×

Usamos cookies para ayudar a mejorar LingQ. Al visitar este sitio, aceptas nuestras politicas de cookie.

image

LinguaTree Slow Greek Lessons, 5 Must-Know Greek Slang terms- Understanding casual Greek

5 Must-Know Greek Slang terms- Understanding casual Greek

Γεια σας,

και καλωσήλθατε και πάλι στο κανάλι μου.

Για όσους δε με ξέρουν είμαι η Γιούλη.

Είμαι εκπαιδευτικός,

και μιλάω για την ελληνική γλώσσα και κουλτούρα

σε πολύ αργά ελληνικά.

Σήμερα θα μάθουμε slang λέξεις και εκφράσεις

που χρησιμοποιούν οι νέοι σήμερα.

Όπως γνωρίζετε, η γλώσσα

είναι ένας ζωντανός οργανισμός

και συνεχώς ανανεώνεται.

Για να είμαι σίγουρη,

ότι αυτές οι λέξεις είναι σύγχρονες

έκανα ένα πείραμα.

Πριν ξεκινήσω το βίντεο,

ρώτησα τους γονείς μου

αν γνωρίζουν την σημασία τους

και ήξεραν πολύ λίγες,

που αυτό είναι ένα πολύ καλό σημάδι.

Πάμε λοιπόν να εμπλουτίσουμε το λεξιλόγιό μας

με λέξεις που χρησιμοποιούν οι νέοι στην Ελλάδα σήμερα.

Όταν πιο παλιά είχα κάνει ένα βίντεο

για τα κουζινικά σκεύη,

σας είχα δείξει τι είναι το καπάκι.

Με το καπάκι κλείνουμε την κατσαρόλα

και έτσι το φαγητό βράζει πιο γρήγορα.

Όταν όμως λέμε στο καπάκι

σημαίνει απευθείας, αμέσως μετά.

Για παράδειγμα, πήγα για καφέ και στο καπάκι για φαγητό.

Δηλαδή αμέσως μετά τον καφέ

πήγα απευθείας για φαγητό.

Μιας και μιλάμε για φαγητό,

σκέφτηκα τη λέξη ψήνομαι.

Ψήνεται, για παράδειγμα,

το κοτόπουλο στον φούρνο στους 200 βαθμούς.

Αυτή είναι η κυριολεκτική σημασία της λέξης.

Όμως αν ρωτήσουμε κάποιον,

αν ψήνεται να έρθει απόψε μαζί μας,

τότε σημαίνει αν θέλει.

Αυτήν τη λέξη, δε φαντάζεστε,

πόσο συχνά τη χρησιμοποιούμε στην Ελλάδα.

Θα σας δώσω άλλο ένα παράδειγμα.

Ψήνομαι να αγοράσω ένα καινούριο κινητό.

Με άλλα λόγια θέλω, το σκέφτομαι

να αγοράσω ένα καινούριο κινητό.

Μια λέξη, την οποία προσωπικά

χρησιμοποιώ πάρα πολύ συχνά,

είναι το ρήμα κλαίω.

Κυριολεκτικά κλαίω, όταν είμαι στεναχωρημένη,

όμως κλαίω και από τα γέλια.

Έτσι αν ποτέ ακούσετε κάποιον στην Ελλάδα να λέει κλαίω,

αλλά να μην κλαίει πραγματικά,

δε σημαίνει ότι είναι θλιμμένος,

αλλά ότι κάτι του φάνηκε πολύ αστείο.

Όταν κοιτάω κάτι επίμονα και για πολλή ώρα

τότε το κοζάρω.

Συνήθως λέμε κοζάρω για ανθρώπους.

Όμως εγώ κοζάρω πολλές φορές

και τα προφιτερόλ στο ζαχαροπλαστείο.

Η μάπα είναι ένα λαχανικό.

που το κόβουμε συνήθως σαν σαλάτα

μαζί με τριμμένο καρότο.

Όμως χρησιμοποιούμε την ίδια λέξη

για να πούμε ότι κάτι δεν είναι καλό.

Για παράδειγμα, είδα μια ταινία χτες, άστα ήταν μάπα,

δηλαδή δεν ήταν καλή, ήταν χάλια.

Αυτό λοιπόν ήταν το μάθημα για σήμερα.

Όπως είπα και στην αρχή,

οι γλώσσες είναι ζωντανές

και συνεχώς αλλάζουν και εξελίσσονται.

Και είναι πολύ φυσικό,

μέσα σε αυτό το πολυπολιτισμικό περιβάλλον,

να δανειζόμαστε και να ανταλλάσσουμε λέξεις.

Λοιπόν, εμείς θα τα πούμε την επόμενη φορά.

Φιλάκια πολλά!!!

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

5 Must-Know Greek Slang terms- Understanding casual Greek |||||κατανόηση|| à|à connaître||argot|termes|compréhension|informel| Must|know = know||slang|terms|Understanding|informal| Must-know|Understand|Greek slang|Slang|terms|Κατανόηση|casual| повинен|||||розуміння|| 5 Griechische Slangbegriffe, die man kennen muss - Griechisch als Umgangssprache verstehen 5 Must-Know Greek Slang terms- Understanding casual Greek 5 términos imprescindibles del argot griego - Comprender el griego informal 5 termes d'argot grec à connaître absolument - Comprendre le grec occasionnel 5 termini gergali greci da conoscere assolutamente - Capire il greco informale 5 Must-Know Griekse Slang termen- Inzicht in informeel Grieks 5 Bilinmesi Gereken Yunanca Argo Terimler- Gündelik Yunancayı Anlamak

Γεια σας,

και καλωσήλθατε και πάλι στο κανάλι μου. |καλώς ήρθατε||||| |welcome||||channel| and welcome back to my channel. y bienvenidos de nuevo a mi canal. e bentornati sul mio canale.

Για όσους δε με ξέρουν είμαι η Γιούλη. |όσους|||||| |ceux|||||| |those who|||know|||Giouli ||||wissen|||Giulia For those who don't know me, I'm Yuli. Para aquellos que no me conocen, soy Yiuli.

Είμαι εκπαιδευτικός, |учитель je suis|enseignant |"I am a teacher." |professor |δασκαλος |teacher |вчитель Ich bin ein Lehrer, I am an educator, Soy profesora, Sono un insegnante, Я викладач,

και μιλάω για την ελληνική γλώσσα και κουλτούρα ||||ελληνική||| ||||||und| |I speak|||Greek|||culture und ich spreche über die griechische Sprache und Kultur and I'm talking about the Greek language and culture y hablo acerca del idioma y la cultura griegas, і говорю про грецьку мову та культуру

σε πολύ αργά ελληνικά. ||slow|Greek in very late Greek. muy despacio, en griego. дуже повільно грецькою.

Σήμερα θα μάθουμε slang λέξεις και εκφράσεις |||argot|||expressions ||we will learn||||expressions Heute lernen wir umgangssprachliche Wörter und Ausdrücke Today we will learn slang words and expressions Hoy vamos a aprender palabras y expresiones coloquiales (modismos)

που χρησιμοποιούν οι νέοι σήμερα. |χρησιμοποιούν||| ||les|jeunes| |verwenden|die|Jugendlichen| |use||young people|today |usam||jovens| heute von Jugendlichen genutzt. used by young people today. que usan los jóvenes hoy en día. che i giovani usano oggi.

Όπως γνωρίζετε, η γλώσσα |vous savez|| As|you know|| |wissen|| Wie Sie wissen, Sprache As you know, the language Como sabéis, la lengua Come sapete, la lingua

είναι ένας ζωντανός οργανισμός |||οργανισμός |un|vivant|organisme ||living|Organismus ||living|living organism ||живий| ist ein lebender Organismus it is a living organism es un organismo vivo c'est un organisme vivant è un organismo vivente

και συνεχώς ανανεώνεται. |постоянно|обновляется |constamment|se renouvelle and|constantly|"is constantly updated" ||se renova ||renewed |ständig|it is renewed ||оновлюється und wird laufend aktualisiert. and is constantly renewed. y se renueva constantemente. et il se renouvelle constamment. e si rinnova costantemente. і постійно оновлюється.

Για να είμαι σίγουρη, |||σίγουρη um||| |||sure Um sicherzustellen, To be sure, Para estar segura Pour être sûre, Per essere sicuri, Щоб я була впевнена,

ότι αυτές οι λέξεις είναι σύγχρονες |||||современные |||||modernes |||words|are|contemporary |||||modern |||||σύγχρονες dass diese Wörter modern sind, that these words are modern de que estas palabras son actuales que ces mots sont modernes che queste parole sono moderne що ці слова сучасні

έκανα ένα πείραμα. ||эксперимент j'ai fait|un|expérience |one|experiment ||experiment ||експеримент habe ich ein Experiment gemacht. I did an experiment. hice un experimento. j'ai fait une expérience. Ho fatto un esperimento. я провів експеримент.

Πριν ξεκινήσω το βίντεο, before|I start||video Bevor ich das Video beginne, Before I start the video, Antes de empezar el vídeo, Avant de commencer la vidéo, Перед тим як почати відео,

ρώτησα τους γονείς μου ρώτησα||| j'ai demandé||parents| asked||my parents|my Ich habe meine Eltern gefragt I asked my parents le pregunté a mis padres я запитав своїх батьків

αν γνωρίζουν την σημασία τους |γνωρίζουν||| |ils connaissent||signification| |"they know"||meaning| |||значение| wenn sie ihre Bedeutung kennen if they know their meaning si sabían lo que significan, s'ils connaissent leur signification se conoscono la loro importanza чи знають вони їхнє значення

και ήξεραν πολύ λίγες, |знали|| |savaient|| |"knew"||few |ήξεραν|| |kannten||wenige |знали|| und sie wussten sehr wenig, and they knew very little, y supieron solo unas pocas, et ils savaient très peu, e ne conoscevano pochissimi, і знали дуже мало,

που αυτό είναι ένα πολύ καλό σημάδι. ||||||signe |||||good|sign ||||||Zeichen dass dies ein sehr gutes Zeichen ist. which is a very good sign. lo que es muy buena señal. que c'est un très bon signe. il che è un ottimo segno.

Πάμε λοιπόν να εμπλουτίσουμε το λεξιλόγιό μας |||обогатим||| ||à|enrichir||| let's go|then||enrich||vocabulary| |||||λεξιλόγιο| |||to enrich||Wortschatz| |||поповнити||| Also bereichern wir unseren Wortschatz So let's go and enrich our vocabulary Así que vamos a enriquecer nuestro vocabulario Andiamo quindi ad arricchire il nostro vocabolario Отже, давайте збагачуємо наш словниковий запас

με λέξεις που χρησιμοποιούν οι νέοι στην Ελλάδα σήμερα. |||||jeunes||| |||use||young people||Greece| mit Worten, die heute von jungen Menschen in Griechenland verwendet werden. with words used by young people in Greece today. con palabras que usan los jóvenes hoy en día en Grecia. con le parole usate dai giovani in Grecia oggi. словами, які сьогодні використовують молоді в Греції.

Όταν πιο παλιά είχα κάνει ένα βίντεο |plus|anciennement|||| When|more|a long time ago|had|made||video ||before|||| Als ich mal ein Video gemacht habe When I made a video earlier Cuando hice hace un tiempo un vídeo Quand j'avais fait une vidéo auparavant Quando facevo un video Коли раніше я зняв одне відео

για τα κουζινικά σκεύη, ||кухонные|посуды |les|cuisine|ustensiles ||kitchenware|kitchen utensils |||σκεύη ||kitchen|utensils ||кухонні| für Küchenutensilien, for kitchen utensils, sobre los utensilios de cocina, sur les ustensiles de cuisine, per gli utensili da cucina, для кухонного посуду,

σας είχα δείξει τι είναι το καπάκι. ||||||крышка ||montré|||le|couvercle ||had shown||||the lid ||||||tampa ||||||lid ||||||кришка Ich habe dir gezeigt, was der Deckel ist. I had shown you what the cap is. os mostré qué es una tapa. je vous avais montré ce qu'est le couvercle. Vi ho mostrato cos'è il coperchio. я показував вам, що таке кришка.

Με το καπάκι κλείνουμε την κατσαρόλα |||закрываем|| ||couvercle|fermons||casserole ||lid|we close||pot |||schließen||Topf |||κλείνουμε|| Verschließen Sie den Topf mit dem Deckel Close the pot with the lid Con la tapa cerramos la cacerola З кришкою ми закриваємо каструлю

και έτσι το φαγητό βράζει πιο γρήγορα. |так|||варит|| |ainsi|le||cuit||vite ||||boils|| ||||boils||faster und so kocht das Essen schneller. and so the food boils faster. para que la comida se haga antes. et ainsi la nourriture bout plus rapidement. in modo che il cibo si cuocia più velocemente. і так їжа кипить швидше.

Όταν όμως λέμε στο καπάκι когда|||| quand|||| wenn|||| ||we say||on top Aber wenn wir auf dem Deckel sagen But when we say on the lid Pero cuando se dice "en la tapa" Mais quand nous parlons du couvercle Ma quando diciamo sul coperchio Коли ж ми кажемо "на кришку"

σημαίνει απευθείας, αμέσως μετά. |прямо||после cela signifie|directement|immédiatement| means|directly|immediately|afterwards |diretamente|| |αμέσως|| |directly|sofort|nach |безпосередньо|| bedeutet direkt, unmittelbar danach. means directly, immediately after. quiere decir directamente, justo después. cela signifie directement, immédiatement après. significa direttamente, immediatamente dopo. це означає безпосередньо, одразу після.

Για παράδειγμα, πήγα για καφέ και στο καπάκι για φαγητό. |||||||вдобавок|| ||je suis allé|||||couvert|| ||||||on top|right after||food Zum Beispiel ging ich zum Kaffee und auf den Deckel zum Essen. For example, I went for a coffee and right after for food. Por ejemplo, fui para un café y justo después a comer. Par exemple, je suis allé prendre un café et ensuite manger. Ad esempio, sono andato a prendere un caffè e a pranzo sul coperchio. Наприклад, я пішов на каву, а на кришку - на їжу.

Δηλαδή αμέσως μετά τον καφέ that is|immediately|after|| Das heißt, unmittelbar nach dem Kaffee Meaning immediately after the coffee Es decir, inmediatamente después del café C'est-à-dire immédiatement après le café, Cioè, subito dopo il caffè

πήγα απευθείας για φαγητό. |прямо|| |straight away|| Ich ging direkt zum Essen. I went straight for food. fui directo a comer. je suis allé directement manger. Sono andato subito a pranzo.

Μιας και μιλάμε για φαγητό, одной|||| d'une|||| Since|||| "Since"|since|we're talking|| Da wir gerade über Essen sprechen, Speaking of food, Y ya que estamos hablando de comida, Puisque nous parlons de nourriture, A proposito di cibo, Оскільки ми говоримо про їжу,

σκέφτηκα τη λέξη ψήνομαι. |||печься |||je me fais cuire I thought|||I'm excited |||cozinhar |||ψήνομαι |||I bake Ich dachte an das Wort backen. I thought of the word bake. se me ocurrió la palabra cocinar. j'ai pensé au mot je suis en train de cuire. Ho pensato alla parola "cuocere". я подумав про слово 'печусь'.

Ψήνεται, για παράδειγμα, ψήνεται|| il est cuit|| "Bakes"|| it is baking|| печеся|| se cocina|| Gebacken wird z. It is baked, for example, Cocinamos, por ejemplo, Il est en train de cuire, par exemple, Ad esempio, è cotto al forno, Печеться, наприклад,

το κοτόπουλο στον φούρνο στους 200 βαθμούς. |||φούρνο|| |poulet||four||degrés |chicken||oven||degrees |||Ofen|| |||||graus the chicken in the oven at 200 degrees. el pollo en el horno a 200 grados.

Αυτή είναι η κυριολεκτική σημασία της λέξης. |||буквальное||| |||littérale|signification||mot |||literal||| |||literal|meaning||word ||||||λέξης Das ist die wörtliche Bedeutung des Wortes. That's the literal meaning of the word. Ese es el significado literal de la palabra. C'est le sens littéral du mot. Questo è il significato letterale della parola.

Όμως αν ρωτήσουμε κάποιον, ||nous demandons| ||"we ask"| |||a alguien Aber wenn wir jemanden fragen, But if we ask someone, Pero si le preguntamos a alguien Mais si nous demandons à quelqu'un, Ma se chiediamo a qualcuno,

αν ψήνεται να έρθει απόψε μαζί μας, |планирует|||сегодня вечером|| |il vient||venir||| |is cooking||come over|tonight|with us| ||||hoje à noite|| wenn gebacken, um heute Abend mit uns zu kommen, If she is willing to come with us tonight, si "tiene cocinado" venirse esta noche con nosotros, s'il est disposé à venir avec nous ce soir, se volete unirvi a noi stasera, якщо вона збирається прийти з нами сьогодні ввечері,

τότε σημαίνει αν θέλει. |cela signifie|| |it means|if|wants |significa|| dann heißt es wenn er will. then it means she wants to. entonces quiere decir que si le apetece. significa che se lo desidera. тоді це означає, якщо вона хоче.

Αυτήν τη λέξη, δε φαντάζεστε, ||||представляете ||||vous imaginez this||||you can't imagine ||||imaginem ||||stellen ||||уявляєте ||||se imaginan Dieses Wort kannst du dir nicht vorstellen, You can't imagine this word, No os podéis imaginar Cette parole, vous ne pouvez pas l'imaginer, Questa parola non si può immaginare, Цю слово, ви не уявляєте,

πόσο συχνά τη χρησιμοποιούμε στην Ελλάδα. |often||we use it|| |||||Grecia |||usamos|| wie oft wir es in Griechenland verwenden. how often we use it in Greece. cuánto se usa esta palabra en Grecia. à quelle fréquence l'utilisons-nous en Grèce.

Θα σας δώσω άλλο ένα παράδειγμα. ||donner||| ||I will give||| Ich gebe Ihnen ein weiteres Beispiel. Let me give you another example. Os doy otro ejemplo. Je vais vous donner un autre exemple. Vi faccio un altro esempio.

Ψήνομαι να αγοράσω ένα καινούριο κινητό. |||||Handy I'm keen||buy|||phone Ich überlege mir ein neues Handy zu kaufen. I'm about to buy a new cell phone. Estoy cocinando comprarme un móvil nuevo. Je suis en train de vouloir acheter un nouveau téléphone. Sto per acquistare un nuovo cellulare. Я горю бажанням купити новий телефон.

Με άλλα λόγια θέλω, το σκέφτομαι en||||| in|other|words|||I think Mit anderen Worten, ich will, ich denke darüber nach In other words I want, I think about it En otras palabras, quiero, estoy pensando En d'autres termes, je le veux, j'y pense In altre parole voglio, ci penso Іншими словами, я хочу, я обмірковую

να αγοράσω ένα καινούριο κινητό. ||||téléphone |buy||new| ein neues Handy zu kaufen. to buy a new cell phone. comprarme un móvil nuevo. à acheter un nouveau téléphone. купити новий телефон.

Μια λέξη, την οποία προσωπικά |||которую| |||which|personally speaking ||||personalmente Ein Wort, das persönlich A word, which I personally Una palabra que personalmente Un mot que j'utilise personnellement

χρησιμοποιώ πάρα πολύ συχνά, |||often Ich benutze es zu oft, I use too often, uso muy a menudo très souvent,

είναι το ρήμα κλαίω. |||pleurer ||verb|cry |||I cry |||плачу ist das Verb κλαίω. is the verb cry. es el verbo llorar. c'est le verbe pleurer. це дієслово плачу.

Κυριολεκτικά κλαίω, όταν είμαι στεναχωρημένη, ||||расстроенная littéralement|je pleure|||triste literally|"I cry"|||sad ||||sad ||||сумна ||||triste Ich weine buchstäblich, wenn ich traurig bin, I literally cry when I'm sad, Literalmente, lloro cuando estoy triste, Je pleure littéralement quand je suis triste, Piango letteralmente quando sono triste, Буквально плачу, коли я сумую,

όμως κλαίω και από τα γέλια. |||||смеха ||||les|rire |I cry||||laughter |||||Lachen |||||сміху aber ich weine auch vor Lachen. but I'm also crying with laughter. pero también lloro de risa. mais je pleure aussi de rire. ma sto anche piangendo dalle risate. але я також плачу від сміху.

Έτσι αν ποτέ ακούσετε κάποιον στην Ελλάδα να λέει κλαίω, ||ever|you hear||||||I cry |||||||||eu choro Wenn Sie also jemals jemanden in Griechenland weinen hören, So if you ever hear anyone in Greece say I'm crying, Así que si alguna vez oyes a alguien en Grecia decir que está llorando, Ainsi, si jamais vous entendez quelqu'un en Grèce dire je pleure, Quindi se sentite qualcuno in Grecia dire che sto piangendo,

αλλά να μην κλαίει πραγματικά, |||cry|really aber nicht wirklich weinen, but not really crying, pero no llora de verdad, mais qu'il ne pleure pas vraiment, ma non piange davvero,

δε σημαίνει ότι είναι θλιμμένος, ||||sad ||||sad ||||triste ||||triste bedeutet nicht, dass er traurig ist, doesn't mean he's sad, no significa que esté triste, cela ne signifie pas qu'il est triste, non significa che sia triste,

αλλά ότι κάτι του φάνηκε πολύ αστείο. ||||||смешным ||||a semblé|très| aber|||||| ||something||seemed||funny ||||||engraçado aber das kam ihm sehr komisch vor. but that something seemed very funny to him. sino que algo le ha parecido muy gracioso. mais que quelque chose lui a semblé très drôle. ma quel qualcosa gli sembrava molto divertente.

Όταν κοιτάω κάτι επίμονα και για πολλή ώρα |regarde||insistamment||pour|longue| |I look at||intently||||Stunde |stare at|something|intently|||a long| |||insistentemente|||| |||постійно|||| Wenn ich etwas beharrlich und lange betrachte When I stare at something for a long time Cuando miro algo fijo durante mucho rato Quand je regarde quelque chose fixement et pendant longtemps Quando fisso qualcosa per molto tempo Коли я пильно дивлюсь на щось і довгий час

τότε το κοζάρω. ||замечаю ||je comprends then||I check it out. ||percebo ||I see ||помічаю dann schaffe ich es. then I'll take care of it. le estoy dando un repaso. alors je le regarde bien. allora mi metterò d'accordo con voi. тоді я це помічаю.

Συνήθως λέμε κοζάρω για ανθρώπους. ||beobachten|| usually|we say|check out|about| ||verifico|| Wir sagen normalerweise kozaro für Menschen. We usually say kidding about people. Se suele decir "dar un repaso" con las personas. En général, nous disons 'je regarde bien' pour des personnes. Зазвичай ми говоримо 'помічати' щодо людей.

Όμως εγώ κοζάρω πολλές φορές ||I notice|many|times Aber ich wette oft But I kidding many times Pero muchas veces le doy un repaso Mais je regarde souvent Проте я дивлюсь багато разів

και τα προφιτερόλ στο ζαχαροπλαστείο. ||profiteroles||pâtisserie ||profiteroles||pastry shop ||||confeitaria ||profiteroles||Konditorei ||||кондитерська ||profiteroles||pastelería und Kränzchen in der Konditorei. and the profiteroles in the pastry shop. también a los profiteroles en la pastelería. et les profiteroles à la pâtisserie. e i profiteroles della pasticceria.

Η μάπα είναι ένα λαχανικό. |репа||| la|mâche|||légume |The potato|||vegetable ||||vegetal |mop|||vegetable ||||овоч Ahorn ist ein Gemüse. The turnip is a vegetable. El repollo es una verdura La tête est un légume. La mapa è un vegetale. Морква - це овоч.

που το κόβουμε συνήθως σαν σαλάτα ||coupons||comme|salade ||cut||| ||we cut|usually|as|salad die wir normalerweise als Salat schneiden which we usually cut like a salad que se suele cortar como ensalada que nous le coupons généralement en salade який ми зазвичай ріжемо як салат

μαζί με τριμμένο καρότο. ||тертое| ||râpé|carotte ||grated|carrot ||geriebenes|carrot |||морква |||zanahoria zusammen mit geriebenen Karotten. along with grated carrot. junto con zanahoria rallada. avec de la carotte râpée. разом з натертим морквою.

Όμως χρησιμοποιούμε την ίδια λέξη However|||same| Aber wir benutzen das gleiche Wort But we use the same word Sin embargo usamos la misma palabra Cependant, nous utilisons le même mot

για να πούμε ότι κάτι δεν είναι καλό. ||let's say||||| sagen, dass etwas nicht gut ist. to say that something is not good. para decir que algo no es bueno. pour dire que quelque chose n'est pas bon. per dire che qualcosa non è buono.

Για παράδειγμα, είδα μια ταινία χτες, άστα ήταν μάπα, ||||||она|| |exemple|j'ai vu|||hier|elle||nulle ||I saw||movie|yesterday|"forget it"|it was|a flop ||||||leave them||Mist ||||||то|| ||||película|||| Zum Beispiel habe ich gestern einen Film gesehen, es war eine Karte, For example, I saw a movie yesterday, it was great, Por ejemplo, ayer vi una película, fue horrible (un repollo), Par exemple, j'ai vu un film hier, c'était nul, Ad esempio, ieri ho visto un film che mi ha lasciato a bocca aperta, Mesela dün bir film izledim, çok kötüydü, Наприклад, я вчора подивився фільм, він був жахливий,

δηλαδή δεν ήταν καλή, ήταν χάλια. |||||nul |||||terrible das heißt, es war nicht gut, es war scheiße. I mean, it wasn't good, it sucked. o sea, que no era buena, era malísima. c'est-à-dire que ce n'était pas bon, c'était terrible. тобто не був хорошим, був жахом.

Αυτό λοιπόν ήταν το μάθημα για σήμερα. Das ist also die Lektion für heute. So that was the lesson for today. Y esta ha sido la clase de hoy. Отже, це було заняття на сьогодні.

Όπως είπα και στην αρχή, |j'ai dit||| |I said||the|beginning Wie ich eingangs sagte, As I said at the beginning, Como dije al principio, Comme je l'ai dit au début, Come ho detto all'inizio,

οι γλώσσες είναι ζωντανές |||живые |||vivantes the|||living |||lebendig |||vivas Sprachen leben the languages are alive las lenguas están vivas les langues sont vivantes

και συνεχώς αλλάζουν και εξελίσσονται. ||||развиваются |constamment|||évoluent |constantly|change||are evolving ||||evoluem ||||evolve ||||розвиваються und verändern sich ständig und entwickeln sich weiter. and are constantly changing and evolving. y están siempre cambiando y evolucionando. et changent et évoluent constamment. e sono in continuo cambiamento ed evoluzione. і постійно змінюються та розвиваються.

Και είναι πολύ φυσικό, And|||natural And it's very natural, Y es muy natural, Ed è molto naturale, І це дуже природно,

μέσα σε αυτό το πολυπολιτισμικό περιβάλλον, ||||мультикультурной|окружение ||||multiculturel|environnement within||||multicultural|environment ||||multicultural|ambiente ||||multicultural| ||||багатокультурне| |||||entorno in diesem multikulturellen Umfeld, in this multicultural environment, en este mundo multicultural, dans cet environnement multiculturel, in questo ambiente multiculturale, в цьому багатокультурному середовищі,

να δανειζόμαστε και να ανταλλάσσουμε λέξεις. |берём взаймы|||| à|emprunter||à|échangeons| |borrow|||we exchange| |borrow|||we exchange| |беремо в оренду|||| Wörter ausleihen und austauschen. to borrow and exchange words. tomar prestadas e intercambiar palabras. d'emprunter et d'échanger des mots. prendere in prestito e scambiare parole. позичати і обмінюватися словами.

Λοιπόν, εμείς θα τα πούμε την επόμενη φορά. |we|||||next| ||||||próxima| Well, we'll see you next time. Bueno, nos vemos el próximo día. Eh bien, nous nous parlerons la prochaine fois. Отже, ми поговоримо наступного разу.

Φιλάκια πολλά!!! kisses| Lots of kisses!!!! ¡¡¡Muchos besos!!! Багато цілунків!!!