής, δεν ήταν επαγγελματίας ναυτικός. Τα χέρια δεν ήταν καν ροζιασμένα. Ο φακός μου που αποκαλύπτει ίχνη αίματος σε περισσότερα από ένα σημείο, ιδιαίτερα προς την άκρη του σχοινιού, από το οποίο συμπεραίνω πως γλίστρησε κάτω με τέτοια ταχύτητα που έσκισε τα χέρια του.»
«Πολύ καλά όλα αυτά», είπα, «όμως το πράγμα γίνεται ακόμη πιο ακαταλαβίστικο από ποτέ. Τι έχεις να πεις για το μυστηριώδη σύμμαχο; Πως εισήλθε στο δωμάτιο;»
«Ναι, ο σύμμαχος!» επανέλαβε ο Χολμς συλλογισμένα. «Αυτά είναι τα στοιχεία ενδιαφέροντος σχετικά με το σύμμαχο. Απομακρύνει την υπόθεση από το χώρο του κοινότοπου. Έχω την εντύπωση πως ο συγκεκριμένος σύμμαχος ανοίγει νέους ορίζοντες στα χρονικά του εγκλήματος ετούτης της χώρας —μολονότι παράλληλες υποθέσεις έρχονται στο νου από την Ινδία, κι αν η μνήμη δεν μ' απατά, από την Σενεγκάμπια (Senegambia).
«Πως ήρθε, τότε;» επανέλαβα. «Η πόρτα είναι κλειδωμένη, το παράθυρο είναι απρόσιτο. Μήπως μέσα από την καμινάδα;»
«Το τζάκι είναι πάρα πολύ μικρό», απάντησε. «Είχα ήδη λάβει υπ'όψιν μου την πιθανότητα αυτή.»
«Πως, τότε;» επέμεινα.
«Δεν εφαρμόζεις τους κανόνες μου», είπε, κουνώντας το κεφάλι του. «Πόσες φορές σου έχω πει πως όταν αποκλείσεις το αδύνατο, ότι απομένει, όσο απίθανο κι αν είναι, οφείλει να είναι η αλήθεια; Γνωρίζουμε πως δεν μπήκε από την πόρτα, το παράθυρο, ή την καμινάδα. Ξέρουμε επίσης πως δεν θα μπορούσε να κρυφθεί στο δωμάτιο, καθώς δεν είναι εφικτή η απόκρυψη. Τότε, από πού ήρθε;»
«Μπήκε μέσα από την τρύπα στην οροφή!» φώναξα.
«Φυσικά. Πρέπει να το έκανε.. Αν είχες την καλοσύνη να μου κρατήσεις την λάμπα, θα επεκτείναμε την έρευνα μας στο δωμάτιο από πάνω — το μυστικό δωμάτιο στο οποίο βρέθηκε ο θησαυρός.»
Σκαρφάλωσε τα σκαλοπάτια, και πιάνοντας τα δοκάρια της οροφής, ανασηκώθηκε μέσα στην σοφίτα. Κατόπιν, ξαπλωμένος μπρούμυτα, άπλωσε το χέρι για την λάμπα και την κράτησε καθώς τον ακολούθησα.
Ο θάλαμος στον οποίο βρεθήκαμε είχε μέγεθος τρία μέτρα επί δύο. Το πάτωμα σχηματιζόταν από τα δοκάρια, με λεπτά σανίδια και σοβά μεταξύ τους, έτσι ώστε για να περπατήσει κάποιος έπρεπε να πηγαίνει από δοκάρι σε δοκάρι. Η οροφή κατέληγε σε μια κορυφή κι ήταν προφανές πως αποτελούσε τον εσωτερικό χώρο της πραγματικής οροφής του σπιτιού. Δεν υπήρχαν έπιπλα οιουδήποτε είδους, κι η συσσωρευμένη σκόνη χρόνων κάλυπτε με ένα παχύ στρώμα το πάτωμα.
«Ορίστε, δες μόνος σου», είπε ο Σέρλοκ Χολμς, ακουμπώντας το χέρι του πάνω στον πλαγιαστό τοίχο. «Εδώ υπάρχει μια καταπακτή που βγάζει έξω στην στέγη. Την πιέζω και να η στέγη καθ' αυτή, κυλώντας σε μια ήπια κλίση. Αυτός, λοιπόν, είναι ο τρόπος κατά τον οποίο εισήλθε ο Υπ' αριθμόν Ένα. Να δούμε αν μπορούμε να βρούμε κάποια άλλα ίχνη της ταυτότητας του;»
Χαμήλωσε την λάμπα στο πάτωμα, και καθώς το έκανε είδα για δεύτερη φορά εκείνο το βράδυ ένα ξαφνιασμένο, έκπληκτο βλέμμα να περνά από το πρόσωπο του. Από μεριάς μου, καθώς ακολούθησα το βλέμμα του, το δέρμα μου πάγωσε κάτω από τα ρούχα μου. Το πάτωμα ήταν πυκνό-καλυμμένο από τα αποτυπώματα ενός γυμνού ποδιού —ευδιάκριτου, σαφώς προσδιορισμένου, τέλεια σχηματισμένου, αλλά μόλις στο μισό μέγεθος ποδιών ενός συνηθισμένου ανθρώπου.
«Χολμς,» είπα με ένα ψίθυρο, «ένα παιδί έκανε αυτό το φρικτό πράγμα.»
Είχε επανακτήσει την αυτοκυριαρχία του στιγμιαία.
«Ταράχτηκα προς στιγμής», είπε, «αλλά το θέμα είναι απολύτως φυσιολογικό. Η μνήμη μου δε λειτούργησε, ειδάλλως θα ήμουν σε θέση να το προβλέψω. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να μάθουμε εδώ. Ας κατέβουμε κάτω.»
«Ποια είναι η θεωρία σου, λοιπόν, σχετικά με εκείνες τις πατημασιές;» Ρώτησα ανυπόμονα όταν είχαμε επανέρθει για άλλη μια φορά στο κάτω δωμάτιο.
«Αγαπητέ μου Γουώτσον, δοκίμασε να κάνεις και μόνος σου μια ανάλυση», είπε με ένα ίχνος ανυπομονησίας. «Γνωρίζεις τις μεθόδους μου. Εφάρμοσε τις, και θα αποβεί ιδιαίτερα διδακτικό να συγκρίνουμε τα αποτελέσματα μας.»
«Αδυνατώ να συλλογισθώ κάτι το οποίο να καλύπτει τα γεγονότα», απάντησα.
«Θα σου διασαφηνισθούν αρκετά συντόμως», είπε, με κοφτό τρόπο. «Πιστεύω πως δεν υπάρχει τίποτα άλλο σημασίας εδώ, όμως θα ψάξω.»
Τράβηξε τον φακό του και μια ταινία μέτρησης και πέφτοντας στα γόνατα του κινήθηκε βιαστικά μέσα στο δωμάτιο, μετρώντας, συγκρίνοντας, εξετάζοντας, με την μακριά λεπτή του μύτη μόλις λίγα εκατοστά από τις σανίδες με τα παρατηρητικά μάτια του να γυαλίζουν, προσηλωμένα σαν κάποιου πουλιού. Τόσο γοργές, αθόρυβες, κι αδιόρατες υπήρξαν οι κινήσεις του, όπως εκείνες εντός εκπαιδευμένου λαγωνικού που είχε εντοπίζει κάποια οσμή, ώστε δεν μπόρεσα να μη σκεφθώ τι τρομερός εγκληματίας θα είχε γίνει αν είχε στρέψει όλη του την ενεργητικότητα και την σωφροσύνη ενάντια στον νόμο αντί να τις αφιερώνει στην προάσπιση του. Καθώς έψαχνε ολόγυρα, μονολογούσε διαρκώς, και τελικά ξέσπασε σε μια δυνατή κραυγή ικανοποίησης.
«Σίγουρα είμαστε τυχεροί», είπε. «Ελάχιστα προβλήματα θα πρέπει να έχουμε πλέον. Ο Υπ' Αριθμόν Ένα είχε την ατυχία να περπατήσει στο κρεόζωτο. Βλέπεις εδώ το περίγραμμα της άκρης του μικρού ποδιού στο πλάι της δύσοσμης αυτής ουσίας. Η νταμιτζάνα έχει ραγίσει, βλέπεις, και το υλικό έχει διαρρεύσει έξω.»
«Και λοιπόν;» ρώτησα. «Μα, τον τσακώσαμε, αυτό είναι όλο», είπε. «Γνωρίζω πως ένας σκύλος θα ακολουθούσε αυτήν την
μυρωδιά στην άκρη του κόσμου. Αν μια αγέλη μπορεί να ακολουθήσει μια υποψία οσμής μέσα από μια κομητεία, πόσο μακριά μπορεί ένα ειδικά εκπαιδευμένο λαγωνικό να ακολουθήσει μια τόσο έντονη οσμή σα κι αυτή; Ακούγεται σαν το σύνολο του κανόνα των τριών. Η απάντηση θα μας δώσει το — Μα όπ! Να κι οι διαπιστευμένοι εκπρόσωποι του νόμου.»
Βαριά βήματα και η οχλοβοή δυνατών φωνών ακούγονταν από κάτω, και η πόρτα της εισόδου έκλεισε με δυνατό θόρυβο.
«Πριν έρθουν», είπε ο Χολμς, «ακούμπησε απλά το χέρι σου στο μπράτσο ετούτου του κακομοίρη, κι εδώ στο πόδι του. Τι νοιώθεις;»
«Οι μύες είναι σκληροί σα σανίδι», απάντησα.
«Ακριβώς έτσι. Βρίσκονται σε μια κατάσταση ακραίας σύσπασης, υπερβαίνοντας κατά πολύ τη συνήθη νεκρική ακαμψία. Σε συνδυασμό με την παραμόρφωση του προσώπου του, αυτό το Ιπποκρατικό χαμόγελο ή ‘σαρδόνιο σπασμό' (risus sardonicus) όπως το αποκαλούσαν οι παλαιότεροι συγγραφείς, τι συμπέρασμα θα ερχόταν στο μυαλό σου;»