Αλλάζοντας χρονιά στη Σόφια (2)
Το πιο φωτογραφημένο σημείο της Σόφιας είναι το μάλλον άσχημο άγαλμα της Αγίας Σοφίας (ok, αν το δεις καναδυό φορές δεν σου φαίνεται και τόσο άσχημο) που στέκεται στα 20 μέτρα, εκεί που μέχρι το 1991 ήταν το άγαλμα του Λένιν, δίπλα στο σταθμό του μετρό Serdika. Το έφτιαξε ο γλύπτης Georgi Chapkanov από μπρούτζο και χαλκό και τοποθετήθηκε στο συγκεκριμένο σημείο το 2000. Στην πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση με την Αγία Σοφία, είναι ένας συνδυασμός της αρχαίας Αθηνάς και της αρχαίας Σοφίας και η εκκλησία δεν ήθελε να συνδεθεί με κανέναν τρόπο μαζί της, επειδή θεώρησε το άγαλμα πολύ παγανιστικό και πολύ σέξι – κάποιοι λένε ότι αναπαριστά την σύζυγο ή την κόρη του δήμαρχου Stefan Sofiyanski.
Το ελληνικό στοιχείο είναι έντονο στη Σόφια γιατί πολλές επιχειρήσεις (πάνω από 15.000) έχουν δημιουργήσει θυγατρικές εταιρείες εκεί τα τελευταία χρόνια ή έχουν μεταφέρει την έδρα τους στη Βουλγαρία, λόγω του σταθερού οικονομικού περιβάλλοντος που παρέχει και της χαμηλής φορολογίας, αν και πολλές είναι εντελώς μούφα, χωρίς πραγματική επιχειρηματική δραστηριότητα. Ένας Βούλγαρος ταξιτζής που μίλαγε ελληνικά με έντονη κρητική προφορά (είχε μεγαλώσει στο Ηράκλειο) μας έδωσε και συμβουλές για το πώς μπορούμε πολύ εύκολα να ιδρύσουμε μια εικονική εταιρεία στη Σόφια, ενώ ταυτόχρονα μας πρότεινε να δούμε τα απομεινάρια της ρωμαϊκής εποχής που βρίσκονται κάτω από την πόλη και είναι επισκέψιμα. Η αλήθεια είναι ότι ο τρόπος που έχουν αναδείξει τα αρχαία τους είναι εντυπωσιακός, ωστόσο η ξεναγός που μας συνόδεψε στη βόλτα στο κέντρο παραπονιόταν συνεχώς για την κακοδιαχείριση και τα πολιτικά παιχνίδια που παίζονται με τα δημόσια κτίρια.
Την ημέρα την Πρωτοχρονιάς, λίγο πριν ξεκινήσει η ατελείωτη βόλτα στους δρόμους γύρω από την Rakovski και την Pirotska street –κι ενώ δεν βρήκαμε ανοιχτό ούτε ένα από τα μαγαζιά με το καταπληκτικό πρωινό που τρώγαμε τις προηγούμενες μέρες– πήγαμε στη Σιμενόβο, σε μια γειτονιά στα προάστια της Σόφιας, για να δούμε το σπίτι σαλιγκάρι, ένα υποτίθεται δυνατό hotspot και από τα πιο δημοφιλή αξιοθέατα, το οποίο δεν είχε ούτε ακουστά ο ταξιτζής που μας μετέφερε και έπρεπε να ψάξει στο GPS για να το βρει. Θα πρέπει να πήγαμε αρκετά βόρεια, γιατί όσο πλησιάζαμε στο χίπικο κτίριο με τα πέντε πατώματα, το χιόνι σκέπαζε τα πάντα.
Το γιγαντιαίο σαλιγκάρι που είναι βαμμένο στα χρώματα του ουράνιου τόξου και δεν έχει ούτε μία γωνία, ούτε μία άκρη, ούτε έναν ίσιο τοίχο, κατοικείται κανονικά κι ας μοιάζει με τεράστιο παιδικό παιχνίδι ή με μουσείο αλλόκοτων εκθεμάτων. Η πόρτα του είναι το στόμα του σαλιγκαριού και όταν ανοίγει και τη διαπερνάς, μοιάζει σαν να σε καταπίνει, η καμινάδα είναι μια τεράστια μέλισσα και οι κεραίες είναι αλεξικέραυνα, τα μάτια αγωγοί εξαερισμού και τα καλοριφέρ είναι μεταμφιεσμένα σε βατράχια, πασχαλίτσες και κολοκύθες. Η έκπληξη του ταξιτζή όταν το αντίκρισε ήταν όλα τα λεφτά. Θα πρέπει να τον εντυπωσίασε τρελά, γιατί ανέβηκε στον απέναντι λόφο και μέχρι να φύγουμε δεν σταμάτησε να βγάζει σέλφι.
Όσο ασυνήθιστο και να είναι το σπίτι σαλιγκάρι, το πιο περίεργο θέαμα που θα δεις ως πρωτάρης στη Σόφια είναι τα klek, τα μαγαζάκια που βρίσκονται παντού διασκορπισμένα κατά μήκος των δρόμων και είναι τόσο χαμηλά που πρέπει να σκύψεις για να ψωνίσεις τσιγάρα, μπίρα ή ένα πακέτο χαρτομάντιλα. Η λέξη «klek» στα βουλγάρικα σημαίνει «οκλαδόν» και τα klek μαγαζιά είναι «αυτά που πρέπει να γονατίζεις για να ψωνίσεις», επειδή είναι υπόγεια κι ημιυπόγεια, και βρίσκονται πολύ χαμηλά, κοντά στο επίπεδο του δρόμου. Ως εικόνα είναι μοναδική, κι επειδή φαίνονται τόσο άβολα για κάποιον ξένο, συνήθως τα προσπερνάει χωρίς να ψωνίσει (οι Γιαπωνέζοι πριν από μερικά χρόνια έκαναν ολόκληρο ρεπορτάζ για τα klek της Σόφιας, αναφέροντάς τα ως «τα ψιλικατζίδικα που δεν μοιάζουν με κανένα άλλο μαγαζί, οπουδήποτε στον κόσμο»).
Η ιστορία των klek δεν είναι και τόσο παλιά, ξεκινάει μετά την πτώση του κομμουνισμού στη Βουλγαρία το 1989, όταν άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα ιδιωτικά μαγαζιά, μέχρι τότε όλες οι επιχειρήσεις ανήκαν στο κράτος. Τα πρώτα χρόνια η βουλγάρικη κοινωνία ήταν σε μεγάλο σοκ λόγω των μεγάλων αλλαγών και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση ήταν δύσκολες και ασαφείς, έτσι οι άνθρωποι έπρεπε να επινοήσουν δημιουργικούς τρόπους για να τα βγάλουν πέρα. Κάπως έτσι προέκυψαν τα πρώτα klek, από ανθρώπους που είχαν στην ιδιοκτησία τους υπόγεια στο επίπεδο του δρόμου – τα γέμισαν με τσιγάρα και αλκοόλ και άνοιξαν ένα παραθυράκι για να μπορούν να τα πωλούν. Το κεφάλι του πωλητή ήταν στο επίπεδο που ήταν τα παπούτσια του πελάτη, αλλά κανένας δεν το έβρισκε ενοχλητικό, σημασία είχε ότι δεν πλήρωνε ενοίκιο για το μαγαζί και ό,τι και να έβγαζε ήταν κέρδος.
Ακόμη και σήμερα που η Βουλγαρία είναι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η οικονομική κατάσταση στη χώρα έχει αλλάξει, εξακολουθούν να ανοίγουν klek, έτσι το κέντρο είναι γεμάτο από ψιλικατζίδικα που εκ πρώτοις νομίζεις ότι απευθύνονται σε hobbit. Βέβαια, σήμερα τα klek έχουν γίνει όπως ήταν τα αθηναϊκά περίπτερα τις μέρες τις δόξας τους, σαν μικρά σούπερ μάρκετ που πουλούσαν σχεδόν τα πάντα. Κάποια klek έχουν ακόμα και τσαγκάρικα που σου γυαλίζουν τα παπούτσια και επισκευάζουν το σπασμένο τακούνι. Η εικόνα των φωτισμένων προσώπων των πωλητών στα klek που τους δίνει μια υποκίτρινη απόχρωση αργά τη νύχτα και τα κάνει να μοιάζουν σαν πίνακες του Έντουαρντ Χόπερ είναι μία πολύ ξεχωριστή εικόνα που παίρνεις μαζί σου όταν αποχαιρετήσεις τη Σόφια. Για να πω την αλήθεια, μπορεί να μην έχει το γοητευτικό χάος που έχει η Θεσσαλονίκη, τις ανηφόρες, τα κάστρα, και (κυρίως) την παραλία, αλλά είναι μία εξίσου όμορφη και ζωντανή πόλη. Ελπίζω η Σαλονικιά που δεν έβλεπε στην ώρα να γυρίσει στην πατρίδα και να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της, να με συγχωρέσει για τη σύγκριση...
Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου