7. Το συμβάν του βαρελιού (1)
Οι αστυνομικοί είχαν φέρει μαζί τους μια άμαξα, και μ' αυτή συνόδεψα την Δδα Μόρσταν στην κατοικία της. Κατά τον αγγελικό γυναικείο τρόπο, είχε υπομείνει την κατάσταση με γαλήνιο πρόσωπο εφόσον υπήρχε κάποιος περισσότερο αδύναμος από την ίδια για να παρηγορήσει, και την είχα βρει κεφάτη κι ατάραχη στο πλευρό της τρομοκρατημένης οικονόμου. Στην άμαξα, ωστόσο, αρχικά λιποψύχησε και κατόπιν ξέσπασε σε γοερό κλάμα —τόσο επώδυνα είχε δοκιμασθεί από τις περιπέτειες της νύχτας. Έκτοτε μου έχει αναφέρει πως με θεώρησε ψυχρό κι απόμακρο σε εκείνο το ταξίδι. Ελάχιστα μάντεψε την αγωνία της καρδιάς μου, ή την άσκηση της αυτοκυριαρχίας που με κράτησε στη θέση μου. Η συμπαράσταση κι η αγάπη μου πέταξαν σε εκείνη, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με το χέρι μου στον κήπο. Ένοιωσα πως χρόνια ολόκληρα συμβιβασμών της ζωής δεν θα είχαν καταφέρει να με διδάξουν τη γλυκιά, γενναία φύση της όσο εκείνη η μοναδική μέρα των περίεργων εμπειριών. Εντούτοις δυο σκέψεις υπήρχαν που κρατούσαν τις λέξεις στοργής στα χείλη μου. Ήταν αδύναμη κι αβοήθητη, ταραγμένη σε μυαλό και νεύρα. Θα την έβρισκα σε μειονεκτική θέση αν προέβαλα αδιάκριτα την αγάπη μου σε μια τέτοια στιγμή. Χειρότερα ακόμη, ήταν πλούσια. Αν οι έρευνες του Χολμς απέβαιναν επιτυχείς, θα ήταν μια πλούσια κληρονόμος. Θα ‘ταν δίκαιο, θα ‘ταν έντιμο, ένας χειρούργος με μισθό διαθεσιμότητας να εκμεταλλευτεί την οικειότητα που η τύχη είχε προκαλέσει; Δεν θα με έβλεπε σαν έναν απλό κοινό προικοθήρα; Δεν θα άντεχα να ριψοκινδυνέψω μια τέτοια σκέψη να περάσει από το μυαλό της. Εκείνος ο θησαυρός του Agra παρενέβη σαν ένα αδιάβατο φράγμα ανάμεσα μας.
Είχε πάει σχεδόν δυο η ώρα όταν φτάσαμε στης κ. Σέσιλ Φόρεστερ. Οι υπηρέτες είχαν αποσυρθεί εδώ και ώρες, όμως η Κα Φόρεστερ είχε ενδιαφερθεί από το περίεργο μήνυμα το οποίο η Δδα Μόρσταν είχε λάβει ώστε είχε μείνει ξύπνια με την ελπίδα της επιστροφής της. Άνοιξε η ίδια την πόρτα, μια
μεσήλικη, γεμάτη χάρη γυναίκα, και με γέμισε χαρά βλέποντας πόσο τρυφερά το χέρι της γλίστρησε γύρω από την μέση της άλλης και πόσο μητρική ήταν η φωνή με την οποία την χαιρέτισε. Ήταν σαφές πως δεν ήταν απλά ζήτημα πληρωμής μα μια αγαπητή φίλη. Συστήθηκα, κι η Κα Φόρεστερ με παρακάλεσε από καρδιάς να περάσω μέσα και να της πω τις περιπέτειες μας. Εξήγησα, ωστόσο, την σημασία της αποστολής μου κι υποσχέθηκα με συνέπεια να επισκεφθώ και να αναφέρω κάθε πρόοδο την οποία θα είχαμε στην υπόθεση. Καθώς απομακρυνόμασταν έριξα μια κλεφτή ματιά πίσω, και μου φαίνεται πως βλέπω ακόμη τη μικρή συντροφιά στο κατώφλι —τις δυο χαριτωμένες, πλάι-πλάι φιγούρες, την μισάνοιχτη πόρτα, το φως της εισόδου να φέγγει πίσω από το χρωματιστό τζάμι, το βαρόμετρο, και την γυαλιστερή κουπαστή της σκάλας. Ήταν ανακουφιστική για μένα ακόμη κι εκείνη η φευγαλέα ματιά ενός γαλήνιου Αγγλικού σπιτικού καταμεσής της άγριας, σκοτεινής υπόθεσης η οποία μας είχε απορροφήσει.
Κι όσο περισσότερο συλλογιζόμουν τι είχε συμβεί, τόσο πιο δύσκολο και πιο σκοτεινό γινόταν. Αναλογίστηκα εν τω συνόλω την ιδιάζουσα ακολουθία των γεγονότων καθώς περνούσα μέσα από σιωπηλούς, φωτισμένους από γκάζι δρόμους. Υπήρχε το αρχικό ζήτημα: αυτό τουλάχιστον ήταν αρκετά σαφές πλέον. Ο θάνατος του Λοχαγού Μόρσταν, η αποστολή των μαργαριταριών, η αγγελία, η επιστολή— είχαμε φωτίσει όλα αυτά τα γεγονότα. Μας είχαν μονάχα οδηγήσει, ωστόσο, σε ένα βαθύτερο και κατά πολύ τραγικότερο μυστήριο. Ο Ινδικός θησαυρός, το αλλόκοτο σχέδιο που βρέθηκε στις αποσκευές του Μόρσταν, η περίεργη σκηνή κατά τον θάνατο του Ταγματάρχη Σόλτο, η εκ νέου ανακάλυψη του θησαυρού ακολουθούμενη αμέσως από τον φόνο του υπεύθυνου, τα ίδια τα μοναδικά συμπληρωματικά στοιχεία του εγκλήματος, οι πατημασιές, τα αξιοσημείωτα όπλα, οι λέξεις επί της κάρτας, αντιστοιχώντας σε εκείνες πάνω στο σχέδιο του Λοχαγού Μόρσταν —αποτελούσαν όντως ένα λαβύρινθο στον οποίο ένας άντρας λιγότερο μοναδικά προικισμένος από τον συγκάτοικο μου κάλλιστα θα απογοητευόταν στο να βρει ποτέ την έξοδο.
Η Πίντσιν Λέην ήταν μια σειρά από φτωχικά, διώροφα πλινθόκτιστα σπίτια στην χαμηλότερη περιοχή του Λάμπεθ. Χρειάστηκε να χτυπήσω αρκετά στο Νο 3 πριν κατορθώσω να κάνω αισθητή την παρουσία μου. Εντέλει, όμως, υπήρξε η αναλαμπή ενός κεριού πίσω από την κουρτίνα, κι ένα πρόσωπο κοίταξε έξω από το πάνω παράθυρο.
«Φύγε, μεθυσμένε αγύρτη,» είπε το πρόσωπο. «Αν κάνεις θόρυβο ακόμη μια φορά, θα ανοίξω το κυνοκομείο και θα αμολήσω πάνω σου σαράντα-τρεις σκύλους.»
«Αν αμολήσεις κι έναν, τότε η δουλειά για την οποία ήρθα θα ‘χει γίνει,» είπα.
«Φύγε!» φώναξε η φωνή. «Μα τον μεγαλοδύναμο, έχω ένα λοστό σε τούτη την τσάντα, και θα στο ρίξω στο κεφάλι αν δεν το κλείσεις!»
«Μα θέλω έναν σκύλο» φώναξα.
«Δεν θα το συζητήσω!» φώναξε ο Κος Σέρμαν. «Τώρα απομακρύνσου, γιατί όταν πω «τρία», θα φας το λοστό.»
«Ο Κος Σέρλοκ Χολμς» άρχισα, μα οι λέξεις είχαν ένα εντελώς μαγικό αποτέλεσμα, γιατί το παράθυρο στη στιγμή έκλεισε με θόρυβο, και μέσα σε λίγες στιγμές η πόρτα είχε ξεαμπαρωθεί κι ανοίξει. Ο Κος Σέρμαν ήταν ένας μακρυκάνης, ισχνός γέρος, με κυρτούς ώμους, ένα νευρώδη λαιμό, και γαλαζόχρωμα γυαλιά.
«Ένας φίλος του Κου Σέρλοκ είναι πάντοτε ευπρόσδεκτος,» είπε. «Περάστε μέσα, κύριε. Μείνετε μακριά από τον ασβό, γιατί δαγκώνει. Αχ, αταχτούλα, αταχτούλα, θα ήθελες να δαγκώσεις τον κύριο;» Αυτό το είπε σε μια ερμίνα που τίναξε το μοχθηρό της κεφάλι και τα κόκκινα μάτια της μέσα από τα κάγκελα του κλουβιού της. «Μην της δίνετε σημασία, κύριε, μια σαύρα είναι μόνο. Δεν έχει δόντια, έτσι την αμολάω στο δωμάτιο γιατί τρώει τα ζουζούνια. Συγχωράτε με που ‘μουν λιγάκι αψύς μαζί σας, μα παίζουν μαζί μου τα παιδιά, και είναι πολλά που ‘ρχονται από ‘δω και με ξυπνάνε. Τι ‘θελε ο Κος Σέρλοκ Χολμς, κύριε;»
«Θα ήθελε ένα από τα σκυλιά σας.»
«Αχά! Κι αυτός θα ήταν ο Τόμπυ.»
«Μάλιστα, Τόμπυ ήταν το όνομα.»
«Ο Τόμπυ είναι στο Νο 7, στα αριστερά από εδώ.»
Κινήθηκε αργά με το κερί του μέσα από την αλλοπρόσαλλη οικογένεια ζώων που είχε μαζέψει τριγύρω του. Στο αβέβαιο, ημίφως διέκρινα αμυδρά πως υπήρχαν λαμπερά, γυαλιστερά μάτια που μας κοιτούσαν από κάθε άνοιγμα και κάθε γωνιά. Ακόμη και τα δοκάρια πάνω από τα κεφάλια μας ήταν γεμάτα από βαριά πουλερικά, που τεμπέλικα μετακινούσαν το βάρος τους από πόδι σε πόδι καθώς οι φωνές μας ενοχλούσαν τον ύπνο τους.
Ο Τόμπυ τελικά απεδείχθη πως ήταν ένα άσχημο, μακριού τριχώματος και κρεμαστών αυτιών πλάσμα, διασταύρωση σπάνιελ και λάρτσερ, καφετής και λευκός σε χρώμα, με έναν ιδιαίτερα αδέξιο λικνιστό διασκελισμό. Δέχτηκε, έπειτα από κάποιο δισταγμό, ένα σβώλο ζάχαρης τον οποίο ο γέρο-φυσιοδίφης μου έδωσε κι έχοντας σφραγίσει έτσι την συμμαχία μας, με ακολούθησε στην άμαξα και δεν έφερε καμία αντίρρηση να με συνοδεύσει. Είχε μόλις χτυπήσει τρεις στο ρολόι του Παλατιού όταν βρέθηκα για ακόμη μια φορά πίσω στην Οικία Ποντιτσέρι. Ο πάλαι ποτέ πυγμάχος ΜκΜέρντο είχε, όπως ανακάλυψα, συλληφθεί ως συνεργός, και τόσο εκείνος όσο και ο κ. Σόλτο είχαν προσαχθεί στο τμήμα. Δυο αστυνομικοί φύλαγαν την στενή είσοδο, αλλά μου επέτρεψαν να περάσω με το σκύλο στην αναφορά του ονόματος του ντετέκτιβ.
Ο Χολμς στεκόταν στο κατώφλι έχοντας τα χέρια στις τσέπες του, καπνίζοντας την πίπα του.
«Αχά, τον έφερες!» είπε. «Καλό σκυλί, λοιπόν! Ο Άθελνυ Τζόουνς έχει φύγει. Είχαμε μια αφάνταστη επίδειξη ενέργειας αφότου έφυγες. Συνέλαβε όχι μόνο τον φίλο Θαντέους αλλά και τον θυρωρό, την οικονόμο, και τον Ινδό υπηρέτη. Παρεκτός του υπαστυνόμου πάνω, έχουμε το μέρος δικό μας. Άσε το σκύλο εδώ και έλα πάνω.»
Δέσαμε τον Τόμπυ στο τραπέζι της σάλας και ξανανεβήκαμε τα σκαλιά. Το δωμάτιο ήταν όπως το είχαμε αφήσει, εκτός από ένα σεντόνι που είχε ριχθεί πάνω από την κεντρική μορφή. Ένας κουρασμένος αρχιφύλακας βρισκόταν ακουμπισμένος στην γωνία.
Δώσε μου το bull's eye, αρχιφύλακα,» είπε ο σύντροφος μου. «Τώρα δέσε αυτό το κομματάκι χαρτί γύρω από το λαιμό μου, ώστε να κρέμεται μπροστά μου. Σε ευχαριστώ. Τώρα πρέπει να βγάλω τις μπότες και τις κάλτσες μου. Απλά μετέφερε τις κάτω μαζί σου, Γουώτσον. Θα κάνω λίγο αναρρίχηση. Και βούτα το μαντήλι μου μέσα στο κρεόζωτο. Αρκεί. Τώρα ανέβα στην σοφίτα μαζί μου για μια στιγμή.»
«Σκαρφαλώσαμε με δυσκολία μέσα από την τρύπα. Ο Χολμς έστρεψε το φως του για ακόμη μια φορά πάνω στις πατημασιές στην σκόνη.
«Θα επιθυμούσα ιδιαίτερα να προσέξεις αυτές τις πατημασιές,» είπε. «Παρατηρείς κάτι το αξιοσημείωτο σχετικά;»
«Ανήκουν,» είπα, «σε παιδί ή σε μικροκαμωμένη γυναίκα.»
«Εκτός από το μέγεθος τους, ωστόσο. Υπάρχει κάτι άλλο;»
«Δείχνουν όπως οποιεσδήποτε άλλες πατημασιές.»
«Καθόλου. Κοίτα εδώ! Αυτό είναι το αποτύπωμα ενός δεξιού ποδιού πάνω στην σκόνη. Τώρα πατάω με το δικό μου γυμνό πόδι πλάι της. Ποια είναι η σημαντική διαφορά;»
«Τα δάκτυλα σου είναι όλα στριμωγμένα μαζί. Το άλλο αποτύπωμα έχει κάθε δάκτυλο να ξεχωρίζει ευδιάκριτα.»
«Ακριβώς. Αυτό εννοούσα. Να το θυμάσαι. Τώρα, θα είχε την καλοσύνη να βγεις από αυτήν την καταπακτή και να μυρίσεις την άκρη του ξύλου; Θα παραμείνω εδώ, μιας κι έχω αυτό το μαντήλι στο χέρι μου.»
Έκανα όπως με πρόσταξε και στην στιγμή αντιλήφθηκα μια έντονη οσμή από κατράμι.
«Εκεί είναι που ακούμπησε το πόδι του βγαίνοντας έξω. Αν κι εσύ μπορείς να τον εντοπίσεις, πιστεύω πως ο Τόμπι δεν θα συναντήσει την παραμικρή δυσκολία. Τώρα τρέχα κάτω, λύσε τον σκύλο, κι έχε τον νου σου για τον Μπλοντίν.»
Την ώρα που βγήκα στο κτήμα ο Σέρλοκ Χολμς βρισκόταν στην στέγη, και τον διέκρινα σαν ένα πελώριο φωτεινό σκουλήκι να σέρνεται πολύ αργά κατά μήκους της. Τον έχασα πίσω από μια σειρά καμινάδων, μα αμέσως ξαναφάνηκε κι έπειτα χάθηκε και πάλι στην άλλη πλευρά. Όταν πήγα από την άλλη τον βρήκα καθισμένο σε μια γωνιακή μαρκίζα.
«Εσύ είσαι Γουώτσον;» φώναξε.
«Ναι.»
«Εδώ είναι. Τι είναι αυτό το μαύρο πράγμα εκεί κάτω;»
«Ένα βαρέλι νερού.»
«Με καπάκι;»
«Ναι.»
«Κανένα ίχνος σκάλας;»
«Όχι.»
«Που να τον πάρει τον τύπο! Είναι εξαιρετικά επικίνδυνο μέρος. Θα μπορούσα να κατέβω από εκεί που κατέβηκε. Η υδρορροή δείχνει αρκετά σταθερή. Άντε, κι ότι γίνει.»
Ακούστηκε ένα σύρσιμο ποδιών, κι η λάμπα άρχισε να κατεβαίνει σταθερά στην πλευρά του τοίχου. Στην συνέχεια με ένα ελαφρύ πήδημα έπεσε στο βαρέλι κι από εκεί στο έδαφος.
«Ήταν εύκολο να τον ακολουθήσω,» είπε, βάζοντας τις κάλτσες και τις μπότες του. «Τα κεραμίδια ήταν ανασυρμένα καθ' όλη την διαδρομή, και στην βιασύνη του έπεσε αυτό. Επιβεβαιώνει τη διάγνωση μου, όπως θα το εκφράζατε ελόγου σας οι γιατροί.»
Το αντικείμενο το οποίο μου έδειξε ήταν ένα σακούλι ή πουγκί πλεγμένο από πολύχρωμα χόρτα και με μερικές φανταχτερές χάντρες κολλημένες γύρω του. Σε σχήμα και μέγεθος δεν διέφερε από μια ταμπακέρα. Μέσα της βρίσκονταν μια ντουζίνα αγκάθια από σκούρο ξύλο, αιχμηρές στην μια άκρη και στρογγυλεμένες από την άλλη, ακριβώς όπως αυτό που είχε χτυπήσει τον Μπαρθόλομιου Σόλτο.
«Είναι κολασμένα πράματα,» είπε. «Πρόσεξε να μην τρυπηθείς. Χαίρομαι που τα βρήκαμε, γιατί υπάρχει περίπτωση να είναι όλα όσα είχε. Λιγότερος φόβος για μένα ή για σένα να βρούμε ένα από δαύτα στο δέρμα μας κάποια στιγμή. Ευχαρίστως θα αντιμετώπιζα μια σφαίρα από ένα Μαρτίνι (Martini Bullet – Πιθανή αναφορά στο Αγγλικής προέλευσης όπλο Martini-Enfield). Είσαι μέσα για μια ζόρικη πεζοπορία έξι μιλίων, Γουώτσον;»
«Βεβαίως.» απάντησα.
«Το πόδι σου θα το αντέξει;»
«Ώ, μα ναι.»
«Εδώ μου είσαι, σκυλάκι! Καλέ μου γέρο Τόμπυ! Μύρισε το, Τόμπυ, μύρισε το!»
Έσπρωξε το μαντήλι με το κρεώζοτο κάτω από την μύτη του σκυλού καθώς το ζώο στεκόταν με τα χνουδάτα πόδια του ανοιγμένα, και με ένα εξαιρετικά αστείο κόρδωμα του κεφαλιού του, σαν ειδήμων που οσμίζεται ένα ξακουστό οίνο. Ο Χολμς τότε πέταξε το μαντήλι σε κάποια απόσταση, έδεσε ένα χοντρό λουρί στο κολάρο του μπασταρδόσκυλου, και το οδήγησε στη βάση του βαρελιού με το νερό. Το ζώο αμέσως ξέσπασε σε μια διαδοχή στριγκών τρεμουλιαστών κραυγών και, με την μουσούδα του στο έδαφος και την ουρά του στον αέρα, κινήθηκε αποφασιστικά στο μονοπάτι με ένα ρυθμό που τέντωσε το λουρί του και μας κράτησε στο μέγιστο της ταχύτητας μας.
Η ανατολή σταδιακά φωτιζόταν, και βλέπαμε πλέον σε κάποια απόσταση μέσα στο παγερό γκρίζο φως. Το τετράγωνο, ευμέγεθες σπίτι, με τα σκοτεινά, άδεια παράθυρα και τους ψηλούς, γυμνούς τοίχους του, υψωνόταν, θλιμμένο κι ερημωμένο, πίσω μας. Η πορεία μας οδήγησε μέσα από τα κτήματα, μέσα κι έξω ανάμεσα από τα χαντάκια και τις λακκούβες οι οποίες τα σημάδευαν και τα έτεμναν. Όλο το μέρος, με τους διάσπαρτους σωρούς από χώμα και τους καχεκτικούς θάμνους, είχε μια συφοριασμένη, δυσοίωνη όψη η οποία ερχόταν σε αρμονία με την ζοφερή τραγωδία που το επισκίαζε.
Φτάνοντας στην μεσοτοιχία ο Τόμπυ έτρεξε κατά μήκους της, κλαψουρίζοντας ανυπόμονα, κάτω από την σκιά της, και στάθηκε εντέλει σε μια γωνία που σκεπαζόταν από μια νεαρή οξιά. Εκεί που τα δυο τοιχία ενώνονταν, αρκετά τούβλα είχαν ξεκολληθεί, κι οι εσοχές που απέμεναν ήταν φθαρμένες και στρογγυλεμένες στα χαμηλότερα μέρη, σα να είχαν συχνά χρησιμοποιηθεί για σκάλα. Ο Χολμς σκαρφάλωσε, και παίρνοντας από εμένα τον σκύλο τον έριξε από την άλλη μεριά.
«Ορίστε το αποτύπωμα από το χέρι του ξυλοπόδαρου μας,» σχολίασε καθώς σκαρφάλωσα πλάι του. «Βλέπεις την ελαφριά κηλίδα αίματος πάνω στον λευκό σοβά. Ήμαστε τυχεροί που δεν είχαμε καθόλου βαριά βροχή χθες! Η οσμή θα παραμείνει στον δρόμο παρά το είκοσι-οχτάωρο προβάδισμα που έχουν.»